Δημοσιεύω παρακάτω ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του πολυγραφότατου αγαπητού φίλου Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη, από το βιβλίο του “Λεξικό των Λαών του αρχαίου κόσμου” ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ -Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 940. (Δρ. Ι. Παρίσης).
Στην πλούσια και πολυάνθρωπη αυτήν χώρα, πιθανότατα παρέμεινε και δίδαξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ο ιδρυτής της θρησκείας του Ζωροαστρισμού, ο Ζαρατούστρα (Zarathustra) ή Ζωροάστρης (βλ. Richard N. Frye: The Heritage of Central Asia, 1996 – σελ. 68).
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διέσωσαν αρκετές πληροφορίες για την σπουδαία αυτήν περιοχή, αλλά αξιόπιστες και σημαντικές θεωρούνται κυρίως οι αναφορές του Αρριανού (Ανάβασις Γ΄ 29 και Δ΄ 7) και του Στράβωνος (ΙΑ΄VIII. 9 και ΧΙ. 1-5).
Ο Ηρόδοτος μνημονεύει σε αρκετές περιπτώσεις την Βακτρία και τους κατοίκους της (Α΄ 153, Γ΄ 92, Δ΄ 204, Ζ΄ 64-66, Η΄113 και Θ΄113), αλλά χωρίς να προσφέρει αξιόλογα ή ουσιαστικά στοιχεία για την χώρα. Αντίθετα, ενδιαφέρουσες θεωρούνται οι πληροφορίες του Στράβωνος, για την ίδια την χώρα, την πρωτεύουσά της Βάκτρα – Ζαριάσπα (Ζαρίασπαστον Στέφανο Βυζάντιο) και τα βάρβαρα έθιμά τους, που κατήργησε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν κατέλαβε την περιοχή, όπως τονίζει ο Στράβων (ΙΑ΄ ΧΙ. 3).
Χρήσιμη ίσως στο σημείο αυτό είναι η διευκρίνιση ότι το όνομα Ζαρίασπα αναφερόταν ειδικότερα στην ακρόπολη, ενώ το όνομα Βάκτρα (που το πήρε από τον γειτονικό ομώνυμο ποταμό) προσδιόριζε ολόκληρη την πόλη, η οποία στην εποχή των Αχαιμενιδών ήταν όχι μόνο πρωτεύουσα της Βακτρίας, αλλά και ολόκληρης της Ανατολής, δηλ. του ανατολικού τμήματος της περσικής αυτοκρατορίας (η ακμαία μεσαιωνική πόλη Μπαλχ –Balkh, κοντά στην σημερινή πόλη του βόρειου Αφγανιστάν Μαζάρ-ι-Σαρίφ, Mazar-i-Sharif).
Θα πρέπει επίσης να διευκρινίσουμε ότι τα όρια της χώρας δεν ήσαν σταθερά και αυστηρά καθορισμένα, αλλά κατά περιόδους επεκτείνονταν και σε γειτονικές περιοχές, ενώ σε άλλες εποχές περιορίζονταν. Ο Στράβων για παράδειγμα υποστήριζε (ΙΑ΄ ΧΙ. 2) ότι ο Ώξος αποτελούσε το σύνορο της Βακτρίας από την βορειοανατολικότερη επαρχία της Περσικής αυτοκρατορίας, την Σογδιανή και ότι ο βορειότερα ευρισκόμενος Ιαξάρτης (σημερ. Syr-Darya), χώριζε τους Σογδιανούς από τους νομάδες (Σάκες). Φαίνεται όμως ότι τον βασικό πυρήνα της χώρας προσδιόριζαν τα γεωγραφικά όρια που αναφέραμε στην αρχή του λήμματος, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλη την διάρκεια της Δυναστείας των Αχαιμενιδών, η γειτονική επαρχία της Μαργιανής (η περιοχή της σημαντικής όασης Μερβ-Merv, σημερ. Mary, μεταξύ Κασπίας και Ώξου), ανήκε διοικητικά στην Βακτρία, από την εποχή της κατάκτησής της από τον Κύρο τον Μέγα (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 171).
Οι Βακτριανοί είχαν δική τους γλώσσα, η οποία ανήκε στην ανατολική ομάδα των Ιρανικών γλωσσών. Είναι ελάχιστα γνωστή και μόνον στην μορφή που είχε στην διάρκεια του λεγομένου Μέσου σταδίου των Ιρανικών γλωσσών. Αυτό το στάδιο για την Βακτριανή γλώσσα προσδιορίζεται μεταξύ 300 π.Χ. και 400 μ.Χ.
Τα ψήγματα γνώσεων που διαθέτουμε για την Μέση Βακτριανή, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από μία και μοναδική επιγραφή, η οποία ανακαλύφθηκε στο σημερινό βόρειο Αφγανιστάν. Αποτελείται από 25 σειρές, γραμμένες στο ελληνικό αλφάβητο και χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ. όταν η περιοχή αποτελούσε τμήμα της περίφημης αυτοκρατορίας των Κουσάν (Kushan, Kusana).
Η Βακτριανή γλώσσα εξαφανίσθηκε σε σύντομο σχετικά διάστημα, μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Σασσανίδες αυτοκράτορες της Περσίας, γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Η Μέση Περσική θα διαδοθεί στην Βακτρία και θα εκτοπίσει βαθμιαία την Βακτριανή γλώσσα, γεγονός που θα οριστικοποιηθεί μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Άραβες τον 7ο αιώνα μ.Χ. (βλ. Frye, RichardN. 1996 – σελ. 147-149).
Ο πρώτος ξένος κατακτητής της Βακτρίας ήταν ο ιδρυτής και δημιουργός της αχανούς Περσικής αυτοκρατορίας, ο Κύρος ΙΙ (550-530/529 π.Χ.), ο οποίος είναι γνωστός και ως Κύρος ο Μέγας. Ο Κύρος ΙΙ θα κατακτήσει τις γύρω περιοχές, αλλά θα χάσει την ζωή του σε μια μάχη εναντίον των Μασσαγετών, ενός ανυπότακτου και πολεμοχαρούς φύλου που απειλούσε τα βορειοανατολικά σύνορα της Περσικής αυτοκρατορίας.
Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Κύρου, Καμβύση ΙΙ (529-522 π.Χ.), γνωρίζουμε ότι κυβερνήτης της Βακτρίας (σατράπης, αρχ. περσ. khshathrapavan = προστάτης του βασιλείου) ήταν ο Ντανταρσσί (βλ. Olmstead, 1948 σελ. 192). Ο Ντανταρσσί (Dadarshish) μαζί με τον Βιβάνα (Vivana) της Αραχωσίας, ήσαν οι μοναδικοί σατράπες που θα στηρίξουν τον επόμενο αυτοκράτορα, τον γνωστό από την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος «Μέγα Βασιλέα» Δαρείο Ι (522-486 π.Χ.), στην διάρκεια της γενικευμένης εξέγερσης των υποτελών λαών που σημειώθηκε όταν ο Δαρείος Ι κατέλαβε τον θρόνο των Αχαιμενιδών.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ορίσθηκε σατράπης της Βακτρίας ο Υστάσπης (Vishtashpa), ο άλλος γιος του Δαρείου και αδελφός του νέου αυτοκράτορα, Ξέρξη (486-465 π.Χ.), τον οποίο αναφέρει ο Ηρόδοτος ως σατράπη της Βακτρίας στην διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος (480-479 π.Χ.), αλλά γνωρίζουμε ότι προηγουμένως, το 500/499 π.Χ. σατράπης της Βακτρίας ήταν κάποιος “Irdabanush”, πρόσωπο που πιθανόν ταυτίζεται με τον «Αρτάβανο», έναν επαναστάτη στρατηγό της Βακτρίας, τον οποίο νίκησε αργότερα σε μια αποφασιστική μάχη ο Αρταξέρξης Ι (465-424 π.Χ.).
Είναι επίσης γνωστό ότι κατά την έναρξη της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, σατράπης της Βακτρίας ήταν ο Βήσσος, ο οποίος θα πολεμήσει επικεφαλής του περίφημου βακτριανού ιππικού στην αποφασιστική μάχη των Γαυγαμήλων (1η Οκτωβρίου 331 π.Χ.), που έκρινε οριστικά την τύχη της Περσικής αυτοκρατορίας. Ο Βήσσος, αφού δολοφονήσει τον τελευταίο Πέρση αυτοκράτορα Δαρείο ΙΙΙ τον Κοδομμανό (336-330 π.Χ.), θα αυτοανακηρυχθεί κληρονόμος του θρόνου και των υπολειμμάτων της αυτοκρατορίας, με το όνομα Αρταξέρξης IV, αλλά μετά την άφιξη του Μ. Αλεξάνδρου στην Βακτρία και την επιτυχή διαπεραίωση του ποταμού Ώξου (καλοκαίρι του 329 π.Χ.), οι σύμμαχοι και υποστηρικτές του Βήσσου αποθαρρημένοι, θα τον παραδώσουν στον Μακεδόνα στρατηλάτη.
Ο Μ. Αλέξανδρος θα αναχωρήσει από την Βακτρία (όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ) για την Ινδική εκστρατεία, την άνοιξη του 327 π.Χ. έχοντας εγκαταστήσει ως νέο σατράπη της χώρας τον Μακεδόνα Αμύντα, τον οποίον θα ενισχύσει με ένα ισχυρό στράτευμα 10.000 πεζών και 3.500 ιππέων.
Μετά την ανταρσία των Ελλήνων μισθοφόρων στην Βακτρία το 326 π.Χ. και τον θάνατο του Αμύντα, ο Μ. Αλέξανδρος θα τοποθετήσει νέο σατράπη τον Μακεδόνα Φίλιππο, στον οποίο θα αναθέσει και την διοίκηση της Σογδιανής, αξίωμα που θα διατηρήσει ο Φίλιππος (Διόδωρος ΧVΙΙΙ. 1) και στην αναδιανομή των Σατραπειών από τον «αντιβασιλέα» Περδίκκα, μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (10 Ιουνίου 323 π.Χ.).
Μια νέα εκτεταμένη εξέγερση των Ελλήνων αποίκων και μισθοφόρων της Βακτρίας θα συντριβεί και μετά την δολοφονία του Περδίκκα (321 π.Χ.) και την συμφωνία του Τριπαράδεισου (320 π.Χ.) μεταξύ των Επιγόνων, νέος σατράπης της Βακτρίας θα ορισθεί ο Στασάνωρ, από τους Σόλους της Κύπρου.
Η εκστρατεία του Σελεύκου Α΄ (308 – 281 π.Χ.) στην Ανατολή (Διόδωρος ΧΙΧ 92.5), που κράτησε πέντε χρόνια (307-302 π.Χ.), θα εδραιώσει την υπαγωγή της Βακτρίας στην απέραντη αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Ο Σέλευκος Α΄ ήλθε πιθανότατα σε σύγκρουση με τον Στασάνορα, για την τύχη του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε, όπως δεν γνωρίζουμε και το όνομα του αντικαταστάτη του (H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria, New York 2000 – σελ. 117).
Εκτεταμένες εισβολές νομάδων στις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του και ο κίνδυνος να απωλεσθούν, θα υποχρεώσουν τον Σέλευκο Α΄ να λάβει δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η ανάθεση της διοίκησής τους στον γιο του Αντίοχο από την Σογδιανή (βλ. Σόγδοι) σύζυγό του Απάμα, τον μελλοντικό Αντίοχο Α΄ (281-261 π.Χ.), ο οποίος ως αντιβασιλεύς της Ανατολής, θα εγκατασταθεί στην Βακτριανή όπου θα παραμείνει για τρία χρόνια περίπου (293-290 π.Χ.), έχοντας ως έδρα του την πρωτεύουσα Βάκτρα-Ζαρίασπα.
Είναι πάντως γεγονός ότι υπήρξε έντονο ενδιαφέρον από τους πρώτους Σελευκίδες Βασιλείς για τις ανατολικές επαρχίες και ιδιαίτερα για την Βακτρία. Η εγκατάσταση αποίκων από την Ελλάδα, την Μακεδονία, την Μ. Ασία, αλλά και την Θράκη ενθαρρύνθηκε με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν πολλές νέες πόλεις με σαφέστατο ελληνιστικό χαρακτήρα και να ανέλθει σημαντικά το πολιτιστικό επίπεδο πολλών περιοχών. Μία από αυτές ήταν και η ελληνιστική πόλη που ανακαλύφθηκε το 1965 στο Άϊ Χανούμ (Ay Khanum = Η κυρά – Σελήνη, στην τοπική διάλεκτο), κοντά στην συμβολή των ποταμών Ώξου και Κόκτσα (Kokcha), στα σημερινά σύνορα βορείου Αφγανιστάν και Τατζικιστάν.
Τα εκπληκτικά ευρήματα που ήλθαν στο φως με τις ανασκαφές της Γαλλικής αποστολής (1965-1978), την οποία συνέχισε ο ελληνικής καταγωγής Σοβιετικός αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, απεκάλυψαν μια καθαρά ελληνική πόλη με ανάλογα δημόσια οικοδομήματα, ναούς, γυμναστήριο (Γυμνάσιον) και ένα τεράστιο σε χωρητικότητα θέατρο, ελάχιστα μικρότερο από της Επιδαύρου (βλ.Christian D. 1998, σελ. 171), όπου διάβαζαν Όμηροκαι παίζονταν τραγωδίες του Σοφοκλή και τουΕυριπίδη (βλ. Sidky ό.π. σελ. 131) και όπου οι αυτόχθονες συμβίωναν αρμονικότατα με τους Έλληνες αποίκους.
Η πολιτική των Σελευκιδών θα ευδοκιμήσει σε μεγάλο βαθμό και η χώρα θα απολαύσει μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας, με αποτέλεσμα να συρρεύσει, κυρίως στην Βακτρία, πλήθος αξιωματούχων, στρατιωτικών, εμπόρων, φιλοσόφων (όπως ο μαθητής του Αριστοτέλη Κλέαρχος), ταξιδιωτών, αλλά και απλών ανθρώπων που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Αυτή συρροή ελληνικού στοιχείου ερμηνεύει βέβαια σε μεγάλο βαθμό και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην Βακτρία και στην ευρύτερη περιοχή τους επόμενους αιώνες.
Ο γιος του Αντιόχου Α΄ και διάδοχός του, που θα ανέλθει στον θρόνο των Σελευκιδών μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Αντίοχος Β΄ (261-247/246 π.Χ.), θα εμπλακεί με την σειρά του στους εμφυλίους πολέμους των Διαδόχων και θα παραμελήσει τις ανατολικές επαρχίες.
Το έτος 246 π.Χ. αποτελεί σημείο καμπής για το Βασίλειο των Σελευκιδών, αν κρίνουμε από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τότε. Έτσι, εκτός από το θάνατο του Αντιόχου Β΄ και την έκρηξη του καταστρεπτικού Γ΄ Συριακού Πολέμου, την χρονιά αυτή θα αποσπασθεί η πυκνά αποικισμένη με Έλληνες, περιοχή της Βακτρίας (Βλ. παραπάνω Χάρτη), μετά από ενέργειες του σατράπη της, Διοδότου.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Έλλην σατράπης θα διακόψει και τους τελευταίους δεσμούς του με τους Σελευκίδες και θα ανακηρυχθεί βασιλεύς του περίφημου Ελληνιστικού Βασιλείου της Βακτρίας ή Βακτριανής, παίρνοντας τον τίτλο του Βασιλέως (Διόδοτος Α΄, 239/238-228 π.Χ.).
Το πλέον σημαντικό γεγονός όμως για τις μετέπειτα εξελίξεις, αποτελεί ασφαλώς η ίδρυση το 247/246 π.Χ., του Βασιλείου των Πάρθων, από τους Πάρνους, μια νομαδική Ιρανική φυλή, η οποία παρέμενε επί αιώνες στο περιθώριο της Ιστορίας. Εκτός από κάποιες σύντομες επιδρομές, σε συνεργασία με άλλους πολεμοχαρείς νομαδικούς λαούς (Μασσαγέτες, Σάκες κ.λ.π.), εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, οι Πάρνοι ουσιαστικώς δεν θα απομακρυνθούν από την κοιτίδα τους, στα ανατολικά παράλια εδάφη της Κασπίας, μέχρι την οργάνωσή τους κάτω από τη Δυναστεία των Αρσακιδών (βλ. Πίνακα 16).
Σύμφωνα με την παράδοση (βλ. Στράβων ΙΑ΄ ΙΧ. 2-3) , γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., ο Αρσάκης (Arsaces, Arshak), ηγεμόνας των Πάρνων (οι οποίοι ανήκαν σε μια ευρύτερη συνομοσπονδία διαφόρων νομαδικών λαών Ιρανικής καταγωγής, γνωστών με την ονομασία Δάαι ή Δάχαι - Dahae), άρχισε τους αγώνες του εναντίον των Σελευκιδών εισβάλλοντας στην επικράτειά τους.
Ο Αρσάκης, επωφελούμενος της αναταραχής που επικρατούσε στο Κράτος των Σελευκιδών, θα εισβάλλει στην Παρθία και θα καταφέρει να εξοντώσει τον Σελευκίδη σατράπη της, Ανδραγόρα. Με τον τρόπο αυτόν, οι Πάρνοι καταλαμβάνουν την περιοχή (247 π.Χ.), όπου εγκαθίστανται πλέον μόνιμα. Το ίδιο έτος ο Αρσάκης στέφεται βασιλεύς της Παρθίας, ιδρύοντας την Δυναστεία των Αρσακιδών. Ταυτόχρονα οι Πάρνοι θα πάρουν το όνομα της χώρας στην οποία εγκαταστάθηκαν και του συγγενικού τους φύλου των Πάρθων, το οποίο εσήμαινε «εξόριστοι».
Σύντομα θα προσαρτήσουν και τις γειτονικές περιοχές της Υρκανίας και της Χωρηνής, με τη βοήθεια του νέου βασιλέα της Βακτριανής, γιου και διαδόχου του Διοδότου Α΄, του Διόδοτου Β΄ (γύρω στο 228 π.Χ.), δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μελλοντικής Παρθικής Αυτοκρατορίας.
Με την ενέργειά του αυτήν ο Διόδοτος Β΄ (228-225 π.Χ. περίπου), θα προκαλέσει την αγανάκτηση του Ελληνικού πληθυσμού της Βακτριανής.
Σύντομα θα ανατραπεί (225 π.Χ. περίπου), από την χήρα του Διοδότου Α΄ (η οποία ήταν αδελφή τουΣελεύκου Β΄, 246-225 π.Χ.) και τον θρόνο θα προσκληθεί να καταλάβει ο Ευθύδημος Α΄ (περίπου 225-195 π.Χ.), από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου της Μικράς Ασίας (ή σύμφωνα με άλλους από την Μαγνησία του Σιπύλου στον ποταμό Έρμο της Λυδίας ή ακόμη και από την Μαγνησία της Θεσσαλίας – βλ. σχετικά Sidky ό.π. σελ. 161-162). Η Δυναστεία που ίδρυσε ο Ευθύδημος, θα παραμείνει στο θρόνο της Βακτριανής μέχρι το 185 π.Χ. περίπου.
Όταν ο Ευθύδημος Α΄ ανακηρύχθηκε βασιλεύς της Βακτρίας, η επικράτειά του περιελάμβανε επίσης και τις περιοχές της Σογδιανής (Τρανσοξιανή), της Μαργιανήςκαι πιθανόν της Αρείας ή Αριανής. Αν οι προηγούμενοι βασιλείς της Βακτριανής δημιούργησαν και οργάνωσαν το βασίλειο, η ισχυροποίησή του και η εξάπλωσή του ήσαν έργα του Ευθύδημου Α΄ και του γιου του Δημητρίου Α΄. Το 223 π.Χ. όμως, στο θρόνο των Σελευκιδών θα ανέλθει ο περίφημος Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας (223-187 π.Χ.), ο οποίος θα αναλάβει το 212 π.Χ. (με την τολμηρή «Ανάβαση» προς τις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του), να τακτοποιήσει τα ζητήματα που είχαν δημιουργηθεί εκεί.
Η εκστρατεία του Αντιόχου Γ΄ θα ξεκινήσει με θετικά αποτελέσματα. Αφού συντρίψει στο πεδίο της μάχης τον Πάρθο ηγεμόνα (Αρσάκη ΙΙ), ο οποίος θα καταφύγει στους Απασιάκες, θα προσαρτήσει και πάλι στο Βασίλειο των Σελευκιδών πολλές περιοχές που είχαν αποσπάσει παλαιότερα οι Πάρθοι. Τελικώς θα προτιμήσει να συμβιβαστεί με τον Πάρθο ηγεμόνα (μια έξυπνη πολιτική κίνηση εν όψει της συνέχισης της εκστρατείας ακόμη ανατολικότερα) και θα του αναγνωρίσει τον τίτλο του υποτελούς Βασιλέως, με αντάλλαγμα την ενίσχυση των Συριακών στρατευμάτων του με μονάδες του ξακουστού ιππικού των Πάρθων (209-208 π.Χ.).
Το 208 π.Χ. τα στρατεύματα του Αντιόχου Γ΄ θα εισβάλλουν στην Βακτρία, όπου ο Ευθύδημος Α΄ θα ηττηθεί σε μια αποφασιστική μάχη. Η συνέχεια όμως δεν υπήρξε εξίσου εύκολη για τον Σελευκίδη βασιλέα, δεδομένου ότι ο Ευθύδημος Α΄ δεν θα καταθέσει τα όπλα, αλλά θα κλεισθεί στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα -Ζαρίασπα. Η πολιορκία της πρωτεύουσας θα κρατήσει δύο ολόκληρα χρόνια (208-207 π.Χ.) και σύμφωνα με τον αρχαίο ΙστορικόΠολύβιο, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον διάσημες και φημισμένες πολιορκίες του (αρχαίου) Κόσμου.
Εν πάση περιπτώσει, όπως έδειχναν τα πράγματα, ούτε ο Αντίοχος Γ΄ είχε τη δυνατότητα να εκπορθήσει την πόλη ή να επιδιώξει την κατάκτηση της υπόλοιπης χώρας παρακάμπτοντας την πρωτεύουσα, αλλά ούτε και ο Ευθύδημος Α΄ μπορούσε να εξαναγκάσει τον Σελευκίδη βασιλέα να λύσει την πολιορκία. Χαρακτηριστική όμως υπήρξε η συμπεριφορά του Ιρανικού στοιχείου, που πλειοψηφούσε σαφώς έναντι των Ελλήνων στην Βακτρία, κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης. Οι Ιρανοί πολέμησαν στο πλευρό του Ευθύδημου Α΄ με μεγάλο ηρωισμό επιδεικνύοντας αισθήματα αλληλεγγύης και συναδέλφωσης με τους Έλληνες αποίκους της χώρας. Το περίφημο ιππικό του Ευθύδημου Α΄, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, απαρτιζόταν από το άνθος της Βακτριανής αριστοκρατίας και αυτή η αξιοθαύμαστη σύμπνοια Ελλήνων και Ιρανών θα διατηρηθεί σε όλο το διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας από τους Έλληνες βασιλείς.
Σχετικά τώρα με την πολιορκία, μετά από την συνειδητοποίηση του μάταιου της παράτασής της και ύστερα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις (στη διάρκεια των οποίων ο Αντίοχος Γ΄ θα εντυπωσιασθεί από τις ικανότητες του γιου του Ευθύδημου Α΄, του μελλοντικού βασιλέα της Βακτρίας, Δημητρίου Α΄), οι δύο ηγεμόνες θα έλθουν σε συμβιβασμό και ο μεν Ευθύδημος Α΄ αναγνωρίσθηκε επισήμως ως Βασιλεύς της ανεξάρτητης Βακτρίας, ενώ ο Αντίοχος Γ΄ έλαβε ως αντάλλαγμα πολεμικούς ελέφαντες και άφθονα εφόδια για τη συνέχιση της εκστρατείας του, που θα στραφεί πλέον προς τον Νότο (Πολύβιος ΙΑ΄ 39).
Πράγματι το 207/206 π.Χ. ο Αντίοχος Γ΄ θα διασχίσει τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον, Hindu Kush) και θα εισέλθει στην κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ), στην περιοχή του αρχαίου Ινδικού Βασιλείου της Γκαντάρα (Gandhara), η οποία αναφέρεται ως Γανδαρική ή Γανδαρίτις στους Έλληνες συγγραφείς της αρχαιότητας. Εκεί θα συναντήσει τον«Ινδό βασιλέα» Σοφαγασήνο, προφανώς κάποιον τοπικό ηγεμόνα ενός από τα αναρίθμητα μικρά κρατίδια που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Ασόκα και τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Μωρύα (βλ. λήμμα Ινδοί).
Ο Αντίοχος Γ΄ θα συνάψει σύμφωνο φιλίας και ειρήνης με τον Σοφαγασήνο και θα αποσπάσει ακόμη περισσότερους πολεμικούς ελέφαντες, εφόδια καθώς και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με την μορφή εφάπαξ φόρου υποτελείας του Ινδού ηγεμόνα προς το Βασίλειο των Σελευκιδών. Αφού προχωρήσει προς τα Ν.Δ. και διεισδύσει στις περιοχές της Αραχωσίας και Δραγγιανής, όπου θα διαχειμάσει (206/205 π.Χ.), ο Αντίοχος Γ΄ θα αποφασίσει να τερματίσει την περίφημη «Ανάβασή» του θεωρώντας ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της πολύχρονης εκστρατείας του.
Μετά την αποχώρηση του Αντιόχου Γ΄ και του εκστρατευτικού του σώματος, ο Ευθύδημος Α΄ θα αρχίσει την επέκταση των ορίων του Βασιλείου του. Με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις, ο μεγάλος και ικανότατος εκείνος Έλλην ηγεμών, θα αποσπάσει σημαντικά εδάφη από τους Πάρθους και από τα νομαδικά φύλα (Μασσαγέτες, Σάκες κ.ά.) των βορείων περιοχών της Βακτριανής, επεκτείνοντας τα σύνορα του Βασιλείου μέχρι τον ποταμό Ιαξάρτη και την εύφορη περιοχή της Σογδιανής, γύρω από τη πόλη Μαράκανδα (η μετέπειτα Σαμαρκάνδη). Επιπλέον, με μια τολμηρή εισβολή στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, θα απωθήσει τους επικίνδυνους νομάδες των περιοχών εκείνων και θα διασφαλίσει έτσι τις πολύτιμες εμπορικές αρτηρίες που κατέληγαν στη Βακτριανή. Τελικώς το Βασίλειο της Βακτριανής θα αποκτήσει κοινά σύνορα με την Κίνα και το Θιβέτ, φθάνοντας «μέχρι Σηρών και Φρυνών», όπως αναφέρουν οι αρχαιοελληνικές πηγές (Στράβων ΙΑ΄ ΧΙ. 1).
Το έργο του Ευθύδημου Α΄ θα συνεχίσει ο γιος του, Δημήτριος Α΄ ο Ανίκητος (περ. 195-185 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο το 195 π.Χ. περίπου. Ο νεαρός ηγεμόνας έκρινε σωστά ότι η αποσύνθεση της Αυτοκρατορίας των Μωρύας είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι δυνατότητες αντίδρασής της σε εξωτερικές επιθέσεις, είχαν προ πολλού εκμηδενισθεί. Παράλληλα η βαριά ήττα του Αντιόχου Γ΄ από τους Ρωμαίους στη μάχη της Μαγνησίας στην Μ. Ασία (190/189 π.Χ.), θα αφήσει ουσιαστικά απροστάτευτες τις μακρινές ανατολικές επαρχίες των Σελευκιδών. Έτσι γύρω στο 188 π.Χ. περίπου, ο Δημήτριος Α΄ θα ξεκινήσει την φιλόδοξη εκστρατεία του προς τα νότια, όπου θα προσαρτήσει τις επαρχίες της Αραχωσίας - αφού καταλάβει την πρωτεύουσά της Αλεξάνδρεια Αραχωτών (σημερινό Κανδαχάρ του Αφγανιστάν) – της Δραγγιανής, καθώς και το ανατολικό τμήμα τηςΓεδρωσίας, φθάνοντας μέχρι τις εκβολές του ποταμού Ινδού.
Εκεί θα κτίσει την πόλη Δημητριάδα, πιθανόν στη θέση όπου πριν από 150 χρόνια, ο Μ. Αλέξανδρος είχε κτίσει τα Πάταλα (Αρρ. Ε΄ 4 και ΣΤ΄ 17) ή Πάτταλα.
Στη συνέχεια ακολουθώντας την παραλία, θα διεισδύσει ακόμη νοτιότερα, κατακτώντας τις εκτάσεις των σημερινών επαρχιών Σιντ και Γκουτζαράτ, που ανήκαν προηγουμένως στην υπό διάλυση ήδη Αυτοκρατορία των Μωρύα, φθάνοντας μέχρι τα Βαρύγαζα, σπουδαίο λιμάνι της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Δημήτριος Α΄ θα αφήσει ως αντικαταστάτη και συμβασιλέα, τον αδελφό του Ευθύδημο Β΄ (188-186; π.Χ.). Αλλά ενώ ο Δημήτριος Α΄ δεν θα συναντήσει αξιόλογη αντίσταση στον Νότο, στην Βακτρία ο Ευθύδημος Β΄ θα ανατραπεί μετά από επανάσταση που θα υποκινήσει κάποιος Αντίμαχος. Ο Δημήτριος Α΄ θα πληροφορηθεί τα διαδραματισθέντα στην καρδιά του Βασιλείου του και θα σπεύσει να επαναφέρει την τάξη, αφήνοντας πίσω του ως τοποτηρητές, τους γιους του, Πανταλέοντα και Αγαθοκλή.
Κατά την επιστροφή του όμως στην Βακτρία, ο Δημήτριος Α΄ θα πέσει στο πεδίο της μάχης σε μια σύγκρουση (περίπου 185 π.Χ.). Έτσι το έργο του δραστήριου και ικανού εκείνου ηγεμόνα, όχι μόνον θα μείνει ημιτελές, αλλά θα εκτραπεί σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Και τούτο διότι μετά το θάνατο του Δημητρίου Α΄, η επικράτεια του Βασιλείου της Βακτρίας θα διασπασθεί σε δύο τμήματα με σύνορο τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον ή Παροπάμισος).
Τελικώς θα προκύψουν δύο διαφορετικά κράτη, το κυρίως Βασίλειο της Βακτρίας στον Βορρά, όπου ο Αντίμαχος είχε ανακηρυχθεί βασιλεύς και το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο των γιων του Δημητρίου Α΄, στον Νότο. Ο Αντίμαχος (186-177/176 π.Χ.), θα κατακτήσει ορισμένες περιοχές στα νότια του Ινδοκούχου και θα ελέγξει την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος. Θα τον διαδεχθεί στο θρόνο της Βακτρίας ο γιος του Δημήτριος Β΄ (177/176-165 π.Χ.), ο οποίος τελικά κατέκτησε την Γανδαρίτιδα (Gandhara) και πιθανόν να προωθήθηκε στην Πενταποταμία και στην κοιλάδα του Ινδού.
Είναι ο πρώτος ηγεμόνας που έκοψε νομίσματα με δίγλωσσες επιγραφές στην Ελληνική και στη γραφή Μπράχμι (Brahmi), πρόγονο των σημερινών γραφών της Ινδίας, η οποία είχε εμφανισθεί γύρω στο 500 π.Χ. και εχρησιμοποιείτο για την καταγραφή τηςΠρακριτικής (*) γλώσσας (βλ. Εικόνα).
Ενώ ο Δημήτριος Β΄ επιχειρούσε με τις εκστρατείες του να επεκτείνει τα όρια του Βασιλείου προς το Νότο, στην Βακτριανή σημειώθηκε και πάλι κάποια εξέγερση (γύρω στο 171 π.Χ.), επικεφαλής της οποίας ήταν κάποιος Ευκρατίδης, που είχε αυτοανακηρυχθεί Βασιλεύς.
Επίσης, περί του νομίσματος του Αφγανιστάν με αναφορά στον Ευκρατίδη,
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επιστρέψουμε χρονικά και να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις που συνέβησαν στα νότια του Ινδοκούχου, μετά το θάνατο του Δημητρίου Α΄ (περίπου 185 π.Χ.). Στις περιοχές αυτές, ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής, οι γιοι του Δημητρίου Α΄, είχαν διατηρήσει αρχικά την κυριαρχία της Δραγγιανής και Αραχωσίας. Αργότερα θα προσπαθήσουν να διεισδύσουν βορειότερα, αλλά θα τους απωθήσει ο Δημήτριος Β΄. Όταν όμως θα σημειωθεί η εξέγερση του Ευκρατίδη και ο Δημήτριος Β΄ θα αποσυρθεί στην Βακτρία για να την καταπνίξει (περίπου 170 π.Χ.), οι δύο αδελφοί θα καταλάβουν την Γανδαρίτιδα. Μετά από κάποιο διάστημα, ο Αγαθοκλής (ο Πανταλέων πιθανόν είχε πεθάνει τότε), θα κάνει πρωτεύουσά του τα Τάξιλα και θα επεκτείνει την κυριαρχία του σχεδόν σε ολόκληρη την Πενταποταμία.
Ο Αγαθοκλής θα πεθάνει γύρω στο 165 π.Χ. και το Κράτος του θα κληρονομήσει η νεαρή κόρη του, η Αγαθόκλεια.
Όπως τονίσαμε όμως παραπάνω, αυτήν ακριβώς την εποχή ο Ευκρατίδης έχει ανέλθει επίσημα πλέον στο θρόνο της Βακτρίας και έχει αρχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις για την διεύρυνση του Βασιλείου του. Ο Ευκρατίδης θα κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου του Νότου, με αποτέλεσμα η Αγαθόκλεια να περιορισθεί σε μια μικρή έκταση, γύρω από την πρωτεύουσα Τάξιλα και την ανατολική Γανδαρίτιδα.
Ο Ευκρατίδης θα γίνει τελικά κύριος μιας τεράστιας επικράτειας, η οποία θα εκτείνεται από τις όχθες του Ιαξάρτη στον Βορρά, μέχρι τις εκβολές του Ινδού στο Νότο και από τις ανατολικές παρυφές του Ιρανικού οροπεδίου στη Δύση, μέχρι πέρα από τις όχθες του Ινδού στην Ανατολή. Έτσι δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί το γεγονός ότι ο Ευκρατίδης θα μείνει στην παράδοση ως ο «Βασιλεύς των χιλίων πόλεων» (Στράβων ΙΕ΄ Ι. 3).
Έχει υποστηριχθεί (βλ. D. Christian: A History of RUSSIA, CENTRAL ASIA AND MONGOLIA-Vol. I-Oxford U.K. 1998, σελ. 173) ότι ο Ευκρατίδης είχε εκτός από τα Βάκτρα και δεύτερη πρωτεύουσα, την Ευκρατιδία, που την ταυτίζουν με την σπουδαία ελληνιστική πόλη, που όπως προαναφέραμε, ανακαλύφθηκε στο Άϊ Χανούμ.
Δυστυχώς όμως, το τεράστιο Κράτος του Ευκρατίδη, δεν θα διατηρηθεί για πολύ και σύντομα θα αρχίσει να συρρικνώνεται διότι ο Ευκρατίδης, απασχολούμενος με τις κατακτήσεις στην Ινδία, δεν θα δώσει μεγάλη προσοχή στα δυτικά του σύνορα, όπου οι Πάρθοι, κάτω από τον ικανότατο βασιλέα τους Μιθριδάτη Ι (171-138 π.Χ.) θα αποσπάσουν σημαντικές εκτάσεις.
Ο Ευκρατίδης θα έχει τραγικό τέλος, δολοφονηθείς από τον γιο του Πλάτωνα, γύρω στο 145/144 π.Χ. ο οποίος θα ανακηρυχθεί βασιλεύς. Αλλά ο πατροκτόνος δεν θα παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα δολοφονηθεί με τη σειρά του από τον αδελφό του Ηλιοκλή Α΄(143-131/130 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο με την προσωνυμία «Δίκαιος».
Την ίδια χρονιά περίπου της δολοφονίας του Ευκρατίδη, στον θρόνο του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου, στα Τάξιλα, θα ανέλθει ο μεγαλύτερος και διασημότερος των Ελλήνων ηγεμόνων, ο περίφημος Μένανδρος (145-130 π.Χ. περίπου).
Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ιστορικούς, ότι ο Μένανδρος ήταν γιος του Δημητρίου Β΄, αλλά τα στοιχεία είναι ελάχιστα μέχρι στιγμής και δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε ή να απορρίψουμε προς το παρόν αυτήν την άποψη. Ο Μένανδρος θα αναδειχθεί βασιλεύς, πιθανόν μετά το γάμο του με την Αγαθόκλεια, η οποία, όπως σημειώσαμε είχε κληρονομήσει το Βασίλειο του πατέρα της Αγαθοκλή. Ο Μένανδρος, εξορμώντας από τα περιορισμένα εδάφη της αρχικής επικράτειάς του, θα δημιουργήσει μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια, ένα απέραντο Ελληνο-Ινδικό Κράτος, που θα μπορούσε άνετα να διεκδικήσει τον τίτλο της Αυτοκρατορίας.
Αφού αποσπάσει αρχικώς από τους διαδόχους του Ευκρατίδη τα εδάφη νοτίως του Ινδοκούχου, θα προχωρήσει στην Αραχωσία της οποίας θα καταλάβει σημαντικό τμήμα, αλλά θα αποφύγει να συγκρουσθεί με τους Πάρθους, στους οποίους είχαν περιέλθει οριστικά η Νότια και η Δυτική Αραχωσία, η Δραγγιανήκαι η Δυτική Γεδρωσία. Και τούτο διότι οι βλέψεις του Έλληνα ηγεμόνα είχαν ως αποκλειστικό στόχο τους τις Ινδίες, όπου ο Μένανδρος θα επικεντρώσει τις προσπάθειές του τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, αφού κατακτήσει πρώτα τις περιοχές νοτίως του Καρακορούμ και των παρυφών των Ιμαλαΐων (σημερινό Κασμίρ), στη συνέχεια θα επιχειρήσει την περίφημη και ένδοξη εκστρατεία του στην κοιλάδα τουΓάγγη, με απώτερο σκοπό να φθάσει στην πρωτεύουσα των Μωρύα, την ξακουστή Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα, κατά τους Έλληνες), όπου η νέα Δυναστεία των Σούνγκα (Shunga, 185/184-75 π.Χ.), είχε εγκαταλείψει την φιλική προς τους Έλληνες πολιτική των προκατόχων της, ενώ διέκειτο εχθρικά και προς τους Βουδιστές υπηκόους της (βλ. Ινδοί).
Όλες αυτές οι πληροφορίες είχαν φθάσει ασφαλώς στον Μένανδρο, ο οποίος αφού ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του, θα αρχίσει την κατάκτηση της κοιλάδας του Γάγγη, εμφανιζόμενος πιθανόν ως υποστηρικτής του Βουδισμού και τιμωρός των σφετεριστών Σούνγκα. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός είναι ότι ο Μένανδρος, αφού διαβεί τον ποταμό Ύφασι (σημερινός Beas, παραπόταμος του Σατλέτζ που χύνεται στον Ινδό – Βλ. Χάρτη κθ΄). Όπου είχε σταματήσει ο Μ. Αλέξανδρος, θα εισέλθει στην κυρίως Ινδία. Ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Ιωμάνη (σημερινόςJumna ή Yamuna), ενός από τους σημαντικότερους παραπόταμους του Γάγγη, θα φθάσει στην σπουδαία πόλη Μοδούρα (σημερινή Mathura), η οποία θα του παραδοθεί. Εκεί θα ανανεώσει τις προμήθειές του στρατεύματος του και θα λάβει ενισχύσεις από τους εντόπιους.
Τελικώς, το 135 π.Χ. περίπου, ο Μένανδρος θα πολιορκήσει και θα καταλάβει την πρωτεύουσα των Σούνγκα Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα), με τη βοήθεια περίτεχνων πολιορκητικών μηχανών τις οποίες για πρώτη φορά αντίκριζαν οι Ινδοί. Το κορυφαίο αυτό κατόρθωμα, το οποίο τοποθετεί δικαιωματικά τον Μένανδρο ανάμεσα στην πρώτη σειρά των μεγάλων στρατηλατών της αρχαιότητας, δεν θα έχει δυστυχώς ανάλογη συνέχεια. Ανησυχώντας μήπως αποκοπεί από τις βάσεις του, 1.500 χιλιόμετρα μακριά, στην καρδιά των Ινδιών, ο έλληνας ηγεμών θα αποφασίσει να υποχωρήσει στη Μοδούρα και στον ποταμό Ιωμάνη που θα αποτελέσουν τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου του.
Ακολούθως ο Μένανδρος θα πραγματοποιήσει κάποιες εξορμήσεις στο Νότο και θα προσαρτήσει τις τεράστιες εκτάσεις των σημερινών επαρχιών του Γκουτζεράτ και Ρατζαστάν. Με τον τρόπο αυτόν θα γίνει κύριος μιας αχανούς επικράτειας, ίσως της μεγαλύτερης σε έκταση από όλους τους Έλληνες βασιλείς των Ινδιών. Παράλληλα ο Μένανδρος θα μεταφέρει ανατολικότερα την έδρα του Βασιλείου του, ακριβώς λόγω των κατακτήσεων αυτών και της μετατοπίσεως του πολιτικού κέντρου προς την Ανατολή. Νέα πρωτεύουσα θα γίνει η πόλη Σάγαλα (Sakala, το σημερινό Σιαλκότ, Sialkot), στον άνω ρου του ποταμού Ακεσίνη (σημερινός Τσενάμπ, Chenab).
Γύρω στο 130 π.Χ. ο Μένανδρος θα επιχειρήσει μία εκστρατεία στην Βακτριανή όπου θα βρει το θάνατο, κατά πάσα πιθανότητα στο πεδίο της μάχης.
Η φήμη όμως του Μένανδρου, δεν προήλθε τόσο από τα πολεμικά του κατορθώματα, όσο από το ασύγκριτο πολιτικό του έργο. Πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι ο Μένανδρος είναι ο μόνος από τους Έλληνες ηγεμόνες, το όνομα του οποίου αποθανατίστηκε στην Ινδική θρησκευτική λογοτεχνία. Και τούτο διότι ένα από τα ιερά Βουδιστικά κείμενα φέρει τον τίτλο Μιλινταπάνια (Milindapanha) δηλ. «οι ερωτήσεις του Μιλίντα».
Ο Μιλίντα δεν είναι άλλος από τον Μένανδρο, κατά την Ινδική παραφθορά του ονόματός του. Το περίφημο αυτό έργο περιέχει τους φιλοσοφικούς διαλόγους του βασιλέως Μιλίντα, με τον Βουδιστή μοναχό Ναγκασένα (Nagasena), όπου με τη Σωκρατική μέθοδο, αναλύονται και εξετάζονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα.
Σύμφωνα με την Ινδική παράδοση, μετά από αυτές τις συζητήσεις, ο Μένανδρος ασπάσθηκε τον Βουδισμό. Δεν γνωρίζουμε την ακρίβεια της παραπάνω παράδοσης, αλλά μαντεύουμε τα πολιτικά κίνητρα αυτής της πράξης. Γεγονός πάντως είναι ότι πολλοί Έλληνες θα μυηθούν στο Βουδισμό με αποτέλεσμα, στο μεγάλο Βουδιστικό συνέδριο του 137 π.Χ. στην Κεϋλάνη, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Γανδαρίτιδος, ήταν Έλλην.
Στο διάστημα που ο Μένανδρος δημιουργούσε το τεράστιο Βασίλειό του, ο Ηλιοκλής στην Βακτριανή, προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει τις κτήσεις του από τις επιθέσεις των Πάρθων. Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Ι, στα 139/138 π.Χ., ο Ηλιοκλής θα ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, αλλά το Βασίλειό του διανύει τα τελευταία χρόνια της υπάρξεώς του.
Είναι γνωστές στην Ιστορία οι μαζικές μετακινήσεις νομαδικών φύλων που σημειώνονταν κατά καιρούς στην Κεντρική Ασία. Ένα τέτοιο κύμα μετακινήσεων, που το αποτελούσαν οι Ανατολικοί Σκύθες ή Σάκες (Shakas κατά τις Ινδικές πηγές), θα σημειωθεί τον 2ο αιώνα π.Χ. Οι Σάκες, πιεζόμενοι από τους βορειότερους γείτονες τουςΓιουέ-τσι (Yüeh-chih) ή Τόχαρους, θα εμφανισθούν στα σύνορα των Βασιλείων του Νότου. Ένας κλάδος τους θα εισβάλλει στο Βασίλειο των Πάρθων, όπου ο ΑρσακίδηςΦραάτης ΙΙ θα χάσει τη ζωή του (129/128 π.Χ.) αγωνιζόμενος να τους εκδιώξει.
Ένας άλλος κλάδος τους είχε ήδη επιπέσει στο Βασίλειο της Βακτριανής το 131/130 π.Χ. καταστρέφοντάς το τελειωτικά. Η πόλη του Άϊ Χανούμ θα λεηλατηθεί, θα πυρποληθεί και θα καταστραφεί ανηλεώς, αυτήν ακριβώς την περίοδο (Sidky, H.: The Greek Kingdom of Bactria, 2000 – σελ. 227).
Ο Ηλιοκλής, μετά την κατάλυση του Βασιλείου του, θα καταφύγει στα περιορισμένα εδάφη, νοτίως του Ινδοκούχου, που είχε καταφέρει να αποσπάσει μετά το θάνατο του Μενάνδρου (130 π.Χ.) από το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου. Πρωτεύουσα θα γίνει ηΠευκέλα, η παλιά Ινδική πόλη Πουρουσαπούρα(Purushapura = πόλη του Πώρου), πολύ κοντά στην σημερινή μεθοριακή πόλη στα βόρεια σύνορα του Πακιστάν, Πεσαβάρ (Peshawar = πόλη των συνόρων).
Στο μεταξύ, στο Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου, μετά το θάνατο του Μενάνδρου, θα τον διαδεχθεί στο θρόνο η ικανή σύζυγός του Αγαθόκλεια, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους Στράτωνος. Ο Στράτων θα ανέλθει στο θρόνο μόλις ενηλικιωθεί, αλλά λόγω της ανικανότητάς του, θα παραμερισθεί από το νεώτερο αδερφό του Απολλόδοτο.
Ο Απολλόδοτος Α΄ (115-95 π.Χ. περίπου), υπήρξε ο τελευταίος σημαντικός ηγεμόνας του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου. Μετά το θάνατο του οι Έλληνες θα περιορισθούν σε συνεχή άμυνα κατά της πλημμυρίδας των νομάδων εισβολέων. Η διαμάχη όμως των δύο Δυναστειών (των απογόνων του Ευκρατίδη και του Μενάνδρου) και ο κατακερματισμός σε διάφορα μικροσκοπικά βασίλεια θα φέρουν σύντομα το τέλος.
Μια τελευταία αναλαμπή θα σημειωθεί λίγο πριν από τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., όταν ο Ερμαίος (90-70 π.Χ.), γιος του Αμύντα, από τη Δυναστεία των Ευκρατιδών και η Καλλιόπη, κόρη του Ιππόστρατου, από τη Δυναστεία του Μενάνδρου, θα ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, συνενώνοντας ταυτόχρονα και τα Βασίλειά τους (γύρω στο 80 π.Χ.).
Δυστυχώς όμως ήταν ήδη αργά. Οι Σάκες που είχαν επιτεθεί στο Βασίλειο των Πάρθων, τελικά θα απωθηθούν και θα αποσυρθούν στην επαρχία της Δραγγιανής, στις ανατολικές περιοχές του Ιρανικού οροπεδίου, όπου θα εγκατασταθούν (Σακαστάν, σημερινή επαρχία Σεϊστάν). Στη συνέχεια, θα διεισδύσουν μέσα από τη διάβαση του Μπολάν και θα εισέλθουν στην κοιλάδα του Ινδού, στα μετόπισθεν των Ελληνο-Ινδικών κρατιδίων. Οι Σάκες θα αποσπάσουν τα τελευταία τμήματα της Αραχωσίας, της Δυτικής Πενταποταμίας και της Γανδαρίτιδος που είχαν απομείνει στην κυριαρχία των Ελλήνων.
Το Βασίλειο του Ερμαίου θα περιορισθεί βαθμιαία στην φυσικώς οχυρή κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ) όπου γύρω στο 30 π.Χ. οι νομάδες Γιουέ-τσι ή Τόχαροι, αφού διασχίσουν την ορεινή διάβαση Κυμπέρ του Ινδοκούχου, θα καταλύσουν το τελευταίο Ελληνιστικό Βασίλειο που είχε απομείνει.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι πληροφορίες μας για την Βακτρία προέρχονται από τις ελάχιστες αναφορές των κειμένων αρχαίων συγγραφέων στα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκεί, όπως ο Πολύβιος, ο Στράβων και ο αμφισβητούμενης αξιοπιστίας Μάρκος Ιουνιανός Ιουστίνος.
Οι νομισματολογικές μελέτες και έρευνες συμπληρώνουν συχνά τα υπάρχοντα κενά με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων. Για μια τέτοια διαφορετική εκδοχή των συμβάντων μετά τον θάνατο του Ευθυδήμου Α΄ (195 π.Χ. περίπου) με πολλές λεπτομέρειες βλ. στην εξαιρετική μελέτη του H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria – University Press of America, 2000.
Αυτό υπήρξε λοιπόν το τέλος της μεγαλειώδους περιπέτειας του Ελληνισμού στην Βακτρία και στην μακρινή, αλλά και θρυλική (για τον αρχαίο κόσμο), χώρα των Ινδιών. Η προσφορά πάντως και η συμμετοχή του Ελληνικού στοιχείου στην πολιτιστική ζωή και εξέλιξη της κεντρικής Ασίας, υπήρξε σημαντικότατη, αλλά η ανάλυση και η ακριβής εκτίμηση της, εκφεύγει ασφαλώς των πλαισίων του παρόντος Λεξικού.
Δ.Ε.Ε.http://parisis.wordpress.com
Βάκτριοι ή Βακτριανοί (Bactrians):
Οι ιρανικής καταγωγής (βλ. λήμμα Ιρανοί) κάτοικοι της Βακτρίας ή Βακτριανής (αρχ. περσ. Bakhtrish, Λατιν. Bactria, Κινεζ. Ta-Hsia), της εξαιρετικά εύφορης και πολυπληθούς στην αρχαιότητα περιοχής της Κεντρικής Ασίας, βορείως της οροσειράς του Ινδοκούχου (Hindokush)*, που την διέσχιζε ο ποταμός Ώξος, (σημερ. Amu-Darya, ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της κεντρικής Ασίας).
Οι ιρανικής καταγωγής (βλ. λήμμα Ιρανοί) κάτοικοι της Βακτρίας ή Βακτριανής (αρχ. περσ. Bakhtrish, Λατιν. Bactria, Κινεζ. Ta-Hsia), της εξαιρετικά εύφορης και πολυπληθούς στην αρχαιότητα περιοχής της Κεντρικής Ασίας, βορείως της οροσειράς του Ινδοκούχου (Hindokush)*, που την διέσχιζε ο ποταμός Ώξος, (σημερ. Amu-Darya, ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της κεντρικής Ασίας).
(*) Ο εντυπωσιακός, αλλά και εξαιρετικά δυσπρόσιτος ορεινός όγκος του Ινδοκούχου, προκαλούσε ανέκαθεν το δέος όσων τον αντίκριζαν. Οι δυσκολίες και τα εμπόδια της διάβασής του αντικατοπτρίζονται πλήρως στην ονομασία του, με την οποία αναφέρεται στην Αβέστα (Avesta), το ιερό βιβλίο των αρχαίων Ιρανικών λαών (βλ. λήμμα Ιρανοί): Pairi Uparisaena, «υψηλότερο του (πετάγματος του) αετού. Από την παραφθορά αυτής της ονομασίας προέκυψε η ονομασία Παροπάμισος, που αναφέρεται στις αρχαιοελληνικές πηγές (βλ. Richard N. Frye, 1996 – σελ. 21), παράλληλα με την ονομασία (Ινδικός) Καύκασος (Αρριανός, Γ΄ 28. 8).
Στην πλούσια και πολυάνθρωπη αυτήν χώρα, πιθανότατα παρέμεινε και δίδαξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ο ιδρυτής της θρησκείας του Ζωροαστρισμού, ο Ζαρατούστρα (Zarathustra) ή Ζωροάστρης (βλ. Richard N. Frye: The Heritage of Central Asia, 1996 – σελ. 68).
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διέσωσαν αρκετές πληροφορίες για την σπουδαία αυτήν περιοχή, αλλά αξιόπιστες και σημαντικές θεωρούνται κυρίως οι αναφορές του Αρριανού (Ανάβασις Γ΄ 29 και Δ΄ 7) και του Στράβωνος (ΙΑ΄VIII. 9 και ΧΙ. 1-5).
Ο Ηρόδοτος μνημονεύει σε αρκετές περιπτώσεις την Βακτρία και τους κατοίκους της (Α΄ 153, Γ΄ 92, Δ΄ 204, Ζ΄ 64-66, Η΄113 και Θ΄113), αλλά χωρίς να προσφέρει αξιόλογα ή ουσιαστικά στοιχεία για την χώρα. Αντίθετα, ενδιαφέρουσες θεωρούνται οι πληροφορίες του Στράβωνος, για την ίδια την χώρα, την πρωτεύουσά της Βάκτρα – Ζαριάσπα (Ζαρίασπαστον Στέφανο Βυζάντιο) και τα βάρβαρα έθιμά τους, που κατήργησε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν κατέλαβε την περιοχή, όπως τονίζει ο Στράβων (ΙΑ΄ ΧΙ. 3).
Χρήσιμη ίσως στο σημείο αυτό είναι η διευκρίνιση ότι το όνομα Ζαρίασπα αναφερόταν ειδικότερα στην ακρόπολη, ενώ το όνομα Βάκτρα (που το πήρε από τον γειτονικό ομώνυμο ποταμό) προσδιόριζε ολόκληρη την πόλη, η οποία στην εποχή των Αχαιμενιδών ήταν όχι μόνο πρωτεύουσα της Βακτρίας, αλλά και ολόκληρης της Ανατολής, δηλ. του ανατολικού τμήματος της περσικής αυτοκρατορίας (η ακμαία μεσαιωνική πόλη Μπαλχ –Balkh, κοντά στην σημερινή πόλη του βόρειου Αφγανιστάν Μαζάρ-ι-Σαρίφ, Mazar-i-Sharif).
Θα πρέπει επίσης να διευκρινίσουμε ότι τα όρια της χώρας δεν ήσαν σταθερά και αυστηρά καθορισμένα, αλλά κατά περιόδους επεκτείνονταν και σε γειτονικές περιοχές, ενώ σε άλλες εποχές περιορίζονταν. Ο Στράβων για παράδειγμα υποστήριζε (ΙΑ΄ ΧΙ. 2) ότι ο Ώξος αποτελούσε το σύνορο της Βακτρίας από την βορειοανατολικότερη επαρχία της Περσικής αυτοκρατορίας, την Σογδιανή και ότι ο βορειότερα ευρισκόμενος Ιαξάρτης (σημερ. Syr-Darya), χώριζε τους Σογδιανούς από τους νομάδες (Σάκες). Φαίνεται όμως ότι τον βασικό πυρήνα της χώρας προσδιόριζαν τα γεωγραφικά όρια που αναφέραμε στην αρχή του λήμματος, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλη την διάρκεια της Δυναστείας των Αχαιμενιδών, η γειτονική επαρχία της Μαργιανής (η περιοχή της σημαντικής όασης Μερβ-Merv, σημερ. Mary, μεταξύ Κασπίας και Ώξου), ανήκε διοικητικά στην Βακτρία, από την εποχή της κατάκτησής της από τον Κύρο τον Μέγα (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 171).
Οι Βακτριανοί είχαν δική τους γλώσσα, η οποία ανήκε στην ανατολική ομάδα των Ιρανικών γλωσσών. Είναι ελάχιστα γνωστή και μόνον στην μορφή που είχε στην διάρκεια του λεγομένου Μέσου σταδίου των Ιρανικών γλωσσών. Αυτό το στάδιο για την Βακτριανή γλώσσα προσδιορίζεται μεταξύ 300 π.Χ. και 400 μ.Χ.
Τα ψήγματα γνώσεων που διαθέτουμε για την Μέση Βακτριανή, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από μία και μοναδική επιγραφή, η οποία ανακαλύφθηκε στο σημερινό βόρειο Αφγανιστάν. Αποτελείται από 25 σειρές, γραμμένες στο ελληνικό αλφάβητο και χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ. όταν η περιοχή αποτελούσε τμήμα της περίφημης αυτοκρατορίας των Κουσάν (Kushan, Kusana).
Η Βακτριανή γλώσσα εξαφανίσθηκε σε σύντομο σχετικά διάστημα, μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Σασσανίδες αυτοκράτορες της Περσίας, γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Η Μέση Περσική θα διαδοθεί στην Βακτρία και θα εκτοπίσει βαθμιαία την Βακτριανή γλώσσα, γεγονός που θα οριστικοποιηθεί μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Άραβες τον 7ο αιώνα μ.Χ. (βλ. Frye, RichardN. 1996 – σελ. 147-149).
Ο πρώτος ξένος κατακτητής της Βακτρίας ήταν ο ιδρυτής και δημιουργός της αχανούς Περσικής αυτοκρατορίας, ο Κύρος ΙΙ (550-530/529 π.Χ.), ο οποίος είναι γνωστός και ως Κύρος ο Μέγας. Ο Κύρος ΙΙ θα κατακτήσει τις γύρω περιοχές, αλλά θα χάσει την ζωή του σε μια μάχη εναντίον των Μασσαγετών, ενός ανυπότακτου και πολεμοχαρούς φύλου που απειλούσε τα βορειοανατολικά σύνορα της Περσικής αυτοκρατορίας.
Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Κύρου, Καμβύση ΙΙ (529-522 π.Χ.), γνωρίζουμε ότι κυβερνήτης της Βακτρίας (σατράπης, αρχ. περσ. khshathrapavan = προστάτης του βασιλείου) ήταν ο Ντανταρσσί (βλ. Olmstead, 1948 σελ. 192). Ο Ντανταρσσί (Dadarshish) μαζί με τον Βιβάνα (Vivana) της Αραχωσίας, ήσαν οι μοναδικοί σατράπες που θα στηρίξουν τον επόμενο αυτοκράτορα, τον γνωστό από την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος «Μέγα Βασιλέα» Δαρείο Ι (522-486 π.Χ.), στην διάρκεια της γενικευμένης εξέγερσης των υποτελών λαών που σημειώθηκε όταν ο Δαρείος Ι κατέλαβε τον θρόνο των Αχαιμενιδών.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ορίσθηκε σατράπης της Βακτρίας ο Υστάσπης (Vishtashpa), ο άλλος γιος του Δαρείου και αδελφός του νέου αυτοκράτορα, Ξέρξη (486-465 π.Χ.), τον οποίο αναφέρει ο Ηρόδοτος ως σατράπη της Βακτρίας στην διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος (480-479 π.Χ.), αλλά γνωρίζουμε ότι προηγουμένως, το 500/499 π.Χ. σατράπης της Βακτρίας ήταν κάποιος “Irdabanush”, πρόσωπο που πιθανόν ταυτίζεται με τον «Αρτάβανο», έναν επαναστάτη στρατηγό της Βακτρίας, τον οποίο νίκησε αργότερα σε μια αποφασιστική μάχη ο Αρταξέρξης Ι (465-424 π.Χ.).
Είναι επίσης γνωστό ότι κατά την έναρξη της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, σατράπης της Βακτρίας ήταν ο Βήσσος, ο οποίος θα πολεμήσει επικεφαλής του περίφημου βακτριανού ιππικού στην αποφασιστική μάχη των Γαυγαμήλων (1η Οκτωβρίου 331 π.Χ.), που έκρινε οριστικά την τύχη της Περσικής αυτοκρατορίας. Ο Βήσσος, αφού δολοφονήσει τον τελευταίο Πέρση αυτοκράτορα Δαρείο ΙΙΙ τον Κοδομμανό (336-330 π.Χ.), θα αυτοανακηρυχθεί κληρονόμος του θρόνου και των υπολειμμάτων της αυτοκρατορίας, με το όνομα Αρταξέρξης IV, αλλά μετά την άφιξη του Μ. Αλεξάνδρου στην Βακτρία και την επιτυχή διαπεραίωση του ποταμού Ώξου (καλοκαίρι του 329 π.Χ.), οι σύμμαχοι και υποστηρικτές του Βήσσου αποθαρρημένοι, θα τον παραδώσουν στον Μακεδόνα στρατηλάτη.
Ο Μ. Αλέξανδρος θα αναχωρήσει από την Βακτρία (όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ) για την Ινδική εκστρατεία, την άνοιξη του 327 π.Χ. έχοντας εγκαταστήσει ως νέο σατράπη της χώρας τον Μακεδόνα Αμύντα, τον οποίον θα ενισχύσει με ένα ισχυρό στράτευμα 10.000 πεζών και 3.500 ιππέων.
Μετά την ανταρσία των Ελλήνων μισθοφόρων στην Βακτρία το 326 π.Χ. και τον θάνατο του Αμύντα, ο Μ. Αλέξανδρος θα τοποθετήσει νέο σατράπη τον Μακεδόνα Φίλιππο, στον οποίο θα αναθέσει και την διοίκηση της Σογδιανής, αξίωμα που θα διατηρήσει ο Φίλιππος (Διόδωρος ΧVΙΙΙ. 1) και στην αναδιανομή των Σατραπειών από τον «αντιβασιλέα» Περδίκκα, μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (10 Ιουνίου 323 π.Χ.).
Μια νέα εκτεταμένη εξέγερση των Ελλήνων αποίκων και μισθοφόρων της Βακτρίας θα συντριβεί και μετά την δολοφονία του Περδίκκα (321 π.Χ.) και την συμφωνία του Τριπαράδεισου (320 π.Χ.) μεταξύ των Επιγόνων, νέος σατράπης της Βακτρίας θα ορισθεί ο Στασάνωρ, από τους Σόλους της Κύπρου.
Η εκστρατεία του Σελεύκου Α΄ (308 – 281 π.Χ.) στην Ανατολή (Διόδωρος ΧΙΧ 92.5), που κράτησε πέντε χρόνια (307-302 π.Χ.), θα εδραιώσει την υπαγωγή της Βακτρίας στην απέραντη αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Ο Σέλευκος Α΄ ήλθε πιθανότατα σε σύγκρουση με τον Στασάνορα, για την τύχη του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε, όπως δεν γνωρίζουμε και το όνομα του αντικαταστάτη του (H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria, New York 2000 – σελ. 117).
Εκτεταμένες εισβολές νομάδων στις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του και ο κίνδυνος να απωλεσθούν, θα υποχρεώσουν τον Σέλευκο Α΄ να λάβει δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η ανάθεση της διοίκησής τους στον γιο του Αντίοχο από την Σογδιανή (βλ. Σόγδοι) σύζυγό του Απάμα, τον μελλοντικό Αντίοχο Α΄ (281-261 π.Χ.), ο οποίος ως αντιβασιλεύς της Ανατολής, θα εγκατασταθεί στην Βακτριανή όπου θα παραμείνει για τρία χρόνια περίπου (293-290 π.Χ.), έχοντας ως έδρα του την πρωτεύουσα Βάκτρα-Ζαρίασπα.
Είναι πάντως γεγονός ότι υπήρξε έντονο ενδιαφέρον από τους πρώτους Σελευκίδες Βασιλείς για τις ανατολικές επαρχίες και ιδιαίτερα για την Βακτρία. Η εγκατάσταση αποίκων από την Ελλάδα, την Μακεδονία, την Μ. Ασία, αλλά και την Θράκη ενθαρρύνθηκε με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν πολλές νέες πόλεις με σαφέστατο ελληνιστικό χαρακτήρα και να ανέλθει σημαντικά το πολιτιστικό επίπεδο πολλών περιοχών. Μία από αυτές ήταν και η ελληνιστική πόλη που ανακαλύφθηκε το 1965 στο Άϊ Χανούμ (Ay Khanum = Η κυρά – Σελήνη, στην τοπική διάλεκτο), κοντά στην συμβολή των ποταμών Ώξου και Κόκτσα (Kokcha), στα σημερινά σύνορα βορείου Αφγανιστάν και Τατζικιστάν.
Τα εκπληκτικά ευρήματα που ήλθαν στο φως με τις ανασκαφές της Γαλλικής αποστολής (1965-1978), την οποία συνέχισε ο ελληνικής καταγωγής Σοβιετικός αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, απεκάλυψαν μια καθαρά ελληνική πόλη με ανάλογα δημόσια οικοδομήματα, ναούς, γυμναστήριο (Γυμνάσιον) και ένα τεράστιο σε χωρητικότητα θέατρο, ελάχιστα μικρότερο από της Επιδαύρου (βλ.Christian D. 1998, σελ. 171), όπου διάβαζαν Όμηροκαι παίζονταν τραγωδίες του Σοφοκλή και τουΕυριπίδη (βλ. Sidky ό.π. σελ. 131) και όπου οι αυτόχθονες συμβίωναν αρμονικότατα με τους Έλληνες αποίκους.
Η πολιτική των Σελευκιδών θα ευδοκιμήσει σε μεγάλο βαθμό και η χώρα θα απολαύσει μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας, με αποτέλεσμα να συρρεύσει, κυρίως στην Βακτρία, πλήθος αξιωματούχων, στρατιωτικών, εμπόρων, φιλοσόφων (όπως ο μαθητής του Αριστοτέλη Κλέαρχος), ταξιδιωτών, αλλά και απλών ανθρώπων που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Αυτή συρροή ελληνικού στοιχείου ερμηνεύει βέβαια σε μεγάλο βαθμό και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην Βακτρία και στην ευρύτερη περιοχή τους επόμενους αιώνες.
Ο γιος του Αντιόχου Α΄ και διάδοχός του, που θα ανέλθει στον θρόνο των Σελευκιδών μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Αντίοχος Β΄ (261-247/246 π.Χ.), θα εμπλακεί με την σειρά του στους εμφυλίους πολέμους των Διαδόχων και θα παραμελήσει τις ανατολικές επαρχίες.
Το έτος 246 π.Χ. αποτελεί σημείο καμπής για το Βασίλειο των Σελευκιδών, αν κρίνουμε από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τότε. Έτσι, εκτός από το θάνατο του Αντιόχου Β΄ και την έκρηξη του καταστρεπτικού Γ΄ Συριακού Πολέμου, την χρονιά αυτή θα αποσπασθεί η πυκνά αποικισμένη με Έλληνες, περιοχή της Βακτρίας (Βλ. παραπάνω Χάρτη), μετά από ενέργειες του σατράπη της, Διοδότου.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Έλλην σατράπης θα διακόψει και τους τελευταίους δεσμούς του με τους Σελευκίδες και θα ανακηρυχθεί βασιλεύς του περίφημου Ελληνιστικού Βασιλείου της Βακτρίας ή Βακτριανής, παίρνοντας τον τίτλο του Βασιλέως (Διόδοτος Α΄, 239/238-228 π.Χ.).
Αργυρό τετράδραχμο Διοδότου Α΄, Βασιλέως της Βακτρίας (239/238-228 π.Χ.)
Το πλέον σημαντικό γεγονός όμως για τις μετέπειτα εξελίξεις, αποτελεί ασφαλώς η ίδρυση το 247/246 π.Χ., του Βασιλείου των Πάρθων, από τους Πάρνους, μια νομαδική Ιρανική φυλή, η οποία παρέμενε επί αιώνες στο περιθώριο της Ιστορίας. Εκτός από κάποιες σύντομες επιδρομές, σε συνεργασία με άλλους πολεμοχαρείς νομαδικούς λαούς (Μασσαγέτες, Σάκες κ.λ.π.), εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, οι Πάρνοι ουσιαστικώς δεν θα απομακρυνθούν από την κοιτίδα τους, στα ανατολικά παράλια εδάφη της Κασπίας, μέχρι την οργάνωσή τους κάτω από τη Δυναστεία των Αρσακιδών (βλ. Πίνακα 16).
Σύμφωνα με την παράδοση (βλ. Στράβων ΙΑ΄ ΙΧ. 2-3) , γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., ο Αρσάκης (Arsaces, Arshak), ηγεμόνας των Πάρνων (οι οποίοι ανήκαν σε μια ευρύτερη συνομοσπονδία διαφόρων νομαδικών λαών Ιρανικής καταγωγής, γνωστών με την ονομασία Δάαι ή Δάχαι - Dahae), άρχισε τους αγώνες του εναντίον των Σελευκιδών εισβάλλοντας στην επικράτειά τους.
Ο Αρσάκης, επωφελούμενος της αναταραχής που επικρατούσε στο Κράτος των Σελευκιδών, θα εισβάλλει στην Παρθία και θα καταφέρει να εξοντώσει τον Σελευκίδη σατράπη της, Ανδραγόρα. Με τον τρόπο αυτόν, οι Πάρνοι καταλαμβάνουν την περιοχή (247 π.Χ.), όπου εγκαθίστανται πλέον μόνιμα. Το ίδιο έτος ο Αρσάκης στέφεται βασιλεύς της Παρθίας, ιδρύοντας την Δυναστεία των Αρσακιδών. Ταυτόχρονα οι Πάρνοι θα πάρουν το όνομα της χώρας στην οποία εγκαταστάθηκαν και του συγγενικού τους φύλου των Πάρθων, το οποίο εσήμαινε «εξόριστοι».
Σύντομα θα προσαρτήσουν και τις γειτονικές περιοχές της Υρκανίας και της Χωρηνής, με τη βοήθεια του νέου βασιλέα της Βακτριανής, γιου και διαδόχου του Διοδότου Α΄, του Διόδοτου Β΄ (γύρω στο 228 π.Χ.), δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μελλοντικής Παρθικής Αυτοκρατορίας.
Με την ενέργειά του αυτήν ο Διόδοτος Β΄ (228-225 π.Χ. περίπου), θα προκαλέσει την αγανάκτηση του Ελληνικού πληθυσμού της Βακτριανής.
Σύντομα θα ανατραπεί (225 π.Χ. περίπου), από την χήρα του Διοδότου Α΄ (η οποία ήταν αδελφή τουΣελεύκου Β΄, 246-225 π.Χ.) και τον θρόνο θα προσκληθεί να καταλάβει ο Ευθύδημος Α΄ (περίπου 225-195 π.Χ.), από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου της Μικράς Ασίας (ή σύμφωνα με άλλους από την Μαγνησία του Σιπύλου στον ποταμό Έρμο της Λυδίας ή ακόμη και από την Μαγνησία της Θεσσαλίας – βλ. σχετικά Sidky ό.π. σελ. 161-162). Η Δυναστεία που ίδρυσε ο Ευθύδημος, θα παραμείνει στο θρόνο της Βακτριανής μέχρι το 185 π.Χ. περίπου.
Αργυρό τετράδραχμο Ευθυδήμου Α΄, Βασιλέως της Βακτρίας (225-195 π.Χ.)
Όταν ο Ευθύδημος Α΄ ανακηρύχθηκε βασιλεύς της Βακτρίας, η επικράτειά του περιελάμβανε επίσης και τις περιοχές της Σογδιανής (Τρανσοξιανή), της Μαργιανήςκαι πιθανόν της Αρείας ή Αριανής. Αν οι προηγούμενοι βασιλείς της Βακτριανής δημιούργησαν και οργάνωσαν το βασίλειο, η ισχυροποίησή του και η εξάπλωσή του ήσαν έργα του Ευθύδημου Α΄ και του γιου του Δημητρίου Α΄. Το 223 π.Χ. όμως, στο θρόνο των Σελευκιδών θα ανέλθει ο περίφημος Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας (223-187 π.Χ.), ο οποίος θα αναλάβει το 212 π.Χ. (με την τολμηρή «Ανάβαση» προς τις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του), να τακτοποιήσει τα ζητήματα που είχαν δημιουργηθεί εκεί.
Η εκστρατεία του Αντιόχου Γ΄ θα ξεκινήσει με θετικά αποτελέσματα. Αφού συντρίψει στο πεδίο της μάχης τον Πάρθο ηγεμόνα (Αρσάκη ΙΙ), ο οποίος θα καταφύγει στους Απασιάκες, θα προσαρτήσει και πάλι στο Βασίλειο των Σελευκιδών πολλές περιοχές που είχαν αποσπάσει παλαιότερα οι Πάρθοι. Τελικώς θα προτιμήσει να συμβιβαστεί με τον Πάρθο ηγεμόνα (μια έξυπνη πολιτική κίνηση εν όψει της συνέχισης της εκστρατείας ακόμη ανατολικότερα) και θα του αναγνωρίσει τον τίτλο του υποτελούς Βασιλέως, με αντάλλαγμα την ενίσχυση των Συριακών στρατευμάτων του με μονάδες του ξακουστού ιππικού των Πάρθων (209-208 π.Χ.).
Το 208 π.Χ. τα στρατεύματα του Αντιόχου Γ΄ θα εισβάλλουν στην Βακτρία, όπου ο Ευθύδημος Α΄ θα ηττηθεί σε μια αποφασιστική μάχη. Η συνέχεια όμως δεν υπήρξε εξίσου εύκολη για τον Σελευκίδη βασιλέα, δεδομένου ότι ο Ευθύδημος Α΄ δεν θα καταθέσει τα όπλα, αλλά θα κλεισθεί στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα -Ζαρίασπα. Η πολιορκία της πρωτεύουσας θα κρατήσει δύο ολόκληρα χρόνια (208-207 π.Χ.) και σύμφωνα με τον αρχαίο ΙστορικόΠολύβιο, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον διάσημες και φημισμένες πολιορκίες του (αρχαίου) Κόσμου.
Εν πάση περιπτώσει, όπως έδειχναν τα πράγματα, ούτε ο Αντίοχος Γ΄ είχε τη δυνατότητα να εκπορθήσει την πόλη ή να επιδιώξει την κατάκτηση της υπόλοιπης χώρας παρακάμπτοντας την πρωτεύουσα, αλλά ούτε και ο Ευθύδημος Α΄ μπορούσε να εξαναγκάσει τον Σελευκίδη βασιλέα να λύσει την πολιορκία. Χαρακτηριστική όμως υπήρξε η συμπεριφορά του Ιρανικού στοιχείου, που πλειοψηφούσε σαφώς έναντι των Ελλήνων στην Βακτρία, κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης. Οι Ιρανοί πολέμησαν στο πλευρό του Ευθύδημου Α΄ με μεγάλο ηρωισμό επιδεικνύοντας αισθήματα αλληλεγγύης και συναδέλφωσης με τους Έλληνες αποίκους της χώρας. Το περίφημο ιππικό του Ευθύδημου Α΄, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, απαρτιζόταν από το άνθος της Βακτριανής αριστοκρατίας και αυτή η αξιοθαύμαστη σύμπνοια Ελλήνων και Ιρανών θα διατηρηθεί σε όλο το διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας από τους Έλληνες βασιλείς.
Σχετικά τώρα με την πολιορκία, μετά από την συνειδητοποίηση του μάταιου της παράτασής της και ύστερα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις (στη διάρκεια των οποίων ο Αντίοχος Γ΄ θα εντυπωσιασθεί από τις ικανότητες του γιου του Ευθύδημου Α΄, του μελλοντικού βασιλέα της Βακτρίας, Δημητρίου Α΄), οι δύο ηγεμόνες θα έλθουν σε συμβιβασμό και ο μεν Ευθύδημος Α΄ αναγνωρίσθηκε επισήμως ως Βασιλεύς της ανεξάρτητης Βακτρίας, ενώ ο Αντίοχος Γ΄ έλαβε ως αντάλλαγμα πολεμικούς ελέφαντες και άφθονα εφόδια για τη συνέχιση της εκστρατείας του, που θα στραφεί πλέον προς τον Νότο (Πολύβιος ΙΑ΄ 39).
Πράγματι το 207/206 π.Χ. ο Αντίοχος Γ΄ θα διασχίσει τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον, Hindu Kush) και θα εισέλθει στην κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ), στην περιοχή του αρχαίου Ινδικού Βασιλείου της Γκαντάρα (Gandhara), η οποία αναφέρεται ως Γανδαρική ή Γανδαρίτις στους Έλληνες συγγραφείς της αρχαιότητας. Εκεί θα συναντήσει τον«Ινδό βασιλέα» Σοφαγασήνο, προφανώς κάποιον τοπικό ηγεμόνα ενός από τα αναρίθμητα μικρά κρατίδια που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Ασόκα και τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Μωρύα (βλ. λήμμα Ινδοί).
Ο Αντίοχος Γ΄ θα συνάψει σύμφωνο φιλίας και ειρήνης με τον Σοφαγασήνο και θα αποσπάσει ακόμη περισσότερους πολεμικούς ελέφαντες, εφόδια καθώς και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με την μορφή εφάπαξ φόρου υποτελείας του Ινδού ηγεμόνα προς το Βασίλειο των Σελευκιδών. Αφού προχωρήσει προς τα Ν.Δ. και διεισδύσει στις περιοχές της Αραχωσίας και Δραγγιανής, όπου θα διαχειμάσει (206/205 π.Χ.), ο Αντίοχος Γ΄ θα αποφασίσει να τερματίσει την περίφημη «Ανάβασή» του θεωρώντας ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της πολύχρονης εκστρατείας του.
Μετά την αποχώρηση του Αντιόχου Γ΄ και του εκστρατευτικού του σώματος, ο Ευθύδημος Α΄ θα αρχίσει την επέκταση των ορίων του Βασιλείου του. Με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις, ο μεγάλος και ικανότατος εκείνος Έλλην ηγεμών, θα αποσπάσει σημαντικά εδάφη από τους Πάρθους και από τα νομαδικά φύλα (Μασσαγέτες, Σάκες κ.ά.) των βορείων περιοχών της Βακτριανής, επεκτείνοντας τα σύνορα του Βασιλείου μέχρι τον ποταμό Ιαξάρτη και την εύφορη περιοχή της Σογδιανής, γύρω από τη πόλη Μαράκανδα (η μετέπειτα Σαμαρκάνδη). Επιπλέον, με μια τολμηρή εισβολή στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, θα απωθήσει τους επικίνδυνους νομάδες των περιοχών εκείνων και θα διασφαλίσει έτσι τις πολύτιμες εμπορικές αρτηρίες που κατέληγαν στη Βακτριανή. Τελικώς το Βασίλειο της Βακτριανής θα αποκτήσει κοινά σύνορα με την Κίνα και το Θιβέτ, φθάνοντας «μέχρι Σηρών και Φρυνών», όπως αναφέρουν οι αρχαιοελληνικές πηγές (Στράβων ΙΑ΄ ΧΙ. 1).
Το έργο του Ευθύδημου Α΄ θα συνεχίσει ο γιος του, Δημήτριος Α΄ ο Ανίκητος (περ. 195-185 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο το 195 π.Χ. περίπου. Ο νεαρός ηγεμόνας έκρινε σωστά ότι η αποσύνθεση της Αυτοκρατορίας των Μωρύας είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι δυνατότητες αντίδρασής της σε εξωτερικές επιθέσεις, είχαν προ πολλού εκμηδενισθεί. Παράλληλα η βαριά ήττα του Αντιόχου Γ΄ από τους Ρωμαίους στη μάχη της Μαγνησίας στην Μ. Ασία (190/189 π.Χ.), θα αφήσει ουσιαστικά απροστάτευτες τις μακρινές ανατολικές επαρχίες των Σελευκιδών. Έτσι γύρω στο 188 π.Χ. περίπου, ο Δημήτριος Α΄ θα ξεκινήσει την φιλόδοξη εκστρατεία του προς τα νότια, όπου θα προσαρτήσει τις επαρχίες της Αραχωσίας - αφού καταλάβει την πρωτεύουσά της Αλεξάνδρεια Αραχωτών (σημερινό Κανδαχάρ του Αφγανιστάν) – της Δραγγιανής, καθώς και το ανατολικό τμήμα τηςΓεδρωσίας, φθάνοντας μέχρι τις εκβολές του ποταμού Ινδού.
Εκεί θα κτίσει την πόλη Δημητριάδα, πιθανόν στη θέση όπου πριν από 150 χρόνια, ο Μ. Αλέξανδρος είχε κτίσει τα Πάταλα (Αρρ. Ε΄ 4 και ΣΤ΄ 17) ή Πάτταλα.
Αργυρό τετράδραχμο Δημητρίου Α΄, Βασιλέως της Βακτρίας (195-185 π.Χ.)
Στη συνέχεια ακολουθώντας την παραλία, θα διεισδύσει ακόμη νοτιότερα, κατακτώντας τις εκτάσεις των σημερινών επαρχιών Σιντ και Γκουτζαράτ, που ανήκαν προηγουμένως στην υπό διάλυση ήδη Αυτοκρατορία των Μωρύα, φθάνοντας μέχρι τα Βαρύγαζα, σπουδαίο λιμάνι της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Δημήτριος Α΄ θα αφήσει ως αντικαταστάτη και συμβασιλέα, τον αδελφό του Ευθύδημο Β΄ (188-186; π.Χ.). Αλλά ενώ ο Δημήτριος Α΄ δεν θα συναντήσει αξιόλογη αντίσταση στον Νότο, στην Βακτρία ο Ευθύδημος Β΄ θα ανατραπεί μετά από επανάσταση που θα υποκινήσει κάποιος Αντίμαχος. Ο Δημήτριος Α΄ θα πληροφορηθεί τα διαδραματισθέντα στην καρδιά του Βασιλείου του και θα σπεύσει να επαναφέρει την τάξη, αφήνοντας πίσω του ως τοποτηρητές, τους γιους του, Πανταλέοντα και Αγαθοκλή.
Αργυρό τετράδραχμο Ευθυδήμου Β΄ (188-186; π.Χ.)
Κατά την επιστροφή του όμως στην Βακτρία, ο Δημήτριος Α΄ θα πέσει στο πεδίο της μάχης σε μια σύγκρουση (περίπου 185 π.Χ.). Έτσι το έργο του δραστήριου και ικανού εκείνου ηγεμόνα, όχι μόνον θα μείνει ημιτελές, αλλά θα εκτραπεί σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Και τούτο διότι μετά το θάνατο του Δημητρίου Α΄, η επικράτεια του Βασιλείου της Βακτρίας θα διασπασθεί σε δύο τμήματα με σύνορο τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον ή Παροπάμισος).
Τελικώς θα προκύψουν δύο διαφορετικά κράτη, το κυρίως Βασίλειο της Βακτρίας στον Βορρά, όπου ο Αντίμαχος είχε ανακηρυχθεί βασιλεύς και το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο των γιων του Δημητρίου Α΄, στον Νότο. Ο Αντίμαχος (186-177/176 π.Χ.), θα κατακτήσει ορισμένες περιοχές στα νότια του Ινδοκούχου και θα ελέγξει την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος. Θα τον διαδεχθεί στο θρόνο της Βακτρίας ο γιος του Δημήτριος Β΄ (177/176-165 π.Χ.), ο οποίος τελικά κατέκτησε την Γανδαρίτιδα (Gandhara) και πιθανόν να προωθήθηκε στην Πενταποταμία και στην κοιλάδα του Ινδού.
Αργυρό τετράδραχμο Βασιλέως Αντιμάχου της Βακτρίας (186 – 177/176 π.Χ.)
Είναι ο πρώτος ηγεμόνας που έκοψε νομίσματα με δίγλωσσες επιγραφές στην Ελληνική και στη γραφή Μπράχμι (Brahmi), πρόγονο των σημερινών γραφών της Ινδίας, η οποία είχε εμφανισθεί γύρω στο 500 π.Χ. και εχρησιμοποιείτο για την καταγραφή τηςΠρακριτικής (*) γλώσσας (βλ. Εικόνα).
Ενώ ο Δημήτριος Β΄ επιχειρούσε με τις εκστρατείες του να επεκτείνει τα όρια του Βασιλείου προς το Νότο, στην Βακτριανή σημειώθηκε και πάλι κάποια εξέγερση (γύρω στο 171 π.Χ.), επικεφαλής της οποίας ήταν κάποιος Ευκρατίδης, που είχε αυτοανακηρυχθεί Βασιλεύς.
_______________________________
(*) Πρακριτικές ονομάζονται συλλογικά οι διάλεκτοι της Μέσης Ινδικής που προέκυψαν από την Σανσκριτική και ήσαν οι δημώδεις (καθομιλούμενες) γλώσσες σε διάφορες περιοχές της Ινδίας μεταξύ του 3ου αιώνα π.Χ. και 4ου αιώνα μ.Χ. Ο πρώτος ηγεμόνας που χρησιμοποίησε πρακριτική διάλεκτο σε επίσημες επιγραφές ήταν ο περίφημος Ασόκα της Δυναστείας των Μωρύας (βλ. λήμμα Ινδοί).
Ο Δημήτριος Β΄ θα επιστρέψει εσπευσμένα στην Βακτρία και θα αρχίσει, με συνεχείς εκστρατείες, τις προσπάθειές του για την εξουδετέρωση των στασιαστών, αλλά σε μια επιδρομή των δυνάμεων του επαναστάτη, βρήκε το θάνατο (περίπου 165 π.Χ.). Με τον τρόπο αυτόν ο Ευκρατίδης (171-145 π.Χ.) θα καταλάβει και επισήμως τον θρόνο της Βακτρίας. Μετά από μια περίοδο ανάπαυλας, ο Ευκρατίδης, με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις θα καταλάβει τις επαρχίες της Μαργιανής, της Αρίας (Αριανή), της Δραγγιανής και της Αραχωσίας.
(*) Πρακριτικές ονομάζονται συλλογικά οι διάλεκτοι της Μέσης Ινδικής που προέκυψαν από την Σανσκριτική και ήσαν οι δημώδεις (καθομιλούμενες) γλώσσες σε διάφορες περιοχές της Ινδίας μεταξύ του 3ου αιώνα π.Χ. και 4ου αιώνα μ.Χ. Ο πρώτος ηγεμόνας που χρησιμοποίησε πρακριτική διάλεκτο σε επίσημες επιγραφές ήταν ο περίφημος Ασόκα της Δυναστείας των Μωρύας (βλ. λήμμα Ινδοί).
Γραφή Μπράχμι
Ο Δημήτριος Β΄ θα επιστρέψει εσπευσμένα στην Βακτρία και θα αρχίσει, με συνεχείς εκστρατείες, τις προσπάθειές του για την εξουδετέρωση των στασιαστών, αλλά σε μια επιδρομή των δυνάμεων του επαναστάτη, βρήκε το θάνατο (περίπου 165 π.Χ.). Με τον τρόπο αυτόν ο Ευκρατίδης (171-145 π.Χ.) θα καταλάβει και επισήμως τον θρόνο της Βακτρίας. Μετά από μια περίοδο ανάπαυλας, ο Ευκρατίδης, με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις θα καταλάβει τις επαρχίες της Μαργιανής, της Αρίας (Αριανή), της Δραγγιανής και της Αραχωσίας.
Αργυρό τετράδραχμο Ευκρατίδου (171-145 π.Χ.) (ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΚΡΑΤΙΔΟΥ)
Επίσης, περί του νομίσματος του Αφγανιστάν με αναφορά στον Ευκρατίδη,
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επιστρέψουμε χρονικά και να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις που συνέβησαν στα νότια του Ινδοκούχου, μετά το θάνατο του Δημητρίου Α΄ (περίπου 185 π.Χ.). Στις περιοχές αυτές, ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής, οι γιοι του Δημητρίου Α΄, είχαν διατηρήσει αρχικά την κυριαρχία της Δραγγιανής και Αραχωσίας. Αργότερα θα προσπαθήσουν να διεισδύσουν βορειότερα, αλλά θα τους απωθήσει ο Δημήτριος Β΄. Όταν όμως θα σημειωθεί η εξέγερση του Ευκρατίδη και ο Δημήτριος Β΄ θα αποσυρθεί στην Βακτρία για να την καταπνίξει (περίπου 170 π.Χ.), οι δύο αδελφοί θα καταλάβουν την Γανδαρίτιδα. Μετά από κάποιο διάστημα, ο Αγαθοκλής (ο Πανταλέων πιθανόν είχε πεθάνει τότε), θα κάνει πρωτεύουσά του τα Τάξιλα και θα επεκτείνει την κυριαρχία του σχεδόν σε ολόκληρη την Πενταποταμία.
Ο Αγαθοκλής θα πεθάνει γύρω στο 165 π.Χ. και το Κράτος του θα κληρονομήσει η νεαρή κόρη του, η Αγαθόκλεια.
Όπως τονίσαμε όμως παραπάνω, αυτήν ακριβώς την εποχή ο Ευκρατίδης έχει ανέλθει επίσημα πλέον στο θρόνο της Βακτρίας και έχει αρχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις για την διεύρυνση του Βασιλείου του. Ο Ευκρατίδης θα κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου του Νότου, με αποτέλεσμα η Αγαθόκλεια να περιορισθεί σε μια μικρή έκταση, γύρω από την πρωτεύουσα Τάξιλα και την ανατολική Γανδαρίτιδα.
Ο Ευκρατίδης θα γίνει τελικά κύριος μιας τεράστιας επικράτειας, η οποία θα εκτείνεται από τις όχθες του Ιαξάρτη στον Βορρά, μέχρι τις εκβολές του Ινδού στο Νότο και από τις ανατολικές παρυφές του Ιρανικού οροπεδίου στη Δύση, μέχρι πέρα από τις όχθες του Ινδού στην Ανατολή. Έτσι δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί το γεγονός ότι ο Ευκρατίδης θα μείνει στην παράδοση ως ο «Βασιλεύς των χιλίων πόλεων» (Στράβων ΙΕ΄ Ι. 3).
Έχει υποστηριχθεί (βλ. D. Christian: A History of RUSSIA, CENTRAL ASIA AND MONGOLIA-Vol. I-Oxford U.K. 1998, σελ. 173) ότι ο Ευκρατίδης είχε εκτός από τα Βάκτρα και δεύτερη πρωτεύουσα, την Ευκρατιδία, που την ταυτίζουν με την σπουδαία ελληνιστική πόλη, που όπως προαναφέραμε, ανακαλύφθηκε στο Άϊ Χανούμ.
Δυστυχώς όμως, το τεράστιο Κράτος του Ευκρατίδη, δεν θα διατηρηθεί για πολύ και σύντομα θα αρχίσει να συρρικνώνεται διότι ο Ευκρατίδης, απασχολούμενος με τις κατακτήσεις στην Ινδία, δεν θα δώσει μεγάλη προσοχή στα δυτικά του σύνορα, όπου οι Πάρθοι, κάτω από τον ικανότατο βασιλέα τους Μιθριδάτη Ι (171-138 π.Χ.) θα αποσπάσουν σημαντικές εκτάσεις.
Ο Ευκρατίδης θα έχει τραγικό τέλος, δολοφονηθείς από τον γιο του Πλάτωνα, γύρω στο 145/144 π.Χ. ο οποίος θα ανακηρυχθεί βασιλεύς. Αλλά ο πατροκτόνος δεν θα παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα δολοφονηθεί με τη σειρά του από τον αδελφό του Ηλιοκλή Α΄(143-131/130 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο με την προσωνυμία «Δίκαιος».
Νόμισμα Ηλιοκλέους
Την ίδια χρονιά περίπου της δολοφονίας του Ευκρατίδη, στον θρόνο του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου, στα Τάξιλα, θα ανέλθει ο μεγαλύτερος και διασημότερος των Ελλήνων ηγεμόνων, ο περίφημος Μένανδρος (145-130 π.Χ. περίπου).
Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ιστορικούς, ότι ο Μένανδρος ήταν γιος του Δημητρίου Β΄, αλλά τα στοιχεία είναι ελάχιστα μέχρι στιγμής και δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε ή να απορρίψουμε προς το παρόν αυτήν την άποψη. Ο Μένανδρος θα αναδειχθεί βασιλεύς, πιθανόν μετά το γάμο του με την Αγαθόκλεια, η οποία, όπως σημειώσαμε είχε κληρονομήσει το Βασίλειο του πατέρα της Αγαθοκλή. Ο Μένανδρος, εξορμώντας από τα περιορισμένα εδάφη της αρχικής επικράτειάς του, θα δημιουργήσει μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια, ένα απέραντο Ελληνο-Ινδικό Κράτος, που θα μπορούσε άνετα να διεκδικήσει τον τίτλο της Αυτοκρατορίας.
Αφού αποσπάσει αρχικώς από τους διαδόχους του Ευκρατίδη τα εδάφη νοτίως του Ινδοκούχου, θα προχωρήσει στην Αραχωσία της οποίας θα καταλάβει σημαντικό τμήμα, αλλά θα αποφύγει να συγκρουσθεί με τους Πάρθους, στους οποίους είχαν περιέλθει οριστικά η Νότια και η Δυτική Αραχωσία, η Δραγγιανήκαι η Δυτική Γεδρωσία. Και τούτο διότι οι βλέψεις του Έλληνα ηγεμόνα είχαν ως αποκλειστικό στόχο τους τις Ινδίες, όπου ο Μένανδρος θα επικεντρώσει τις προσπάθειές του τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, αφού κατακτήσει πρώτα τις περιοχές νοτίως του Καρακορούμ και των παρυφών των Ιμαλαΐων (σημερινό Κασμίρ), στη συνέχεια θα επιχειρήσει την περίφημη και ένδοξη εκστρατεία του στην κοιλάδα τουΓάγγη, με απώτερο σκοπό να φθάσει στην πρωτεύουσα των Μωρύα, την ξακουστή Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα, κατά τους Έλληνες), όπου η νέα Δυναστεία των Σούνγκα (Shunga, 185/184-75 π.Χ.), είχε εγκαταλείψει την φιλική προς τους Έλληνες πολιτική των προκατόχων της, ενώ διέκειτο εχθρικά και προς τους Βουδιστές υπηκόους της (βλ. Ινδοί).
Νόμισμα Μενάνδρου με επιγραφές σε ελληνική (εμπροσθότυπος) και γραφή μπράχμι (οπισθότυπος)
Όλες αυτές οι πληροφορίες είχαν φθάσει ασφαλώς στον Μένανδρο, ο οποίος αφού ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του, θα αρχίσει την κατάκτηση της κοιλάδας του Γάγγη, εμφανιζόμενος πιθανόν ως υποστηρικτής του Βουδισμού και τιμωρός των σφετεριστών Σούνγκα. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός είναι ότι ο Μένανδρος, αφού διαβεί τον ποταμό Ύφασι (σημερινός Beas, παραπόταμος του Σατλέτζ που χύνεται στον Ινδό – Βλ. Χάρτη κθ΄). Όπου είχε σταματήσει ο Μ. Αλέξανδρος, θα εισέλθει στην κυρίως Ινδία. Ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Ιωμάνη (σημερινόςJumna ή Yamuna), ενός από τους σημαντικότερους παραπόταμους του Γάγγη, θα φθάσει στην σπουδαία πόλη Μοδούρα (σημερινή Mathura), η οποία θα του παραδοθεί. Εκεί θα ανανεώσει τις προμήθειές του στρατεύματος του και θα λάβει ενισχύσεις από τους εντόπιους.
Τελικώς, το 135 π.Χ. περίπου, ο Μένανδρος θα πολιορκήσει και θα καταλάβει την πρωτεύουσα των Σούνγκα Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα), με τη βοήθεια περίτεχνων πολιορκητικών μηχανών τις οποίες για πρώτη φορά αντίκριζαν οι Ινδοί. Το κορυφαίο αυτό κατόρθωμα, το οποίο τοποθετεί δικαιωματικά τον Μένανδρο ανάμεσα στην πρώτη σειρά των μεγάλων στρατηλατών της αρχαιότητας, δεν θα έχει δυστυχώς ανάλογη συνέχεια. Ανησυχώντας μήπως αποκοπεί από τις βάσεις του, 1.500 χιλιόμετρα μακριά, στην καρδιά των Ινδιών, ο έλληνας ηγεμών θα αποφασίσει να υποχωρήσει στη Μοδούρα και στον ποταμό Ιωμάνη που θα αποτελέσουν τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου του.
Ακολούθως ο Μένανδρος θα πραγματοποιήσει κάποιες εξορμήσεις στο Νότο και θα προσαρτήσει τις τεράστιες εκτάσεις των σημερινών επαρχιών του Γκουτζεράτ και Ρατζαστάν. Με τον τρόπο αυτόν θα γίνει κύριος μιας αχανούς επικράτειας, ίσως της μεγαλύτερης σε έκταση από όλους τους Έλληνες βασιλείς των Ινδιών. Παράλληλα ο Μένανδρος θα μεταφέρει ανατολικότερα την έδρα του Βασιλείου του, ακριβώς λόγω των κατακτήσεων αυτών και της μετατοπίσεως του πολιτικού κέντρου προς την Ανατολή. Νέα πρωτεύουσα θα γίνει η πόλη Σάγαλα (Sakala, το σημερινό Σιαλκότ, Sialkot), στον άνω ρου του ποταμού Ακεσίνη (σημερινός Τσενάμπ, Chenab).
Γύρω στο 130 π.Χ. ο Μένανδρος θα επιχειρήσει μία εκστρατεία στην Βακτριανή όπου θα βρει το θάνατο, κατά πάσα πιθανότητα στο πεδίο της μάχης.
Μένανδρος
Η φήμη όμως του Μένανδρου, δεν προήλθε τόσο από τα πολεμικά του κατορθώματα, όσο από το ασύγκριτο πολιτικό του έργο. Πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι ο Μένανδρος είναι ο μόνος από τους Έλληνες ηγεμόνες, το όνομα του οποίου αποθανατίστηκε στην Ινδική θρησκευτική λογοτεχνία. Και τούτο διότι ένα από τα ιερά Βουδιστικά κείμενα φέρει τον τίτλο Μιλινταπάνια (Milindapanha) δηλ. «οι ερωτήσεις του Μιλίντα».
Ο Μιλίντα δεν είναι άλλος από τον Μένανδρο, κατά την Ινδική παραφθορά του ονόματός του. Το περίφημο αυτό έργο περιέχει τους φιλοσοφικούς διαλόγους του βασιλέως Μιλίντα, με τον Βουδιστή μοναχό Ναγκασένα (Nagasena), όπου με τη Σωκρατική μέθοδο, αναλύονται και εξετάζονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα.
Σύμφωνα με την Ινδική παράδοση, μετά από αυτές τις συζητήσεις, ο Μένανδρος ασπάσθηκε τον Βουδισμό. Δεν γνωρίζουμε την ακρίβεια της παραπάνω παράδοσης, αλλά μαντεύουμε τα πολιτικά κίνητρα αυτής της πράξης. Γεγονός πάντως είναι ότι πολλοί Έλληνες θα μυηθούν στο Βουδισμό με αποτέλεσμα, στο μεγάλο Βουδιστικό συνέδριο του 137 π.Χ. στην Κεϋλάνη, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Γανδαρίτιδος, ήταν Έλλην.
Στο διάστημα που ο Μένανδρος δημιουργούσε το τεράστιο Βασίλειό του, ο Ηλιοκλής στην Βακτριανή, προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει τις κτήσεις του από τις επιθέσεις των Πάρθων. Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Ι, στα 139/138 π.Χ., ο Ηλιοκλής θα ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, αλλά το Βασίλειό του διανύει τα τελευταία χρόνια της υπάρξεώς του.
Είναι γνωστές στην Ιστορία οι μαζικές μετακινήσεις νομαδικών φύλων που σημειώνονταν κατά καιρούς στην Κεντρική Ασία. Ένα τέτοιο κύμα μετακινήσεων, που το αποτελούσαν οι Ανατολικοί Σκύθες ή Σάκες (Shakas κατά τις Ινδικές πηγές), θα σημειωθεί τον 2ο αιώνα π.Χ. Οι Σάκες, πιεζόμενοι από τους βορειότερους γείτονες τουςΓιουέ-τσι (Yüeh-chih) ή Τόχαρους, θα εμφανισθούν στα σύνορα των Βασιλείων του Νότου. Ένας κλάδος τους θα εισβάλλει στο Βασίλειο των Πάρθων, όπου ο ΑρσακίδηςΦραάτης ΙΙ θα χάσει τη ζωή του (129/128 π.Χ.) αγωνιζόμενος να τους εκδιώξει.
Ένας άλλος κλάδος τους είχε ήδη επιπέσει στο Βασίλειο της Βακτριανής το 131/130 π.Χ. καταστρέφοντάς το τελειωτικά. Η πόλη του Άϊ Χανούμ θα λεηλατηθεί, θα πυρποληθεί και θα καταστραφεί ανηλεώς, αυτήν ακριβώς την περίοδο (Sidky, H.: The Greek Kingdom of Bactria, 2000 – σελ. 227).
Ο Ηλιοκλής, μετά την κατάλυση του Βασιλείου του, θα καταφύγει στα περιορισμένα εδάφη, νοτίως του Ινδοκούχου, που είχε καταφέρει να αποσπάσει μετά το θάνατο του Μενάνδρου (130 π.Χ.) από το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου. Πρωτεύουσα θα γίνει ηΠευκέλα, η παλιά Ινδική πόλη Πουρουσαπούρα(Purushapura = πόλη του Πώρου), πολύ κοντά στην σημερινή μεθοριακή πόλη στα βόρεια σύνορα του Πακιστάν, Πεσαβάρ (Peshawar = πόλη των συνόρων).
Στο μεταξύ, στο Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου, μετά το θάνατο του Μενάνδρου, θα τον διαδεχθεί στο θρόνο η ικανή σύζυγός του Αγαθόκλεια, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους Στράτωνος. Ο Στράτων θα ανέλθει στο θρόνο μόλις ενηλικιωθεί, αλλά λόγω της ανικανότητάς του, θα παραμερισθεί από το νεώτερο αδερφό του Απολλόδοτο.
Ο Απολλόδοτος Α΄ (115-95 π.Χ. περίπου), υπήρξε ο τελευταίος σημαντικός ηγεμόνας του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου. Μετά το θάνατο του οι Έλληνες θα περιορισθούν σε συνεχή άμυνα κατά της πλημμυρίδας των νομάδων εισβολέων. Η διαμάχη όμως των δύο Δυναστειών (των απογόνων του Ευκρατίδη και του Μενάνδρου) και ο κατακερματισμός σε διάφορα μικροσκοπικά βασίλεια θα φέρουν σύντομα το τέλος.
Μια τελευταία αναλαμπή θα σημειωθεί λίγο πριν από τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., όταν ο Ερμαίος (90-70 π.Χ.), γιος του Αμύντα, από τη Δυναστεία των Ευκρατιδών και η Καλλιόπη, κόρη του Ιππόστρατου, από τη Δυναστεία του Μενάνδρου, θα ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, συνενώνοντας ταυτόχρονα και τα Βασίλειά τους (γύρω στο 80 π.Χ.).
Ερμαίος
Δυστυχώς όμως ήταν ήδη αργά. Οι Σάκες που είχαν επιτεθεί στο Βασίλειο των Πάρθων, τελικά θα απωθηθούν και θα αποσυρθούν στην επαρχία της Δραγγιανής, στις ανατολικές περιοχές του Ιρανικού οροπεδίου, όπου θα εγκατασταθούν (Σακαστάν, σημερινή επαρχία Σεϊστάν). Στη συνέχεια, θα διεισδύσουν μέσα από τη διάβαση του Μπολάν και θα εισέλθουν στην κοιλάδα του Ινδού, στα μετόπισθεν των Ελληνο-Ινδικών κρατιδίων. Οι Σάκες θα αποσπάσουν τα τελευταία τμήματα της Αραχωσίας, της Δυτικής Πενταποταμίας και της Γανδαρίτιδος που είχαν απομείνει στην κυριαρχία των Ελλήνων.
Το Βασίλειο του Ερμαίου θα περιορισθεί βαθμιαία στην φυσικώς οχυρή κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ) όπου γύρω στο 30 π.Χ. οι νομάδες Γιουέ-τσι ή Τόχαροι, αφού διασχίσουν την ορεινή διάβαση Κυμπέρ του Ινδοκούχου, θα καταλύσουν το τελευταίο Ελληνιστικό Βασίλειο που είχε απομείνει.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι πληροφορίες μας για την Βακτρία προέρχονται από τις ελάχιστες αναφορές των κειμένων αρχαίων συγγραφέων στα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκεί, όπως ο Πολύβιος, ο Στράβων και ο αμφισβητούμενης αξιοπιστίας Μάρκος Ιουνιανός Ιουστίνος.
Οι νομισματολογικές μελέτες και έρευνες συμπληρώνουν συχνά τα υπάρχοντα κενά με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων. Για μια τέτοια διαφορετική εκδοχή των συμβάντων μετά τον θάνατο του Ευθυδήμου Α΄ (195 π.Χ. περίπου) με πολλές λεπτομέρειες βλ. στην εξαιρετική μελέτη του H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria – University Press of America, 2000.
Αυτό υπήρξε λοιπόν το τέλος της μεγαλειώδους περιπέτειας του Ελληνισμού στην Βακτρία και στην μακρινή, αλλά και θρυλική (για τον αρχαίο κόσμο), χώρα των Ινδιών. Η προσφορά πάντως και η συμμετοχή του Ελληνικού στοιχείου στην πολιτιστική ζωή και εξέλιξη της κεντρικής Ασίας, υπήρξε σημαντικότατη, αλλά η ανάλυση και η ακριβής εκτίμηση της, εκφεύγει ασφαλώς των πλαισίων του παρόντος Λεξικού.
Δ.Ε.Ε.http://parisis.wordpress.com