Συμμαχίες και συγκρούσεις σε μια Ευρώπη σε κρίση
Ενώ το κλιμάκιο των δανειστών («θεσμών») βρισκόταν λίγο πριν από την επιβίβαση στο αεροπλάνο, έπειτα από έναν ακόμη γύρο αδιέξοδων μνημονιακών διαπραγματεύσεων και ενώ στην Αθήνα οι τράπεζες δεν μπορούν να κλείσουν ισολογισμούς αν δεν λυθεί το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, σε ένα άλλο σημείο της Ευρώπης σημαντικές εξελίξεις λάμβαναν χώρα γύρω από την κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.....
Με πρωτοβουλία της Γαλλίας, έγινε στις Βερσαλλίες συνάντηση των τεσσάρων ισχυρών της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία), διότι, όπως δήλωσε ο γάλλος πρόεδρος Ολάντ, «η Ευρώπη των 27, η ενιαία Ευρώπη, δεν μπορεί να υπάρχει πια». Σε έναν χώρο με έντονο ιστορικό συμβολισμό, αφού εκεί αποφασίσθηκε το μέλλον της Ευρώπης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ολάντ έσπευσε να συμπληρώσει: «Η ιδέα μιας διαφοροποιημένης Ευρώπης, με διαφορετικές ταχύτητες και ρυθμούς προόδου είναι αναγκαία. Διαφορετικά η Ευρώπη θα εκραγεί».
Για κάποιους το γεγονός αυτό είναι μια παραδοχή ήττας του ευρωπαϊκού σχεδίου, για άλλους, όπως εγώ, είναι η αποκάλυψη της φύσης του. Το αποτέλεσμα εξήντα ετών κοινής αγοράς, όπως και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις στην Ιστορία, είχε τελείως ανισόμετρα αποτελέσματα ανάμεσα στα διάφορα κράτη. Αποτελέσματα που αποκαλύφθηκαν περίτρανα με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2008. Για άλλους, όπως η Γερμανία, το σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδήγησε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής τους θέσης, αφού είχαν στη διάθεσή τους μια μεγάλη αγορά και μάλιστα χωρίς συναλλαγματικό κίνδυνο, λόγω ευρώ. Για άλλους, όπως οι υπόλοιποι τρεις συνδαιτυμόνες των Βερσαλλιών, οδήγησε σε περιορισμό της ανταγωνιστικής τους θέσης. Για τις αδύναμες οικονομίες, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, αυτό σήμανε τη σχεδόν ολοκληρωτική αποβιομηχάνισή τους.
Όμως, σύμφωνα με τα ορθόδοξα οικονομικά, το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετικό. Το ελεύθερο εμπόριο και η κοινή αγορά θα έπρεπε να είχαν καταστήσει όλες τις χώρες εξίσου ανταγωνιστικές. Οι τιμές στις χώρες με εμπορικό πλεόνασμα, όπως η Γερμανία, θα έπρεπε να είχαν ανέβει, καθιστώντας κάποια από τα προϊόντα των ελλειμματικών χωρών φθηνότερα και εξισορ- ροπώντας εντέλει το μεταξύ τους εμπορικό ισοζύγιο. Μόνη προϋπόθεση γι’ αυτό, ιδιαίτερα στο περιβάλλον του κοινού νομίσματος, η δημοσιονομική πειθαρχία. Βέβαια, όπως συμβαίνει στους δυόμισι αιώνες ιστορίας του καπιταλισμού, τίποτα από αυτά δεν ίσχυσε, αντίθετα διευρύνθηκαν τα εμπορικά ελλειματοπλεονάσματα ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, η κρίση βρήκε τις πιο αδύναμες χώρες με υψηλότερο (μη βιώσιμο) λόγο χρέους προς ΑΕΠ και αποδυναμωμένη παραγωγική βάση. Φυσικά, οι σχεδιαστές της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι το σχέδιό τους είχε, όπως ο ανταγωνισμός στον καπιταλισμό, νικητές και ηττημένους. Έτσι κατηγόρησαν τους ηττημένους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, τους λαούς του Ευρωπαϊκού Νότου εν προκειμένω, για σπατάλη, ότι ζούσαν πέρα από τις δυνάμεις τους, ότι νόθευαν τη λειτουργία της αγοράς και όλα αυτά που έχουμε ακούσει στα πλαίσια της πολιτικής των Μνημονίων. Θεώρησαν ότι μπορούσαν έτσι να πετύχουν με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια. Από τη μια να φορτώσουν στους λαούς τις ζημίες των καπιταλιστών μέσα από το δημόσιο χρέος και από την άλλη να επιβάλλουν περικοπές που θα διευκόλυναν τον περιορισμό των μισθών και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας πανευρωπαϊκά.
Έτσι, τρισεκατομμύρια κρατικών χρημάτων κοινωνικοποίησαν ιδιωτικές ζημίες, παραδείγματος χάριν μέσα από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης τα κρατικά χρέη εκτινάχθηκαν, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, κατεδαφίσθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και η κοινωνική ασφάλιση, περιορίσθηκαν οι όποιες παροχές παιδείας και υγείας και μπήκαμε στον εφιάλτη της λιτότητας. Όμως η κρίση είναι καπιταλιστική και οι περικοπές δεν επαρκούν για την αποκατάσταση της κερδοφορίας και την επιστροφή σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης. Χρειάζεται και η καταστροφή κεφαλαίου. Αυτό εντείνει τον καπιταλιστικό αντα- γωνισμό και τις κρατικές αντιθέσεις σε εκρηκτικό βαθμό. Το Brexit, το ιταλικό δημοψήφισμα, η αντιπαράθεση γύρω από τις ιταλικές τράπεζες και τη γερμανική Deutsche Bank δεν είναι παρά η εκδήλωση αυτών των αντιθέσεων.
Σε αυτές τις συνθήκες η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο. Εάν την αποχώρηση της Βρετανίας την ακολουθήσει μια ακόμη μεγάλη χώρα, και μάλιστα της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, το πιθανότερο είναι να διαλυθεί η ίδια η Ένωση. Ο τρόπος που σκέφθηκαν να το αντιμετωπίσουν είναι ο διαχωρισμός. Δηλαδή, για την Ιταλία, παραδείγματος χάριν, που δεν πρόκειται να δεχθεί ούτε Μνημόνιο ούτε κούρεμα καταθέσεων, όπως είχε συμβουλεύσει ο Σόιμπλε, θα φτιάξουν κάποιους ειδικούς κανόνες και μηχανισμούς διάσωσης. Το ίδιο θα ισχύσει και για τις άλλες χώρες του πυρήνα.
Διαφορετικοί κανόνες θα ισχύσουν φυσικά για την περιφέρεια. Άλλωστε οι περιφερειακές χώρες της ΕΕ ελάχιστο ενδιαφέρον παρουσιάζουν πλέον ως καταναλωτές, αφού βασικός τους προορισμός θα είναι να αποτελέσουν δεξαμενή φθηνής εργατικής δύναμης και αποθήκες ψυχών για την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών. Αυτό δεν απαιτεί ούτε καν ευρώ στο κάτω κάτω. Η αναγνώριση του δημόσιου χρέους σε ευρώ είναι υπεραρκετή για τον έλεγχο των περιοχών αυτών στο διηνεκές.
Έτσι, παρά τον πανηγυρικό χαρακτήρα που επιχειρεί να δώσει η Commission στην 60ή επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η λεγόμενη «λευκή βίβλος» για την Ευρώπη των 27 περιλαμβάνει τέσσερα σενάρια για τον μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για κάποιους το γεγονός αυτό είναι μια παραδοχή ήττας του ευρωπαϊκού σχεδίου, για άλλους, όπως εγώ, είναι η αποκάλυψη της φύσης του. Το αποτέλεσμα εξήντα ετών κοινής αγοράς, όπως και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις στην Ιστορία, είχε τελείως ανισόμετρα αποτελέσματα ανάμεσα στα διάφορα κράτη. Αποτελέσματα που αποκαλύφθηκαν περίτρανα με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2008. Για άλλους, όπως η Γερμανία, το σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδήγησε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής τους θέσης, αφού είχαν στη διάθεσή τους μια μεγάλη αγορά και μάλιστα χωρίς συναλλαγματικό κίνδυνο, λόγω ευρώ. Για άλλους, όπως οι υπόλοιποι τρεις συνδαιτυμόνες των Βερσαλλιών, οδήγησε σε περιορισμό της ανταγωνιστικής τους θέσης. Για τις αδύναμες οικονομίες, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, αυτό σήμανε τη σχεδόν ολοκληρωτική αποβιομηχάνισή τους.
Όμως, σύμφωνα με τα ορθόδοξα οικονομικά, το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετικό. Το ελεύθερο εμπόριο και η κοινή αγορά θα έπρεπε να είχαν καταστήσει όλες τις χώρες εξίσου ανταγωνιστικές. Οι τιμές στις χώρες με εμπορικό πλεόνασμα, όπως η Γερμανία, θα έπρεπε να είχαν ανέβει, καθιστώντας κάποια από τα προϊόντα των ελλειμματικών χωρών φθηνότερα και εξισορ- ροπώντας εντέλει το μεταξύ τους εμπορικό ισοζύγιο. Μόνη προϋπόθεση γι’ αυτό, ιδιαίτερα στο περιβάλλον του κοινού νομίσματος, η δημοσιονομική πειθαρχία. Βέβαια, όπως συμβαίνει στους δυόμισι αιώνες ιστορίας του καπιταλισμού, τίποτα από αυτά δεν ίσχυσε, αντίθετα διευρύνθηκαν τα εμπορικά ελλειματοπλεονάσματα ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, η κρίση βρήκε τις πιο αδύναμες χώρες με υψηλότερο (μη βιώσιμο) λόγο χρέους προς ΑΕΠ και αποδυναμωμένη παραγωγική βάση. Φυσικά, οι σχεδιαστές της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι το σχέδιό τους είχε, όπως ο ανταγωνισμός στον καπιταλισμό, νικητές και ηττημένους. Έτσι κατηγόρησαν τους ηττημένους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, τους λαούς του Ευρωπαϊκού Νότου εν προκειμένω, για σπατάλη, ότι ζούσαν πέρα από τις δυνάμεις τους, ότι νόθευαν τη λειτουργία της αγοράς και όλα αυτά που έχουμε ακούσει στα πλαίσια της πολιτικής των Μνημονίων. Θεώρησαν ότι μπορούσαν έτσι να πετύχουν με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια. Από τη μια να φορτώσουν στους λαούς τις ζημίες των καπιταλιστών μέσα από το δημόσιο χρέος και από την άλλη να επιβάλλουν περικοπές που θα διευκόλυναν τον περιορισμό των μισθών και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας πανευρωπαϊκά.
Έτσι, τρισεκατομμύρια κρατικών χρημάτων κοινωνικοποίησαν ιδιωτικές ζημίες, παραδείγματος χάριν μέσα από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης τα κρατικά χρέη εκτινάχθηκαν, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, κατεδαφίσθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και η κοινωνική ασφάλιση, περιορίσθηκαν οι όποιες παροχές παιδείας και υγείας και μπήκαμε στον εφιάλτη της λιτότητας. Όμως η κρίση είναι καπιταλιστική και οι περικοπές δεν επαρκούν για την αποκατάσταση της κερδοφορίας και την επιστροφή σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης. Χρειάζεται και η καταστροφή κεφαλαίου. Αυτό εντείνει τον καπιταλιστικό αντα- γωνισμό και τις κρατικές αντιθέσεις σε εκρηκτικό βαθμό. Το Brexit, το ιταλικό δημοψήφισμα, η αντιπαράθεση γύρω από τις ιταλικές τράπεζες και τη γερμανική Deutsche Bank δεν είναι παρά η εκδήλωση αυτών των αντιθέσεων.
Σε αυτές τις συνθήκες η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο. Εάν την αποχώρηση της Βρετανίας την ακολουθήσει μια ακόμη μεγάλη χώρα, και μάλιστα της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, το πιθανότερο είναι να διαλυθεί η ίδια η Ένωση. Ο τρόπος που σκέφθηκαν να το αντιμετωπίσουν είναι ο διαχωρισμός. Δηλαδή, για την Ιταλία, παραδείγματος χάριν, που δεν πρόκειται να δεχθεί ούτε Μνημόνιο ούτε κούρεμα καταθέσεων, όπως είχε συμβουλεύσει ο Σόιμπλε, θα φτιάξουν κάποιους ειδικούς κανόνες και μηχανισμούς διάσωσης. Το ίδιο θα ισχύσει και για τις άλλες χώρες του πυρήνα.
Διαφορετικοί κανόνες θα ισχύσουν φυσικά για την περιφέρεια. Άλλωστε οι περιφερειακές χώρες της ΕΕ ελάχιστο ενδιαφέρον παρουσιάζουν πλέον ως καταναλωτές, αφού βασικός τους προορισμός θα είναι να αποτελέσουν δεξαμενή φθηνής εργατικής δύναμης και αποθήκες ψυχών για την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών. Αυτό δεν απαιτεί ούτε καν ευρώ στο κάτω κάτω. Η αναγνώριση του δημόσιου χρέους σε ευρώ είναι υπεραρκετή για τον έλεγχο των περιοχών αυτών στο διηνεκές.
Έτσι, παρά τον πανηγυρικό χαρακτήρα που επιχειρεί να δώσει η Commission στην 60ή επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η λεγόμενη «λευκή βίβλος» για την Ευρώπη των 27 περιλαμβάνει τέσσερα σενάρια για τον μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το πρώτο σενάριο είναι να συνεχίσουν μέχρι το 2025 να κάνουν ό,τι κάνουν και τώρα, δηλαδή να ενισχύουν την κοινή αγορά, το κοινό νόμισμα, να επιδιωχθούν κοινές αγορές κεφαλαίου, με σκοπό μια Ευρωζώνη των 27. Είναι ένας δρόμος που δεν μπορεί να υλοποιηθεί, όπως φαίνεται από την αποτυχία των Μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας να αποκαταστήσουν συνθήκες οικονομικής μεγέθυνσης.
Το δεύτερο σενάριο είναι να παραδεχτούν οι 27 ότι δεν μπορούν να κάνουν πολλά περισσότερα και άρα πρέπει να περιορισθούν στη σύγκλιση γύρω από δύο-τρία ζητήματα, όπως το Μεταναστευτικό, η Άμυνα και η ασφάλεια.
Το τρίτο σενάριο είναι το σενάριο των πολλών ταχυτήτων που μας απασχόλησε παραπάνω. Ο πυρήνας προχωρά σε ολοκλήρωση σε επίπεδο προϋπολογισμών, φορολογικής πολιτικής, Άμυνας και κοινωνικών παροχών και όσοι μπορούν ακολουθούν. Φυσικά αυτό σημαίνει ότι τα βασικά αναδιανεμητικά προγράμματα του κοινοτικού προϋπολογισμού (ΕΣΠΑ κ.λπ.) θα περιορισθούν σημαντικά ή θα καταργηθούν πλήρως.
Το τέταρτο και τελευταίο σενάριο τιτλοφορείται «Κάνουμε λιγότερα πιο αποτελεσματικά». Αυτό το σενάριο μάλλον αφορά όσους εξαιρεθούν από τον σκληρό πυρήνα με βάση το τρίτο σενάριο.
Την ώρα λοιπόν που η ελληνική κυβέρνηση νομίζει ότι μας προετοιμάζει για την επικοινωνιακή αποδοχή των νέων μέτρων, τα οποία μάλιστα αποκρύπτει συστηματικά, οι προθέσεις των δανειστών είναι πολύ διαφορετικές. Η στρατηγική τους περιορίζεται στο να εξασφαλίσουν όσο μπορούν τις απαιτήσεις στα πλαίσια ενός 4ου Μνημονίου ή μιας πιστωτικής γραμμής, που συνεπάγεται Μνημόνιο διαρκείας. Η κυβέρνηση, αποδεχόμενη να συναινέσει, όπως κάνει, στην υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής, διαπράττει έγκλημα σε βάρος του λαού και από τη σκοπιά αυτή θα πρέπει να αναλογιστεί τις ευθύνες της. Είναι πέρα από βέβαιο ότι από την επομένη του Eurogroup της 20ής Μαρτίου, ή και νωρίτερα, θα ξεκινήσει, με αφορμή τον χειρισμό του αναβαλλόμενου φόρου, μια συζήτηση για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Είναι μια νέα προσπάθεια κατατρομοκράτησης του κόσμου για την αποδοχή των μέτρων. Ο κόσμος δεν πρέπει να «μασήσει» σε αυτό το χιλιοπαιγμένο έργο, πρέπει να δώσει απαντήσεις, όχι πια στις δημοσκοπήσεις, που δείχνουν πλειοψηφικό ρεύμα ενάντια στην Ευρωζώνη, αλλά στον δρόμο.
Του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ Oικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την ώρα λοιπόν που η ελληνική κυβέρνηση νομίζει ότι μας προετοιμάζει για την επικοινωνιακή αποδοχή των νέων μέτρων, τα οποία μάλιστα αποκρύπτει συστηματικά, οι προθέσεις των δανειστών είναι πολύ διαφορετικές. Η στρατηγική τους περιορίζεται στο να εξασφαλίσουν όσο μπορούν τις απαιτήσεις στα πλαίσια ενός 4ου Μνημονίου ή μιας πιστωτικής γραμμής, που συνεπάγεται Μνημόνιο διαρκείας. Η κυβέρνηση, αποδεχόμενη να συναινέσει, όπως κάνει, στην υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής, διαπράττει έγκλημα σε βάρος του λαού και από τη σκοπιά αυτή θα πρέπει να αναλογιστεί τις ευθύνες της. Είναι πέρα από βέβαιο ότι από την επομένη του Eurogroup της 20ής Μαρτίου, ή και νωρίτερα, θα ξεκινήσει, με αφορμή τον χειρισμό του αναβαλλόμενου φόρου, μια συζήτηση για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Είναι μια νέα προσπάθεια κατατρομοκράτησης του κόσμου για την αποδοχή των μέτρων. Ο κόσμος δεν πρέπει να «μασήσει» σε αυτό το χιλιοπαιγμένο έργο, πρέπει να δώσει απαντήσεις, όχι πια στις δημοσκοπήσεις, που δείχνουν πλειοψηφικό ρεύμα ενάντια στην Ευρωζώνη, αλλά στον δρόμο.
Του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ Oικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
18/03/2017
ΠΑΡΟΝ