Η εξέγερση του Φλεβάρη 1921 στην Αρμενία: Η νέα γενοκτονία από τους Κομμουνιστές Κανίβαλους!...
Οι επικεφαλής των δυνάμεων «Σωτηρίας» υπό την αρχηγία του Στρατηγού Σουρέν Ταρχανιάν
Οβαννές Γαζαριάν
Υπάρχουν σελίδες στην ιστορία των εθνών... που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν ούτε σε ηρωισμό, ούτε σε θυσίες, ούτε σε ιστορική και πρακτική αξία από άλλες, πολύ πιο προβεβλημένες.
Κι όμως, θαρρείς ένα αόρατο χέρι σκίζει αυτές τις σελίδες, έτσι ώστε να ξεχαστούν από τη μνήμη του κόσμου, τυλιγμένες σε μια ομίχλη απαξίωσης και ασημαντότητας.
Μια τέτοια σελίδα στην αρμενική ιστορία είναι και η εξέγερση της 18ης Φεβρουαρίου 1921, μια γνήσια λαϊκή εξέγερση που, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ας πιάσουμε τον μίτο της ιστορίας από την αρχή.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1920, η κυβέρνηση της Αρμενίας παραδίδει τη χώρα στους Μπολσεβίκους, καθώς οι Τούρκοι προελαύνουν χωρίς να υπάρχει δυνατότητα αντίστασης, ακολουθώντας τη ρήση «το μη χείρον βέλτιστον». Δυστυχώς, το «μη χείρον» για τον αρμενικό λαό αποδείχθηκε πολύ χειρότερο από αυτό που αναμενόταν.
Από τις πρώτες μέρες που ανέλαβαν την εξουσία οι αρμένιοι κομμουνιστές, επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο τρομοκρατίας κι εκδικητικότητας απέναντι σε στελέχη και οπαδούς της προηγούμενης κυβέρνησης. Οι φυλακές είχαν γεμίσει, ενώ πάρα πολλοί ήταν αυτοί που με συνοπτικές διαδικασίες στήνονταν απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του πρώην πρωθυπουργού της χώρας Σιμόν Βρατσιάν για παύση των διώξεων έπεσαν στο κενό, καθώς η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «Η Αρμενία πρέπει να περάσει από τον στίβο των ταξικών και κοινωνικών αγώνων και το αίμα της μπουρζουαζίας να χυθεί μέχρι την τελική επικράτηση του προλεταριάτου».
Και το αίμα πράγματι χύθηκε, ήταν όμως αίμα χωρικών, αγροτών και εργατών που καμία σχέση δεν είχαν με τη μπουρζουαζία. Ο λαός σε όλη την επικράτεια της χώρας άρχισε να ξεσηκώνεται. Δημιουργήθηκαν πυρήνες αντίστασης στα χωριά. Στο Ερεβάν δημιουργήθηκε η «Επιτροπή Σωτηρίας της Πατρίδας».
Η οργή και η αγανάκτηση του κόσμου είχαν ξεχειλίσει, όλοι περίμεναν τη σπίθα που θα ανάψει το φυτίλι, κάτι που δεν άργησε να συμβεί. Το βράδυ της 9ης προς τη 10η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκαν πάνω από 200 συλλήψεις επιφανών στελεχών της «αντιπολίτευσης», ανάμεσα στους οποίους ο πρώτος πρωθυπουργός της δημοκρατίας του 1918 Οβανές Κατσαζνουνί, ο συγγραφέας Λεβόν Σαντ, ο ανώτατος δικαστικός Νιγκόλ Αχπαλιάν και πολλοί άλλοι.
Η έκρηξη είχε γίνει. Η εξέγερση ξεκίνησε από την επαρχία. Στο Αρακάτζ, στο Ασταράκ, στο Κοντάικ και σε πολλές ακόμα πόλεις και χωριά ο λαός έδιωξε τους τοπικούς κυβερνήτες και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία. Από τις 11 έως τις 17 Φεβρουαρίου όλη η Αρμενία είχε «απελευθερωθεί». Έμενε μόνο το Ερεβάν, το οποίο είχε περικυκλωθεί από τις δυνάμεις των επαναστατών. Μόνο η σιδηροδρομική γραμμή είχε απομείνει ανοιχτή, από όπου διέφυγε το βράδυ της 17ης Φεβρουαρίου η μπολσεβίκικη κυβέρνηση -μαζί με κάποια λίγα τμήματα του στρατού που της είχαν μείνει πιστά- προς το Αζερμπαϊτζάν.
Το πρωί της 18ης Φεβρουαρίου, μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού, πραγματοποιήθηκε στο κτήριο της Βουλής συνέλευση των επαναστατικών επιτροπών και της «Επιτροπής Σωτηρίας της Πατρίδας», όπου ομόφωνα αποφασίστηκε να αναλάβει την εξουσία η τελευταία κυβέρνηση πριν την παράδοση της χώρας, μαζί με μέλη της «Επιτροπής Σωτηρίας της Πατρίδας», υπό την πρωθυπουργία του Σιμόν Βρατσιάν.
Η πρώτη ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης ήταν η παρακάτω:
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ
«Η εξουσία των Μπολσεβίκων στην Αρμενία έλαβε τέλος. Μέχρι την οριστική συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, τη διακυβέρνηση της χώρας έχει αναλάβει η «Επιτροπή Σωτηρίας της Πατρίδας». Όλοι οφείλουν να φυλάττουν την τάξη και να σέβονται τους νόμους. Τέλος, οι αποφάσεις της επιτροπής που έχουν ανακοινωθεί θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά και απαράβατα από τους πολίτες».
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σ. ΒΡΑΤΣΙΑΝ
Ερεβάν, 18 Φεβρουαρίου 1921
Αμέσως μόλις έλαβε σχήμα η νέα κυβέρνηση ρίχτηκε στη δουλειά, έτσι ώστε να βάλει μια τάξη στη χώρα, η οποία τους 2,5 μήνες της διακυβέρνησης από τους Μπολσεβίκους είχε αποδιοργανωθεί σε όλα τα επίπεδα. Ταυτόχρονα, εστάλησαν τηλεγραφήματα σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οργανισμούς εξηγώντας την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης. Τα τηλεγραφήματα στάλθηκαν σε Παρίσι, Λονδίνο, Ρώμη και στην Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη. Δυστυχώς, όλα έμειναν αναπάντητα, η Αρμενία είχε αποκοπεί από τη διεθνή κοινότητα και κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τύχη της.
Τηλεγράφημα εστάλη επίσης και στη Μόσχα στην Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, εξηγώντας ότι η εξέγερση δεν είχε σκοπό να πλήξει τα συμφέροντα και το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης, παρά μόνο να διώξει από τη χώρα όλους αυτούς που, στο όνομα του Κομμουνισμού, ασκούσαν κάθε άλλο παρά κομμουνιστική και ουμανιστική διακυβέρνηση. Ζητήθηκε η μεσολάβηση του Λένιν, ώστε να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της νέας κυβέρνησης και της ΕΣΣΔ.
Η απάντηση δόθηκε από τον Ρ/Σ του Μπακού, με το στόμα των εκεί διαφυγόντων αρμενίων κομμουνιστών. «Μια ομάδα τυχοδιωκτών, υπό την ηγεσία του Σιμόν Βρατσιάν, διαδίδοντας ψευδείς ειδήσεις και συκοφαντώντας τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, κορόιδεψαν και ξεσήκωσαν τον λαό, καταλαμβάνοντας πραξικοπηματικά την εξουσία...». Η μοναδική φωνή συμπαράστασης ήρθε από τη Γεωργία, η οποία χαιρέτισε κι αναγνώρισε από την πρώτη ημέρα τη νέα κυβέρνηση, καθώς και οι Γεωργιανοί βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με τους Σοβιετικούς. Ο σύμμαχος αυτός, όμως, αποδείχθηκε υπερβολικά πρόσκαιρος, καθώς μόλις μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Φεβρουαρίου, ο Κόκκινος Στρατός έμπαινε στην Τιφλίδα.
Η κατάσταση για την Αρμενία ήταν τραγική. Η πολιτικοστρατιωτική συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στον Κεμάλ και τον Λένιν τοποθέτησε ξανά την Αρμενία μέσα σε μια μέγγενη, η οποία διαρκώς έσφιγγε με κίνδυνο να τη συνθλίψει. Έχοντας τους δύο πανίσχυρους γείτονες συνασπισμένους εναντίον της και την Ευρώπη αδιάφορη για τα τεκτενόμενα, το μόνο που της είχε απομείνει ήταν να πολεμήσει μέχρι τελικής πτώσης. Να δώσει την άνιση μάχη με το βέβαιο τέλος. Ο λαός ήταν στο πλευρό της επαναστατικής κυβέρνησης, η οποία έδινε τιτάνιο αγώνα για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Από τις 21 Φεβρουαρίου τα σχολεία ξανανοίξανε, η γη που είχε βιαίως αποσπασθεί από τους αγρότες επιστράφηκε στους νόμιμους δικαιούχους της, οι επαγγελματοβιοτέχνες και οι έμποροι ξανάρχισαν δειλά δειλά -κι όσο βέβαια επέτρεπε η ζοφερή πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική κατάσταση- να κινούν τις εργασίες τους, οι δημόσιοι υπάλληλοι επανήλθαν στις υπηρεσίες τους, και γενικά η χώρα έδειχνε να προσπαθεί να ενταχθεί σε μια ομαλή πορεία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κανείς υποστηρικτής ή μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αρμενίων δε διώχθηκε, εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που έλαβαν μέρος σε σαμποτάζ ή παρακώληση της ομαλής λειτουργίας του κράτους. Μεγάλη προσπάθεια έγινε επίσης, ώστε όλες οι εθνοτικές μειονότητες -Τούρκοι, Κούρδοι, Ρώσοι, Αζέροι- μαζί και οι Αρμένιοι, να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συνεργαστούν για το καλύτερο μέλλον της χώρας. Σ’ αυτήν την προσπάθεια σημαντικό ρόλο έπαιξε η εφημερίδα «Αζάτ Χαϊαστάν» (Ελεύθερη Αρμενία), επίσημο όργανο της «Επιτροπής Σωτηρίας», η οποία εκδιδόταν και στα ρωσικά με τίτλο «Σβοπότναγια Αρμένια» και στα τουρκικά «Αζάτ Ερμενιστάν». Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις όλων για συνεργασία, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι υποσχέσεις αθετήθηκαν.
Την 1η Μαρτίου, οι αρμένιοι κομμουνιστές προσπάθησαν να αντεπιτεθούν, αλλά σε δύο μέρες απωθήθηκαν από τις δυνάμεις του στρατού. Ενισχυμένοι από Αζέρους και Ρώσους μπολσεβίκους, πραγματοποίησαν συνεχείς επιθέσεις εναντίων των επαναστατικών δυνάμεων, οι οποίες, έχοντας τη συμπαράσταση χιλιάδων εθελοντών, αγροτών και χωρικών, κατεδίωξαν τους επιτιθέμενους μέχρι τα σύνορα του Αζερμπαϊτζάν. Κατά την υποχώρησή τους, οι εισβολείς πραγματοποίησαν λεηλασίες στα χωριά και έσφαξαν περίπου 1000 χωρικούς ως αντίποινα για την υποστήριξή τους στη νέα κυβέρνηση.
Στις 20 Μαρτίου φθάνει στην Αρμενία ο ποιητής Οβανές Τουμανιάν ως εκπρόσωπος των Αρμενίων διανοουμένων της Τιφλίδας, κομίζοντας την απόψη ότι η εξέγερση ήταν έργο των Τασνάκ, οι οποίοι ήταν κυβέρνηση στο διάστημα 1918-1920, πριν τη σοβιετοποίηση της χώρας. Ο πραγματικός λόγος της επίσκεψης του Τουμανιάν δεν γνωστοποιήθηκε από μέρος του, αλλά καθίσταται φανερός, και μόνο λαμβάνοντας υπόψη ότι για να περάσει κάποιος από τη -Σοβιετική πλέον- Γεωργία στην Αρμενία, χρειαζόταν η άδεια του στενού συνεργάτη του Λένιν και προσωρινού κυβερνήτη της Γεωργίας, Ορτονικίτζε. Τρεις μέρες αργότερα, ο Τουμανιάν στέλνει τηλεγράφημα στον Ορτονικίτζε, με το οποίο του εξηγεί ότι, πραγματοποιώντας λεπτομερείς έρευνες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξέγερση ήταν πράγματι παλλαϊκή, ξεκίνησε από τα χωριά κι επεκτάθηκε μέχρι το Ερεβάν και πως η άποψη που επικρατούσε στην Τιφλίδα ήταν λανθασμένη. Τέλος, τον παρακαλούσε να μεσολαβήσει, ώστε να σταματήσει η εμφύλια σύρραξη και να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση.
Η απάντηση του Ορτονικίτζε ήταν ένα τελεσίγραφο στην «Επιτροπή Σωτηρίας» στο Ερεβάν ότι εάν δεν παρέδιδαν την κυβέρνηση στους μπολσεβίκους στις επόμενες 48 ώρες, ο Κόκκινος Στρατός θα επιτίθετο στην Αρμενία. Η τελευταία πράξη του δράματος είχε ήδη αρχίσει. Η κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση. Χιλιάδες εθελοντές ξαναπήραν τα όπλα.
Στις 25 Μαρτίου, ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση των Σοβιετικών, των οποίων η συντριπτική υπεροχή σε αριθμό και οπλισμό επιβεβαίωνε τις δηλώσεις των διοικητών τους ότι η κατάληψη του Ερεβάν ήταν ζήτημα ωρών. Η ηρωική, όμως, και απελπισμένη αντίσταση των Αρμενίων τους διέψευσε. Στα περισσότερα μέτωπα οι κόκκινες στρατιές υπέστησαν πανωλεθρίες και αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις. Στις 29 Μαρτίου, καταφθάνουν δυνάμεις από την Κριμαία και την Οσετία, καθιστώντας τη μάχη κάτι παραπάνω από άνιση εις βάρος των επαναστατών. Τα μέτωπα ένα ένα καταρρέουν και στις 2 Απριλίου, το μεσημέρι, οι μπολσεβίκοι μπαίνουν στο έρημο Ερεβάν- καθώς τα ¾ του πληθυσμού του το είχαν εγκαταλείψει- βάζοντας τέλος σ’ αυτήν τη «μικρή» σελίδα της αρμενικής ιστορίας, η οποία, όμως, σε επίπεδο συμβολισμού, αυταπάρνησης, ηρωισμού και γνήσιου λαϊκού ξεσηκωμού, μπορεί να σταθεί ισάξια με τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του αρμενικού λαού.
Οι επικεφαλής των δυνάμεων «Σωτηρίας» υπό την αρχηγία του Στρατηγού Σουρέν Ταρχανιάν
Οβαννές Γαζαριάν
Υπάρχουν σελίδες στην ιστορία των εθνών... που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν ούτε σε ηρωισμό, ούτε σε θυσίες, ούτε σε ιστορική και πρακτική αξία από άλλες, πολύ πιο προβεβλημένες.
Κι όμως, θαρρείς ένα αόρατο χέρι σκίζει αυτές τις σελίδες, έτσι ώστε να ξεχαστούν από τη μνήμη του κόσμου, τυλιγμένες σε μια ομίχλη απαξίωσης και ασημαντότητας.
Μια τέτοια σελίδα στην αρμενική ιστορία είναι και η εξέγερση της 18ης Φεβρουαρίου 1921, μια γνήσια λαϊκή εξέγερση που, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ας πιάσουμε τον μίτο της ιστορίας από την αρχή.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1920, η κυβέρνηση της Αρμενίας παραδίδει τη χώρα στους Μπολσεβίκους, καθώς οι Τούρκοι προελαύνουν χωρίς να υπάρχει δυνατότητα αντίστασης, ακολουθώντας τη ρήση «το μη χείρον βέλτιστον». Δυστυχώς, το «μη χείρον» για τον αρμενικό λαό αποδείχθηκε πολύ χειρότερο από αυτό που αναμενόταν.
Από τις πρώτες μέρες που ανέλαβαν την εξουσία οι αρμένιοι κομμουνιστές, επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο τρομοκρατίας κι εκδικητικότητας απέναντι σε στελέχη και οπαδούς της προηγούμενης κυβέρνησης. Οι φυλακές είχαν γεμίσει, ενώ πάρα πολλοί ήταν αυτοί που με συνοπτικές διαδικασίες στήνονταν απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του πρώην πρωθυπουργού της χώρας Σιμόν Βρατσιάν για παύση των διώξεων έπεσαν στο κενό, καθώς η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «Η Αρμενία πρέπει να περάσει από τον στίβο των ταξικών και κοινωνικών αγώνων και το αίμα της μπουρζουαζίας να χυθεί μέχρι την τελική επικράτηση του προλεταριάτου».
Και το αίμα πράγματι χύθηκε, ήταν όμως αίμα χωρικών, αγροτών και εργατών που καμία σχέση δεν είχαν με τη μπουρζουαζία. Ο λαός σε όλη την επικράτεια της χώρας άρχισε να ξεσηκώνεται. Δημιουργήθηκαν πυρήνες αντίστασης στα χωριά. Στο Ερεβάν δημιουργήθηκε η «Επιτροπή Σωτηρίας της Πατρίδας».
Η οργή και η αγανάκτηση του κόσμου είχαν ξεχειλίσει, όλοι περίμεναν τη σπίθα που θα ανάψει το φυτίλι, κάτι που δεν άργησε να συμβεί. Το βράδυ της 9ης προς τη 10η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκαν πάνω από 200 συλλήψεις επιφανών στελεχών της «αντιπολίτευσης», ανάμεσα στους οποίους ο πρώτος πρωθυπουργός της δημοκρατίας του 1918 Οβανές Κατσαζνουνί, ο συγγραφέας Λεβόν Σαντ, ο ανώτατος δικαστικός Νιγκόλ Αχπαλιάν και πολλοί άλλοι.
Η έκρηξη είχε γίνει. Η εξέγερση ξεκίνησε από την επαρχία. Στο Αρακάτζ, στο Ασταράκ, στο Κοντάικ και σε πολλές ακόμα πόλεις και χωριά ο λαός έδιωξε τους τοπικούς κυβερνήτες και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία. Από τις 11 έως τις 17 Φεβρουαρίου όλη η Αρμενία είχε «απελευθερωθεί». Έμενε μόνο το Ερεβάν, το οποίο είχε περικυκλωθεί από τις δυνάμεις των επαναστατών. Μόνο η σιδηροδρομική γραμμή είχε απομείνει ανοιχτή, από όπου διέφυγε το βράδυ της 17ης Φεβρουαρίου η μπολσεβίκικη κυβέρνηση -μαζί με κάποια λίγα τμήματα του στρατού που της είχαν μείνει πιστά- προς το Αζερμπαϊτζάν.
Το πρωί της 18ης Φεβρουαρίου, μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού, πραγματοποιήθηκε στο κτήριο της Βουλής συνέλευση των επαναστατικών επιτροπών και της «Επιτροπής Σωτηρίας της Πατρίδας», όπου ομόφωνα αποφασίστηκε να αναλάβει την εξουσία η τελευταία κυβέρνηση πριν την παράδοση της χώρας, μαζί με μέλη της «Επιτροπής Σωτηρίας της Πατρίδας», υπό την πρωθυπουργία του Σιμόν Βρατσιάν.
Η πρώτη ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης ήταν η παρακάτω:
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ
«Η εξουσία των Μπολσεβίκων στην Αρμενία έλαβε τέλος. Μέχρι την οριστική συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, τη διακυβέρνηση της χώρας έχει αναλάβει η «Επιτροπή Σωτηρίας της Πατρίδας». Όλοι οφείλουν να φυλάττουν την τάξη και να σέβονται τους νόμους. Τέλος, οι αποφάσεις της επιτροπής που έχουν ανακοινωθεί θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά και απαράβατα από τους πολίτες».
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σ. ΒΡΑΤΣΙΑΝ
Ερεβάν, 18 Φεβρουαρίου 1921
Αμέσως μόλις έλαβε σχήμα η νέα κυβέρνηση ρίχτηκε στη δουλειά, έτσι ώστε να βάλει μια τάξη στη χώρα, η οποία τους 2,5 μήνες της διακυβέρνησης από τους Μπολσεβίκους είχε αποδιοργανωθεί σε όλα τα επίπεδα. Ταυτόχρονα, εστάλησαν τηλεγραφήματα σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οργανισμούς εξηγώντας την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης. Τα τηλεγραφήματα στάλθηκαν σε Παρίσι, Λονδίνο, Ρώμη και στην Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη. Δυστυχώς, όλα έμειναν αναπάντητα, η Αρμενία είχε αποκοπεί από τη διεθνή κοινότητα και κανείς δεν ενδιαφερόταν για την τύχη της.
Τηλεγράφημα εστάλη επίσης και στη Μόσχα στην Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, εξηγώντας ότι η εξέγερση δεν είχε σκοπό να πλήξει τα συμφέροντα και το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης, παρά μόνο να διώξει από τη χώρα όλους αυτούς που, στο όνομα του Κομμουνισμού, ασκούσαν κάθε άλλο παρά κομμουνιστική και ουμανιστική διακυβέρνηση. Ζητήθηκε η μεσολάβηση του Λένιν, ώστε να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της νέας κυβέρνησης και της ΕΣΣΔ.
Η απάντηση δόθηκε από τον Ρ/Σ του Μπακού, με το στόμα των εκεί διαφυγόντων αρμενίων κομμουνιστών. «Μια ομάδα τυχοδιωκτών, υπό την ηγεσία του Σιμόν Βρατσιάν, διαδίδοντας ψευδείς ειδήσεις και συκοφαντώντας τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, κορόιδεψαν και ξεσήκωσαν τον λαό, καταλαμβάνοντας πραξικοπηματικά την εξουσία...». Η μοναδική φωνή συμπαράστασης ήρθε από τη Γεωργία, η οποία χαιρέτισε κι αναγνώρισε από την πρώτη ημέρα τη νέα κυβέρνηση, καθώς και οι Γεωργιανοί βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με τους Σοβιετικούς. Ο σύμμαχος αυτός, όμως, αποδείχθηκε υπερβολικά πρόσκαιρος, καθώς μόλις μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Φεβρουαρίου, ο Κόκκινος Στρατός έμπαινε στην Τιφλίδα.
Η κατάσταση για την Αρμενία ήταν τραγική. Η πολιτικοστρατιωτική συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στον Κεμάλ και τον Λένιν τοποθέτησε ξανά την Αρμενία μέσα σε μια μέγγενη, η οποία διαρκώς έσφιγγε με κίνδυνο να τη συνθλίψει. Έχοντας τους δύο πανίσχυρους γείτονες συνασπισμένους εναντίον της και την Ευρώπη αδιάφορη για τα τεκτενόμενα, το μόνο που της είχε απομείνει ήταν να πολεμήσει μέχρι τελικής πτώσης. Να δώσει την άνιση μάχη με το βέβαιο τέλος. Ο λαός ήταν στο πλευρό της επαναστατικής κυβέρνησης, η οποία έδινε τιτάνιο αγώνα για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Από τις 21 Φεβρουαρίου τα σχολεία ξανανοίξανε, η γη που είχε βιαίως αποσπασθεί από τους αγρότες επιστράφηκε στους νόμιμους δικαιούχους της, οι επαγγελματοβιοτέχνες και οι έμποροι ξανάρχισαν δειλά δειλά -κι όσο βέβαια επέτρεπε η ζοφερή πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική κατάσταση- να κινούν τις εργασίες τους, οι δημόσιοι υπάλληλοι επανήλθαν στις υπηρεσίες τους, και γενικά η χώρα έδειχνε να προσπαθεί να ενταχθεί σε μια ομαλή πορεία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κανείς υποστηρικτής ή μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αρμενίων δε διώχθηκε, εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που έλαβαν μέρος σε σαμποτάζ ή παρακώληση της ομαλής λειτουργίας του κράτους. Μεγάλη προσπάθεια έγινε επίσης, ώστε όλες οι εθνοτικές μειονότητες -Τούρκοι, Κούρδοι, Ρώσοι, Αζέροι- μαζί και οι Αρμένιοι, να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συνεργαστούν για το καλύτερο μέλλον της χώρας. Σ’ αυτήν την προσπάθεια σημαντικό ρόλο έπαιξε η εφημερίδα «Αζάτ Χαϊαστάν» (Ελεύθερη Αρμενία), επίσημο όργανο της «Επιτροπής Σωτηρίας», η οποία εκδιδόταν και στα ρωσικά με τίτλο «Σβοπότναγια Αρμένια» και στα τουρκικά «Αζάτ Ερμενιστάν». Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις όλων για συνεργασία, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι υποσχέσεις αθετήθηκαν.
Την 1η Μαρτίου, οι αρμένιοι κομμουνιστές προσπάθησαν να αντεπιτεθούν, αλλά σε δύο μέρες απωθήθηκαν από τις δυνάμεις του στρατού. Ενισχυμένοι από Αζέρους και Ρώσους μπολσεβίκους, πραγματοποίησαν συνεχείς επιθέσεις εναντίων των επαναστατικών δυνάμεων, οι οποίες, έχοντας τη συμπαράσταση χιλιάδων εθελοντών, αγροτών και χωρικών, κατεδίωξαν τους επιτιθέμενους μέχρι τα σύνορα του Αζερμπαϊτζάν. Κατά την υποχώρησή τους, οι εισβολείς πραγματοποίησαν λεηλασίες στα χωριά και έσφαξαν περίπου 1000 χωρικούς ως αντίποινα για την υποστήριξή τους στη νέα κυβέρνηση.
Στις 20 Μαρτίου φθάνει στην Αρμενία ο ποιητής Οβανές Τουμανιάν ως εκπρόσωπος των Αρμενίων διανοουμένων της Τιφλίδας, κομίζοντας την απόψη ότι η εξέγερση ήταν έργο των Τασνάκ, οι οποίοι ήταν κυβέρνηση στο διάστημα 1918-1920, πριν τη σοβιετοποίηση της χώρας. Ο πραγματικός λόγος της επίσκεψης του Τουμανιάν δεν γνωστοποιήθηκε από μέρος του, αλλά καθίσταται φανερός, και μόνο λαμβάνοντας υπόψη ότι για να περάσει κάποιος από τη -Σοβιετική πλέον- Γεωργία στην Αρμενία, χρειαζόταν η άδεια του στενού συνεργάτη του Λένιν και προσωρινού κυβερνήτη της Γεωργίας, Ορτονικίτζε. Τρεις μέρες αργότερα, ο Τουμανιάν στέλνει τηλεγράφημα στον Ορτονικίτζε, με το οποίο του εξηγεί ότι, πραγματοποιώντας λεπτομερείς έρευνες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξέγερση ήταν πράγματι παλλαϊκή, ξεκίνησε από τα χωριά κι επεκτάθηκε μέχρι το Ερεβάν και πως η άποψη που επικρατούσε στην Τιφλίδα ήταν λανθασμένη. Τέλος, τον παρακαλούσε να μεσολαβήσει, ώστε να σταματήσει η εμφύλια σύρραξη και να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση.
Η απάντηση του Ορτονικίτζε ήταν ένα τελεσίγραφο στην «Επιτροπή Σωτηρίας» στο Ερεβάν ότι εάν δεν παρέδιδαν την κυβέρνηση στους μπολσεβίκους στις επόμενες 48 ώρες, ο Κόκκινος Στρατός θα επιτίθετο στην Αρμενία. Η τελευταία πράξη του δράματος είχε ήδη αρχίσει. Η κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση. Χιλιάδες εθελοντές ξαναπήραν τα όπλα.
Στις 25 Μαρτίου, ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση των Σοβιετικών, των οποίων η συντριπτική υπεροχή σε αριθμό και οπλισμό επιβεβαίωνε τις δηλώσεις των διοικητών τους ότι η κατάληψη του Ερεβάν ήταν ζήτημα ωρών. Η ηρωική, όμως, και απελπισμένη αντίσταση των Αρμενίων τους διέψευσε. Στα περισσότερα μέτωπα οι κόκκινες στρατιές υπέστησαν πανωλεθρίες και αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις. Στις 29 Μαρτίου, καταφθάνουν δυνάμεις από την Κριμαία και την Οσετία, καθιστώντας τη μάχη κάτι παραπάνω από άνιση εις βάρος των επαναστατών. Τα μέτωπα ένα ένα καταρρέουν και στις 2 Απριλίου, το μεσημέρι, οι μπολσεβίκοι μπαίνουν στο έρημο Ερεβάν- καθώς τα ¾ του πληθυσμού του το είχαν εγκαταλείψει- βάζοντας τέλος σ’ αυτήν τη «μικρή» σελίδα της αρμενικής ιστορίας, η οποία, όμως, σε επίπεδο συμβολισμού, αυταπάρνησης, ηρωισμού και γνήσιου λαϊκού ξεσηκωμού, μπορεί να σταθεί ισάξια με τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του αρμενικού λαού.