Η ούτω καλουμένη « Ε.Ε.» δεν αποτελεί στρατηγικόν παίκτην εις την σκακιέραν της Διεθνούς Πολιτικής. Μπορεί μεν να εθεωρείτο ως «Οικονομική Υπερδύναμις» – προ της Κρίσεως. Αλλά, παρά ταύτα – ακόμη και προ της Κρίσεως – δεν είχε κατορθώσει να αναδειχθή εις Μεγάλην Δύναμιν , υπό την κλασσικήν στρατηγικήν έννοιαν του όρου.
Η αδυναμία της « Ε.Ε.» να μεταφράση το oικονομικόν βάρος της εις ανάλογον στρατηγικήν ισχύν ωφείλετο εις την ελλειπή Στρατιωτικήν Ισχύν, την προβληματικήν διαδικασίαν Λήψεως Αποφάσεων και, προ πάντων, την απουσίαν Στρατηγικής Φιλοδοξίας και Πολιτικής Βουλήσεως.
Το πρώτον σημείον είναι το πλέον πολυσυζητηθέν – και παρεξηγηθέν! Διότι το πρόβλημα των Βρυξελλών δεν είναι η «έλλειψις στρατιωτικών μέσων», γενικώς και αορίστως. Πολλά Κράτη-Μέλη της «Ε.Ε.» διαθέτουν αξιόλογες Ένοπλες Δυνάμεις.
Το πρόβλημα έγκειται αλλού: Η στρατιωτική ισχύς ενός γεωστρατηγικού Δρώντος εξαρτάται όχι μόνον από τους υπάρχοντες πόρους και μέσα, αλλά και από την εγνωσμένην πολιτικήν βούλησιν να χρησιμοποιηθούν, ώστε να επιτευχθούν πολιτικοί σκοποί. Εις την περίπτωσιν της «Ε.Ε.» δεν υφίσταται πολιτική βούλησις προς χρησιμοποίησιν των διαθεσίμων μέσων, λόγω διαφωνίας επί των επιδιωχθησομένων πολιτικών σκοπών.
Χρήσιμον είναι, εν προκειμένω, το παράδειγμα της Γαλλίας ή της Αγγλίας. Οι προαναφερθείσες χώρες τυγχάνουν σεβασμού ως υπολογίσιμοι γεωστρατηγικοί Δρώντες – όχι λόγω του μεγέθους των Ενόπλων Δυνάμεών τους, το οποίον σαφώς υστερεί έναντι εκείνου των ΗΠΑ (αλλά και της «Ε.Ε.» ως συνόλου!), αλλά συνεπεία της (πολλάκις διαπιστωθείσης) βουλήσεώς των να προβαίνουν εις χρήσιν των στρατιωτικών μέσων, οσάκις και όπου κρίνουν επιβεβλημένον προς εξυπηρέτησιν των εθνικών συμφερόντων των.
Έδρασαν δε, όπου έδει, μονομερώς, διότι ο μηχανισμός λήψεως αποφάσεων της «Ε.Ε.» εξαρτά την κατ’ αρχήν απόφασιν προς ανάληψιν στρατιωτικής δράσεως, αλλά και την εφαρμογήν αυτής, ανά παν στάδιον, από την συγκατάθεσιν μιας εκάστης των Εθνικών Κυβερνήσεων.
Όλες δε οι περίτεχνες κατασκευές της Υπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ των Βρυξελλών προς αντιμετώπισιν του ζητήματος δεν έθιξαν το δικαίωμα αρνησικυρίας εκάστου Κράτους-Μέλους, προκειμένου περί εφαρμογής διά των όπλων μιας ήδη συμπεφωνημένης πολιτικής.
Είναι δε ουτοπικόν και να διανοηθή κανείς ότι ένα (οιοδήποτε) από τα ιστορικά Έθνη-Κράτη της γηραιάς ηπείρου (τα – εισέτι – δημοκρατικώς κυβερνώμενα), θα εκχωρούσε εις οιανδήποτε υπερεθνικήν δομήν εξουσίας το προνόμιον να αποφασίζη αποκλειστικώς για την ανάπτυξιν στρατιωτικών δυνάμεων της «Ε.Ε.» (άρα, ιδικών του στρατιωτών).
Επειδή, όμως, αυτό ακριβώς – η ικανότης επιβολής μιας πολιτικής διά της ισχύος των όπλων – παραμένει ο απαράβατος όρος και, συνάμα, το κατ’ εξοχήν γνώρισμα της Στρατηγικής Ισχύος, τεκμαίρεται ότι – παρά την μεγαλομανίαν και τον ναρκισσισμόν της Νομενκλατούρας των Βρυξελλών – η «Ε.Ε.» δεν επέτυχε να καταστή γεωστρατηγικός Δρων της Διεθνούς Πολιτικής. Ούτε προβλέπεται να καταστή εις το ορατόν μέλλον.
Άλλωστε, οι μανδαρίνοι του «Πολίτ-Μπυρώ» των Βρυξελλών φαίνεται να αγνοούν ότι δεν αρκούν οι θεσμοί, για να προσδώσουν σε μίαν συμπολιτείαν εθνών εκείνο το ιδιαίτερον στοιχείον ενότητος εις την λήψιν (και την μέχρις εσχάτων εφαρμογήν!) Αποφάσεων, το οποίον υπήρξε χαρακτηριστικόν πάσης Δυνάμεως, ανά τας εποχάς.
Συγκρίσεις που γίνονται με τις ΗΠΑ είναι επιφανειακές και ανιστόρητες. Αγνοούν την κοινήν εθνικήν καταγωγήν, την κοινήν γλωσσικήν ως και θρησκευτικήν ταυτότηταν, την κοινήν πολιτικήν κουλτούρα και τα κοινά ιστορικά βιώματα των Βρεττανών Προτεσταντών Αποίκων ( Settlers – και ουχί « μεταναστών»!) των πρώτων Πολιτειών των ΗΠΑ. Εν αντιθέσει προς τα ιστορικά, γεωπολιτισμικά και εθνολογικά δεδομένα της Ευρώπης. Όπου δεν επιχειρείται η συνένωσις κάποιων αυτοδιαχειριζομένων κοινοτήτων ομογενών ανθρώπων, αλλά η ενοποίησις εθνών με μακράν ιστορικήν διαδρομήν. Η οποία και σήμερα εξακολουθεί να αποτελή για την μεγάλην πλειονότηταν εκάστου λαού το ισχυρότερον σημείον αναφοράς.
Με εξαίρεσιν μίαν ολιγάριθμον, μετα-εθνικώς σκεπτομένην και προκλητικώς προνομιούχον Νομενκλατούραν.
* Ιστορικός, Πολιτικός επιστήμων και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ"