Άρθρο 6 - Υπό τη συνθήκη συμπεριλαμβάνονται όλη η γήινη έκταση και τα παγόβουνα νότια του 60ου παραλλήλου.
«Τα Ελληνικά τελώνεια του διαστήματος περιπολούν γύρω από την Γη μέχρι να έρθει η ώρα της Αποκάλυψης» Νικήτα Χρουστσώφ
Η υπερθέρμανση της Γης δεν ανεβάζει τον δείκτη μόνο στα συμβατικά θερμόμετρα, αλλά και στην γεωπολιτική σκακιέρα. Το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική δημιουργεί ένα νέο, παρθένο πεδίο για επιχειρηματικές δραστηριότητες και όπως υποστηρίζει η έκθεση του Council on Foreign Relations, οι ΗΠΑ έχουν μείνει πίσω στον αγώνα για κυριαρχία στην Αρκτική.
Στις 30 Μαρτίου του 2017, οι ΗΠΑ θα γιορτάσουν τα 150 χρόνια αγοράς - ενσωμάτωσης της Αλάσκας στον κορμό της ηπειρωτικής χώρας. Πίσω στο 1867, η τσαρική Ρωσία αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να την πουλήσει στις ΗΠΑ έναντι 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων, παρά να τη χάσει σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος με τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Έτσι, από το πουθενά οι ΗΠΑ απέκτησαν πρόσβαση στον Αρκτικό κύκλο, μια περιοχή που σήμερα εξελίσσεται σε ενεργειακό και διαμετακομιστικό Ελ Ντοράντο, καθώς η παγκόσμια υπερθέρμανση έχει οδηγήσει την παγοκάλυψη της περιοχής σε ιστορικά χαμηλά.
Σύμφωνα, όμως, με μελέτη που δημοσίευσε το Council on Foreign Relations, οι ΗΠΑ απέτυχαν να εντοπίσουν έγκαιρα τη σημασία του Αρκτικού κύκλου, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει πίσω στην «κούρσα» για κυριαρχία στην περιοχή.
«Οι ενέργειες της Ρωσίας στην Αρκτική απαιτούν συνεχή και στενή παρακολούθηση», υποστηρίζουν οι συγγραφείς της έκθεσης, τονίζοντας ότι «η αύξηση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας σε άλλες περιοχές του πλανήτη μπορεί να επηρεάσει τις ισορροπίες στην Αρκτική».Η Αρκτική κατέστη μήλον της Έριδος για όσες χώρες έχουν ακτές σε αυτή, χωρίς να το επιδιώξει κανείς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση για όλα φταίει «ο κακός μας ο καιρός» αφού η Αρκτική θερμαίνεται δύο φορές πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα μέρη του πλανήτη. Σαν αποτέλεσμα, η γοργή υποχώρηση των πάγων ανοίγει νέες διόδους ναυτιλίας, δίνει πρόσβαση σε ανέγγιχτα πεδία αλιείας και κυρίως προσφέρει πρόσβαση σε ανεξερεύνητα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Είναι ενδεικτικό, ότι σύμφωνα με το Αμερικανικό Υπουργείο Ενέργειας, στον βυθό της Αρκτικής κρύβεται το 22% των ανεξερεύνητων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, παγκοσμίως. Το 78% των κοιτασμάτων της Αρκτικής εκτιμάται ότι αφορούν φυσικό αέριο και το υπόλοιπο 22% πετρέλαιο.
Έννομο συμφέρον στην υφαλοκρηπίδα της Αρκτικής έχουν 8 χώρες: Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Ισλανδία, Καναδάς, ΗΠΑ και Ρωσία. Όπως σημειώνουν, όμως, οι συντάκτες της έκθεσης, το μεγάλο μπραντ ντε φερ θα διεξαχθεί μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.
Η Ρωσία ξεκινά με σαφές προβάδισμα στην Αρκτική, λόγω της γεωγραφίας και της ιστορίας της, όπως σημειώνει η έκθεση του Council on Foreign Relations. Η ρωσική ακτή εκτείνεται σε μήκος περίπου 25.000 μιλίων κατά μήκος της λεγόμενης Βόρειας Θαλάσσιας Οδού, η οποία αν και σπάνια πλεύσιμη σήμερα, βαθμιαία θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική διαδρομή για τις ναυτιλιακές μεταφορές μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, καθώς η περιοχή θερμαίνεται.
Η ρωσική Αρκτική είναι επίσης πιο πυκνοκατοικημένη και πιο βιομηχανοποιημένη από την Αλάσκα. Εδώ και δεκαετίες, ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, προωθείται η συστηματική οικονομική ανάπτυξη στις ρωσικές περιοχές του Αρκτικού κύκλου. Σήμερα, το 95% των τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ρωσίας και το 75% του πετρελαίου της παράγονται στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία συνεισφέρει το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της Ρωσίας.
Στον αντίποδα, η πολιτική των ΗΠΑ για την Αρκτική μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε επικεντρωθεί κυρίως σε επιστημονικά και περιβαλλοντικά και δευτερευόντως σε ενεργειακά ζητήματα. «Τα θέματα αυτά παραμένουν σημαντικά», αναφέρει η έκθεση, «αλλά η αυξανόμενη δραστηριότητα από άλλες χώρες, απαιτεί μια πιο στρατηγική προσέγγιση της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή».
Η «αδιαφορία» που έδειξε η ΗΠΑ, ως η μόνη υπερδύναμη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αποτυπώνεται και στον αριθμό των μεγάλων παγοθραυστικών πλοίων που διαθέτει σήμερα. Ενώ η Ρωσία έχει έναν στόλο 26 μεγάλων παγοθραυστικών – 6 από τα οποία είναι πυρηνοκίνητα – ο αμερικανικός στόλος παγοθραυστικών περιορίζεται στα τρία σκάφη.
Επιπλέον οι ΗΠΑ στερούνται υποδομών που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν μεγάλα παγοθραυστικά. Οι υφιστάμενοι λιμένες στην Αλάσκα είναι είτε πολύ μικροί ή ανεπαρκώς εξοπλισμένοι, σύμφωνα με την έκθεση.
Η ανεξάρτητη επιτροπή Council on Foreign Relations , της οποίας προΐστανται ο πρώην διοικητής της Ακτοφυλακής, Thad Allen, και η πρώην Διευθύντρια της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος, Christine Todd Whitman, προτείνει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να κινηθεί προς δύο κατευθύνσεις προκειμένου να «κλείσει» το χάσμα με τη Ρωσία: Αφενός να επιδοθεί σε έναν αγώνα ναυπήγησης παγοθραυστικών και ενίσχυσης των υποδομών, αφετέρου να επικυρώσει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Στο σημείο αυτό οι ΗΠΑ έχουν υποπέσει σε ένα ακόμη στρατηγικό λάθος. Το Δίκαιο της Θάλασσας σχετίζεται άμεσα με τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες αλλά καθώς οι ΗΠΑ ήταν η αδιαφιλονίκητη δύναμη στα διεθνή ύδατα, οι αμερικανικές κυβερνήσεις διαχρονικά θεωρούσαν από περιττό έως επιζήμιο να επικυρώσουν τη συγκεκριμένη συνθήκη. Έτσι, δεν μπορούν να την επικαλεστούν όταν, για παράδειγμα, η Κίνα προβάλει παράλογες αξιώσεις στο Νότια Σινική Θάλασσα και η Ρωσία στην Αρκτική.
Η συνθήκη έχει ήδη επικυρωθεί από 160 χώρες και μόλις οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις των George W. Bush και Barack Obama προσπαθούν να την επικυρώσουν, κάτι, όμως, στο οποίο ανθίσταται η Γερουσία. Η Whitman προειδοποιεί ότι αν η ΗΠΑ δεν δράσουν γρήγορα θα μείνουν εκτός των παγκόσμιων διαπραγματεύσεων για τον διαμοιρασμό των υποθαλάσσιων πόρων.
Μπορεί, λοιπόν, η τιμή του πετρελαίου να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ωστόσο οι ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό δέσμιες των εισαγωγών του, προκειμένου να τροφοδοτήσουν τις ενεργειακές τους ανάγκες. Σε αυτό το πλαίσιο και επειδή όλα τα κλιματικά μοντέλα προβλέπουν ότι το λιώσιμο των πάγων θα συνεχιστεί, δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν και άλλο έδαφος στην «κούρσα» για την Αρκτική. Ειδικά μάλιστα, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικό τους κενό θα καλύψει με ευκολία ο άσπονδος «εχθρός», η Ρωσία.
Bloomberg, Council on Foreign Relations, WSJ