Τουρκικός ισλαμοεθνικισμός και διεθνιστικός εθνομηδενισμός στην Ελλάδα
12/07/2019
Ο πόλεμος κατά του έθνους από μια ορισμένη Αριστερά είχε στο παρελθόν ως αφήγημα τον διεθνισμό και την ταξική ένωση των λαών, πάνω από έθνη, φυλές και θρησκευτικές ή πολιτικές ταυτότητες.
Ο σημερινός εθνομηδενισμός έχει ως πρόσημο την παγκοσμιοποίηση, στην οποία συγχέονται επιτηδείως ο Αριστερός εθνομηδενισμός και ο ακραίος διεθνιστικός νεοφιλελευθερισμός των πολυεθνικών και της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Υπό τις πτέρυγες της ιδεολογίας αυτής και την αδρή χρηματοδότηση διεθνών κέντρων, όπως η εμβληματική «Ανοικτή Κοινωνία» του Τζορτζ Σόρος, αναπτύσσεται διεθνώς ένα δίκτυο παρακρατικών οργανώσεων, που ενεργούν ως η μακρά χείρα της παγκοσμιοποίησης, με κύριους στόχους την προαγωγή του εθνομηδενισμού της λαθρομεταναστεύσεως και την καταστροφή των εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων.
Είναι τραγικό, τη στιγμή που στην άλλη πλευρά του Αιγαίου καλλιεργείται φανατικά ο επεκτατικός και ανθελληνικός Ισλαμοεθνικισμός, οι κυβερνώντες στην Ελλάδα να ανέχονται ή, ακόμη χειρότερα, να προάγουν ενεργά τον εθνομηδενισμό, την υπονόμευση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας, όπως επίσης να υπονομεύουν την εθνική συνοχή της χώρας με την πολιτική των ανοικτών συνόρων και του ανομολόγητου εποικισμού της με ξένους πληθυσμούς.
Η νέα κυβέρνηση πρέπει να γνωρίζει ότι θα κριθεί και από τη θέση που θα πάρει και την πολιτική που θα ασκήσει πάνω σ’ αυτά τα θέματα.
ΠΑΡΟΝ
12/07/2019
Η χώρα προσήλθε σε εθνικές εκλογές. Τα αισθήματα της μεγάλης πλειοψηφίας είναι ανάμεικτα. Από τη μια ήθελε να απαλλαχθεί από μια κυβέρνηση δήθεν Αριστεράς, που υπερφαλάγγισε σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές κάθε προηγούμενη κυβέρνηση της Δεξιάς και επεδόθη επιπλέον σε μια ανίερη πολιτική αποσαρθρώσεως της εθνικής ταυτότητας της χώρας.
Από την άλλη έχει κάθε λόγο να δυσπιστεί και να προβληματίζεται για το τι θα κάνει και πως θα αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα σε όλους τους τομείς η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Από την άλλη έχει κάθε λόγο να δυσπιστεί και να προβληματίζεται για το τι θα κάνει και πως θα αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα σε όλους τους τομείς η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ο απολογισμός σήμερα, ύστερα από ένδεκα χρόνια Μνημονίων, είναι καταθλιπτικός.
Η χώρα, παρά τις τόσες θυσίες και καταστροφές, εξακολουθεί να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η απερχόμενη κυβέρνηση προσπαθεί να πουλήσει στην πολιτική αγορά τον μύθο ότι «βγήκαμε από τα Μνημόνια».
Ο απλός κόσμος, όμως, που ζει καθημερινά το δράμα του αδιεξόδου, με τη μορφή της αναδουλειάς, των ατέλειωτων φορολογικών πιέσεων, του εφιάλτη των πλειστηριασμών, της μεταναστεύσεως των νέων, γνωρίζει πολύ καλά ότι το διαλαλούμενο φως στην άκρη της σήραγγας είναι ακόμη μακριά και αβέβαιο.
Η επαγγελλόμενη ανάπτυξη, με νέες επενδύσεις, πώς θα γίνει, όσο παραμένει το σημερινό αποπνικτικό φορολογικό καθεστώς; Μια απλή αριθμητική πράξη είναι αρκετή για να αποδείξει τον τέλειο παραλογισμό του φορολογικού συστήματος: Απαιτείται επί του κύκλου εργασιών φόρος εισοδήματος 29% συν 29% προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος. Σύνολο 58%. Εάν προσθέσει κανείς σ’ αυτό τη δαπάνη κοινωνικών ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και τον ΕΝΦΙΑ, οι συνολικές απαιτήσεις προσεγγίζουν το 80%.
Η χώρα, παρά τις τόσες θυσίες και καταστροφές, εξακολουθεί να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η απερχόμενη κυβέρνηση προσπαθεί να πουλήσει στην πολιτική αγορά τον μύθο ότι «βγήκαμε από τα Μνημόνια».
Ο απλός κόσμος, όμως, που ζει καθημερινά το δράμα του αδιεξόδου, με τη μορφή της αναδουλειάς, των ατέλειωτων φορολογικών πιέσεων, του εφιάλτη των πλειστηριασμών, της μεταναστεύσεως των νέων, γνωρίζει πολύ καλά ότι το διαλαλούμενο φως στην άκρη της σήραγγας είναι ακόμη μακριά και αβέβαιο.
Η επαγγελλόμενη ανάπτυξη, με νέες επενδύσεις, πώς θα γίνει, όσο παραμένει το σημερινό αποπνικτικό φορολογικό καθεστώς; Μια απλή αριθμητική πράξη είναι αρκετή για να αποδείξει τον τέλειο παραλογισμό του φορολογικού συστήματος: Απαιτείται επί του κύκλου εργασιών φόρος εισοδήματος 29% συν 29% προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος. Σύνολο 58%. Εάν προσθέσει κανείς σ’ αυτό τη δαπάνη κοινωνικών ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και τον ΕΝΦΙΑ, οι συνολικές απαιτήσεις προσεγγίζουν το 80%.
Επιπλέον, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το τραπεζικό σύστημα δεν επιτρέπει την παροχή των συνήθων τραπεζικών διευκολύνσεων και πιστώσεων που ισχύουν σε κάθε κανονική Ευρωπαϊκή χώρα.
Δεν το βλέπουν αυτό οι κυβερνώντες-Σύριζα, θα πει κανείς, και εμμένουν σ’ ένα τέτοιο παράλογο σύστημα; Ασφαλώς το βλέπουν, αλλά έχουν υπογράψει τα Μνημόνια και έχουν δεσμεύσει τη χώρα για παραγωγή υπερπλεονασμάτων που ισοδυναμούν με αφαίμαξη μιας ήδη κατεστραμμένης οικονομίας. Έχουν παραιτηθεί σιωπηρά από οποιαδήποτε αμφισβήτηση του υπέρογκου χρέους και από την απαίτηση για την ουσιαστική περικοπή και μείωσή του.
Υπό τις συνθήκες αυτές πώς θα επιτευχθεί ανάπτυξη, όταν και οι δημόσιες επενδύσεις έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί και περιορίζονται στην εθνική συμμετοχή στα εκτελούμενα έργα, με Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση; Τα έργα αυτά είναι σημαντικά, αλλά δεν είναι αρκετά για να αναπληρώσουν την έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων, όχι μόνο μερικών μεγάλων, αλλά πολλών επίσης μικρών και μεσαίων.
Γίνεται πολύς λόγος για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ασφαλώς είναι ευπρόσδεκτες οι ξένες επενδύσεις. Τα αντικίνητρα όμως που υπάρχουν για τις εθνικές επενδύσεις ισχύουν και για τις ξένες. Οι τελευταίες μάλιστα είναι επιπλέον πολύ ευαίσθητες όχι μόνο στο θέμα του φορολογικού συστήματος αλλά και στη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης.
Με τα δεδομένα αυτά, οι ξένες επενδύσεις προκρίνουν περισσότερο την εξαγορά πολύτιμων κεφαλαίων της Ελληνικής οικονομίας και την επιδίωξη κυριαρχικής παρουσίας στην Ελληνική αγορά, παρά τις παραγωγικές επενδύσεις, από τις οποίες έχει δραματική έλλειψη και επείγουσα ανάγκη η χώρα. Το αβέβαιο και προβληματικό αυτό τοπίο στην οικονομία διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και θέτει αμείλικτα ερωτήματα για το δέον γενέσθαι και για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αναζητήσει η χώρα μια διέξοδο.
Δεν αρκούν οι δηλώσεις για δήθεν εναλλακτική πολιτική, μ’ ένα διαφορετικό μείγμα μέτρων, ή γι’ αναπτυξιακή πολιτική, χωρίς αλλαγή στους βασικούς πυλώνες που υποστηρίζουν μια τέτοια πολιτική, όπως είναι το φορολογικό σύστημα, η πιστωτική ρευστότητα, οι δημόσιες επενδύσεις και η άρση των άλλων αντικινήτρων, που καθηλώνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ο οικονομικός μαρασμός και η ομίχλη, η οποία καλύπτει ακόμη τους τρόπους εξόδου της χώρας από την πρωτοφανή κρίση, πλήττει την εθνική αυτοπεποίθηση και δεν διευκολύνει την εθνική συσπείρωση γύρω από μια αξιόπιστη πολιτική αναδημιουργίας και ανασυγκροτήσεων.
Πολύ χειρότερα ακόμη, η σημερινή κατάσταση, που υπερβαίνει ήδη τη δεκαετία, έχει δραματικές επιπτώσεις στην άμυνα και την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Παρατηρείται έτσι το δυσάρεστο φαινόμενο, ενώ η Τουρκική πλευρά κλιμακώνει τη διεκδικητική και επεκτατική της πολιτική έναντι της Ελλάδος και επιδίδεται σε μαζικούς εξοπλισμούς για να κατακτήσει θέση υπεροχής, η Ελληνική πλευρά να αντιδρά υποτονικά, να ακολουθεί πολιτικές αδράνειας, κατευνασμού και υποχωρήσεων και να μην πράττει το ελάχιστο αναγκαίο για την αμυντική προετοιμασία της χώρας, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν χρήματα.
Γνωρίζουμε όλοι, ασφαλώς, σε ποια δύσκολη οικονομική κατάσταση βρίσκεται η χώρα.
Οι αμυντικές ανάγκες όμως δεν αναβάλλονται. Είναι επιτακτικές και κρισιμότατες, γιατί συνδέονται με πραγματική απειλή κατά του Ελληνικού εθνικού χώρου, σε γη και θάλασσα. Υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, πρέπει να βρεθούν τρόποι για την άμεση ενίσχυση της εθνικής άμυνας, ως βασικής προϋποθέσεως όχι μόνο για την κατοχύρωση της εθνικής ασφάλειας αλλά και της ειρήνης.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, μεγάλη ανησυχία που έχει σχέση με τις πολιτικές που ασκήθηκαν από την κατ’ ευφημισμό Αριστερά, στην εξουσία. Είναι η πολιτική του εθνομηδενισμού, που πήρε απίστευτες διαστάσεις ως κεντρικό ιδεολόγημα της εξουσίας της αριστεράς του Σύριζα.
Δεν το βλέπουν αυτό οι κυβερνώντες-Σύριζα, θα πει κανείς, και εμμένουν σ’ ένα τέτοιο παράλογο σύστημα; Ασφαλώς το βλέπουν, αλλά έχουν υπογράψει τα Μνημόνια και έχουν δεσμεύσει τη χώρα για παραγωγή υπερπλεονασμάτων που ισοδυναμούν με αφαίμαξη μιας ήδη κατεστραμμένης οικονομίας. Έχουν παραιτηθεί σιωπηρά από οποιαδήποτε αμφισβήτηση του υπέρογκου χρέους και από την απαίτηση για την ουσιαστική περικοπή και μείωσή του.
Υπό τις συνθήκες αυτές πώς θα επιτευχθεί ανάπτυξη, όταν και οι δημόσιες επενδύσεις έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί και περιορίζονται στην εθνική συμμετοχή στα εκτελούμενα έργα, με Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση; Τα έργα αυτά είναι σημαντικά, αλλά δεν είναι αρκετά για να αναπληρώσουν την έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων, όχι μόνο μερικών μεγάλων, αλλά πολλών επίσης μικρών και μεσαίων.
Γίνεται πολύς λόγος για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ασφαλώς είναι ευπρόσδεκτες οι ξένες επενδύσεις. Τα αντικίνητρα όμως που υπάρχουν για τις εθνικές επενδύσεις ισχύουν και για τις ξένες. Οι τελευταίες μάλιστα είναι επιπλέον πολύ ευαίσθητες όχι μόνο στο θέμα του φορολογικού συστήματος αλλά και στη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης.
Με τα δεδομένα αυτά, οι ξένες επενδύσεις προκρίνουν περισσότερο την εξαγορά πολύτιμων κεφαλαίων της Ελληνικής οικονομίας και την επιδίωξη κυριαρχικής παρουσίας στην Ελληνική αγορά, παρά τις παραγωγικές επενδύσεις, από τις οποίες έχει δραματική έλλειψη και επείγουσα ανάγκη η χώρα. Το αβέβαιο και προβληματικό αυτό τοπίο στην οικονομία διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και θέτει αμείλικτα ερωτήματα για το δέον γενέσθαι και για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αναζητήσει η χώρα μια διέξοδο.
Δεν αρκούν οι δηλώσεις για δήθεν εναλλακτική πολιτική, μ’ ένα διαφορετικό μείγμα μέτρων, ή γι’ αναπτυξιακή πολιτική, χωρίς αλλαγή στους βασικούς πυλώνες που υποστηρίζουν μια τέτοια πολιτική, όπως είναι το φορολογικό σύστημα, η πιστωτική ρευστότητα, οι δημόσιες επενδύσεις και η άρση των άλλων αντικινήτρων, που καθηλώνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ο οικονομικός μαρασμός και η ομίχλη, η οποία καλύπτει ακόμη τους τρόπους εξόδου της χώρας από την πρωτοφανή κρίση, πλήττει την εθνική αυτοπεποίθηση και δεν διευκολύνει την εθνική συσπείρωση γύρω από μια αξιόπιστη πολιτική αναδημιουργίας και ανασυγκροτήσεων.
Πολύ χειρότερα ακόμη, η σημερινή κατάσταση, που υπερβαίνει ήδη τη δεκαετία, έχει δραματικές επιπτώσεις στην άμυνα και την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Παρατηρείται έτσι το δυσάρεστο φαινόμενο, ενώ η Τουρκική πλευρά κλιμακώνει τη διεκδικητική και επεκτατική της πολιτική έναντι της Ελλάδος και επιδίδεται σε μαζικούς εξοπλισμούς για να κατακτήσει θέση υπεροχής, η Ελληνική πλευρά να αντιδρά υποτονικά, να ακολουθεί πολιτικές αδράνειας, κατευνασμού και υποχωρήσεων και να μην πράττει το ελάχιστο αναγκαίο για την αμυντική προετοιμασία της χώρας, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν χρήματα.
Γνωρίζουμε όλοι, ασφαλώς, σε ποια δύσκολη οικονομική κατάσταση βρίσκεται η χώρα.
Οι αμυντικές ανάγκες όμως δεν αναβάλλονται. Είναι επιτακτικές και κρισιμότατες, γιατί συνδέονται με πραγματική απειλή κατά του Ελληνικού εθνικού χώρου, σε γη και θάλασσα. Υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, πρέπει να βρεθούν τρόποι για την άμεση ενίσχυση της εθνικής άμυνας, ως βασικής προϋποθέσεως όχι μόνο για την κατοχύρωση της εθνικής ασφάλειας αλλά και της ειρήνης.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, μεγάλη ανησυχία που έχει σχέση με τις πολιτικές που ασκήθηκαν από την κατ’ ευφημισμό Αριστερά, στην εξουσία. Είναι η πολιτική του εθνομηδενισμού, που πήρε απίστευτες διαστάσεις ως κεντρικό ιδεολόγημα της εξουσίας της αριστεράς του Σύριζα.
Ο πόλεμος κατά του έθνους από μια ορισμένη Αριστερά είχε στο παρελθόν ως αφήγημα τον διεθνισμό και την ταξική ένωση των λαών, πάνω από έθνη, φυλές και θρησκευτικές ή πολιτικές ταυτότητες.
Ο σημερινός εθνομηδενισμός έχει ως πρόσημο την παγκοσμιοποίηση, στην οποία συγχέονται επιτηδείως ο Αριστερός εθνομηδενισμός και ο ακραίος διεθνιστικός νεοφιλελευθερισμός των πολυεθνικών και της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Υπό τις πτέρυγες της ιδεολογίας αυτής και την αδρή χρηματοδότηση διεθνών κέντρων, όπως η εμβληματική «Ανοικτή Κοινωνία» του Τζορτζ Σόρος, αναπτύσσεται διεθνώς ένα δίκτυο παρακρατικών οργανώσεων, που ενεργούν ως η μακρά χείρα της παγκοσμιοποίησης, με κύριους στόχους την προαγωγή του εθνομηδενισμού της λαθρομεταναστεύσεως και την καταστροφή των εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων.
Είναι τραγικό, τη στιγμή που στην άλλη πλευρά του Αιγαίου καλλιεργείται φανατικά ο επεκτατικός και ανθελληνικός Ισλαμοεθνικισμός, οι κυβερνώντες στην Ελλάδα να ανέχονται ή, ακόμη χειρότερα, να προάγουν ενεργά τον εθνομηδενισμό, την υπονόμευση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας, όπως επίσης να υπονομεύουν την εθνική συνοχή της χώρας με την πολιτική των ανοικτών συνόρων και του ανομολόγητου εποικισμού της με ξένους πληθυσμούς.
Η νέα κυβέρνηση πρέπει να γνωρίζει ότι θα κριθεί και από τη θέση που θα πάρει και την πολιτική που θα ασκήσει πάνω σ’ αυτά τα θέματα.
ΠΑΡΟΝ