Αριμάσπεια Έπη


Ο Αριστέας ο Προκοννήσιος (αρχ. ελλ. Ἀριστέας ὁ Προκοννήσιος) ήταν Έλληνας επικός ποιητής των αρχαίων χρόνων από το ομώνυμο νησί της Προποντίδας. Η ύπαρξή του ακροβατεί μεταξύ του θρύλου και της ιστορικής πραγματικότητας, με το όνομά του να συνδέεται τόσο με την ποιητική δημιουργία όσο και με αφηγήσεις υπερφυσικού χαρακτήρα στις οποίες του αποδίδονται ιδιαίτερες δυνάμεις, καθώς και μια ιδιαίτερη σχέση με τον Απόλλωνα.Το λεξικό της Σούδας αναφέρει ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Δημοχάρις. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το όνομα του πατέρα του ήταν Καϋστρόβιος και ανήκε σε μια ανώτερη οικογένεια αριστοκρατών του νησιού. Από τον ιστορικό αναφέρονται ακόμη τα ταξίδια του στις χώρες των Κιμμερίων, των Αριμασπών και των Ισσηδόνων.

Αριμάσπεια

Αριμασπός και Γρύπας, Αττική πελίκη, 4ος αιώνας π.Χ., Λούβρο


Το βασικό έργο το οποίο κατά την αρχαιότητα αποδιδόταν στον Αριστέα ήταν το έπος Αριμάσπεια, του οποίου το όνομα προέρχεται από την ομώνυμη μυθική εθνότητα η οποία κατοικούσε στη βόρεια Σκυθία, γειτονεύοντας με τους επίσης μυθικούς Υπερβορείους.

Τα Αριμάσπεια χωρίζονταν σε τρία βιβλία, στα οποία ο Αριστέας αφηγούνταν τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στις περιοχές πέρα από τον Εύξεινο Πόντο. Σε αυτά περιγραφόταν το πως οι μονόφθαλμοι Αριμασποί[α] βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση με τα μυθολογικά πλάσματα Γρύπες, με τους πρώτους να προσπαθούν να κλέψουν το χρυσό ο οποίος φυλασσόταν από τους δεύτερους, ο οποίος πιστευόταν ότι αφθονούσε στη χώρα.

Τα Αριμάσπεια ήταν αρκετά γνωστά στους αρχαίους συγγραφείς, κρίνοντας από το πλήθος των αναφορών σε αυτά. Ωστόσο, φαίνεται πως έπεσαν σχετικά νωρίς στη λήθη, ενώ η πατρότητα του έργου αμφισβητήθηκε ήδη από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα (1οςαιώνας π.Χ).
 





Δεκατρείς στίχοι επικού εξαμέτρου σώζονται στο έργο

Θαυμ’ ημίν και τούτο μέγα φρεσίν ημετέρησιν.
Άνδρες ύδωρ ναίουσιν από χθόνος εν πελάγεσσι·
Δύστηνοί τινες εισίν· έχουσι γαρ έργα πονηρά·
Όμματ’ εν αστροίσι, ψυχήν δ’ εν πόντω έχουσιν.
Ήπου πολλά θεοίσι φίλας ανά χείρας έχοντες

Εύχονται σπλάγχνοισι κακώς αναβαλλόμενοισι.
του Λογγίνου, Περὶ ὕψους

Ισσηδοί χαίτησιν αγαλλόμενοι ταναήσι·
Και σφας ανθρώπους είναι καθύπερθεν ομούρους
Προς Βορέω, πολλούς τε και εσθλούς κάρτα μάχητάς,
Αφνειούς ίπποισι, πολύρρηνας, πολυβούτας.
Οφθαλμόν δ’ εν ‘ έκαστος έχει χαρίεντι μετώπω,

Χαίτησι λάσιον, πάντων στιβαρώτατοι ανδρών.
και στις Χιλιάδες του Ιωάννη Τζέτζη[

Ο Αριστέας, σε διήγηση την οποία παραθέτει ο Ηρόδοτος ως προερχόμενη από την Κύζικο και την Προκόννησο, είχε επισκεφθεί κάποτε ένα εργαστήριο καθαρισμού ρούχων όπου και ξαφνικά πέθανε. Ο ιδιοκτήτης έκλεισε το εργαστήριο και κατευθύνθηκε προς τις οικίες των συγγενών του ποιητή για να τους ενημερώσει, με την είδηση να εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την πόλη. Κάποιος ταξιδιώτης όμως από την Κύζικο - ο οποίος είχε καταφτάσει από το επίνειο της τελευταίας, Αρτάκη - διέψευσε αυτή την πληροφορία, καθώς είχε δει και συνομιλήσει με τον Αριστέα στην πόλη του. Μπροστά στην επιμονή του τελευταίου, οι συγγενείς επισκόπησαν το εργαστήριο, όμως δεν βρήκαν τον ποιητή ούτε ζωντανό ούτε νεκρό. Επτά χρόνια μετά, ο Αριστέας επανεμφανίστηκε στην πόλη του και συνέγραψε τα Αριμάσπεια, οπότε και εξαφανίστηκε για δεύτερη φορά.

Διακόσια σαράντα έτη αργότερα, σύμφωνα με την εκτίμηση του Ηροδότου, ο Αριστέας εμφανίστηκε σε όραμα στους κατοίκους του Μεταποντίου και τους παρήγγειλε την ανέγερση ενός ιερού προς τιμήν του Απόλλωνα. Παράλληλα τους είπε να τοποθετήσουν στο ιερό αυτό κι έναν δικό του ανδριάντα. Ο θεός είχε επισκεφτεί μόνη την πόλη τους από εκείνες της Μεγάλης Ελλάδας, σύμφωνα με την οπτασία, και εκείνος τον είχε ακολουθήσει μεταμορφωμένος σε κοράκι. Οι Μεταποντινοί εφήρμοσαν τις απαιτήσεις του οράματος, κατόπιν επιβεβαίωσης από το μαντείο των Δελφών, οπότε και ο ανδριάντας του ποιητή δέσποζε έκτοτε στην αγορά της πόλης

Συνέχεια στην Πηγή 1
Συνέχεια στην Πηγή 2

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη