Δρ. Ιωάννης Παρίσης: Η γεωστρατηγική θέση της νέας Ρωσίας


Όλοι αναγνωρίζουν ότι κατά τη διάρκεια των 2-3 τελευταίων ετών, η Ρωσία έχει εισέλθει δυναμικά στο παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι, δημιουργώντας σταδιακά τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί και πάλι σε παγκόσμια δύναμη. Ενώ γενικά είχε επικρατήσει η εντύπωση ότι εξέλιπε το αντίπαλο δέος για τη «μοναδική υπερδύναμη», σήμερα θα πρέπει να δεχθούμε ότι αυτό δημιουργείται συστηματικά από τη Ρωσία του Πούτιν. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ξεπροβάλλει και ο ρόλος που προτίθεται να παίξει η Ρωσία στο παγκόσμιο περιβάλλον. Πρόκειται για μια νέα Ρωσία, η οποία, κάτω από την ηγεσία του Πούτιν και των συνεργατών του, αφού πέρασε μια περίοδο περισυλλογής των ερειπίων της Σοβιετικής Ένωσης, διεκδικεί το ρόλο που θεωρεί ότι της ανήκει.

Από την ΕΣΣΔ στη Ρωσία του 21ου αιώνα

Στο παρελθόν, σχεδόν σε κάθε σύρραξη κρατών παγκοσμίως, οικονομική ή στρατιωτική, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν τη μία πλευρά και η Σοβιετική Ένωση την άλλη. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στον πόλεμο μεταξύ Ιράν και Ιράκ της δεκαετίας του ’80 και τη σύρραξη μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Ήταν η εποχή των κατασκοπευτικών αεροσκαφών, των μυστικών στρατιωτικών βάσεων, των πυρηνικών καταφυγίων, της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα και τέλος της Πρωτοβουλίας Στρατηγικής Άμυνας των ΗΠΑ, που πήρε το κοινό όνομα «Πόλεμος των Άστρων.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, με τις μεταρρυθμίσεις του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στην οικονομία και το άνοιγμα της πληροφόρησης, η ΕΣΣΔ άρχισε να προχωρεί σε ουσιαστικές πολιτικές αλλαγές. Από τον Αύγουστο του 1991 διάφορα κομμουνιστικά κράτη διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, ενώ στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας υπέγραψαν τις Συμφωνίες της Belavezha[1], για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επιβεβαιώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Κάποιοι στη Δύση θεώρησαν ότι ήταν ώρα για πανηγυρισμούς, με δεδομένο ότι ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει, η δε Σοβιετική Ένωση έπαψε να υφίσταται. Κάποιοι άλλοι βιάστηκαν να διακηρύξουν τη νίκη των ΗΠΑ. Εκείνη τη στιγμή πράγματι, και κατά κάποιο τρόπο μέχρι σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν η μόνη υπερδύναμη στον πλανήτη.

Η νέα Ρωσία που προήλθε από τη διάλυση της ΕΣΣΔ πέρασε από μια περίοδο οικονομικής κρίσης, αύξησης της εγκληματικότητας και κοινωνικής αναταραχής. Στην περίοδο αυτή άρχισε να λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΔΝΤ και άλλες Δυτικές χώρες. Ένας λόγος ανησυχίας της Δύσης ήταν το παλιό πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούσαν περίπου ένα δις δολάρια ετησίως για να βοηθήσουν τη Ρωσία να διαλύσει τα όπλα μαζικής καταστροφής που διέθετε.

Με την αρχή του 21ου αιώνα αναδύεται μια νέα Ρωσία. Δεν είναι πλέον κομμουνιστική, αλλά (σχεδόν) δημοκρατική, με ένα νέο πρόεδρο, τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Εντωμεταξύ είχε απολέσει κάποια από τα στρατηγικά μέσα που διέθετε, αλλά γρήγορα βρήκε τον εαυτό της χάρη στους μεγάλους ενεργειακούς πόρους που διαθέτει και τα έσοδα από αυτούς. Δεν ήταν πλέον εχθρός για τη Δύση, αν και ούτε ακριβώς σύμμαχος. Τελευταίως κατέστη ένα κράτος που δείχνει σημάδια αυτοπεποίθησης, σφρίγους και ισχύος.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και το 2000, υπήρχε η αισιοδοξία ότι οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θα συνεχίζονταν και η Ρωσία θα παρέμενε στην υποτιθέμενη αργή αλλά σταθερή πορεία προς τον Δυτικό καπιταλισμό. Η αντίδραση της Ρωσίας στην τρομοκρατική επίθεση της 11/9 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν παρόμοια με εκείνη των περισσοτέρων χωρών: έκφραση συμπάθειας και υποστήριξης. Ακόμα η Μόσχα ξάφνιασε κάποιους όταν πρόσφερε στις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις πρόσβαση σε πρώην Σοβιετικές βάσεις στην Κεντρική Ασία κατά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Τότε κάποιοι πίστεψαν ότι η Μόσχα ανέμενε σε ανταπόδοση από την Ουάσιγκτον να κάνει τα «στραβά μάτια» σε ότι αφορούσε τη δική της επέμβαση στην Τσετσενία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αναπτύχθηκε μια φιλική σχέση μεταξύ των προέδρων Πούτιν και Μπους. Ωστόσο, οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις άλλαξαν όταν οι ΗΠΑ ηγήθηκαν του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας», που απλώθηκε από το Αφγανιστάν στο Ιράκ. Η Ρωσία, όπως και οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, υποστήριξαν ότι μια επέμβαση στο Ιράκ θα έπρεπε να γίνει μόνο με εντολή των Ηνωμένων Εθνών.

Η Ειδική Σχέση με το ΝΑΤΟ

Στα πλαίσια των προσπαθειών για την εμπέδωση περιβάλλοντος ασφαλείας, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το ΝΑΤΟ ανέπτυξε ειδικές σχέσεις με τη Ρωσία. Η Ρωσία υπέγραψε το πρόγραμμα της Σύμπραξης για την Ειρήνη (PfP) τον Ιούνιο του 1994, συμφωνώντας στην προώθηση ενός Διευρυμένου, Ενισχυμένου Διαλόγου και Συνεργασίας (Broad, Enhanced Dialogue and Cooperation) με το ΝΑΤΟ.

Στις 27 Μαΐου 1997, στο Παρίσι, το ΝΑΤΟ και η Ρωσία υπέγραψαν την Ιδρυτική Πράξη Αμοιβαίων Σχέσεων, Συνεργασίας και Ασφάλειας μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Founding Act on Mutual Relations, Cooperation and Security between NATO and the Russia Federation) το οποίο αποτέλεσε τη βάση της συνεργασίας της Ατλαντικής Συμμαχίας με τον πρώην εχθρό της. Στα πλαίσια αυτά δημιουργήθηκε έναΜόνιμο Κοινό Συμβούλιο (NATO-Rusia Permanent Joint Council) το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε σε NATO-Rusia Council (NRC) και αποτελεί το κύριο όργανο αυτής της σχέσης, για παροχή συμβουλών, συντονισμό και οικοδόμηση της συνεργασίας. Ο κύριος ρόλος του είναι η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας και ο εντοπισμός ευκαιριών για κοινές δράσεις. Οι συναντήσεις λαμβάνουν χώρα σε διάφορα επίπεδα, που περιλαμβάνουν τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, τους υπουργούς άμυνας και εξωτερικών ή πρέσβεις. Επίσης, οι αρχηγοί των επιτελείων άμυνας και οι στρατιωτικοί αντιπρόσωποι του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας συναντιούνται στα πλαίσια του Συμβουλίου αυτού.

Πέντε χρόνια αργότερα, με απόφαση του NRC, συμφωνήθηκε να λειτουργήσει επισήμως η Στρατιωτική Αποστολή του ΝΑΤΟ (NATO Military Liaison Mission) στη Μόσχα. Η επίσημη έναρξη έγινε κατά τη σύνοδο κορυφής NATO-Ρωσίας στη Ρώμη, στις 28 Μαΐου 2002 και συνέπεσε τότε, με την πέμπτη επέτειο της υπογραφής του Founding Act. Η Στρατιωτική Αποστολή συντονίζει και υποστηρίζει όλες τις πρωτοβουλίες στα πλαίσια της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.

Η Ειδική Σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Η ΕΕ έχει αυξήσει τη συνεργασία της με τη Ρωσία, κατά τα τελευταία χρόνια, σε όλους τους τομείς. Η Ρωσία συνιστά τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο στρατηγικό εταίρο για την ΕΕ, τόσο σε επίπεδο ηπείρου όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσω αυτής της στρατηγικής συνεργασίας, η ΕΕ υποστηρίζει την εδραίωση μίας σταθερής και δημοκρατικής Ρωσίας, η οποία θα κυβερνάται από ένα κράτος δικαίου. Η ΕΕ προσδοκά την οικοδόμηση μιας στενής συνεργασίας με την Ρωσία, με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας ασφάλειας και την αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων ασφαλείας της ευρωπαϊκής ηπείρου, όπως τον περιορισμό των όπλων μαζικής καταστροφής, μέσω ενός στενού διαλόγου για την πολιτική και την ασφάλεια και μέσω συγκεκριμένης συνεργασίας.

Τη νομική βάση των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία αποτελεί η συμφωνία Partnership and Cooperation Agreement (PCA) του 1997. Επίσης, τον Ιούνιο του 1999 η ΕΕ εξέδωσε την «Κοινή Στρατηγική για τη Ρωσία». Κατά τη Σύνοδο Κορυφής του PCA στην Αγία Πετρούπολη τον Μάιο του 2003, αποφασίσθηκε η αναβάθμιση του ήδη υφιστάμενου Συμβουλίου Συνεργασίας σε Μόνιμο Συμβούλιο Σύμπραξης (Permanent PartnershipCouncil – PPC). Το τελευταίο παρέχει ισχυρή θεσμική βάση στη συνεργασία ΕΕ-Ρωσίας, η οποία θα γίνει πιο ουσιαστική με την υιοθέτηση μίας αναθεωρημένης κοινής στρατηγικής που θέτει στόχους προτεραιότητας και προβλέπει λεπτομερώς τα όργανα και τα μέσα.

Το πλεονέκτημα της Ενέργειας

Η ενέργεια κατέστη κύριος παράγοντας των σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία κέρδισε σημαντικά έσοδα από τον τεράστιο πλούτο που διαθέτει σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Οι πόροι αυτοί της δίνουν, επίσης, δυνατότητες διπλωματικών ελιγμών προς τις γειτονικές της χώρες και εκείνες που προμηθεύονται ενεργειακές πρώτες ύλες, στις οποίες κυρίως περιλαμβάνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να θυμηθούμε ότι τον Ιανουάριο του 2006, η Ρωσία έφερε την Ευρώπη προ μιας χειμερινής ενεργειακής κρίσης, όταν απείλησε να διακόψει το φυσικό αέριο που παρέχει στην Ουκρανία, την κύρια οδό προς τη Δύση. Ο λόγος της ρωσικής απειλής ήταν η άρνηση της Ουκρανίας να υπογράψει συμβόλαιο με την Gazprom, την κρατική εταιρία της Ρωσίας που έχει το μονοπώλιο της ενέργειας, ως απάντηση στον τετραπλασιασμό της τιμής. Από πολλούς ειδικούς θεωρήθηκε ότι η αύξηση της τιμής επιβλήθηκε ως τιμωρία για την «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004, καθώς και μια σειρά διαμαρτυριών και πολιτικών γεγονότων που οργανώθηκαν στην Ουκρανία κατά της ρωσικής επιρροής.

Τον Μάιο του 2006, μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία σε Ευρώπη και Αμερική ανέφεραν ότι επανήλθαν κάποια στοιχεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου, με εντάσεις που εμφανίζονταν μεταξύ κάποιων ευρωπαϊκών χωρών, της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της διατλαντικής συνδιάσκεψης στις Βρυξέλες, ο Υπουργός Άμυνας της Πολωνίας συνέκρινε τον νέο Ρωσο-Γερμανικό αγωγό, με το σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ του 1939 (που με ένα μυστικό πρωτόκολλο διαίρεσαν την Πολωνία). Ο νέος αυτός αγωγός, μήκους περίπου 1200 χιλιομέτρων που βρίσκεται στο στάδιο της κατασκευής, θα συνδέσει τη Ρωσία με τη Γερμανία περνώντας κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα, διαμέσου της Ουκρανίας, της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών. Η Πολωνία υποστήριξε ότι η Γερμανία θα έπρεπε να συμβουλευτεί τις άλλες χώρες της ΕΕ πριν προχωρήσει σε μια τέτοια συμφωνία. Σήμερα το θέμα παραμένει ως σημείο διαφωνίας, εξαιτίας του οποίου, στα τέλη του 2006, η Πολωνία έθεσε βέτο σε μια πρόταση για ενεργειακή συμφωνία μεταξύ ΕΕ-Ρωσίας.

Τον Αύγουστο του 2006, οι στατιστικές του ΟΠΕΚ έδειξαν ότι η Ρωσία είχε περάσει τη Σαουδική Αραβία, ως μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, η Ρωσία άντλησε 9,2 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου – 46.000 περισσότερα από τη Σαουδική Αραβία. Εν τω μεταξύ, για την διάθεση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, η Ρωσία προβαίνει σε σημαντικές επενδύσεις και διακρατικές συνεργασίες για την κατασκευή αγωγών. Αναφέρουμε συγκεκριμένα τρεις κύριες συνεργασίες που συμφωνήθηκαν μέσα στο 2007: την υπογραφή της συμφωνίας κατασκευής του υπερβαλκανικού αγωγού πετρελαίου με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, του υπερκασπιακού με το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν και προσφάτως του αγωγού φυσικού αερίου South Stream με την Ιταλία και τη συμμετοχή της Ελλάδας και άλλων ενδιάμεσων χωρών. Ειδικώς στο μέρος που αφορά τη χώρα μας, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη εξασφαλίζει στη Ρωσία πρόσβαση στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, και μάλιστα με τη διαμεσολάβηση χωρών μελών της ΕΕ. Με τον υπερκασπιακό αγωγό (Caspian Pipeline Consortium – CPC) η Ρωσία πέτυχε να καταστεί ο εξαγωγικός δίαυλος φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν στη Δύση, ενώ με τον South Stream διασφαλίζει την διοχέτευση του φυσικού αερίου προς τις χώρες της ΕΕ.

Οικονομική ανάπτυξη

Πολλοί αναλυτές και ειδικά ινστιτούτα μελετών, σημειώνουν την οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας και προβλέπουν ότι σύντομα θα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλουσιότερων χωρών. Επισημαίνεται η ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 7.9% στο πρώτο τετράμηνο του 2007, το θετικό εμπορικό ισοζύγιο και ο οριακός μηδενισμός του εξωτερικού χρέους, που αποτελούν τις τρεις βασικές συνισταμένες του ρωσικού οικονομικού θαύματος, το οποίο τοποθετεί τη χώρα μεταξύ των δέκα ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη. Είναι προφανές ότι ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας οφείλεται κατά βάση στην παγκόσμια άνοδο των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και της εξ αυτού του λόγου ανατίμησης του ρούβλι.

Ειδικά στον βιομηχανικό τομέα παρατηρείται σημαντική πρόοδος, κάτι στο οποία βοηθούν οι πρόσοδοι από την εξαγωγή ενεργειακών πόρων. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι, σύμφωνα με ανταπόκριση του πρακτορείου RIA Novosti, του Αυγούστου 2007, η Ρωσία σχεδιάζει να κατασκευάσει περισσότερα από 4.500 πολιτικά και στρατιωτικά αεροσκάφη μέχρι το 2025, αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο αρμόδιος για την αεροπορική βιομηχανία Ρώσο επίσημο, η Ρωσία θα κατασκευάζει ετησίως, μέχρι το 2025, 300 πολιτικά, 100 μεταφορικά και ειδικού ρόλου και 100 στρατιωτικά αεροσκάφη.

Στρατιωτικές δυνατότητες

Ως επακόλουθο της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης θεώρησαν ότι η Ρωσία κατέστη στρατιωτικά αδύναμη. Ωστόσο, από το 2004 ακόμη φάνηκαν τα σημάδια της νέας Ρωσικής ισχύος. Σε κύριο άρθρο της η WallStreet Journal επισήμανε ότι η Ρωσία αποτελούσε την κύρια απειλή για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια χαρακτηριστική φράση του άρθρου ήταν ότι «οι υψηλά ιστάμενοι της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον έχουν παραπλανηθεί από τις δικές τους επιθυμίες και έφθασαν να πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ είναι τώρα η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο, διατηρώντας συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι οποιουδήποτε πιθανού αντιπάλου. Αυτό αποτελεί προφανή ανοησία»

Η Ρωσία συνέχισε να αναπτύσσει το οπλοστάσιό της, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται νέοι πύραυλοι και πυρηνική τεχνολογία. Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία αδράνειας, εμφανίζονται σημάδια νέων δραστηριοτήτων στις υπόγειες εγκαταστάσεις πυρηνικών δοκιμών στο αρχιπέλαγος Novaya Zemlya.[2] Αναλύσεις των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ διαπιστώνουν σημαντικές προόδους στην ανάπτυξη κεφαλών πυραύλων και στην τεχνολογία κατεύθυνσης και πτήσης τους. Τον Ιανουάριο του 2006, σε συνέντευξή του ο Πρόεδρος Πούτιν δήλωσε ότι, «Η Ρωσία έχει κάνει δοκιμές πυραυλικών συστημάτων που κανένας στον κόσμο δεν έχει», προσθέτοντας ότι, «Αυτά τα πυραυλικά συστήματα δεν αποτελούν απάντηση σε κάποιο σύστημα πυραυλικής άμυνας, αλλά είναι απρόσβλητα από αυτά. Είναι υπερηχητικά και ικανά να αλλάζουν την πορεία πτήσης τους.»

Επισημαίνεται ότι η Ρωσία εξάγει οπλικά συστήματα σε επιλεγμένες χώρες-πελάτες. Ανάμεσά τους η Κίνα, η οποία έχει γίνει ο μεγαλύτερος πελάτης της Ρωσίας σε στρατιωτική τεχνολογία και προϊόντα. Ενώ η ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν απαγορεύσει τις εξαγωγές όπλων στην Κίνα, από την καταστολή των διαδηλώσεων διαμαρτυρίας του 1989 στην πλατεία Τιενανμέν, η Ρωσία παρέχει μεγάλη βοήθεια στον στρατιωτικό τομέα της Κίνας, προμηθεύοντάς την ακόμη και με μαχητικά αεροσκάφη Su-27 και άλλα προοδευμένης τεχνολογίας όπλα. Από τη μεριά της η Κίνα εκφράζει την επιθυμία να ενισχύσει τους δεσμούς της και τη στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία. Οι δύο αντίπαλοι του Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσαν να κινηθούν σε μια από κοινού αντίδραση στην παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.

Ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος»

Στους πρώτους μήνες του 2007, ζήσαμε την διένεξη ΗΠΑ-Ρωσίας και την επιδείνωση των σχέσεών τους, που από πολλούς χαρακτηρίσθηκε ως επάνοδος σε έναν ιδιότυπο νέο Ψυχρό Πόλεμο, εξαιτίας του προγράμματος αντιπυραυλικής άμυνας που θέλουν να εγκαταστήσουν οι Αμερικανοί σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Η αντίδραση του Προέδρου Πούτιν αποτέλεσε μια ένδειξη της επανόδου της Ρωσίας ως ισότιμου παίκτη στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή. Η πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών να εγκαταστήσουν βάσεις ραντάρ και αντιβαλλιστικών πυραύλων στην Τσεχία και την Πολωνία αντίστοιχα, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Μόσχας, η οποία θεωρεί ότι το σύστημα αυτό στρέφεται ουσιαστικά κατά της δική της ασφάλειας. Παράλληλα, οι απειλές Ρώσων επισήμων προς τις δύο χώρες πρώην συμμάχους της έδειξαν ότι η Ρωσία δεν προτίθεται να αποσύρει τις αντιδράσεις της. Στο πλαίσιο μάλιστα των αντιδράσεών της η Μόσχα ζήτησε τη σύγκληση έκτακτης διάσκεψης σχετικά με τη συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη – Conventional Forces in Europe (CFE), στην έδρα του ΟΑΣΕ στη Βιέννη, τον Ιούνιο του 2007. Η διάσκεψη, όπως αναμενόταν οδηγήθηκε σε αδιέξοδο και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους η Ρωσία ανέστειλε τη συμμετοχή της στη CFE, δηλώνοντας ότι θα παραμείνει έτσι έως ότου οι εταίροι της στο ΝΑΤΟ προχωρήσουν στην επικύρωση την αναθεωρημένης συνθήκης CFE-2.

Η συνθήκη CFE τροποποιήθηκε κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΑΣΕ στην Κωνσταντινούπολη, στις 17-18 Νοεμβρίου 1999, προκειμένου να ανταποκριθεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφάλειας που διαμορφώθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Αναθεωρημένη Συνθήκη, CFE-2, βοήθησε την επέκταση του ΝΑΤΟ, προβλέποντας, μεταξύ των άλλων, το δικαίωμα στις χώρες που την υπέγραψαν να επιτρέπουν την στάθμευση ξένων δυνάμεων στο έδαφός τους. Η CFE-2 έχει επικυρωθεί από τις Ουκρανία, Λευκορωσία, Καζακστάν και Ρωσία από το 2004. Οι χώρες του ΝΑΤΟ και τρίτες χώρες έχουν συνδέσει την επικύρωσή της με την υλοποίηση των δεσμεύσεων της Κωνσταντινούπολης, του 1999, ως προς την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και πολεμικού υλικού από τη Γεωργία και τη Μολδαβία. Το κύριο σημείο τριβής είναι ακριβώς η εμμονή της Ρωσίας στη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεών της στις δύο αυτές χώρες παρά την αντίθεσή τους.

Από την πλευρά της η Μόσχα απειλεί με εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων πλησίον των συνόρων με την Κεντρική Ευρώπη αλλά και τη χορήγηση τέτοιων συστημάτων στη Λευκορωσία. Πράγματι, όπως δήλωσε ο διοικητής των Ρωσικών Δυνάμεων Πυραύλων και Πυροβολικού, η Ρωσία σχεδιάζει τη διάθεση τακτικών πυραυλικών συστημάτων Iskander στη Λευκορωσία, ως απάντηση στην ανάπτυξη αμερικανικών αντιβαλλιστικών πράυλων στην Ευρώπη. Οι πύραυλοι αυτοί στον τύπο Iskander-E (γνωστό στο ΝΑΤΟ ως SS-26 Stone), έχουν βεληνεκές 280 χιλιομέτρων, γεγονός που τους καθιστά ανίκανους να προσβάλουν τους αμερικανικούς. Τι θα συμβεί όμως αν η Ρωσία χορηγήσει τη βελτιωμένη έκδοση Iskander, με βεληνεκές πέραν των 500 χιλιομέτρων, που αποτελεί το όριο που επιβάλλει η Συνθήκη Intermediate-Range Nuclear Forces (INF); Σύμφωνα με παρατηρητές, η τυχόν εμφάνισή τους ίσως να σημαίνει ότι η Ρωσία αποσύρεται από την INF, η οποία είχε υπογραφεί από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ το 1987.

Έξοδος στη Μεσόγειο

Η προθέσεις της Ρωσίας για παρουσία στον ευρύτερο γεωστρατηγικό περιβάλλον της είναι εμφανείς. Τον Αύγουστο του 2007, ο Διοικητής του Ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, δήλωσε ότι η Μεσόγειος αποτελεί σημαντικό θέατρο επιχειρήσεων για τον Ρωσικό Στόλο τη Μαύρης Θάλασσας, προσθέτοντας ότι η ζώνη ελέγχου του στόλου εκτείνεται από τις θάλασσες του Ευξείνου και της Μεσογείου προς τον Ατλαντικό Ωκεανό. «Πρέπει να επαναφέρουμε τη μόνιμη παρουσία του Ρωσικού Ναυτικού στην περιοχή αυτή» τόνισε ο Ρώσος ναύαρχος. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να επισημανθούν τα ενδιαφέροντα της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας. Ο Ρώσος ναύαρχος επισήμανε ότι η παρουσία του Ρωσικού Ναυτικού στην περιοχή της Μεσογείου είναι κρίσιμη για την προστασία των οδών μεταφοράς ενέργειας μέσω του αγωγού φυσικού αερίου Blue Stream και μελλοντικά του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς–Αλεξανδρούπολης.

Τα πρώτα ρωσικά πλοία έκαναν την εμφάνισή τους στη θάλασσα της Μεσογείου στα μέσα Ιανουαρίου 2008, όταν ναυτική δύναμη του στόλου του Ευξείνου Πόντου, αποτελούμενη από ένα αεροπλανοφόρο, δύο καταδρομικά και βοηθητικά πλοία, καθώς και ένα ακόμη πλοίο εξοπλισμένο με κατευθυνομένους πυραύλους κρουζ μετά μια περιοδεία δύο μηνών στη Μεσόγειο Θάλασσα, κατευθύνθηκαν προς το Βόρειο Ατλαντικό, προκειμένου να συμμετάσχουν σε μεγάλη αεροναυτική άσκηση. Στην άσκηση αυτή έλαβαν μέρος πλοία του στόλου της Βόρειας Θάλασσας, καθώς επίσης αεροσκάφη στρατηγικού βομβαρδισμού, με σκοπό την εξέταση της διαλειτουργικότητας, για διάστημα μερικών ημερών. Είναι ωστόσο προφανές ότι κύριος στόχος ήταν η επιβεβαίωση της ρωσικής ναυτικής παρουσίας σε κύριες επιχειρησιακές περιοχές των μεγάλων θαλασσών και ωκεανών και η δημιουργία συνθηκών ασφαλούς ναυσιπλοΐας των ρωσικών πλοίων. Ο Ναύαρχος Nikolai Maksimov, επικεφαλής της ναυτικής δύναμης που διέπλευσε την Μεσόγειο, δήλωσε ότι μετά την επίσκεψη αυτή, την πρώτη ύστερα από 15 χρόνια, η Ρωσία σκοπεύει να εγκαταστήσει μόνιμη παρουσία στην περιοχή.

Η αυξημένη σημασία που αποκτά η μεσογειακή λεκάνη εξαιτίας της ανάπτυξης του δικτύου των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου οι οποίοι καταλήγουν στις ακτές της, κάνει τη Ρωσία να ενδιαφέρεται για τα συμφέροντά της στην περιοχή. Η προστασία των ρωσικών ενεργειακών συμφερόντων επιβάλλει την παρουσία ναυτικών της δυνάμεων, τις οποίων θα πρέπει να αναμένεται ότι θα βλέπουμε συνεχώς αυξανόμενη. Πλέον των ενεργειακών συμφερόντων υπάρχουν και τα γενικότερα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, ως υπερδύναμης πλέον, στην ευρύτερη μεσογειακή περιοχή που βέβαια άμεσα συνάπτεται με την περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Αμερικανικές εκτιμήσεις

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ανεξάρτητης υπηρεσίας πληροφοριών Stratfor των ΗΠΑ, η Ρωσία είναι σήμερα ισχυρότερη από ότι ήταν πριν την πτώση του Κομμουνισμού. Οι αναλυτές του Stratfor, σε έκθεσή τους με τίτλο “Annual Forecast 2008: Beyond the Jihadist War – Former Soviet Union”, που εκδόθηκε στις 8 Ιανουαρίου, εκτιμούν ότι η Ρωσία εισήλθε στο 2008 με την ισχυρότερη γεωπολιτική θέση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στην έκθεση διαβάζουμε ότι η εκτεταμένη αποσύνθεση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων έχει σημαντικά ανακοπεί , νέα οπλικά συστήματα αρχίζουν να μπαίνουν σε χρήση, η χώρα έχει αποκτήσει μεγάλα ποσά από πετροδολάρια, τα χρέη της έχουν εξαφανιστεί, η τσετσένικη αντίσταση έχει κατασταλεί, η κεντρική κυβέρνηση έχει περιορισμένη εσωτερική αντίδραση, το καθεστώς είναι δημοφιλές στο εσωτερικό και η αμερικανική στρατιωτική δύναμη είναι αδύναμη να κάνει κάτι περισσότερο από το κάποιες συμβολικές κινήσεις για να εμποδίσει οποιαδήποτε ρωσική εκδήλωση.

*************

[1] Οι συμφωνίες της Belavezha (Belavezha Accords), είναι οι συμφωνίες που υπέγραψαν στις 8 Δεκεμβρίου 1991, οι ηγέτες της Ρωσίας Boris Yeltsin, της Λευκορωσίας Stanislav Shushkevich και της Ουκρανίας Leonid Kravchuk, με τις οποίες διακηρύχθηκε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η δημιουργία στη θέση της, της Κοινοπολιτείας των Ανεξαρτήτων Κρατών. Τρεις ημέρες μετά, στις 12 Δεκεμβρίου 1991, το Ανώτατο Σοβιέτ και η Ρωσική Ομόσπονδη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (SFSR), επικύρωσαν τις συμφωνίες και την ίδια στιγμή κατήγγειλαν τη Συνθήκη για τη Δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης του 1922. Η τελευταία είχαν υπογραφεί στις 30 Δεκεμβρίου 1922, από εκπροσώπους των παραπάνω τριών σοσιαλιστικών δημοκρατιών και της SFSR της Υπερκαυκασίας, η οποία την εποχή εκείνη αποτελείτο από την Αρμενία τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε από τη θέση του Προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης και παρεχώρησε τις εξουσίες του στο Μπόρις Γιέλτσιν, αποδεχόμενος ντε φάκτο τη διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης.

[2] Η Novaya Zemlya, γνωστή στα αγγλικά ως Nova Zembla, είναι αρχιπέλαγος στον Αρκτικό Ωκεανό, στο βορρά της Ρωσίας. Κατοικείται από 2.700 περίπου κατοίκους. Αποτελείται από δύο κύρια νησιά – Σεβέρνυ (βόρεια) και Γιούζνι (νότια) – που χωρίζονται μεταξύ τους από το Στενό Ματόκιν (Matochkin Strait), και από αριθμό μικρότερων νησιών. Η Novaya Zemlya χωρίζει τη Θάλασσα του Μπάρεντς από τη Θάλασσα του Καρά. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αποτελούσε ευαίσθητη στρατιωτική περιοχή και για το λόγο αυτό η Σοβιετική Αεροπορία είχε μόνιμη παρουσία σε βάση στη νότια νήσο. Κύρια αποστολή της ήταν οι επιχειρήσεις αναχαίτισης, αλλά παρείχε επίσης υποστήριξη διοικητικής μέριμνας στην κοντινή περιοχή πυρηνικών δοκιμών.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Εθνικές Επάλξεις” του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Άμυνας, τον Ιούνιο 2008)
http://parisis.wordpress.com/

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη