Τα Φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια Της Ελένης Γκατζογιάννη από τους ανθρωπιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/Σ.Δ.Ε.
Κανένας δεν έζησε για να περιγράψει πως ακριβώς βασάνισαν τους καταδικασμένους Λιώτες, πάντως είναι γνωστό πως όλοι περάσανε από το φάλαγγα, και πως η Ελένη τυραννίστηκε πολύ περισσότερο από τους άλλους. Τη βγάλανε από το κατώι και τη βασανίζανε, ίσως στα πάνω δωμάτια, ίσως σε κάποια απόμερη γωνιά του περιβολιού πίσω από το σπίτι.
Για να γίνει ο φάλαγγας χρειάζονται τρεις άντρες. Βγάζουν τα παπούτσια και τις κάλτσες από το θύμα και το ξαπλώνουν καταγής η πάνω σένα τραπέζι. Δύο άντρες περνούν τα γυμνά πόδια ανάμεσα στην κάννη και τον αορτήρα ενός τουφεκιού και στρίβουν το όπλο ωσότου ο αορτήρας πιέσει γερά προς τα πίσω τις μύτες των ποδιών εκθέτοντας τα πέλματα. Ενώ οι δύο άντρες κρατάνε το τουφέκι ακίνητο, ο τρίτος χτυπάει τα πέλματα μένανε μετάλλινο ή ξύλινο ραβδί.
Ως μέθοδος τιμωρίας ο φάλαγγας έχει πολλά πλεονεκτήματα, στα οποία οφείλεται η δημοτικότητά του σε κάθε χώρα όπου τα οργανωμένα πολιτικά βασανιστήρια αποτελούν φυσιολογική κατάσταση. Το θύμα νιώθει το κάθε χτύπημα του ραβδιού όχι μόνο στα πέλματά του, που είναι οδυνηρά λυγισμένα προς τα πάνω, καθώς το ρόπαλο τσακίζει τα λεπτά νεύρα ανάμεσα στις φτέρνες και τα δάχτυλα· ο πόνος τινάζεται προς τους τεντωμένους μύες της κνήμης και χτυπάει στο πίσω μέρος του κρανίου. Ολόκληρο το σώμα υποφέρει και το θύμα συστρέφεται σαν σκουλήκι, γρήγορα χάνοντας κάθε αυτοκυριαρχία, χωρίς να λιποθυμάει ποτέ. Η βασική αρετή του φάλαγγα είναι πως δεν αφήνει τα σημάδια που αφήνουν αλλά βασανιστήρια, όπως τ' αναμμένα τσιγάρα. Αλλά στην περίπτωση της Ελένης θα πρέπει να 'γινε κάποια στραβοτιμονιά, γιατί όταν την ξανάδανε χωριανοί, τα πόδια της ήτανε τουμπανιασμένα διπλάσια από το κανονικό και κατάμαυρα από τα χτυπήματα. Ήταν ανήμπορη να περπατήσει και μιλούσε με δυσκολία.
Πιθανώς χρειάστηκαν μερικές ημέρες αδιάκοπα βασανιστήρια προτού να σπάσει η Ελένη ως το σημείο που όχι μόνο αποκάλυψε ότι είχε κρύψει στον μπαξέ με τις κουκιές τα προικιά της Όλγας και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, αλλά παραδέχτηκε και όσες κατηγορίες διατύπωσε εναντίον της ο Κατής. Την πρώτη φορά που την ξανάδαν οι χωριανοί ήταν κάμποσες μέρες μετά τη δίκη. Εκείνη που πρόβαλε από την υπόγεια φυλακή ήταν πολύ διαφορετική από τη συγκρατημένη γυναίκα, με τα γαλήνια χαρακτηριστικά κάτω από το μαύρο μαντίλι, που είχε αντικρούσει τις ερωτήσεις του Κατή.
Η Τάσαινα Μπαρτζώκη ήταν στο παράθυρο της κουζίνας της όταν είδε να βγάζουν την Ελένη από την αυλόπορτα της φυλακής πάνω σένα μουλάρι ακουμπούσε βαριά στη ράχη του ξύλινου σαμαριού. Τα μάτια της Τάσαινας τεντώσανε με φρίκη αντικρίζοντας τη στενότερη φιλενάδα της, με δυσκολία την αναγνώρισε. Τα μαλλιά της Ελένης δεν ήταν πια σκεπασμένα με μαντίλι, αλλά κρέμονταν λυτά και αχτένιστα, όπως τα μαλλιά των γυναικών που έκαναν το τάμα τους στη γιορτή της Παναγίας. Το φουστάνι της, που πάντα το 'χε σεμνά κουμπωμένο ως το λαιμό, ήταν ανοιχτό, ξεσκεπάζοντας ένα κομμάτι άσπρης σάρκας γεμάτης μώλωπες. Τα πόδια της τουμπανιασμένα σεφρικιαστικές διαστάσεις, ήτανε ξυπόλυτα, τυλιγμένα σε κουρέλια. Με δυσκολία κρατιόταν καθιστή στο ξύλινο σαμάρι, αλλά όταν η Τάσαινα βγήκε στην αυλή να την κοιτάξει από πιο κοντά τα μάτια της Ελένης στάθηκαν στα δικά της και τρεμόπαιζαν δείχνοντας πως την αναγνώρισε. Τρεις αντάρτες πήγαιναν μπροστά από το μουλάρι, ο ένας κρατούσε φτυάρι, ο άλλος κασμά και πίσω ακολουθούσαν δύο άλογα για φόρτωμα χωρίς καβαλάρηδες. Εμπρός σ' αυτό το θέαμα η Τάσαινα ένιωσε το φόβο ν' απλώνεται από το στομάχι της ως τα σωθικά της.
Στις εφτά τελευταίες μέρες, η άγκυρα που κατέφευγε η Ελένη για να κρατηθεί όπως όπως στα λογικά της ήτανε η σκέψη των παιδιών της. Λίγο μετά τη δίκη, πιθανόν όταν την ανέβασαν στην καλή κάμαρη ετοιμάζοντας την πρώτη δόση των βασανιστηρίων, βρήκε τον τρόπο να τους αφήσει ένα μήνυμα που θα έφτανε σ' αυτά μετά το θάνατό της, η μοναδική γραπτή διαθήκη της.
Η Αλέξω Γκατζογιάννη, που ήταν στην αρχή πηγή παρηγοριάς για τους άλλους κρατούμενους στο κατώι, από καιρό είχε χάσει κάθε ελπίδα πως θα γλιτώσει. Η Ελένη, η συννυφάδα της, τη θεωρούσεπάντα μια από τις πιο δυνατές γυναίκες του χωριού, ποτέ δε μεμψιμοιρούσε παρά τη δύσκολη ζωή της και τα πολλά παιδιά. Όταν την εξετάζανε στη δίκη, η Αλέξω ήταν όλο φωτιά από την αψηφισιά και τον κυνισμό, όμως τελικά ο πόνος από τα βασανιστήρια της αφάνισε το μυαλό. Όσοι την είδαν τις τελευταίες μέρες της ζωής της λένε πως φαινόταν να μην έχει συναίσθηση που βρίσκεται, τα μάτια της ήταν άδεια, δεν αναγνώριζε κανένα.