Η αφερεγγυότητα της FED, το σενάριο κατάρρευσης του δολαρίου και η ...CIA
H Fed είναι αφερέγγυα ως προς την αγοραία υπόστασή της (insolvent on a market to market basis). Το δολάριο κινδυνεύει με κατάρρευση, όπως και το αμερικανικό χρηματιστήριο. Το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι πηγή ασύμμετρων απειλών. Η Fed και το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ είναι πηγές ορισμένων από τους μεγαλύτερους κινδύνους εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Τελικά, ένα παγκόσμιο τραπεζικό καρτέλ έχει αυτονομηθεί από τα εθνικά κράτη και τους λαούς, λειτουργεί αυτοτελώς και επιδιώκει να επιβάλλει τη δική του νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αυτά τα καταγγέλλει πλέον, ακόμη και δημοσίως (και ενόρκως στην αμερικανική Γερουσία), η CIA, σημαντικά στελέχη της οποίας, όπως ο James Rickards (κορυφαίος σύμβουλος αμερικανικών κυβερνήσεων στο risk management), προβάλλουν ένσταση στο σύστημα του χρηματοοικονομικού φασισμού.
Οι δέκα έξι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, περιλαμβανομένων της CIA, του FBI και των μυστικών υπηρεσιών του Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, έχουν ήδη αρχίσει να μελετούν και να αναλύουν τις συνέπειες που θα είχε η επέλευση του σεναρίου να πάψει το δολάριο να είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Αυτό το σενάριο ισοδυναμεί με τη λήξη της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ (όπως λ.χ. συντελέστηκε η πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) και την έλευση μιας περιόδου χρηματοοικονομικής και ειδικά νομισματικής αναρχίας.
Μέχρι την εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του 1990, η CIA δεν είχε τομέα αρμόδιο για τις κεφαλαιαγορές. Τώρα πλέον υπάρχει τέτοιος τομέας στη CIA διότι έχει συνειδητοποιηθεί ότι η κεφαλαιαγορά είναι πηγή ασύμμετρων απειλών. Η CIA, στο πλαίσιο του προγράμματος με την κωδική ονομασία «Project Prophecy», προέβη σε εκτεταμένη ενσωμάτωση και αξιοποίηση τεχνογνωσίας από τη Wall Street.
Οι τεχνικές ανάλυσης, πρόβλεψης και αξιολόγησης που χρησιμοποιούν οι χρηματιστές της Wall Street χρησιμοποιούνται πλέον από τη CIA, όχι μόνο για την πρόβλεψη τρομοκρατικών επιθέσεων (π.χ. το σύστημα «Project Prophecy» προέβλεψε, βάσει της επεξεργασίας σημάτων κινδύνου, το τρομοκρατικό κτύπημα στο αεροδρόμιο του Λονδίνου το 2006 και έτσι η Αστυνομία του Λονδίνου συνέλαβε εγκαίρως τους επίδοξους τρομοκράτες και απέτρεψε το μακελειό), αλλά και για την πρόβλεψη ασύμμετρων χρηματοοικονομικών επιθέσεων. Ενώ στελέχη της CIA προειδοποιούν ότι η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε μια περίοδο μεγάλης ύφεσης, η Fed και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών συνεχίζουν να εφαρμόζουν μια πολιτική που καταγγέλλεται ως μείζων εθνικός κίνδυνος από τη CIA.
Είναι ευρέως γνωστά πλέον τα εξής οικονομικά στοιχεία: Η Fed, από το 2008 μέχρι το 2014, αύξησε την ποσότητα χρήματος κατά 3,1 τρις δολάρια. Το 2014, οι ΗΠΑ έχουν ομοσπονδιακό χρέος 17,5 τρις δολάρια, αλλά το ακόμη χειρότερο για τις ΗΠΑ είναι ότι, το 2014, έχουν μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις (unfunded liabilities) ύψους 127 τρις δολαρίων. Αυτές οι μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις έχουν να κάνουν με τα κρατικά προγράμματα υγείας Medicare και Medicaid, με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (Social Security), με κρατικά προγράμματα φοιτητικών δανείων, καθώς και με κρατικά προγράμματα ενίσχυσης της στεγαστικής πίστης, όπως λ.χ. Freddie Mac, FHA, κ.λπ. Πέρα από αυτά τα ευρέως γνωστά αρνητικά χαρακτηριστικά της οικονομίας των ΗΠΑ, υπάρχουν σαφή σήματα κινδύνου συστημικής κατάρρευσης, τα οποία σήματα παρακολουθεί και μελετά η CIA, αξιοποιώντας τις επιστήμες της χρηματοοικονομικής, της γεωοικονομίας και της γεωπολιτικής (βλ. σχετικά το βιβλίο Ν. Λάος, «Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο», Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014).
Από τον φιλελευθερισμό, στη χρηματοοικονομική ολιγαρχία
Παράλληλα προς τις ανωτέρω εξελίξεις, μέσω των swaps, οικοδομείται ένα παγκόσμιο τραπεζικό καρτέλ. Ένα νομισματικό swap δεν είναι μια συνηθισμένη συναλλαγή στην αγορά ξένου συναλλάγματος (Forex), μετά την ολοκλήρωση της οποίας θεωρείται ότι έληξαν και οι σχέσεις μεταξύ των δύο συναλλασσομένων πλευρών (αγοραστή και πωλητή νομισμάτων).
Στο πλαίσιο ενός νομισματικού swap, το νόμισμα Χ, αρχικώς, ανταλλάσσεται με το νόμισμα Ψ και, μετά από έναν σαφώς προσδιορισμένο χρόνο, αυτή η συναλλαγή αντιστρέφεται, δηλαδή το νόμισμα Ψ ανταλλάσσεται με το νόμισμα Χ. Οι αρχικές και οι τελικές συναλλαγματικές ισοτιμίες (δηλαδή η συναλλαγματική ισοτιμία στην οποία κάποιος, κατά την εκκίνηση του swap, θα ανταλλάξει το νόμισμα Χ με το νόμισμα Ψ και η συναλλαγματική ισοτιμία στην οποία ο ίδιος, κατά τη λήξη του swap, θα ανταλλάξει το νόμισμα Ψ με το νόμισμα Χ), καθώς και οι τόκοι που συσσωρεύονται από το αντίστοιχο νόμισμα στη διάρκεια ζωής του νομισματικού swap (δηλαδή οι τόκοι που δίδουν τα νομίσματα Χ και Ψ στους αντίστοιχους κατόχους τους, στο πλαίσιο ενός νομισματικού swap μεταξύ του νομίσματος Χ και του νομίσματος Ψ) αποτελούν τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των νομισματικών swaps.
Με τη διενέργεια νομισματικών swaps, οι κεντρικές τράπεζες έχουν κυρίως τους εξής δύο σκοπούς: Πρώτον, να παράσχουν αμοιβαία βοήθεια σε τράπεζες, εταιρείες και κυβερνήσεις σε περίπτωση ανεπάρκειας των ταμειακών διαθεσίμων τους σε συγκεκριμένο νόμισμα που απαιτείται για την πληρωμή οικονομικών υποχρεώσεων, που έχουν αποτιμηθεί στο συγκεκριμένο νόμισμα. Δεύτερον, να διευκολύνουν και να αναπτύξουν το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών που διενεργείται με τα εθνικά νομίσματα των συναλλασσομένων πλευρών του νομισματικού swap.
Τα νομισματικά swaps λίγων και «εκλεκτών» τραπεζών έχουν εξαιρετικά έντονο αντίκτυπο στη συνολική κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και της διεθνούς χρηματοοικονομικής. Κατ’ αρχάς, για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις μεταμορφώσεις του παγκόσμιου οικονομικού και χρηματοοικονομικού συστήματος στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Τον Οκτώβριο του 1929, ο πανικός στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση, η οποία άρχισε να καταστρέφει τη μεταποίηση και την αγροτική οικονομία σχεδόν παντού στον κόσμο (με εξαίρεση την τότε Σοβιετική Ένωση). Το εύθραυστο παγκόσμιο νομισματικό και χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο είχε μόλις αποκατασταθεί μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο επί τη βάσει του κανόνα του χρυσού, καταστράφηκε επίσης. Ο κόσμος εισήλθε σε μια παρατεταμένη φάση παγκόσμιου νομισματικού χάους, επιδίωξης εθνικής οικονομικής αυτάρκειας, χρηματοοικονομικής απομόνωσης και ανταγωνιζόμενων νομισματικών συνασπισμών.
Η λύση του δράματος δόθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά με τις μοιραίες αποφάσεις τις οποίες έλαβαν οι σύνεδροι στο Διεθνές Νομισματικό και Χρηματοοικονομικό Συνέδριο στο Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ, το 1944.
Σε εκείνο το συνέδριο, οι Δυτικοί ηγέτες τού κόσμου συμφώνησαν στην εγκαθίδρυση ενός νομισματικού συστήματος στο οποίο μόνο ένα νόμισμα, το δολάριο των ΗΠΑ,θα ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό και μάλιστα στην ισοτιμία 35 δολάρια ανά ουγκιά. Η αξία όλων των άλλων νομισμάτων του κόσμου θα καθοριζόταν σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο. Δεύτερον, στο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς, συμφωνήθηκε ότι μόνο οι κυβερνήσεις, μέσω των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών τους, θα μπορούσαν να μετατρέπουν αμερικανικά δολάρια σε χρυσό. Επίσης, στο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς, αποφασίστηκε η ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Κάθε χώρα‐μέλος του ΔΝΤ υποχρεώθηκε να καταθέτει στο ΔΝΤ το 25% των αποθεμάτων της σε χρυσό.
Στα άρθρα του καταστατικού του ΔΝΤ, ορίζεται ρητώς ότι ο χρυσός απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί άμεσα ως χρήμα, δηλαδή δεν επιτρέπεται στις κυβερνήσεις των κρατών να εκδώσουν χρυσά νομίσματα προς διενέργεια συναλλαγών. Με αυτόν τον τρόπο, επεβλήθη η κυριαρχία του χάρτινου χρήματος, ενώ η μεγαλύτερη ποσότητα χρυσού στον κόσμο παρέμενε αποθηκευμένη στις ΗΠΑ, συγκεντρωμένη (μη διανεμόμενος) υπό αμερικανική κυριαρχία, πράγμα που εφοδιάζει τη Federal Reserve με τεράστια δύναμη, ειδικά σε περιόδους χρηματοοικονομικών κρίσεων.
Η μόνη αντίδραση που αντιμετώπισε το σύστημα Μπρέτον Γουντς‒ΔΝΤ στα πρώτα 25 χρόνια της ύπαρξής του προήλθε από τη Γαλλία, ειδικά επί προεδρίας Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Γάλλοι έκαναν προσπάθειες να αποκαταστήσουν τον κεντρικό ρόλο του χρυσού στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Μεταξύ των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι Γάλλοι ήταν να καταφύγουν στη μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό βάσει της ισοτιμίας 35 δολάρια ανά ουγκιά. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έδωσε στους Γάλλους έναν ακόμη λόγο να ανησυχούν για την αξιοπιστία του αμερικανικού δολαρίου και να επιδιώκουν αλλαγή στο σύστημα Μπρέτον Γουντς.
Όπως και τα υπόλοιπα κράτη μέλη του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ ήταν επίσης υποχρεωμένες να καταθέτουν στο ΔΝΤ το 25% των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Κάνοντας κάτι τέτοιο οι ΗΠΑ έπρεπε φυσικά να πληροφορήσουν επακριβώς τα υπόλοιπα κράτη‐μέλη του ΔΝΤ για το μέγεθος των αποθεμάτων των ΗΠΑ σε χρυσό. Επιπλέον, εφόσον, βάσει της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς, οι ΗΠΑ είχαν ακόμη τη νομική υποχρέωση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό βάσει της ισοτιμίας 35 δολάρια η ουγκιά, ήταν παράνομο και ανήθικο οι ΗΠΑ να τυπώσουν περισσότερα δολάρια από όσα επέτρεπαν αφενός τα εθνικά αποθέματα των ΗΠΑ σε χρυσό, αφετέρου η συμφωνία μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό στην ισοτιμία 35 δολάρια η ουγκιά. Όμως, οι ΗΠΑ είχαν παραβιάσει αυτούς τους κανόνες, τυπώνοντας περισσότερα δολάρια (χάρτινο χρήμα) για να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η Γαλλία ανταπάντησε σε αυτήν την παράνομη και ανήθικη συμπεριφορά των ΗΠΑ, απαιτώντας την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου μέσω της μεταβολής της ισοτιμίας του δολαρίου με τον χρυσό.
Επίσης, το 1961, το ύψος του συνολικού ποσού των δολαρίων που ήταν κατατεθειμένα σε ξένες τράπεζες ή σε υποκαταστήματα τραπεζών των ΗΠΑ που βρίσκονταν εκτός των ΗΠΑ (τα λεγόμενα «ευρωδολάρια») υπερέβη την αξία των αποθεμάτων των ΗΠΑ σε χρυσό, γεγονός το οποίο οδήγησε σε σημαντική άνοδο της
τιμής του χρυσού. Αυτό το πρόβλημα προκλήθηκε, σε μεγάλη έκταση, από την αύξηση της διεθνούς κινητικότητας του κεφαλαίου με κατεύθυνση την άσκηση κερδοσκοπίας υψηλού κινδύνου αντί της πραγματοποίησης κινήσεων που θα ανταποκρίνονταν σε αλλαγές που συνέβαιναν στην πραγματική οικονομία.
Σε ανταπάντηση, οι ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1971, αποκήρυξαν επισήμως τη νομική υποχρέωσή τους να διατηρούν το δολάριο μετατρέψιμο σε χρυσό. Έτσι, το Σύστημα Μπρέτον Γουντς κατέρρευσε, μετά από τρεις δεκαετίες λειτουργίας, και αντικαταστάθηκε από το Σύστημα της Τζαμάικας, σύμφωνα με το οποίο απελευθερώθηκαν πλήρως οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καταργήθηκε πλήρως η σύνδεση των νομισμάτων με τον χρυσό και θεσμοθετήθηκε η γενική οικονομική απελευθέρωση, που οδήγησε στον «καπιταλισμό καζίνο», όπου πρωταγωνιστούν οι χρηματοοικονομικοί κερδοσκόποι. Αρκεί λ.χ. να θυμηθούμε ότι, το 1992, ο χρηματοοικονομικός κερδοσκόπος Τζορτζ Σόρος (George Soros) κατόρθωσε να επιφέρει την κατάρρευση της βρετανικής στερλίνας.
Το 1985, στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιήθηκε η Συμφωνία Plaza (από το όνομα του ξενοδοχείου όπου έγινε η συνάντηση) μεταξύ των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της (Δυτικής) Γερμανίας και της Γαλλίας. Με εκείνη τη συμφωνία, οι ΗΠΑ έπεισαν τις προαναφερθείσες χώρες να ανατιμήσουν οικειοθελώς τα νομίσματά τους ως προς το αμερικανικό δολάριο. Μέσα σε δύο έτη, η συναλλαγματική ισοτιμία του αμερικανικού δολαρίου μειώθηκε κατά 46 τοις εκατό έναντι του γερμανικού μάρκου και κατά 50 τοις εκατό έναντι του ιαπωνικού γιέν. Έτσι οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να εξυγιάνουν το ισοζύγιο πληρωμών τους και να βελτιώσουν τη θέση τους στις παγκόσμιες αγορές, ενώ παράλληλα, με τη Συμφωνία Plaza, προδιαγράφθηκε η αρχή του τέλους της δυναμικής αναπτυξιακής πορείας της ιαπωνικής οικονομίας.
Η Συμφωνία Plaza είναι ορόσημο για να κατανοήσουμε ποιο είναι το νέο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό καθεστώς. Η συνάντηση του 1985 στο Ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός μηχανισμού συντονισμού των δραστηριοτήτων λίγων και «εκλεκτών» κεντρικών τραπεζών στην παγκόσμια αγορά νομισμάτων. Ακόμη και σήμερα πολλοί δημοσιογράφοι και σχολιαστές αναφέρονται στη «νεοφιλελεύθερη» οικονομία, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας ότι, με ορόσημο τη Συμφωνία Plaza, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό και νομισματικό σύστημα έχει μετατραπεί, από φιλελεύθερο/νεοφιλελεύθερο, σε ολιγαρχικό. Ουσιαστικά, ο καθαρός χρηματοοικονομικός/νομισματικός φιλελευθερισμός υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα μεταξύ της κατάρρευσης του Μπρέτον Γουντς (Αύγουστος του 1971) και της Συμφωνίας Plaza (1985). Μετά από εκείνο το διάλειμμα, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό/νομισματικό παίγνιο άρχισε να ελέγχεται όλο και περισσότερο από ένα καρτέλ λίγων και «εκλεκτών» κεντρικών τραπεζών, με βασικό εργαλείο τα νομισματικά swaps.
Σήμερα, καθώς το καθεστώς της χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας ενισχύεται μέσω της παγκοσμιοποίησης, βρισκόμαστε ενόψιν νέων κοσμοϊστορικών εξελίξεων, που περιλαμβάνουν το σενάριο μιας μεταδολαριακής παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων, στην οποία θα κυριαρχεί στον ευρωατλαντικό οικονομικό χώρο ένα τραπεζικό καρτέλ που θα δρα μέσω ενός συγχωνευμένου αμερικανικού και ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, το οποίο μάλιστα μπορεί να βασίζεται σε ευρύτατη ψηφιοποίηση του χρήματος. Τα σήματα κατάρρευσης του δολαρίου είναι ισχυρά και, όπως προαναφέραμε, οι μυστικές υπηρεσίες και το Πεντάγωνο των ΗΠΑ τα παρακολουθούν μεθοδικά.
Πρώτο σήμα κινδύνου
Tο πρώτο σήμα αφορά στη σχέση του αμερικανικού χρέους προς το αμερικανικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Στη διάρκεια της περιόδου της μεγάλης ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας, δηλαδή στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργούνταν, παραγόταν οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) της τάξης των 2,41 δολαρίων. Την εποχή του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργούνταν, παραγόταν οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) ύψους 0,41 του δολαρίου. Σήμερα, η τιμή αυτή έχει κατρακυλήσει στα 3 σεντς, δηλαδή, το 2014, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργείται, παράγεται οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) ύψους 0,03 του δολαρίου.
Η Fed όμως συνεχίζει να τυπώνει χρήμα και να ακολουθεί μια απερίσκεπτη νομισματική πολιτική, στη «γραμμή» της οποίας κινείται και ο Μάριο Ντράγκι ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Άλλωστε, στο πλαίσιο της επιβολής ενός τραπεζικού καρτέλ σε ολόκληρο τον ευρωατλαντικό γεωοικονομικό χώρο, το σύστημα της κεντρικής τραπεζικής των ΗΠΑ (Federal Reserve System) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB) θέσπισαν, τον Δεκέμβριο του 2007, την πρώτη γραμμή swap δολαρίου/ευρώ, ώστε οι ευρωπαϊκές τράπεζες να πληρώνουν σε δολάρια ενυπόθηκα αξιόγραφα (mortgage-backed securities). Μετά από την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, το 2008, η χρηματοοικονομική κρίση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μέχρι το τέλος Ιουνίου 2011, οι ξένοι εταίροι της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ στη γραμμή swap δολαρίου/ευρώ, πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας, έλαβαν περίπου 600 δις δολάρια από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συμφωνίας swap δολαρίου/ευρώ. Επίσης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αξιοποίησε τη συμφωνία swap ευρώ/δολαρίου, τον Μάιο του 2010, για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους, καθώς τότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπέστη ένα χρέος της τάξης περίπου των 9,2 δις δολαρίων προς την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ εντός μόλις μιας εβδομάδας.
Μέχρι το 2011, ήταν διαθέσιμα απεριόριστα swaps μεταξύ κεντρικών τραπεζικών για περίοδο επτά ημερών. Το Φθινόπωρο του 2011, όμως, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Ελβετίας και η Τράπεζα του Καναδά, δηλαδή οι λεγόμενοι «μεγάλοι έξι» (big six), συμφώνησαν να συντονίσουν τις δράσεις τους μεταξύ τους ως προς τη διαμόρφωση και διαχείριση της παγκόσμιας ρευστότητας.
Οι νομισματικές Αρχές των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της Ελβετίας και του Καναδά συμφώνησαν στα εξής:
Τον Δεκέμβριο του 2011, το σύστημα της FED χρηματοδότησε ένα δανειακό πρόγραμμα προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γνωστό ως LTRO-1 (long-term refinancing operation-1). Αφορούσε στην έκδοση ευρωχαρτονομισμάτων μέχρι του ποσού περίπου των 500 δις ευρώ. Μέρος εκείνης της έκδοσης ευρώ ανταλλάχθηκε αμέσως με αμερικανικό δολάριο μέσω τρίμηνου swap ύψους 100 δις δολαρίων. Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική θεσμική συνέκδοση νομίσματος από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB). Η απόσυρση ενός τόσο μεγάλου ποσού ευρώ από την αγορά νομισμάτων μέσω εκείνου του swap απέτρεψε την κατάρρευση της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ των δύο εταίρων (FED και ECB) του ευρωατλαντικού γεωοικονομικού χώρου. Χωρίς εκείνο το νομισματικό swap, η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ θα έπεφτε έντονα, προκαλώντας σοβαρές οικονομικές και χρηματοοικονομικές εντάσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών, εντάσεις τις οποίες καμιά από τις δύο πλευρές δεν επιθυμούσε. Ευρώ και δολάριο το ίδιο συνδικάτο.
Ένα πολύπλοκο σύστημα, συγκεκριμένα το χρηματοοικονομικό, γίνεται όλο και μεγαλύτερο («φουσκώνει»), με αποτέλεσμα να αυξάνεται εκθετικά ο κίνδυνος. Ενώ συσσωρεύονται δυνάμεις που τείνουν να επιφέρουν την κατάρρευση του δολαρίου και της αμερικανικής κεφαλαιαγοράς, η Fed χρησιμοποιεί προπαγάνδα και ψέματα περί θετικών οικονομικών προοπτικών. Στη δε Ευρώπη, η πρόθεση του σχεδίου Ντράγκι έχει ορθώς περιγραφεί σε μια οικονομική έκθεση την οποία συνέταξε ο στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank, Jim Reid και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 11 Σεπτεμβρίου 2014: «Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών η παγκόσμια οικονομία έχει κυλήσει από φούσκα σε φούσκα» και τώρα η φούσκα «έχει μεταναστεύσει στην αγορά ομολόγων».
Δεύτερο σήμα κινδύνου
Μπορείς να τυπώνεις όσο χρήμα θέλεις, όπως κάνει η Fed, αλλά αν οι άνθρωποι δεν το δανείζονται και δεν το ξοδεύουν, τότε η οικονομία θα καταρρεύσει.
Ας σκεφθούμε το εξής παράδειγμα: έστω ότι το βράδυ βγαίνω έξω για φαγητό, αφήνω ένα δολάριο φιλοδώρημα στη σερβιτόρα, η σερβιτόρα, με το δολάριο του φιλοδωρήματός μου, παίρνει ταξί για να επιστρέψει στο σπίτι της και ο ταξιτζής, με το δολάριο που του έδωσε η σερβιτόρα, βάζει βενζίνη. Σε αυτό το παράδειγμα, το ίδιο ποσό δολαρίου που ξόδεψα υποστήριξε χρηματοοικονομικά τρεις οικονομικές πράξεις: το φιλοδώρημα, τη μίσθωση ταξί και την αγορά βενζίνης. Άρα, όπως λέμε στην οικονομική επιστήμη, είχε ταχύτητα κυκλοφορίας (velocity) 3. Τι θα συμβεί όμως αν δεν αισθάνομαι καλά και μείνω στο σπίτι, βλέποντας τηλεόραση και μη ξοδεύοντας τίποτε; Τότε η ταχύτητα κυκλοφορίας των χρημάτων μου είναι μηδέν. Αφήνω τα χρήματα στην τράπεζα ή δεν τα ξοδεύω.
Ας δούμε τι συμβαίνει στις ΗΠΑ με την ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος: τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, κυμαινόταν περίπου, κατά μέσο όρο, στο 1,7, αυξήθηκε στη δεκαετία του 1990 και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ανήλθε στο 2,2, αλλά, από το 2000 και μετά, άρχισε να μειώνεται, μέχρι που, το 2014, έφθασε περίπου στο 1,3. Η ραγδαία πτώση της ταχύτητας της κυκλοφορίας χρήματος στις ΗΠΑ σήμερα είναι παρόμοια με εκείνη που συνέβη στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1920, λίγο πριν τη Μεγάλη Ύφεση, που ξέσπασε το 1929. Τότε, όπως και σήμερα, η ταχύτητα της κυκλοφορίας χρήματος στις ΗΠΑ ήταν 1,3.
Το χρήμα που τυπώνει η Fed κινείται σε στενό κύκλο μεταξύ ενός τραπεζικού καρτέλ μέσω swaps. Εξ ου και δεν επέρχεται αύξηση της ταχύτητας της κυκλοφορίας του χρήματος.
Τρίτο σήμα κινδύνου
Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους, οι απώλειες από τα προγράμματα χρηματοοικονομικής διάσωσης επιβαρύνουν τις τράπεζες, οι τράπεζες καθίστανται αφερέγγυες και τελικά η κεντρική τράπεζα, εν προκειμένω η Fed, αναλαμβάνει όλο τον κίνδυνο, φθάνοντας στο χείλος της κατάρρευσης. Οι κεντρικοί τραπεζίτες λένε ότι αυτό δεν πειράζει διότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει ανάγκη κεφαλαίου, εφόσον αυτή καθορίζει την ποσότητα χρήματος. Αυτό είναι ψέμα.
Σήμερα, η Fed έχει αυξήσει την κεφαλαιακή της βάση σε 56,2 δις δολάρια. Για να την αξιολογήσουμε, πρέπει να συγκρίνουμε αυτό το κεφάλαιο με τον ισολογισμό της. Το χρέος που βρίσκεται σήμερα στα λογιστικά βιβλία της Fed είναι 4,3 τρις δολάρια. Άρα, η Fed έχει υποχρεώσεις ύψους 4,3 τρις δολαρίων που «κάθονται» επάνω σε μια κεφαλαιακή βάση 56,2 δις δολαρίων. Πρόκειται για μια πολύ ασταθή κατάσταση.
Η μόχλευση του χρέους (leveraged debt) της Fed είναι ωρολογιακή βόμβα: πριν το 2008, η μόχλευση ήταν περίπου 22 προς 1, δηλαδή υπήρχαν 22 δολάρια χρέους εγγεγραμμένα στα λογιστικά βιβλία της Fed για κάθε 1 δολάριο, ενώ σήμερα η μόχλευση είναι 77 προς 1. Έχει μεν αυξηθεί η κεφαλαιακή βάση της Fed, αλλά το χρέος και γενικά το παθητικό της έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από την κεφαλαιακή βάση της.
Τέταρτο σήμα κινδύνου
Το τέταρτο σήμα κινδύνου συστημικής κατάρρευσης που παρακολουθεί η CIA είναι ο λεγόμενος Δείκτης Δυστυχίας (Misery Index). Πρόκειται για το άθροισμα του ποσοστού της ανεργίας και του πληθωρισμού. Αυτά τα δύο ποσοστά προστίθενται μεταξύ τους και το άθροισμά τους απεικονίζεται σε ένα γράφημα που δείχνει την εξέλιξή του στον χρόνο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αυτός ο δείκτης κυμαινόταν περίπου στο 10, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανήλθε περίπου στο 20, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και μετά κυμαίνεται στην περιοχή του 30. Συγκεκριμένα, σήμερα, ο Δείκτης Δυστυχίας στις ΗΠΑ είναι περίπου 32,89. Αξίζει να σημειωθεί, για να έχουμε ένα ακόμη χρήσιμο μέτρο σύγκρισης, ότι την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, ο Δείκτης Δυστυχίας στις ΗΠΑ ήταν περίπου 27.
Πέμπτο σήμα κινδύνου
Σήμερα, στις ΗΠΑ, υπάρχουν φαινόμενα μαζικής ένδειας και ανεργίας. Συγκεκριμένα, υπάρχουν περίπου 50 εκατομμύρια πολίτες των ΗΠΑ που ζουν με κουπόνια φαγητού (food stamps), ενώ η πραγματική ανεργία στις ΗΠΑ ανέρχεται στο 23 τοις εκατό.
Ο κοινωνικός ιστός διαλύεται.
Σε αντίθεση με τη στενή έννοια της ανεργίας (όπου ακόμη και με μια ώρα απασχόλησης κάποιος δεν λογίζεται ως άνεργος), η «πραγματική ανεργία» είναι πολύ πιο ακριβής και αξιόπιστος τρόπος μέτρησης και αξιολόγησης της ανεργίας. Στην «πραγματική ανεργία» (real unemployment), το Γραφείο Εργασιακής Στατιστικής (Bureau of Labor Statistics) των ΗΠΑ ορθώς συνυπολογίζει εκείνους τους μερικώς απασχολούμενους που θα ήθελαν (αλλά δεν βρίσκουν) θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης, τους ανασφάλιστους εργαζόμενους και άλλους τύπους περιθωριακών μορφών απασχόλησης.
Συνοψίζοντας
Με βάση τα οικονομετρικά δεδομένα, οι ΗΠΑ και ο ευρωατλαντικός γεωοικονομικός χώρος γενικότερα βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια (ή και χειρότερη) με εκείνη της λεγόμενης «Μακράς Ύφεσης» (Long Depression), που διήρκεσε από το 1870 μέχρι το 1900 και την ακολούθησαν, μετά από λίγο, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η λεγόμενη «Μεγάλη Ύφεση» (Great Depression), η οποία διήρκεσε από το 1929 μέχρι το 1940, οπότε ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Οι ΗΠΑ μπορεί να πληγούν από ένα χρηματοοικονομικό «Περλ Χάρμπορ», καθότι έχουν σοβαρές συστημικές οικονομικές αδυναμίες και είναι ευάλωτες σε απειλές από καρτέλ τραπεζιτών και funds, που μπορεί να σχεδιάζουν τη δική τους νέα παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων.
Η ηγεμονία του δολαρίου μπορεί να καταρρεύσει άμεσα και το αμερικανικό χρηματιστήριο μπορεί να υποστεί μια δραματική πτώση της τάξης του 70 τοις εκατό. Εξ ου και πλέον, στις ΗΠΑ, η κεφαλαιαγορά και η νομισματική πολιτική παρακολουθούνται και αναλύονται συστηματικά από τη CIA και το Πεντάγωνο. Επίσης, αυτή η επικίνδυνη κατάσταση, που επιτάσσει τη διαγραφή τουλάχιστον του ενός τρίτου του παγκόσμιου λογιστικού κεφαλαίου (κεφαλαίου «φούσκα»), ενισχύει ποικίλα πολεμικά σενάρια, ειδικά σε περίπτωση που αυτή η λογιστική διαγραφή δεν καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί με μη στρατιωτικά μέσα.
Σε αυτό το πλαίσιο και υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δίδονται ιστορικά μοναδικές ευκαιρές στρατηγικής δράσης σε δυνάμεις που επιθυμούν και έχουν την ικανότητα να προωθήσουν μια εναλλακτική πρόταση μοντέλου πολιτικής οικονομίας γενικά και χρηματοοικονομικού συστήματος ειδικότερα. Το ποιος θα διαμορφώσει τη νέα τάξη μέσα από το επερχόμενο χάος είναι ακόμη ανοικτό ζήτημα.
Ο Ν. Λάος είναι εταίρος της R‐Techno private intelligence company
Το παρόν άρθρο βασίζεται στο βιβλίο του Ν. Λάου, «Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο», που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις Εκδόσεις Λεξίτυπον.
H Fed είναι αφερέγγυα ως προς την αγοραία υπόστασή της (insolvent on a market to market basis). Το δολάριο κινδυνεύει με κατάρρευση, όπως και το αμερικανικό χρηματιστήριο. Το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι πηγή ασύμμετρων απειλών. Η Fed και το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ είναι πηγές ορισμένων από τους μεγαλύτερους κινδύνους εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Τελικά, ένα παγκόσμιο τραπεζικό καρτέλ έχει αυτονομηθεί από τα εθνικά κράτη και τους λαούς, λειτουργεί αυτοτελώς και επιδιώκει να επιβάλλει τη δική του νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αυτά τα καταγγέλλει πλέον, ακόμη και δημοσίως (και ενόρκως στην αμερικανική Γερουσία), η CIA, σημαντικά στελέχη της οποίας, όπως ο James Rickards (κορυφαίος σύμβουλος αμερικανικών κυβερνήσεων στο risk management), προβάλλουν ένσταση στο σύστημα του χρηματοοικονομικού φασισμού.
Οι δέκα έξι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, περιλαμβανομένων της CIA, του FBI και των μυστικών υπηρεσιών του Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, έχουν ήδη αρχίσει να μελετούν και να αναλύουν τις συνέπειες που θα είχε η επέλευση του σεναρίου να πάψει το δολάριο να είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Αυτό το σενάριο ισοδυναμεί με τη λήξη της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ (όπως λ.χ. συντελέστηκε η πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) και την έλευση μιας περιόδου χρηματοοικονομικής και ειδικά νομισματικής αναρχίας.
Μέχρι την εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του 1990, η CIA δεν είχε τομέα αρμόδιο για τις κεφαλαιαγορές. Τώρα πλέον υπάρχει τέτοιος τομέας στη CIA διότι έχει συνειδητοποιηθεί ότι η κεφαλαιαγορά είναι πηγή ασύμμετρων απειλών. Η CIA, στο πλαίσιο του προγράμματος με την κωδική ονομασία «Project Prophecy», προέβη σε εκτεταμένη ενσωμάτωση και αξιοποίηση τεχνογνωσίας από τη Wall Street.
Οι τεχνικές ανάλυσης, πρόβλεψης και αξιολόγησης που χρησιμοποιούν οι χρηματιστές της Wall Street χρησιμοποιούνται πλέον από τη CIA, όχι μόνο για την πρόβλεψη τρομοκρατικών επιθέσεων (π.χ. το σύστημα «Project Prophecy» προέβλεψε, βάσει της επεξεργασίας σημάτων κινδύνου, το τρομοκρατικό κτύπημα στο αεροδρόμιο του Λονδίνου το 2006 και έτσι η Αστυνομία του Λονδίνου συνέλαβε εγκαίρως τους επίδοξους τρομοκράτες και απέτρεψε το μακελειό), αλλά και για την πρόβλεψη ασύμμετρων χρηματοοικονομικών επιθέσεων. Ενώ στελέχη της CIA προειδοποιούν ότι η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε μια περίοδο μεγάλης ύφεσης, η Fed και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών συνεχίζουν να εφαρμόζουν μια πολιτική που καταγγέλλεται ως μείζων εθνικός κίνδυνος από τη CIA.
Είναι ευρέως γνωστά πλέον τα εξής οικονομικά στοιχεία: Η Fed, από το 2008 μέχρι το 2014, αύξησε την ποσότητα χρήματος κατά 3,1 τρις δολάρια. Το 2014, οι ΗΠΑ έχουν ομοσπονδιακό χρέος 17,5 τρις δολάρια, αλλά το ακόμη χειρότερο για τις ΗΠΑ είναι ότι, το 2014, έχουν μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις (unfunded liabilities) ύψους 127 τρις δολαρίων. Αυτές οι μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις έχουν να κάνουν με τα κρατικά προγράμματα υγείας Medicare και Medicaid, με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (Social Security), με κρατικά προγράμματα φοιτητικών δανείων, καθώς και με κρατικά προγράμματα ενίσχυσης της στεγαστικής πίστης, όπως λ.χ. Freddie Mac, FHA, κ.λπ. Πέρα από αυτά τα ευρέως γνωστά αρνητικά χαρακτηριστικά της οικονομίας των ΗΠΑ, υπάρχουν σαφή σήματα κινδύνου συστημικής κατάρρευσης, τα οποία σήματα παρακολουθεί και μελετά η CIA, αξιοποιώντας τις επιστήμες της χρηματοοικονομικής, της γεωοικονομίας και της γεωπολιτικής (βλ. σχετικά το βιβλίο Ν. Λάος, «Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο», Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2014).
Από τον φιλελευθερισμό, στη χρηματοοικονομική ολιγαρχία
Παράλληλα προς τις ανωτέρω εξελίξεις, μέσω των swaps, οικοδομείται ένα παγκόσμιο τραπεζικό καρτέλ. Ένα νομισματικό swap δεν είναι μια συνηθισμένη συναλλαγή στην αγορά ξένου συναλλάγματος (Forex), μετά την ολοκλήρωση της οποίας θεωρείται ότι έληξαν και οι σχέσεις μεταξύ των δύο συναλλασσομένων πλευρών (αγοραστή και πωλητή νομισμάτων).
Στο πλαίσιο ενός νομισματικού swap, το νόμισμα Χ, αρχικώς, ανταλλάσσεται με το νόμισμα Ψ και, μετά από έναν σαφώς προσδιορισμένο χρόνο, αυτή η συναλλαγή αντιστρέφεται, δηλαδή το νόμισμα Ψ ανταλλάσσεται με το νόμισμα Χ. Οι αρχικές και οι τελικές συναλλαγματικές ισοτιμίες (δηλαδή η συναλλαγματική ισοτιμία στην οποία κάποιος, κατά την εκκίνηση του swap, θα ανταλλάξει το νόμισμα Χ με το νόμισμα Ψ και η συναλλαγματική ισοτιμία στην οποία ο ίδιος, κατά τη λήξη του swap, θα ανταλλάξει το νόμισμα Ψ με το νόμισμα Χ), καθώς και οι τόκοι που συσσωρεύονται από το αντίστοιχο νόμισμα στη διάρκεια ζωής του νομισματικού swap (δηλαδή οι τόκοι που δίδουν τα νομίσματα Χ και Ψ στους αντίστοιχους κατόχους τους, στο πλαίσιο ενός νομισματικού swap μεταξύ του νομίσματος Χ και του νομίσματος Ψ) αποτελούν τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των νομισματικών swaps.
Με τη διενέργεια νομισματικών swaps, οι κεντρικές τράπεζες έχουν κυρίως τους εξής δύο σκοπούς: Πρώτον, να παράσχουν αμοιβαία βοήθεια σε τράπεζες, εταιρείες και κυβερνήσεις σε περίπτωση ανεπάρκειας των ταμειακών διαθεσίμων τους σε συγκεκριμένο νόμισμα που απαιτείται για την πληρωμή οικονομικών υποχρεώσεων, που έχουν αποτιμηθεί στο συγκεκριμένο νόμισμα. Δεύτερον, να διευκολύνουν και να αναπτύξουν το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών που διενεργείται με τα εθνικά νομίσματα των συναλλασσομένων πλευρών του νομισματικού swap.
Τα νομισματικά swaps λίγων και «εκλεκτών» τραπεζών έχουν εξαιρετικά έντονο αντίκτυπο στη συνολική κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και της διεθνούς χρηματοοικονομικής. Κατ’ αρχάς, για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις μεταμορφώσεις του παγκόσμιου οικονομικού και χρηματοοικονομικού συστήματος στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Τον Οκτώβριο του 1929, ο πανικός στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση, η οποία άρχισε να καταστρέφει τη μεταποίηση και την αγροτική οικονομία σχεδόν παντού στον κόσμο (με εξαίρεση την τότε Σοβιετική Ένωση). Το εύθραυστο παγκόσμιο νομισματικό και χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο είχε μόλις αποκατασταθεί μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο επί τη βάσει του κανόνα του χρυσού, καταστράφηκε επίσης. Ο κόσμος εισήλθε σε μια παρατεταμένη φάση παγκόσμιου νομισματικού χάους, επιδίωξης εθνικής οικονομικής αυτάρκειας, χρηματοοικονομικής απομόνωσης και ανταγωνιζόμενων νομισματικών συνασπισμών.
Η λύση του δράματος δόθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά με τις μοιραίες αποφάσεις τις οποίες έλαβαν οι σύνεδροι στο Διεθνές Νομισματικό και Χρηματοοικονομικό Συνέδριο στο Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ, το 1944.
Σε εκείνο το συνέδριο, οι Δυτικοί ηγέτες τού κόσμου συμφώνησαν στην εγκαθίδρυση ενός νομισματικού συστήματος στο οποίο μόνο ένα νόμισμα, το δολάριο των ΗΠΑ,θα ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό και μάλιστα στην ισοτιμία 35 δολάρια ανά ουγκιά. Η αξία όλων των άλλων νομισμάτων του κόσμου θα καθοριζόταν σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο. Δεύτερον, στο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς, συμφωνήθηκε ότι μόνο οι κυβερνήσεις, μέσω των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών τους, θα μπορούσαν να μετατρέπουν αμερικανικά δολάρια σε χρυσό. Επίσης, στο συνέδριο του Μπρέτον Γουντς, αποφασίστηκε η ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Κάθε χώρα‐μέλος του ΔΝΤ υποχρεώθηκε να καταθέτει στο ΔΝΤ το 25% των αποθεμάτων της σε χρυσό.
Στα άρθρα του καταστατικού του ΔΝΤ, ορίζεται ρητώς ότι ο χρυσός απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί άμεσα ως χρήμα, δηλαδή δεν επιτρέπεται στις κυβερνήσεις των κρατών να εκδώσουν χρυσά νομίσματα προς διενέργεια συναλλαγών. Με αυτόν τον τρόπο, επεβλήθη η κυριαρχία του χάρτινου χρήματος, ενώ η μεγαλύτερη ποσότητα χρυσού στον κόσμο παρέμενε αποθηκευμένη στις ΗΠΑ, συγκεντρωμένη (μη διανεμόμενος) υπό αμερικανική κυριαρχία, πράγμα που εφοδιάζει τη Federal Reserve με τεράστια δύναμη, ειδικά σε περιόδους χρηματοοικονομικών κρίσεων.
Η μόνη αντίδραση που αντιμετώπισε το σύστημα Μπρέτον Γουντς‒ΔΝΤ στα πρώτα 25 χρόνια της ύπαρξής του προήλθε από τη Γαλλία, ειδικά επί προεδρίας Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Γάλλοι έκαναν προσπάθειες να αποκαταστήσουν τον κεντρικό ρόλο του χρυσού στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Μεταξύ των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι Γάλλοι ήταν να καταφύγουν στη μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό βάσει της ισοτιμίας 35 δολάρια ανά ουγκιά. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έδωσε στους Γάλλους έναν ακόμη λόγο να ανησυχούν για την αξιοπιστία του αμερικανικού δολαρίου και να επιδιώκουν αλλαγή στο σύστημα Μπρέτον Γουντς.
Όπως και τα υπόλοιπα κράτη μέλη του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ ήταν επίσης υποχρεωμένες να καταθέτουν στο ΔΝΤ το 25% των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Κάνοντας κάτι τέτοιο οι ΗΠΑ έπρεπε φυσικά να πληροφορήσουν επακριβώς τα υπόλοιπα κράτη‐μέλη του ΔΝΤ για το μέγεθος των αποθεμάτων των ΗΠΑ σε χρυσό. Επιπλέον, εφόσον, βάσει της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς, οι ΗΠΑ είχαν ακόμη τη νομική υποχρέωση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό βάσει της ισοτιμίας 35 δολάρια η ουγκιά, ήταν παράνομο και ανήθικο οι ΗΠΑ να τυπώσουν περισσότερα δολάρια από όσα επέτρεπαν αφενός τα εθνικά αποθέματα των ΗΠΑ σε χρυσό, αφετέρου η συμφωνία μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό στην ισοτιμία 35 δολάρια η ουγκιά. Όμως, οι ΗΠΑ είχαν παραβιάσει αυτούς τους κανόνες, τυπώνοντας περισσότερα δολάρια (χάρτινο χρήμα) για να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η Γαλλία ανταπάντησε σε αυτήν την παράνομη και ανήθικη συμπεριφορά των ΗΠΑ, απαιτώντας την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου μέσω της μεταβολής της ισοτιμίας του δολαρίου με τον χρυσό.
Επίσης, το 1961, το ύψος του συνολικού ποσού των δολαρίων που ήταν κατατεθειμένα σε ξένες τράπεζες ή σε υποκαταστήματα τραπεζών των ΗΠΑ που βρίσκονταν εκτός των ΗΠΑ (τα λεγόμενα «ευρωδολάρια») υπερέβη την αξία των αποθεμάτων των ΗΠΑ σε χρυσό, γεγονός το οποίο οδήγησε σε σημαντική άνοδο της
τιμής του χρυσού. Αυτό το πρόβλημα προκλήθηκε, σε μεγάλη έκταση, από την αύξηση της διεθνούς κινητικότητας του κεφαλαίου με κατεύθυνση την άσκηση κερδοσκοπίας υψηλού κινδύνου αντί της πραγματοποίησης κινήσεων που θα ανταποκρίνονταν σε αλλαγές που συνέβαιναν στην πραγματική οικονομία.
Σε ανταπάντηση, οι ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1971, αποκήρυξαν επισήμως τη νομική υποχρέωσή τους να διατηρούν το δολάριο μετατρέψιμο σε χρυσό. Έτσι, το Σύστημα Μπρέτον Γουντς κατέρρευσε, μετά από τρεις δεκαετίες λειτουργίας, και αντικαταστάθηκε από το Σύστημα της Τζαμάικας, σύμφωνα με το οποίο απελευθερώθηκαν πλήρως οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καταργήθηκε πλήρως η σύνδεση των νομισμάτων με τον χρυσό και θεσμοθετήθηκε η γενική οικονομική απελευθέρωση, που οδήγησε στον «καπιταλισμό καζίνο», όπου πρωταγωνιστούν οι χρηματοοικονομικοί κερδοσκόποι. Αρκεί λ.χ. να θυμηθούμε ότι, το 1992, ο χρηματοοικονομικός κερδοσκόπος Τζορτζ Σόρος (George Soros) κατόρθωσε να επιφέρει την κατάρρευση της βρετανικής στερλίνας.
Το 1985, στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιήθηκε η Συμφωνία Plaza (από το όνομα του ξενοδοχείου όπου έγινε η συνάντηση) μεταξύ των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της (Δυτικής) Γερμανίας και της Γαλλίας. Με εκείνη τη συμφωνία, οι ΗΠΑ έπεισαν τις προαναφερθείσες χώρες να ανατιμήσουν οικειοθελώς τα νομίσματά τους ως προς το αμερικανικό δολάριο. Μέσα σε δύο έτη, η συναλλαγματική ισοτιμία του αμερικανικού δολαρίου μειώθηκε κατά 46 τοις εκατό έναντι του γερμανικού μάρκου και κατά 50 τοις εκατό έναντι του ιαπωνικού γιέν. Έτσι οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να εξυγιάνουν το ισοζύγιο πληρωμών τους και να βελτιώσουν τη θέση τους στις παγκόσμιες αγορές, ενώ παράλληλα, με τη Συμφωνία Plaza, προδιαγράφθηκε η αρχή του τέλους της δυναμικής αναπτυξιακής πορείας της ιαπωνικής οικονομίας.
Η Συμφωνία Plaza είναι ορόσημο για να κατανοήσουμε ποιο είναι το νέο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό καθεστώς. Η συνάντηση του 1985 στο Ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός μηχανισμού συντονισμού των δραστηριοτήτων λίγων και «εκλεκτών» κεντρικών τραπεζών στην παγκόσμια αγορά νομισμάτων. Ακόμη και σήμερα πολλοί δημοσιογράφοι και σχολιαστές αναφέρονται στη «νεοφιλελεύθερη» οικονομία, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας ότι, με ορόσημο τη Συμφωνία Plaza, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό και νομισματικό σύστημα έχει μετατραπεί, από φιλελεύθερο/νεοφιλελεύθερο, σε ολιγαρχικό. Ουσιαστικά, ο καθαρός χρηματοοικονομικός/νομισματικός φιλελευθερισμός υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα μεταξύ της κατάρρευσης του Μπρέτον Γουντς (Αύγουστος του 1971) και της Συμφωνίας Plaza (1985). Μετά από εκείνο το διάλειμμα, το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό/νομισματικό παίγνιο άρχισε να ελέγχεται όλο και περισσότερο από ένα καρτέλ λίγων και «εκλεκτών» κεντρικών τραπεζών, με βασικό εργαλείο τα νομισματικά swaps.
Σήμερα, καθώς το καθεστώς της χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας ενισχύεται μέσω της παγκοσμιοποίησης, βρισκόμαστε ενόψιν νέων κοσμοϊστορικών εξελίξεων, που περιλαμβάνουν το σενάριο μιας μεταδολαριακής παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων, στην οποία θα κυριαρχεί στον ευρωατλαντικό οικονομικό χώρο ένα τραπεζικό καρτέλ που θα δρα μέσω ενός συγχωνευμένου αμερικανικού και ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, το οποίο μάλιστα μπορεί να βασίζεται σε ευρύτατη ψηφιοποίηση του χρήματος. Τα σήματα κατάρρευσης του δολαρίου είναι ισχυρά και, όπως προαναφέραμε, οι μυστικές υπηρεσίες και το Πεντάγωνο των ΗΠΑ τα παρακολουθούν μεθοδικά.
Πρώτο σήμα κινδύνου
Tο πρώτο σήμα αφορά στη σχέση του αμερικανικού χρέους προς το αμερικανικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Στη διάρκεια της περιόδου της μεγάλης ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας, δηλαδή στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργούνταν, παραγόταν οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) της τάξης των 2,41 δολαρίων. Την εποχή του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργούνταν, παραγόταν οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) ύψους 0,41 του δολαρίου. Σήμερα, η τιμή αυτή έχει κατρακυλήσει στα 3 σεντς, δηλαδή, το 2014, για κάθε ένα δολάριο χρέους που δημιουργείται, παράγεται οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του ΑΕΠ) ύψους 0,03 του δολαρίου.
Η Fed όμως συνεχίζει να τυπώνει χρήμα και να ακολουθεί μια απερίσκεπτη νομισματική πολιτική, στη «γραμμή» της οποίας κινείται και ο Μάριο Ντράγκι ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Άλλωστε, στο πλαίσιο της επιβολής ενός τραπεζικού καρτέλ σε ολόκληρο τον ευρωατλαντικό γεωοικονομικό χώρο, το σύστημα της κεντρικής τραπεζικής των ΗΠΑ (Federal Reserve System) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB) θέσπισαν, τον Δεκέμβριο του 2007, την πρώτη γραμμή swap δολαρίου/ευρώ, ώστε οι ευρωπαϊκές τράπεζες να πληρώνουν σε δολάρια ενυπόθηκα αξιόγραφα (mortgage-backed securities). Μετά από την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, το 2008, η χρηματοοικονομική κρίση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μέχρι το τέλος Ιουνίου 2011, οι ξένοι εταίροι της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ στη γραμμή swap δολαρίου/ευρώ, πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας, έλαβαν περίπου 600 δις δολάρια από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συμφωνίας swap δολαρίου/ευρώ. Επίσης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αξιοποίησε τη συμφωνία swap ευρώ/δολαρίου, τον Μάιο του 2010, για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους, καθώς τότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπέστη ένα χρέος της τάξης περίπου των 9,2 δις δολαρίων προς την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ εντός μόλις μιας εβδομάδας.
Μέχρι το 2011, ήταν διαθέσιμα απεριόριστα swaps μεταξύ κεντρικών τραπεζικών για περίοδο επτά ημερών. Το Φθινόπωρο του 2011, όμως, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Ελβετίας και η Τράπεζα του Καναδά, δηλαδή οι λεγόμενοι «μεγάλοι έξι» (big six), συμφώνησαν να συντονίσουν τις δράσεις τους μεταξύ τους ως προς τη διαμόρφωση και διαχείριση της παγκόσμιας ρευστότητας.
Οι νομισματικές Αρχές των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της Ελβετίας και του Καναδά συμφώνησαν στα εξής:
- 1) να μειώσουν το κόστος παροχής δολαριακής ρευστότητας μέσω νομισματικών swaps,
- 2) να επεκτείνουν τη διάρκεια των νομισματικών swaps μέχρι και τρεις μήνες,
- 3) να μην υπάρχουν όρια στην παροχή δολαριακής ρευστότητας (το μέγεθος των νομισματικών swaps θα καθορίζεται από τις ανάγκες του τραπεζικού συστήματος της αντίστοιχης χώρας),
- 4) η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED), όποτε χρειάζεται, θα ζητεί ξένο συνάλλαγμα από τις κεντρικές τράπεζες με τις οποίες συνεργάζεται στο εν λόγω καρτέλ των έξι, και
- 5) η εφαρμογή αυτών των συμφωνιών θα αρχίσει από τις 5 Δεκεμβρίου 2011.
Τον Δεκέμβριο του 2011, το σύστημα της FED χρηματοδότησε ένα δανειακό πρόγραμμα προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γνωστό ως LTRO-1 (long-term refinancing operation-1). Αφορούσε στην έκδοση ευρωχαρτονομισμάτων μέχρι του ποσού περίπου των 500 δις ευρώ. Μέρος εκείνης της έκδοσης ευρώ ανταλλάχθηκε αμέσως με αμερικανικό δολάριο μέσω τρίμηνου swap ύψους 100 δις δολαρίων. Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική θεσμική συνέκδοση νομίσματος από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB). Η απόσυρση ενός τόσο μεγάλου ποσού ευρώ από την αγορά νομισμάτων μέσω εκείνου του swap απέτρεψε την κατάρρευση της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ των δύο εταίρων (FED και ECB) του ευρωατλαντικού γεωοικονομικού χώρου. Χωρίς εκείνο το νομισματικό swap, η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ θα έπεφτε έντονα, προκαλώντας σοβαρές οικονομικές και χρηματοοικονομικές εντάσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών, εντάσεις τις οποίες καμιά από τις δύο πλευρές δεν επιθυμούσε. Ευρώ και δολάριο το ίδιο συνδικάτο.
Ένα πολύπλοκο σύστημα, συγκεκριμένα το χρηματοοικονομικό, γίνεται όλο και μεγαλύτερο («φουσκώνει»), με αποτέλεσμα να αυξάνεται εκθετικά ο κίνδυνος. Ενώ συσσωρεύονται δυνάμεις που τείνουν να επιφέρουν την κατάρρευση του δολαρίου και της αμερικανικής κεφαλαιαγοράς, η Fed χρησιμοποιεί προπαγάνδα και ψέματα περί θετικών οικονομικών προοπτικών. Στη δε Ευρώπη, η πρόθεση του σχεδίου Ντράγκι έχει ορθώς περιγραφεί σε μια οικονομική έκθεση την οποία συνέταξε ο στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank, Jim Reid και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 11 Σεπτεμβρίου 2014: «Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών η παγκόσμια οικονομία έχει κυλήσει από φούσκα σε φούσκα» και τώρα η φούσκα «έχει μεταναστεύσει στην αγορά ομολόγων».
Δεύτερο σήμα κινδύνου
Μπορείς να τυπώνεις όσο χρήμα θέλεις, όπως κάνει η Fed, αλλά αν οι άνθρωποι δεν το δανείζονται και δεν το ξοδεύουν, τότε η οικονομία θα καταρρεύσει.
Ας σκεφθούμε το εξής παράδειγμα: έστω ότι το βράδυ βγαίνω έξω για φαγητό, αφήνω ένα δολάριο φιλοδώρημα στη σερβιτόρα, η σερβιτόρα, με το δολάριο του φιλοδωρήματός μου, παίρνει ταξί για να επιστρέψει στο σπίτι της και ο ταξιτζής, με το δολάριο που του έδωσε η σερβιτόρα, βάζει βενζίνη. Σε αυτό το παράδειγμα, το ίδιο ποσό δολαρίου που ξόδεψα υποστήριξε χρηματοοικονομικά τρεις οικονομικές πράξεις: το φιλοδώρημα, τη μίσθωση ταξί και την αγορά βενζίνης. Άρα, όπως λέμε στην οικονομική επιστήμη, είχε ταχύτητα κυκλοφορίας (velocity) 3. Τι θα συμβεί όμως αν δεν αισθάνομαι καλά και μείνω στο σπίτι, βλέποντας τηλεόραση και μη ξοδεύοντας τίποτε; Τότε η ταχύτητα κυκλοφορίας των χρημάτων μου είναι μηδέν. Αφήνω τα χρήματα στην τράπεζα ή δεν τα ξοδεύω.
Ας δούμε τι συμβαίνει στις ΗΠΑ με την ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος: τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, κυμαινόταν περίπου, κατά μέσο όρο, στο 1,7, αυξήθηκε στη δεκαετία του 1990 και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ανήλθε στο 2,2, αλλά, από το 2000 και μετά, άρχισε να μειώνεται, μέχρι που, το 2014, έφθασε περίπου στο 1,3. Η ραγδαία πτώση της ταχύτητας της κυκλοφορίας χρήματος στις ΗΠΑ σήμερα είναι παρόμοια με εκείνη που συνέβη στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1920, λίγο πριν τη Μεγάλη Ύφεση, που ξέσπασε το 1929. Τότε, όπως και σήμερα, η ταχύτητα της κυκλοφορίας χρήματος στις ΗΠΑ ήταν 1,3.
Το χρήμα που τυπώνει η Fed κινείται σε στενό κύκλο μεταξύ ενός τραπεζικού καρτέλ μέσω swaps. Εξ ου και δεν επέρχεται αύξηση της ταχύτητας της κυκλοφορίας του χρήματος.
Τρίτο σήμα κινδύνου
Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους, οι απώλειες από τα προγράμματα χρηματοοικονομικής διάσωσης επιβαρύνουν τις τράπεζες, οι τράπεζες καθίστανται αφερέγγυες και τελικά η κεντρική τράπεζα, εν προκειμένω η Fed, αναλαμβάνει όλο τον κίνδυνο, φθάνοντας στο χείλος της κατάρρευσης. Οι κεντρικοί τραπεζίτες λένε ότι αυτό δεν πειράζει διότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει ανάγκη κεφαλαίου, εφόσον αυτή καθορίζει την ποσότητα χρήματος. Αυτό είναι ψέμα.
Σήμερα, η Fed έχει αυξήσει την κεφαλαιακή της βάση σε 56,2 δις δολάρια. Για να την αξιολογήσουμε, πρέπει να συγκρίνουμε αυτό το κεφάλαιο με τον ισολογισμό της. Το χρέος που βρίσκεται σήμερα στα λογιστικά βιβλία της Fed είναι 4,3 τρις δολάρια. Άρα, η Fed έχει υποχρεώσεις ύψους 4,3 τρις δολαρίων που «κάθονται» επάνω σε μια κεφαλαιακή βάση 56,2 δις δολαρίων. Πρόκειται για μια πολύ ασταθή κατάσταση.
Η μόχλευση του χρέους (leveraged debt) της Fed είναι ωρολογιακή βόμβα: πριν το 2008, η μόχλευση ήταν περίπου 22 προς 1, δηλαδή υπήρχαν 22 δολάρια χρέους εγγεγραμμένα στα λογιστικά βιβλία της Fed για κάθε 1 δολάριο, ενώ σήμερα η μόχλευση είναι 77 προς 1. Έχει μεν αυξηθεί η κεφαλαιακή βάση της Fed, αλλά το χρέος και γενικά το παθητικό της έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από την κεφαλαιακή βάση της.
Τέταρτο σήμα κινδύνου
Το τέταρτο σήμα κινδύνου συστημικής κατάρρευσης που παρακολουθεί η CIA είναι ο λεγόμενος Δείκτης Δυστυχίας (Misery Index). Πρόκειται για το άθροισμα του ποσοστού της ανεργίας και του πληθωρισμού. Αυτά τα δύο ποσοστά προστίθενται μεταξύ τους και το άθροισμά τους απεικονίζεται σε ένα γράφημα που δείχνει την εξέλιξή του στον χρόνο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αυτός ο δείκτης κυμαινόταν περίπου στο 10, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανήλθε περίπου στο 20, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και μετά κυμαίνεται στην περιοχή του 30. Συγκεκριμένα, σήμερα, ο Δείκτης Δυστυχίας στις ΗΠΑ είναι περίπου 32,89. Αξίζει να σημειωθεί, για να έχουμε ένα ακόμη χρήσιμο μέτρο σύγκρισης, ότι την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, ο Δείκτης Δυστυχίας στις ΗΠΑ ήταν περίπου 27.
Πέμπτο σήμα κινδύνου
Σήμερα, στις ΗΠΑ, υπάρχουν φαινόμενα μαζικής ένδειας και ανεργίας. Συγκεκριμένα, υπάρχουν περίπου 50 εκατομμύρια πολίτες των ΗΠΑ που ζουν με κουπόνια φαγητού (food stamps), ενώ η πραγματική ανεργία στις ΗΠΑ ανέρχεται στο 23 τοις εκατό.
Ο κοινωνικός ιστός διαλύεται.
Σε αντίθεση με τη στενή έννοια της ανεργίας (όπου ακόμη και με μια ώρα απασχόλησης κάποιος δεν λογίζεται ως άνεργος), η «πραγματική ανεργία» είναι πολύ πιο ακριβής και αξιόπιστος τρόπος μέτρησης και αξιολόγησης της ανεργίας. Στην «πραγματική ανεργία» (real unemployment), το Γραφείο Εργασιακής Στατιστικής (Bureau of Labor Statistics) των ΗΠΑ ορθώς συνυπολογίζει εκείνους τους μερικώς απασχολούμενους που θα ήθελαν (αλλά δεν βρίσκουν) θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης, τους ανασφάλιστους εργαζόμενους και άλλους τύπους περιθωριακών μορφών απασχόλησης.
Συνοψίζοντας
Με βάση τα οικονομετρικά δεδομένα, οι ΗΠΑ και ο ευρωατλαντικός γεωοικονομικός χώρος γενικότερα βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια (ή και χειρότερη) με εκείνη της λεγόμενης «Μακράς Ύφεσης» (Long Depression), που διήρκεσε από το 1870 μέχρι το 1900 και την ακολούθησαν, μετά από λίγο, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η λεγόμενη «Μεγάλη Ύφεση» (Great Depression), η οποία διήρκεσε από το 1929 μέχρι το 1940, οπότε ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Οι ΗΠΑ μπορεί να πληγούν από ένα χρηματοοικονομικό «Περλ Χάρμπορ», καθότι έχουν σοβαρές συστημικές οικονομικές αδυναμίες και είναι ευάλωτες σε απειλές από καρτέλ τραπεζιτών και funds, που μπορεί να σχεδιάζουν τη δική τους νέα παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων.
Η ηγεμονία του δολαρίου μπορεί να καταρρεύσει άμεσα και το αμερικανικό χρηματιστήριο μπορεί να υποστεί μια δραματική πτώση της τάξης του 70 τοις εκατό. Εξ ου και πλέον, στις ΗΠΑ, η κεφαλαιαγορά και η νομισματική πολιτική παρακολουθούνται και αναλύονται συστηματικά από τη CIA και το Πεντάγωνο. Επίσης, αυτή η επικίνδυνη κατάσταση, που επιτάσσει τη διαγραφή τουλάχιστον του ενός τρίτου του παγκόσμιου λογιστικού κεφαλαίου (κεφαλαίου «φούσκα»), ενισχύει ποικίλα πολεμικά σενάρια, ειδικά σε περίπτωση που αυτή η λογιστική διαγραφή δεν καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί με μη στρατιωτικά μέσα.
Σε αυτό το πλαίσιο και υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δίδονται ιστορικά μοναδικές ευκαιρές στρατηγικής δράσης σε δυνάμεις που επιθυμούν και έχουν την ικανότητα να προωθήσουν μια εναλλακτική πρόταση μοντέλου πολιτικής οικονομίας γενικά και χρηματοοικονομικού συστήματος ειδικότερα. Το ποιος θα διαμορφώσει τη νέα τάξη μέσα από το επερχόμενο χάος είναι ακόμη ανοικτό ζήτημα.
Ο Ν. Λάος είναι εταίρος της R‐Techno private intelligence company
Το παρόν άρθρο βασίζεται στο βιβλίο του Ν. Λάου, «Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο», που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις Εκδόσεις Λεξίτυπον.