Κύπρος Και Θράκη (Ελλάδα Και Τουρκία).
Κριμαϊκός Πόλεμος Και Ανατολικό Ζήτημα. Η Περιφερειακή Γεωιστορική Και Γεωπολιτική Διάσταση.
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Ευρώπη», είναι μια πλανώμενη ιστορική και πολιτική αοριστολογία, η οποία προϋπόθεση της έχει ένα μόνο και καθόλου αυτονόητο δεδομένο: ότι οι εκτρωματικές «ισορροπίες» που επετεύχθησαν κάποτε (το 1854) στον μεσογειακό χώρο και δημιούργησαν -παγιούμενες μέσω αυτών- τους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα διαρκέσουν επ' άπειρον. Η όλη πολιτική ύπαρξη της Ευρώπης, και της «Δύσεως» γενικότερα, στηρίζεται σε ένα και μόνο γεγονός: στην έκβαση του κριμαϊκού πολέμου... Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου ἤδη καὶ τῶν ἰταλικῶν Δημοκρατιῶν, ἡ Μαύρη Θάλασσα ἦταν ὁ κύριος σκοπὸς κάθε ἐμπορικῆς δραστηριότητος στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Ἡ Μαύρη Θάλασσα καὶ ἡ μικρασιατικὴ ἐνδοχώρα ἀποτελοῦν -ἀπὸ ὑπάρξεως ἱστορίας- χώρους οἰκονομικὰ συμπληρωματικούς... ὁ χῶρος τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου (καὶ κατ' ἐπέκταση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς) δὲν εἶναι ἁπλῶς «στρατηγικῆς σημασίας», ὅπως ἐκτιμοῦν οἱ τρέχοντες εἰδικοί. Εἶναι ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη, καὶ ἦταν ἀνέκαθεν τέτοιος... Ἡ ἔννοια τῆς «στρατηγικῆς» σημασίας εἶναι διάφορη ἀπὸ τὴν τῆς «ζωτικῆς». «Στρατηγικὴ» σημαίνει ὅτι εἶναι ἴσως κάτι τώρα ἀπαραίτητο, αὔριο ὅμως μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι. «Ζωτικὴ» ἀντίθετα σημαίνει κάτι πού δὲν μπορεῖ νὰ πάψη νὰ εἶναι... δὲν ὑπάρχει μία Εὐρώπη, ἀλλά ὡς γεωπολιτικὲς ἑνότητες (μὲ ἄκρως διάφορες πολιτιστικὲς προϋποθέσεις, καθὼς ἀπαιτεῖ ἡ φυσικὴ τάξη πραγμάτων) τουλάχιστον τέσσαρες. Ὑπάρχει μιὰ δυτικὴ Εὐρώπη, μιὰ κεντρικὴ Εὐρώπη (Mitteleuropa), μιὰ νοτιοανατολικὴ (δηλαδή μιὰ βαλκανική, πού ἀποτελεῖ τὴν κυρίως Εὐρώπη, καὶ τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι ἡ Μαύρη Θάλασσα) καὶ μιὰ ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ μεσογειακὴ Εὐρώπη. Ἂν συνεπῶς τίθεται πρόβλημα Εὐρώπης, αὐτὸ συνίσταται στὴν ὀργανικὴ σύνδεση τῶν φυσικῶν αὐτῶν περιοχῶν.
Κριμαϊκός Πόλεμος και Θράκη
Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία γιὰ τὴν παλαιὰ εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ ἀποτελοῦσαν ἁπλῶς γεωγραφικὲς ἐκτάσεις, οἱ ὁποῖες ἀπὸ κοινοῦ συγκροτοῦσαν ἑνιαῖαν γεωπολιτικὴν ὀντότητα σὰν ἀποτέλεσμα τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου. Ὁ πόλεμος αὐτός, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς δύο παγκοσμίους πολέμους ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ μίας ἱστορικῆς ἑνότητος, ὑπῆρξε ὁ σπουδαιότερος στὴν νεώτερη πολιτικὴ ἱστορία τῆς Εὐρώπης, διότι κατήργησε τὸ σύστημα τῆς «Ἱερᾶς Συμμαχίας» (οὐσιαστικὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς μοναρχίας τῶν Ἀψβούργων) καὶ ἔφερε τὶς πολιτικὲς ἀναδιατάξεις στὴν σύνθεση τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν πού διετηρήθησαν ὡς τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ὑπῆρξε ἐξαιρετικὰ πολυαίμακτος σχετικὰ μὲ προηγουμένους, διότι ὑπῆρξε πόλεμος «προηγμένης τεχνολογίας». Σ’ αὐτὸν ἔχρησιμοποιηθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ μηχανοκίνητα σιδερένια πλοῖα καὶ νέου τύπου ὄπλα (Paixhans-Hau-bitze), τὰ ὁποῖα ἐπέτρεψαν στοὺς Ρώσσους νὰ βουλιάξουν ἐν ἀκαρεῖ τὸν παλαιοῦ τύπου στόλο τῶν Τούρκων στὴν Σινώπη καὶ νὰ προκαλέσουν ἔτσι τὴν ἀνάμιξη τῶν δυτικῶν δυνάμεων. Ἐκόστισε κοντὰ στὸ ἕνα ἑκατομμύριο θύματα (τὸ Βατερλώ π.χ. εἶχε περίπου 50.000.
Σημείωσις: Ἀναφέρομε μερικὲς λεπτομέρειες γι’ αὐτόν, ὄχι μόνο διότι θὰ μᾶς χρειασθοῦν γιὰ τὴν κατανόηση κάποιων τρεχόντων ζητημάτων, ἄλλα καὶ γιατί αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι ἄγνωστος ἐν Ἑλλάδι, ἀφοῦ δὲν μνημονεύεται καν στὰ σχολεῖα. Ὡς «ἱστορία» γι’ αὐτὰ μεταξὺ 1821 καὶ 1921 εἶναι -γιὰ τὴν Γ Λυκείου- ἐπὶ ΠΑΣΟΚ τῷ 1984 οἱ πρὸ τοῦ 21 «κοινοτικὲς» σχέσεις!...).
Οἱ ἀπώτερες αἰτίες τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου ἀνάγονται στὶς μεταρρυθμιστικὲς προσπάθειες τοῦ Μαχμοὺτ τοῦ Β, τὶς ὁποῖες πραγματοποίησε ὁ γυιὸς του Ἄβδουλ Μεζὶτ ὁ Α διὰ τοῦ «Χατὶ Σερὶφ» τοῦ Γκιουλχανέ. Διὰ τοῦ διατάγματος αὐτοῦ ἐκηρύσσετο θρησκευτικὴ ἰσότης γιὰ ὅλους τούς ὑπηκόους τῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ καθεστὼς αὐτὸ διευκόλυνε τὴν μεγαλύτερη διείσδυση τῶν δυτικῶν δυνάμεων ὡς προστάτιδων τῶν μὴ ὀρθοδόξων, πράγμα πού ἡ Ρωσσία εἶδε σὰν ὑπονόμευση τῶν δικῶν της συμφερόντων, ἀφ’ οὗ, βάσει παλαιοτέρων συνθηκῶν, ἦταν προστάτις τῶν ὀρθοδόξων.
Ὅταν τῷ 1852 ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπῆρε ὡς προνόμιο τὰ κλειδιὰ τῆς πόρτας ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Βηθλεέμ, τὸν ἑπόμενο χρόνο ἡ Ρωσσία ἐκήρυξε τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Σουλτάνου (τὰ τῶν «κλειδιῶν» καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περιουσία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκεῖ ἀκόμη δὲν ἔχουν ρυθμισθῆ). Πάντως τῷ 1854, δηλ. διαρκοῦντος τοῦ πολέμου αὐτοῦ, ὁ γάλλος μηχανικὸς Φ. Λεσσὲψ συνεφώνησε διὰ συμβολαίου μὲ τὸν ἀντιβασιλέα τῆς Αἰγύπτου τὴν κατασκευὴ τῆς διώρυγας τοῦ Σουέζ, πού θὰ ἄρχιζε λίγο μετὰ τὸν πόλεμο. Ἕνας ἀκόμη λόγος γιὰ τὸν πόλεμο αὐτὸν ἀπὸ εὐρωπαϊκῆς πλευρᾶς ἦταν καὶ ἡ ἀνώμαλη κοινωνικὴ κατάσταση τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία εἶχε ἐκδηλωθῆ λίγο πρὶν μὲ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1848-9.
Ἀπὸ τὸν πόλεμο αὐτόν, πού εἶναι ὁ πρῶτος «πόλεμος θέσεως» στὴν Ἱστορία, προέκυψαν γιὰ ὅλους ζημιὲς καὶ ὠφέλειες, πέραν τῶν γενικῶν διαμορφώσεων πού ἔφερε στὴν πολιτικὴ δομὴ τῆς Εὐρώπης. Γιὰ τὴν Ρωσσία, προέκυψε ἡ ἀνάγκη βαθειῶν ἐσωτερικῶν μεταρρυθμίσεων, γιὰ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, μιὰ τεχνικὴ παράταση ζωῆς, γιὰ τὴν Γαλλία ἐπίτευξη τῶν πολιτικῶν βλέψεων τοῦ Ναπολέοντα (τοῦ Γ), καὶ γιὰ τὴν Ἀγγλία μιὰ ἀχανὴς ἀγορά, ὅπου, μὲ μίαν ἐπιβάρυνση 5% ἐπὶ τῶν προϊόντων της, θὰ μποροῦσε ἄνετα ἡ σφριγώδης βιομηχανία της νὰ ἀντιστάθμιση τοὺς ὑψηλοὺς τελωνειακοὺς δασμοὺς πού ἐπέβαλαν οἱ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς χῶρες πρὸς προστασία τῶν δικῶν τους προϊόντων.
Τὸ κυριώτερο ὅμως ἀποτέλεσμα τοῦ πολέμου αὐτοῦ ἦταν ἡ ἐξασφάλιση γεωπολιτικῶς τῶν νοτιοανατολικῶν συνόρων της Εὐρώπης, ἀφήνοντας πάντως ἄλυτο τὸ πρόβλημα τῶν νοτιοδυτικῶν συνόρων της Ρωσσίας. Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία τώρα ἀποτελοῦσαν ἑνιαία γεωπολιτικὴ περιοχὴ τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ διατηρηθῆ κατὰ πᾶσαν μελλοντικὴ ἀναδιάταξη τῶν Βαλκανίων. Ἐπεῖγον κατέστη τὸ πρόβλημα μὲ τὴν μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια δημιουργία τῆς Βουλγαρίας. Ὄντως μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους ἡ Ἑλλάδα αὐξήθηκε πρὸς Βορρᾶν, οἱ ἐγγυήσεις ὅμως τῆς βόρειας ὑπάρξεώς της σὰν κράτους θὰ ἀνήγοντο στὰ ἀποτελέσματα τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου διὰ τῆς μονίμου παρουσίας σ’ αὐτὴ τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητος τῆς Θράκης! Ἐνῷ δηλαδὴ οἱ ἀνταλλαγὲς πληθυσμῶν στὰ πλαίσια τῆς πρώην Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀποτελοῦν μίαν συνεχῆ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας κατάσταση (περίπτωση Βουλγαρίας), ἄλλοτε ὁμαλὰ καὶ ἄλλοτε ἀνώμαλα (περίπτωση «μικρασιατικῆς καταστροφῆς», ἡ ὁποία μὲ τὸ ὑφιστάμενο κουρδικὸ πρόβλημα ἔχει ἄμεση σχέση αἰτίας-ἀποτελέσματος), ἡ μουσουλμανικὴ μειονότητα τῆς Θράκης ἀποτελεῖ μόνιμο θέμα ἀμηχανίας στοὺς λόγους τῶν ἀνίδεων ἑλλήνων πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν σ’ αὐτὴ αἰτία παχύρευστου ἐκθειασμοῦ τῶν «δημοκρατικῶν ἀρετῶν» τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἀγνοοῦν πλήρως, ὅτι ἀκριβῶς ἡ ὕπαρξη αὐτῆς τῆς μειονότητος ἐκεῖ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς δικῆς των ψηφοθηρικῆς δραστηριότητος, καθ’ ὅ ἐγγύηση τῆς Ἑλλάδος σὰν κράτους!
Ἡ ὕπαρξη τῆς μειονότητος αὐτῆς σημαίνει ἱστορικὰ τὸ ἑξῆς: ἂν ποτὲ ἤθελαν ἀμφισβητηθῆ τὰ ἀποτελέσματα τῆς γεωπολιτικῆς σημασίας τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου, εἴτε μὲ ἀπαιτήσεις τῶν παρακειμένων σλαβικῶν κρατῶν εἴτε μὲ ὑποκίνηση τῆς Ρωσσίας, τότε ὁ ἀπαιτῶν νὰ ἔχη νὰ ἀντιμετώπιση ἀπὸ κοινοῦ Ἑλλάδα καὶ Τουρκία, καὶ ὄχι τὸ ἀμφιβόλου κατασκευῆς κράτος Ἑλλάδα. Μέσα στὸ σύνολο τῶν σκέψεων αὐτῶν καὶ στὴν ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ γεωπολιτικοῦ ρόλου ἐδέχθηκε καὶ ἡ Τουρκία νὰ παραχωρήση τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου στὴν Ἑλλάδα, προκειμένου νὰ παραμείνη στὴν ἀνατολικὴ Θράκη.
Γ' και Δ' αραβοϊσραηλινός πόλεμος, Κύπρος και Ελλάδα
Βλέπομε ἐν συντομίᾳ ἔτσι, ὅτι ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία ἀπετέλεσαν θεωρητικῆς σημασίας γεωγραφικὲς ἐκτάσεις γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ πολιτική, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν σ’ αὐτὲς ἐκατοικοῦσαν ἄνθρωποι ἤ πρόβατα. Τὴν αὐτὴν σημασία θὰ ἐτηροῦσαν ἀναγκαστικὰ καὶ μετὰ τὸν β’ παγκόσμιο πόλεμο. Μόνο πού τώρα, μὲ τὴν κατοχύρωση τῶν νοτιοδυτικῶν συνόρων τῆς Σοβ. Ἑνώσεως καὶ ἄρα τὴν πλήρη ἐγκατάλειψή τους στὶς «ἐλευθερίες» τοῦ δυτικοῦ κόσμου (ὁ Στάλιν μπορεῖ νὰ ἦταν ἀλλεργικὸς μὲ τὴν «Δημοκρατία», ὑπῆρξε ὅμως ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους στρατηγικοὺς νόες πού ἐγνώρισε ὁ σύγχρονος κόσμος), ὁ χαρακτήρας αὐτὸς ἐφάνηκε πιὸ καθαρά, σχεδὸν μηχανικὰ θὰ ἔλεγε κανείς. Ἔτσι π.χ. μὲ τὰ γεγονότα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς τὸ 1967 ἐχρειαζόταν ἕνα «σταθερὸ» καθεστὼς στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀμερικανικῶν βάσεων. Ἰδοὺ λοιπὸν μιὰ δικτατορία στὴν Ἑλλάδα ἀκριβῶς δύο μῆνες πρίν. Καὶ ὅταν τὸ 1974 ὁ ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν Χένρυ Κίσιγκερ ἐπιτυχαίνη τὶς συμφωνίες καταπαύσεως τῶν ἐχθροπραξιῶν μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ Ἰσραὴλ (18 Ἰαν. 1974) καὶ Συρίας καὶ Ἰσραὴλ (31 Μαΐου 1974), ἀκριβῶς δύο μῆνες μετὰ ἐπανακάμπτει μέσῳ τῶν «ἀντιστασιακῶν» (!) καὶ ἡ «Δημοκρατία» στὴν Ἑλλάδα. Ὅτι βέβαια τὰ στρατιωτικὰ ἀποτελέσματα ὅταν γίνουν θέματα «συνομιλιῶν» θεωροῦνται πολιτικῶς τελειωμένα, εἶναι ἕνας παληὸς κανόνας.
Ἀπόδειξη π.χ. τὸ Κυπριακό, τὸ ὁποῖον κατ’ ἀνάγκην ἐδημιουργήθηκε μετὰ τὰ μεσανατολικά, διότι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ριχάρδου τοῦ Λεοντόκαρδου ἦταν σαφῶς γνωστὴ ἡ σημασία τῆς Κύπρου γιὰ ὅλες τὶς ἐπιχειρήσεις τῆς Εὐρώπης στὴν περιοχὴ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς (*). Ἐπὶ 15 χρόνια τὸ Κυπριακὸ ἀποτελεῖ θέμα συνομιλιῶν, συναντήσεων, διαμεσολαβήσεων καὶ ἐπαφῶν, παραμένει ὅμως ὡς πραγματικὸ πρόβλημα ἄλυτο (ὡς πολιτικὸ εἶναι ἤδη λυμένο, διότι δὲν ὑφίσταται ὡς τέτοιο πρόβλημα ἀφοῦ ὑπαγορεύεται ἀπὸ συγκεκριμένες ἀνάγκες, καλὲς ἤ κακές, τῶν ὁποίων ἡ λύση ὑπάγεται σὲ γενικώτερα πλαίσια πού ἐπὶ τοῦ παρόντος δὲν ἔχουν ἀκόμη διαμορφωθῆ). Τὸ 1980 τὰ προβλήματα φεύγουν ἀπὸ τὴν Μέση Ἀνατολὴ καὶ μετατοπίζονται στὸν περσικὸ κόλπο. Ἄρα χρειάζεται «Δημοκρατία» στὴν Ἑλλάδα, ἐνῷ ἀντίθετα ἕνα «ἰσχυρὸ» καθεστὼς στὴν Τουρκία. Ἰδοὺ πράγματι ἡ Δικτατορία στὴν Τουρκία!... Ἂν ἡ «Δημοκρατία» μετὰ ταῦτα δὲν ἐπανέκαμψε καὶ πάλι ἀποτόμως στὴν Τουρκία, ὅπως στὴν Ἑλλάδα, εἶναι ἀκριβῶς γιατί μὲ τὴν «ἰσλαμικὴ ἐπανάσταση» τοῦ Ἰράν οἱ συνθῆκες εἶναι αἰσθητῶς διαφορετικὲς μακροπροθέσμως ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς μεσογειακῆς περιοχῆς. Δηλαδὴ στὴν ἴδια τὴν Τουρκία.
Επίλογος
Σήμερα πού μὲ τὶς τρέχουσες πολιτικὲς διαμορφώσεις αὐτὰ ἔχουν ἤδη καταστῆ «ἀπώτατον παρελθόν», μποροῦμε νὰ τὰ ἐξετάσωμε λογικώτερα κάπως. Ἀπὸ τὴν τεχνικὴ εὐχέρεια τῶν πραγμάτων βλέπομε, ὅτι τόσο ἡ Ἑλλάδα ὅσο καὶ ἡ Τουρκία ἀποτελοῦν θεωρητικῆς φύσεως σχήματα, πού δὲν προγραμματίζεται ἡ χρήση τους ἐπὶ μακροχρονίου βάσεως ἄλλα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς στιγμῆς. Γιὰ τὸ ἀντίθετο ἀπαιτεῖται βέβαια ἡ ὕπαρξη κάποιου προγράμματος, τὸ ὁποῖον, ὄπως εἴπαμε, μεταπολεμικῶς δὲν παρεσχέθη ὁ χρόνος νὰ ὑπάρξη. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς χῶρες, πέραν ἀπὸ τὶς «συνταγματικὲς» βιτρίνες καὶ τὶς «ἐκλογές», κρατήθηκαν στὰ πλαίσια τῆς Δύσεως ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν: μὲ συνεχῆ κοινωνικὴ δικτατορία, ὅπου ἕνας συνταγματάρχης ἐπάνω ἕνας κάτω δὲν εἶχε σημασία. Εἰδικώτερα στὴν περίπτωση τῆς Ἑλλάδος, φαίνεται αὐτὸ καθαρὰ καὶ μετὰ τὴν δικτατορία.
Τὰ ὠξυμμένα προβλήματα τῶν ἀραβικῶν ἐθνισμῶν, πού ἀναγκαστικὰ θὰ ἐμφανίζονταν μετὰ τὰ γεγονότα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς μέσα στὶς διαδικασίες τῶν μακροχρονίων «συνομιλιῶν» -καὶ τὰ ὁποῖα, ἀκριβῶς ἀφοῦ ὑπῆρχαν τυπικὰ οἱ «συνομιλίες» δὲν ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ ποινικοποιηθοῦν ὡς «τρομοκρατία»-, ἀπαιτοῦσαν καὶ ἀνάλογους τρόπους ἀντιμετώπισης. Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ «κοινοβουλευτικὴ» Ἑλλὰς ὡς ἕνα εἶδος ἐπιτελείου τῆς μεσογειακῆς τρομοκρατίας. Γιὰ νὰ ἐλεγχθῆ ἡ τρομοκρατία τῆς μέσης Ἀνατολῆς, χρειάζονται ἀνάλογες «προσβάσεις», δηλαδὴ μιὰ «φιλοαραβικὴ» καὶ «ἀντιϊσραηλινὴ» Ἑλλάδα γεμάτη πράκτορες πού νὰ συμμετέχουν σὲ τρομοκρατικὲς ἐπιχειρήσεις. Ἡ ἀρχὴ τῶν πραγμάτων ἀνάγεται βέβαια στὴν «ἀντίσταση» κατὰ τὴν περίοδο τῆς Χούντας: Ἕλληνες «ἀγωνιστὲς» ἐκπαιδεύονται σὲ στρατόπεδα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, μαθαίνοντας πρόσωπα, ὀργανώσεις καὶ καταστάσεις, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο πού κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ «ἀντικομμουνισμοῦ» καὶ τοῦ ψυχροῦ πολέμου οἱ πιὸ «ἔνθερμοι μαρξιστὲς» ἦσαν οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς ΚΥΠ.
Γεράσιμος Κακλαμάνης
(*) Από τότε που πάτησε το πόδι του στην Κύπρο ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, το νησί έγινε ένα όργανο ανταγωνιστικών δυνάμεων σε μια εύφλεκτη περιοχή, ενώ γινόταν όλο και πιο σημαντικό καθώς νέες δυνάμεις αναδύονταν και δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους. Από επίκεντρο της διαμάχης Βενετών-Οθωμανών έγινε μια περιοχή αγγλο-γαλλικής και ακολούθως αγγλο-ρωσικής διαμάχης για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Σε μικρότερη κλίμακα, η Μεθώνη της νότιας Πελοποννήσου υπέφερε εξ αιτίας εξωτερικών στρατηγικών φιλοδοξιών (όπως γενικά η Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων) και οι κάτοικοι της υπέστησαν κατά καιρούς διάφορες σφαγές στα χέρια των Οθωμανών, που προσπαθούσαν να αποσπάσουν το φρούριο τους από τη Βενετία. Τουλάχιστον από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, παρόμοιες δυνάμεις ανταγωνίζονται γύρω από την Κύπρο. Οι Βρετανοί απέκτησαν το πάνω χέρι στη Μεσόγειο και προσπάθησαν να ανακόψουν τη ρωσική επιρροή υποστηρίζωντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εξάλλου, μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προστέθηκαν οι ΗΠΑ, ενώ ένα εκ νέου επινοημένο Ισραήλ εδραίωνε τη θέση του. Σε αυτό το κοκτέιλ δυνάμεων μπορούμε να προσθέσουμε τώρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και η δύναμη της είναι μάλλον οικονομική παρά στρατιωτική. Επίσης, καθώς δεν διαθέτει καμία άξια λόγου κοινή εξωτερική πολιτική, η ΕΕ είναι διαιρεμένη ανάμεσα σε όσους κλίνουν προς τη γραμμή Βρετανίας-ΗΠΑ-Ισραήλ στη Μέση Ανατολή (κυρίως τους πρώην δορυφόρους της ΕΣΣΔ) και όσους έχουν μια περισσότερο φιλοευρωπαϊκή τάση και βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία. Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου -ή τουλάχιστον της κάπως τεχνητής και διογκωμένης ιδεολογικής διαίρεσης- άφησε ένα πνευματικό κενό όσον αφορά στην αποτελεσματική εξήγηση του τι ακριβώς είναι ή έχει γίνει το «διεθνές σύστημα», αν υπάρχει όντως ένα σαφώς καθορίσιμο σύστημα και όχι μια μακραίωνη αμφιταλάντευση ανάμεσα σε χάος και τάξη.
William Mallinson - Το τότε είναι τώρα. Κύπρος. Το γεωϊστορικό εργαλείο.
...η θέση της Κύπρου απέναντι από τη Μέση Ανατολή, η ευρωπαϊκή θέση της και η συνύπαρξη της ελληνικής και της τουρκικής θρησκευτικής και γλωσσικής ταυτότητας την έχουν καταστήσει έναν πραγματικό μικρόκοσμο στον οποίο μπήγονται τα νύχια της γεωστρατηγικής φιλοδοξίας, τουλάχιστον από την εποχή των Ρωμαίων, τους οποίους διαδέχθηκαν οι Βυζαντινοί, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, οι Λουζινιάν, οι Βενετοί, οι Οθωμανοί, οι Βρετανοί και, σήμερα, ένα πλήθος «παικτών», μεταξύ των οποίων η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ρωσία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ισραήλ, πέρα από τους ίδιους τους Κύπριους...
Η μετά-ιμπεριαλιστική εστία της Ανατολικής Μεσογείου
Η Κύπρος είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία δεν διαθέτει πλήρη έλεγχο επί της εξωτερικής πολιτικής της, όπως καθιστούν σαφές οι συνθήκες του 1960 για την ίδρυση της δημοκρατίας. Αυτό είναι ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού που εννοούσε ο Γκουιτσιαρντίνι όταν είπε ότι τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα. Εδώ μιλάμε για έλεγχο από εξωτερικές δυνάμεις. Μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό ανατρέχοντας σε μια κλασσική ιστορική προσέγγιση, κύριο θέμα της οποίας είναι η έμμονη της σημερινής Βρετανίας με τη ρωσική ισχύ, η οποία εξακολουθεί να υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια. Πολύ πριν εμφανιστεί η βρετανική εμμονή με τη Ρωσία, η Κύπρος ήταν ήδη μια περίοπτη περιοχή για δυνάμεις όπως η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, οι Γαλλο-Άγγλοι (με λίγα λόγια ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος), οι Φράγκοι, η Βενετία και η Οθωμανική Κωνσταντινούπολη (*).
Αν και οι πρώτοι Ρώσοι ήταν εχθρικοί έναντι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν πια εκχριστιανιστεί και ήταν σύμμαχοι της Κωνσταντινούπολης. Μετά από το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 ο ρωσόφωνος και ελληνόφωνος κόσμος άρχισε να αναπτύσσει ένα κοινό ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση της δύναμης του Ισλάμ.
Η εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Καύκασο, μετά από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς το 1453 (σε αυτή τη κληρονομια ανήκει το πρόβλημα της Τσετσενίας), ήρθε πριν η Ρωσία να αναπτύξει πλήρως τις στρατιωτικές της δυνατότητες' όταν όμως αυτές αναπτύχθηκαν, ξεκίνησε η προέλαση προς το νότο, συχνά υπό Ορθόδοξη Χριστιανική, όσο και εδαφική (στρατηγική) σημαία. Τουλάχιστον από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού, ο Καύκασος και έπειτα τα Βαλκάνια αποτελούσαν σε διάφορους βαθμούς περιοχές σύγκρουσης ανάμεσα στους Οθωμανούς Μουσουλμάνους και τους Ρώσους Χριστιανούς.
[Σημ. Δ`~. στο άλλο μέτωπο, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα, και δεν είναι άλλο από αυτό της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, ο Ιβάν ο Τρομερός ηττάται από ένα συνασπισμό Σουηδών, Δανών, Πολωνών και Λιθουανών -μια παρόμοια συμμαχία προσπαθούν να επανασυστήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτή την περίοδο- αλλά τίθενται τα θεμέλια της εξόδου στη Βαλτική, η οποία θα εκπληρωθεί στις αρχές του 18ου αιώνα μέσω του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου - «Τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα»].
Η παλαιά συμμαχία του Βυζαντίου με την πρώιμη Ρωσία εκδηλώθηκε στην πλέον απροκάλυπτη μορφή της υπό τη Μεγάλη Αικατερίνη [η οποία ήταν γερμανικής καταγωγής], όταν εκείνη έστειλε μια αποστολή για την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1769-70. Αν και η αποστολή απέτυχε να ανακαταλάβει την ηπειρωτική Ελλάδα, κάποια νησιά πέρασαν στην κατοχή της Ρωσίας.
Όμως σημαντικότερη ήταν η Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, με την οποία η Ρωσία απέκτησε το δικαίωμα να προστατεύει τους Χριστιανούς Ορθόδοξους εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κάτι σημαντικό και ανησυχητικό για τη μελλοντική βρετανική ιμπεριαλιστική στρατηγική, δικαιώματα διάπλου σε ύδατα υπό οθωμανικό έλεγχο. Μετά από λίγα χρόνια μια εμπορική συνθήκη, επέτρεψε σε πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας να πλέουν υπό ρωσική σημαία, διασφαλίζοντας έτσι την ανάπτυξη του ελληνικού εμπορικού στόλου δίχως οθωμανικές επεμβάσεις, πολύ πριν απελευθερωθεί η Ελλάδα.
Ο βρετανικός παράγοντας
Αν και εκείνη την εποχή βασική μέριμνα της Βρετανίας ήταν η ανάσχεση της γαλλικής επαναστατικής δύναμης, το 1791 ο Ουίλλιαμ Πέτ (William Pitt) ο Νεότερος κατήγγειλε την υποτιθέμενη φιλοδοξία της Ρωσίας να διαμελίσει την Τουρκία: η Μεγάλη Αικατερίνη επιθυμούσε πράγματι να κάνει τον εγγονό της αυτοκράτορα μιας νέας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τώρα πια η Βρετανία όδευε προς την αυτοκρατορική ακμή της και συνεπώς ξεκινούσε να συμπεριφέρεται «γεωστρατηγικά».
Έτσι, στις αρχές του νέου αιώνα και ιδίως μετά από το Συνέδρια της Βιέννης, η Ρωσία γινόταν ταχύτατα ο κύριος εφιάλτης της Βρετανίας (παρά το τετριμμένο ζήτημα της «Λαμπράς Απομόνωσης» [«Splendid Isolation»]).
Παρά την όποια λανθάνουσα εχθρότητα που υπήρχε, και υπάρχει μέχρι σήμερα, προς τη Γαλλία, η ενδεχόμενη ρωσική επιρροή στη Μεσόγειο και η ανερχόμενη δύναμη της Πρωσίας -και αργότερα της Γερμανίας- βοήθησαν τη Βρετανία να πλησιάσει τους Γάλλους. Εδώ μπορούμε ήδη να διακρίνουμε τους σπόρους της εμμονής του Μακάιεντερ με τη ρωσο-γερμανική συμμαχία που πίστευε ότι θα απειλούσε τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η συνακόλουθη στήριξη της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί να ανιχνευθεί σε αυτήν την περίοδο: εξηγεί την επαμφοτερίζουσα στάση της Βρετανίας έναντι της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ουσιαστικός στόχος της Βρετανίας ήταν να διασφαλίσει ότι η ρωσική επιρροή σε μια υποθετική ανεξάρτητη Ελλάδα δεν θα απειλούσε τα συμφέροντά της στην Μεσόγειο.
Η Βρετανία φοβόταν έναν ρωσο-τουρκικό πόλεμο στον οποίο η Ρωσία θα ενίσχυε περισσότερο τη θέση της έναντι των Οθωμανών, όπως είχε ήδη κάνει, για παράδειγμα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Κάϊναρτζή. Έτσι η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι η καλύτερη ελπίδα για να επεκτείνει σε κάποιο βαθμό τον έλεγχό της στη Ρωσία στην περίπτωση ενος ρωσο-τουρκικού πολέμου ήταν μια συμφωνία. Αυτή υλοποιήθηκε με τη μορφή του αγγλο-ρωσικού Πρωτοκόλλου της 4ης Απριλίου του 1826 με το οποίο η Βρετανία θα προσέφερε μεσολάβηση με στόχο τη μετατροπή της Ελλάδας σε αυτόνομο κράτος, υποτελές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, είναι σημαντικό ότι αν αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί, οι δύο δυνάμεις θα μπορούσαν να παρέμβουν από κοινού ή ξεχωριστά.
Αυτή η φαινομενικά δευτερεύουσα λεπτομέρεια θα αποδεικνυόταν ζωτικής σημασίας για την ελληνική ανεξαρτησία, καθώς η Ρωσία όντως αύξησε την πίεση της στους Οθωμανούς και πίεσε τη διστακτική Γαλλία και τη Βρετανία να λάβουν πιο δραστικά μέτρα υπέρ των Ελλήνων.
Το Σεπτέμβριο του 1827 η ρωσική πίεση υποχρέωσε τη Βρετανία και τη Γαλλία να συμφωνήσουν ώστε να αποκόψουν προμήθειες που μεταφέρονταν δια θαλάσσης προς τις οθωμανικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο και σε κάποια ελληνικά νησιά. Τον επόμενο μήνα ακολούθησε η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου καταστράφηκε ο τουρκο—αιγυπτιακός στόλος ανοίγοντας το δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία. Παρά τη διαφωνία γύρω από την έναρξη των εχθροπραξιών (υποτίθεται ότι ο βρετανο-γαλλο-ρωσικός στόλος θα ήταν ουδέτερος), η τακτική της Βρετανίας για ανάσχεση της Ρωσίας αποδείχθηκε ανεπιτυχής, τουλάχιστον στο ελληνικό πλαίσιο. Είναι ωστόσο επίσης γνωστό ότε ο Ναύαρχος Κόδριγκτων, ο ανώτατος διοικητής του συμμαχικού στόλου, ήταν Φιλέλληνας. Όταν έφτασαν στο Λονδίνο τα νέα για την ήττα του οθωμανικού στόλου, ο Υπουργός Εξωτερικών Ουέλλινγκτον την αποκάλεσε «ατυχές συμβάν», ενώ ο υποστηρικτής των Οθωμανών Μέττερνιχ την περιέγραψε ως «φοβερή καταστροφή». Ίσως περισσότερο από ό,τι η Βρετανία τότε, ο Μέττερνιχ ήταν κατ' εξοχήν οπαδός του ρεαλισμού και της γεωστρατηγικής και δεν μασούσε τα λόγια του: είχε πει για τους Έλληνες ότι «εκεί κάτω, πέρα από τα σύνορά μας, τρεις ή τέσσερις χιλιάδες κρεμασμένοι, παλουκωμένοι ή με κομμένο το λαρύγγι δεν έχουν και πολλή σημασία». Είχε επίσης αποκαλέσει τους Ναπολιτάνους ένα «ημιαφρικανικό και βάρβαρο λαό».
Δεν μας εκπλήσει το γεγονός ότι ήθελε να εξαφανίσει την επιρροή του Καποδίστρια, του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας και Έλληνα (ο οποίος έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Ελλάδας). Ο Καποδίστριας, ο οποίος υποστήριζε την ανεξαρτησία της Ελλάδας και εθεωρείτο ηγέτης της φιλορωσικής τάσης στην ελληνική πολιτική, παρέμεινε ένα αγκάθι στα πλευρά των βρετανικών ιμπεριαλιστικών σχεδίων για καιρό μετά από τη δολοφονία του το 1831. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι οι Βρετανοί εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να φοβούνται τον λανθάνοντα «καποδιστριανισμό».
Η εμμονή με τη Ρωσία
Η εμμονή της Βρετανίας με τη Ρωσία μπορεί να συνδεθεί άμεσα με τη σημερινή εποχή, όπως θα δούμε, ακόμα κι αν «τα χρώματα διαφέρουν», όπως θα έλεγε ο Γκουιτσιαρντίνι. Το αύξον ενδιαφέρον της Βρετανίας για τη ρωσική ισχύ συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο στην επονείδιστη δήλωση του σερ Έντμοντ Λάιονς (Sir Edmond Lyons) το 1841:
Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι ένας παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να είναι αγγλική ή ρωσική, και καθώς δεν πρέπει να γίνει ρωσική, είναι αναγκη να είναι αγγλική.Εδώ μπορούμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στον Λάιονς και τον Ουίνστον Τσώρτσiλ, δεδομένου ότi ο δεύτερος συμφώνησε με τον Στάλιν, στην περίφημη συμφωνία των ποσοστών, ότι η Ελλάδα θα ήταν «10% ρωσική και 90% αγγλική». Εδώ βλέπουμε την αταβιστική συνέχεια της βρετανικής ιμπεριαλιστικής «γεωστρατηγικής» η οποία, όπως θα δούμε, συνεχίζεται μέχρι σήμερα έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Η Βρετανία θα ανέπτυσσε περαιτέρω την αυτοκρατορία της, ιδιαίτερα στην Αφρική, όμως ήδη από το 1815 κατείχε τα νησιά του Ιονίου. Το 1848, έτος της «ευρωπαϊκής επανάστασης» (στο οποίο ο Μέττερνιχ εξορίστηκε στο Λονδίνο) είδε την ανάδυση και άλλων ελληνικών κινημάτων ανεξαρτησίας, όχι μόνο σε τμήματα του ελληνόφωνου κόσμου που ελέγχονταν από τους Οθωμανούς αλλά και στα νησιά του Ιονίου.
Αντί η Βρετανία να απαντήσει ευνοϊκά, προέβαλε αξιώσεις για δύο νησάκια έξω από την ακτή της Πελοποννήσου ισχυριζόμενη ότι ανήκαν επίσης στο Ιόνιο Πέλαγος (και πράγματι ανήκαν!).
Όμως η χειρότερη περίπτωση ιμπεριαλιστικού αυταρχισμού ήταν η περίφημη υπόθεση του Δον Πατσίφικο το 1850. 0 Δον Πατσίφικο ήταν ένας Εβραίος από το Γιβραλτάρ το σπίτι του οποίου στην Αθήνα είχε καταστραφεί στη διάρκεια ταραχωδών διαδηλώσεων το Πάσχα. Οι Βρετανοί απέκλεισαν τον Πειραιά για να επιβάλλουν αποζημιώσεις και αρχικά αποδέχτηκαν αλλά ακολούθως απέρριψαν τις προσφορές των Γάλλων για διαμεσολάβηση. Τελικά ο βασιλιάς Όθων υποχώρησε αλλά ως αποζημίωση καταβλήθηκε μόνο ένα ασήμαντο ποσό. Ακολούθως ενισχύθηκε το αντιβρετανικό και φιλορωσικό αίσθημα, κάτι που σάστισε τους Βρετανούς.
Η κατάσταση άρχισε να κλιμακώνεται όταν ο Τσάρος μεσολάβησε για μια επανένωση ανάμεσα στην ελληνική Εκκλησία και το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη (οι σχέσεις τους είχαν διακοπεί το 1821 εξ αιτίας της υποψίας των Ελλήνων ότι ο Σουλτάνος χρησιμοποιούσε το Πατριαρχείο ως πολιτικό εργαλείο). Η αδυναμία των Οθωμανών (μετά από δύο πολέμους με τον Αιγύπτιο ηγεμόνα Μεχμέτ Αλί) και η ρωσική πίεση στους Οθωμανούς εκ μέρους των Χριστιανών Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησαν στο ξέσπασμα του Πολέμου της Κριμαίας, στον οποίο οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Σαρδηνοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη Ρωσία. Όταν «άτακτες» ελληνικές δυνάμεις επεχείρησαν να αποσπάσουν τη Θεσσαλία από την οθωμανική κατοχή, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά (από το Μάιο του 1854 έως το Φεβρουάριο του 1857), ουσιαστικά για να εμποδίσουν την Ελλάδα να βοηθήσει τη Ρωσία.
Κύπρος: κλειδί για τη Δυτική Ασία
Το 1878 ο φόβος για τη Ρωσία δικαιώθηκε. Η έκβαση του Πολέμου της Κριμαίας, ο οποίος διεξήχθη για να διατηρηθεί η βρετανική ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίζοντας τις απόπειρες της Ρωσίας να αποδυναμώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, απλώς περιόρισε προσωρινά την εφαρμογή των ρωσικών σχεδίων. Το 1877 οε ρωσικές δυνάμεις νίκησαν τους Οθωμανούς και προσέγγισαν την Κωνσταντινούπολη. Οι όροι της συνακόλουθης Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ήταν τόσο ευνοϊκοί για τη Ρωσία, περιλαμβάνοντας, για παράδειγμα, την ίδρυση μιας μεγάλης και ανεξάρτητης φιλορωσικής Βουλγαρίας, που οι Βρετανοί παρενέβησαν διπλωματικά, με λόγια και κανονιοφόρους, ενέργειες που οδήγησαν στη «Μεγάλη Ανατολική Κρίση» και στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Στις 5 Μαίου ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli) έγραψε στη Βασίλισσα Βικτωρία:
Αν η Υψηλή Πύλη παραχωρήσει την Κύπρο στη Μεγαλειότητά σας και ταυτοχρόνως η Αγγλία συνάψει μια αμυντική συμμαχία με την Τουρκία που θα εγγυάται την ασφάλεια της ασιατικής Τουρκίας από μια ρωσική εισβολή, η ισχύς της Αγγλίας στη Μεσόγειο θα αυξηθεί απολύτως σε εκείνη την περιοχή και η Ινδική Αυτοκρατορία της Μεγαλειότητάς σας θα ενισχυθεί σε τεράστιο βαθμό. Η Κύπρος είναι το κλειδί για τη Δυτική Ασία.Αν και σκοπός του Συνεδρίου ήταν να αποκατασταθεί η σταθερότητα στα Βαλκάνια ενώπιον της ρωσικής ισχύος και της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία συνειδητοποίησε ότι αυτή η αυτοκρατορία δεν ήταν πια μια «αυθεντική αξιόπιστη δύναμη» και ότι δεν θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει μόνο τη Ρωσία αλλά και να φυλά την Ανατολία. Γι' αυτόν το λόγο η Βρετανία μίσθωσε την Κύπρο από τους Οθωμανούς ως «ορμητήριο» με μια συνθήκη την οποία ενέκρινε το Συνέδριο του Βερολίνου, ώστε να εγγυηθεί την Ασιατική Τουρκία από τις ρωσικές επιθέσεις. Οι κύριοι στόχοι ήταν να περιοριστούν οι Ρώσοι και να «στηριχθεί ένα είδος τουρκικού κράτους στη Μικρά Ασία -περίπου ο ίδιος διακανονισμός που συνέχισε να ισχύει στα μέσα του 20ου αι.» και μέχρι σήμερα, τουλάχιστον με οικονομικούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και στρατιωτικούς όρους (με την υποστήριξη των ΗΠΑ).
Ο τρόπος με τον οποίο η Βρετανία απέκτησε ένα νέο έρεισμα ήταν κάπως αμφιλεγόμενος, καθώς είχε διαπραγματευτεί μυστικά με τους Οθωμανούς στέλνοντας τελεσίγραφο στον Σουλτάνο με το οποίο δήλωνε ότι για να διατηρηθεί η καλή θέληση της Βρετανίας, η Κύπρος έπρεπε να περάσει σε βρετανικό έλεγχο. Στη Γαλλία υπήρχε ανησυχία και δυσφορία επειδή η «Γηραιά Αλβιώνα» δεν είχε ενεργήσει με ευθύτητα. Φυσικά η Γαλλία είχε τα δικά της σχέδια για την Κύπρο, όπως και η Γερμανική Συνομοσπονδία το 1849. Σε κάθε περίπτωση, αν και οι Γάλλοι ήταν εξοργισμένοι, τους καθησύχασαν οι διαβεβαιώσεις των Βρετανών ότι θα έκαναν τα στραβά μάτια όταν η Γαλλία θα καταλάμβανε την οθωμανική Τυνησία, κάτι που συνέβη το 1882.
Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την άσκηση γαλλικής πίεσης στη Βρετανία σε σχέση με την Κύπρο, πίεση που οδήγησε στη συμφωνία ότι η Βρετανία δεν θα εγκατέλειπε την Κύπρο (την οποία προσάρτησε το 1914, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάχθηκε στις Κεντρικές Δυνάμεις) αν πρώτα δεν συμβουλεόταν τη Γαλλία.
Μόλις έξι μήνες αργότερα, το Δεκέμβριο του 1916, η Βρετανία και η Γαλλία, που ανησυχούσαν με την ουδέτερη στάση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την πολιτική αστάθεια την οποία προκαλούσε η κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, οδήγησαν μια μικρή δύναμη στην Αθήνα. Αφού απωθήθηκαν από τον ελληνικό στρατό με εβδομήντα μία απώλειες, κήρυξαν αποκλεισμό της Ελλάδας και αναγνώρισαν την κυβέρνηση του Βενιζέλου. Ο Βασιλιάς εγκατέλειψε την Ελλάδα αφήνοντας τον δεύτερο γιο του Αλέξανδρο ως «προσωρινό Βασιλέα». Ο πολιτικός κυκεώνας οδήγησε στην ένταξη του Βενιζέλου στους συμμάχους τον Ιούλιο του 1917.
Αυτό το επεισόδιο δείχνει και πάλι μια συμπεριφορά έναντι της Ελλάδας που μπορεί να χαρακτηριστεί παρεμβατική και ηγεμονική, αν και πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η χώρα εξακολουθούσε να αποτελεί προτεκτοράτο και θα παρέμενε, de jure, μέχρι το 1923.
Όσον αφορά στην Κύπρο, η Βρετανία συζήτησε το ενδεχόμενο να την παραχωρήσει στην Ελλάδα στα τέλη του 1912 με αντάλλαγμα μια ναυτική βάση στην Κεφαλονιά. Το 1915 η Βρετανία προσφέρθηκε να παραχωρήσει το νησί αν η Ελλάδα συμμαχούσε μαζί της στον πόλεμο, όμως, καθώς η Ελλάδα υπεξέφευγε μέχρι το 1917, η Βρετανία δεν ικανοποίησε το αίτημα της Ελλάδας για παραχώρηση του νησιού στις διαπραγματεύσεις των Βερσαλλιών.
Δημογραφία και «ανταλλαγή» πληθυσμών
Η ιστορία της δημογραφικής τραγωδίας που έπληξε την Ελλάδα είναι πολύ γνωστή και έχει καλυφθεί επαρκώς: εδώ αρκεί να πούμε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, από μια φαινομενική θέση ισχύος και ως μέλος της λέσχης των νικητών, αφού κέρδισαν τη μία νίκη μετά από την άλλη στην αναδυόμενη Τουρκία, τελικά προωθήθηκαν υπερβολικά μακριά και απωθήθηκαν. Σχεδόν όλοι οι ελληνόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της Μικράς Ασίας εκδιώχθηκαν (1.300.000) ή σκοτώθηκαν στη «Μικρασιατική Καταστροφή». Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια ελληνική εκστρατεία με την υποστήριξη της βρετανικής, της γαλλικής και της αμερικανικής κυβέρνησης κατέληξε σε μια κοινωνικο-οικονομική καταστροφή και στην ικανοποίηση της εχθρικής Ιταλίας [Όμως οι Ιταλοί έσωσαν πολλούς Έλληνες από την Αττάλεια, μεταξύ άλλων περιοχών, ενώ δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τους Βρετανούς και τους Γάλλους], η οποία διατήρησε στην κατοχή της τα Δωδεκάνησα, τα οποία είχε πάρει δια της βίας από τους Οθωμανούς το 1912. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, 235.200 ατομα [το έτος 1912], δεν εκδιώχθηκε, διότι η πόλη βρισκόταν υπό διεθνή δικαιοδοσία και προστασία. Σήμερα η τουρκική πολιτική έχει αφήσει μόνο περίπου 2.000 Τούρκους πολίτες ελληνικής καταγωγής στην Κωνσταντινούπολη, εν αντιθέσει προς τους περισσότερους από 120.000 τουρκόφωνους Μουσουλμάνους στην ελληνική Θράκη...
Η ιστορία της συμπεριφοράς του λαού μας απέναντι στις χιλιάδες των Τούρκων που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο όλο το διάστημα που γίνονταν οι σφαγές, οι εκτοπίσεις, οι γενοκτονίες και ο τελικός ξεριζωμός από το 1908 έως το 1923 (όχι η ανταλλαγή, όπως υποστηρίζει η κρατική εκδοχή), αποτελεί ένα από τα ωραιότερα κεφάλαια, στιγμές τις ιστορίας του ανθρώπινού γένους, όχι μόνο της δικής μας. Δεν υπήρξε καμιά αντεκδίκηση από τη μεριά του λαού μας. Οι Τούρκοι -πολλοί δεν ήταν Τούρκοι, αλλά διαφορετικές εξισλαμισμένες εθνότητες- ανταλλάχτηκαν, έφτασαν ειρηνικά στη Μικρά Ασία.
Η αληθινή ιστορία, η οποία αποσιωπήθηκε συστηματικά στη χώρα μας, λέει ότι η τύχη των Ποντίων, των Ιώνων και των Θρακών ήταν εντελώς διαφορετική.
Η ανάλογη ηθική, πολιτιστική συμπεριφορά τον λαού μας, όταν το τούρκικό κράτος χειραγωγώντας (και συμμαχώντας με) τις φανατισμένες περιθωριοποιημένες ή μη τούρκικές μάζες, τον όχλο πού έλεγε ο Μαρξ, επαναλάμβανε την ίδια πολιτική με το πογκρόμ του 1955 στην Πόλη ή στην Ίμβρο το 1974, αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε οπισθοδρόμηση, αλλά διατηρήθηκαν και εξυψώθηκαν οι σταθερές του, οι αξίες του πολιτισμού μας. Αντίθετα όμως η επανάληψη (το 1942, στην Πόλη το 1955, μέχρι και σήμερα) εκδηλώσεων βίας και βαρβαρότητας, αποδεικνύει ότι οι σταθερές, οι κύκλοι συλλογικής βίας, οι οποίοι επιτρέπουν την εξέλιξη πολιτικών γενοκτονίας, πογκρόμ ή ληστείας, εξακολουθούν να ισχύούν στην τούρκική κοινωνία. Η ιστορία έδειξε ότι, ως συγκεκριμένη κοινωνία, προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας, ως λαός, είμαστε ενάντια στην εκδίκηση, στη λογική της ίσης ανταπόδοσης, της ισοπαλίας.
Γεγονός που δεν αντιλαμβάνονται οι επαρχιώτες «Αθηναίοι», ειδικά οι διανοούμενοι, οι οποίοι, αισθανόμενοι «Ευρωπαίοι», φέρνουν μαζί τους τις ενοχές των Ευρωπαίων διανοούμενων σε σχέση με τούς λαούς του Τρίτου Κόσμού.
Το 1964 υπήρχαν ακόμα 12.000 Έλληνες πολίτες και 60.000 Τούρκοι πολίτες ελληνικής καταγωγής και θρησκείας στην Τουρκία. Ζούσαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, κάποιοι από την αρχαιότητα. Τώρα η τουρκική κυβέρνηση έστρεφε την οργή της εναντίον τους, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες να εκδιωχθούν ή να υποχρεωθούν να φύγουν. Χρησιμοποιήθηκε κάθε μέθοδος, όπως το κλείσιμο ελληνικών σχολείων, η απόλυση Ελλήνων από δουλειές «τις οποίες ο νόμος προορίζει για Τούρκους» και η δίωξη κάποιων διευθυντών σχολείων επειδή πρόβαλαν μια ταινία που έδειχνε τον Πατριάρχη με βυζαντινά άμφια. Αρκετά θλιβερά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα από μια επιστολή τον Βρετανού Γενικού Πρόξενου στην Κωνσταντινούπολη:
Οι Τούρκοι απλώς παίρνουν εκδίκηση για τα βάσανα των συμπατριωτών τους στην Κύπρο [...] Μερικές φορές υποχρεώνουν τους Έλληνες να πληρώνουν διπλά πριν να απελαθούν. Αυτό είναι κάτι παραπάνω από οργανωμένη ληστεία και έχω τη χαρά να δηλώσω ότι υπάρχουν λίγοι, αλλά μόνο ελάχιστοι, Τούρκοι που ντρέπονται για αυτή τη συμπεριφορά της κυβέρνησής τους [...] αυτή [η εκστρατεία] αποκαλύπτει μια άσχημη πλευρά του τούρκικού χαρακτήρα [...] Η Κύπρος είναι μόνο μια δικαιολογία για την εξαπόλυση μιας τέτοιας εκστρατείας [...] η τουρκική κυβέρνηση βρήκε βολικό για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς να ενθαρρύνει το λανθάνοντα σωβινισμό του λαού της.
Σήμερα έχούν απομείνει στην Τουρκία περίπου δύο χιλιάδες Τούρκοι πολίτες ελληνικής καταγωγής.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν ανταπέδωσε: υπάρχουν πολλοί περισσότεροι από 100.000 Έλληνες πολίτες τουρκικής καταγωγής στην Δυτική Θράκη.
Έτσι, δέκα χρόνια αφότου το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, υπό τον συναισθηματικό Κιρκπάτρικ, είχε καλέσει ένα «Συνέδριο των Τριών Δυνάμεων» για να εμπλέξει την Τουρκία, «να φέρει σε σοβαρή αμηχανία την ελληνική κυβέρνηση» και να «εκθέσει» και να «ορίσει» μια ελληνοτουρκική «διαφορά», σε μυστική συνεργασία με την Τουρκία, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαταράχθηκαν σοβαρότατα λόγω του status quo στην Κύπρο. Η αστάθεια της ελληνικής πολιτείας και ο ρόλος του ελληνικού στρατού θα έδιναν την ευκαιρία στην τουρκική κυβέρνηση, με μυστική στήριξη από τις ΗΠΑ, να εισβάλει στην Κύπρο. Την ίδια εποχή η Τουρκία εθεωρείτο ζωτικής σημασίας για τα ψυχροπολεμικά συμφέροντα των ΗΠΑ: μάλιστα υποτίθεται ότι η κουβανική πυραυλική κρίση ξέσπασε επειδή οι αμερικανικοί πύραυλοι στην Τουρκία ήταν στραμμένοι προς τη Σοβιετική Ένωση.
Επίλογος
Παρά τις μυστικές διπλές συμφωνίες της περιόδου, η Βρετανία αποφάσισε να διατηρήσει την Κύπρο. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης η Τουρκία δεν θα είχε δικαιώματα σε περιοχές που προηγουμένως βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία της, το οποίο σήμαινε ότι από το 1923 δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει στις υποθέσεις του νησιού. Το 1925 η Κύπρος κηρύχτηκε αποικία του Βρετανικού Στέμματος.
Ο βρετανικός έλεγχος στο νησί είχε πάψει να αποτελεί καινοτομία και οι εκκλήσεις για ένωση με την Ελλάδα που είχαν αρχίσει ήδη από το 1821 (από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης) και είχαν επαναληφθεί το 1878 και το 1907 (επίσκεψη του Τσώρτσιλ), είχαν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος. Αυτή η κατάσταση κλιμακώθηκε το 1931 με τον εμπρησμό του Κυβερνείου, αφού το Λονδίνο απέρριψε αυθαίρετα ένα ψήφισμα ενάντία στην επιβολή φόρου πέντε τοις εκατό επί των μισθών των αξιωματούχων που υπερέβαιναν τις 100 λίρες το χρόνο. Πέρα από την απογοήτευση των Ελληνοκυπρίων, ένας Τουρκοκύπριος είχε ψηφίσει ενάντια στη φορολογία μαζί με τούς δώδεκα Ελληνοκυπρίους και έμεινε γνωστός ως ο «Δέκατος Τρίτος Έλληνας». Η αμφισβήτηση της βρετανικής εξουσίας και ο φόβος της βρετανικής κυβέρνησης για αυτό το αναδυόμενο καινό μέτωπο Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων οδήγησε σε ακύρωση του αποικιακού συντάγματος και σε σοβαρό περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών. Στη συνέχεια, κυρίως χάρη στην οξυδέρκεια του Έλληνα Πρωθυπουργού Βενιζέλού, ο οποίος διατήρησε καλές σχέσεις με τη Βρετανία και την Τουρκία, η ιδέα της ένωσης παραμερίστηκε.
William Mallinson
Βρετανός πρώην διπλωμάτης
(*) Περί -κεμαλικής- Ἰστανμποὺλ και -οθωμανικής- Κωνστανιιέ (Kostantiniyye): Κατὰ παράξενο τρόπο, τὰ μεγάλα πολιτιστικὰ κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, πού ἐκράτησαν τοὺς μεγαλύτερους γνωστοὺς πολιτισμοὺς στὴν ἱστορία – Κων/πολη, Ἀλεξάνδρεια, Κάϊρο, Δαμασκός, Βαγδάτη, Τεχεράνη – εἶναι τὰ χαρακτηριστικώτερα παραδείγματα ἐκτρωματικῶν τριτοκοσμικῶν μεγαλουπόλεων μὲ ἀπειρία οἰκολογικῶν προβλημάτων. Τυχαῖο ἄραγε; Δεδομένου ὅτι εἶναι ὁ πολιτισμὸς μίας χώρας πού διατηρεῖ τὸ περιβάλλον, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἀπὸ τὴν ἐκτρωματικὴ φυσιογνωμία τῶν πόλεων ποιὲς εἶναι οἱ ἀντίστοιχες ἐσωτερικὲς καταστροφὲς τοῦ πολιτισμοῦ τῶν χωρῶν.
Εἰδικὰ μάλιστα ἡ Κων/πολη ἔπρεπε νὰ γίνη ὁπωσδήποτε «Ἰστανμποὺλ» (πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο πολὺ συνέτεινε καὶ ὁ ἀνυποψίαστος τουρκικὸς ἐθνικισμός). Διότι δὲν ὑπάρχει μεσαιωνικὴ εὐρωπαϊκὴ ἱστορία χωρὶς Κων/πολη. Αὐτὸ τὸ ὄνομα λοιπὸν ἔπρεπε νὰ γίνη ὅρος τῶν ἐρευνῶν καὶ τῶν σεμιναρίων, κάτι τὸ παρελθόν, μὴ ἔχον σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια, ἔπρεπε νὰ γίνη «Ἰστανμπούλ» κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πού ἔγινε καὶ ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία «τουρκικὴ κατάκτηση» καὶ «κίνδυνος» γιὰ τὴν Εὐρώπη. Δὲν ἔπρεπε νὰ μείνη ἡ Κων/πολη στὸ στόμα τῶν Τούρκων, διότι κάτι τέτοιο δὲν συνεβάδιζε μὲ τὶς ἐπιδιώξεις τοῦ παρόντος. Νὰ γίνη ὁ Κεράτιος τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων καὶ τῶν ἐνετῶν πατρικίων τὸ γνωστὸ ἀποχωρητήριο πού εἶναι σήμερα, ἦταν κάπως «εὐρωπαϊκῶς διακινδυνευμένο». Ὡς χῶρος τῆς «Ἰστανμποὺλ» ὅμως, μποροῦσε... Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὰ βιβλία τοῦ περασμένου αἰώνα ὅπου πάντα τὸ πρόβλημα τῶν Δαρδανελλίων παρέμενε πρόβλημα καὶ συνεπῶς ἐχρειάζοντο πραγματικοὶ ὄροι συνεννοήσεως, ὁμιλοῦν συνέχεια περὶ Κων/πόλεως. Τὸ «Ἰστανμποὺλ» καθιερώνεται μὲ τὸν «εὐρωπαϊκὸ προσανατολισμὸ» τῆς ἐθνικῆς Τουρκίας, ὅταν αὐτὴ ὡς κράτος τῆς «νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης» πλέον θὰ εἶχε τοὺς «προαιώνιους ἐχθρούς» της τοὺς Ἕλληνες νὰ τὴν μισοῦν γιὰ τὴν ὀνομασία!!!
Γεράσιμος Κακλαμάνης - Μεταπολεμική νέα εποχή και διαχείριση των γηγενών πολιτισμών.
Η γεωπολιτική αξία των Βαλκανίων προκύπτει από το γεγονός ότι αποτελούν τη βασική ζώνη, η οποία εκτείνεται από τις στέπες της Ευρασιατικής ηπείρού προς τη Μεσόγειο, καθώς και από το γεγονός ότι αποτελούν την περιοχή που εκλαμβάνεται ως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης συνιστώντας ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μία από τις βασικές περιοχές κρίσεων των διεθνών σχέσεων. Στις αρχές του 20ου αιώνα εξαιτίας μίας σφαίρας που εκτοξεύτηκε από αυτήν εδώ την περιοχή ξεκίνησε ένας παγκόσμιος πόλεμος με πρωτόγνωρη μέχρι τότε έκταση για την ανθρωπότητα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα, μετά τη λήξη τον Ψυχρού πολέμού, στην ίδια πάντα περιοχή σημειώθηκαν έντονες συγκρούσεις. Εδώ, τέλος, εμφανίστηκαν ευαίσθητες γεωπολιτισμικές και γεωπολιτικές διαχωριστικές γραμμές, των οποίων η άμεση και πιο σκληρή απήχηση βιώθηκε σε διεθνές επίπεδο στον συγκεκριμένο χώρο των κρίσεων.
Τα Βαλκάνια είχαν μία ειδική σημασία για τις μεγάλες δυνάμεις που κατηύθυναν τις διεθνείς σχέσεις στις αρχές του 20ού αιώνα, με πασιφανή στόχο την έξωση από την Ευρώπη τον Οθωμανικού κράτούς, το οποίο εξέφραζε το πολιτικό κέντρο μίας ολοένα φθίνουσας αντίστασης έναντι των δυτικών αποικιοκρατικών δυνάμεων. Με τον Βαλκανικό πόλεμο επιτεύχθηκε η έξωση τον Οθωμανικού κράτούς από τα ευρωπαϊκά -πλην της Ανατολικής Θράκης [Σημ. Δ`~. Απαντήσεις στο ερώτημα, γιατί «πλην της Ανατολικής Θράκης», υπάρχουν στο I και στο II]- εδάφη και μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίού πολέμου από τη σκοπιά της διεθνούς πολιτικής και του διεθνούς δικαίού ολοκληρώθηκε η τελική εκκαθάρισή του... κατά τη διάρκεια των πιεστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν (επί των μουσουλμάνων) στη Βουλγαρία (από το καθεστώς Ζίβκοφ) η επανεμφάνιση κατά το τέλος του 20ου αιώνα στην επικαιρότητα του Βαλκανικού ζητήματος με όλη του την πολυπλοκότητα νοηματοδοτεί το παρακάτω ερώτημα: «Μήπως δεν έχει συντελεστεί ακόμη η εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτους;» Η εμφάνιση εκφράσεων και ορισμών που αφορούν την πολιτική μπορούν να δώσούν ορισμένες φορές πολύ πιο σημαντικά στοιχεία από τις ίδιες τις πολιτικές εξελίξεις.
Ονοματολογία, ιστορία και πολιτική
Ως τον 19ο αιώνα, ενώ οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν τις ευρωπαϊκές κτήσεις των Οθωμανών ως European Turkey, Turkey d 'Εurοpe, Turkey in Ευrορe (ευρωπαϊκή Τουρκία, η Τουρκία στην Ευρώπη) κ.λπ., το Οθωμανικό κράτος προτιμούσε ονομασίες όπως Οθωμανική Ευρώπη (Ανrupa-ί Οsmani) και Αυτοκρατορική Ρωμυλία (Rumelί-ί Sahane). Από την περίοδο αυτή και μετά παράλληλα προς τις πολιτικές εξελίξεις παρέστη ανάγκη για μία νέα ονοματολογία, η οποία θα διέγραφε από τις μνήμες τις εικόνες του Τούρκου και του μουσουλμάνου. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα δυο έννοιες που στο εξής ταυτίστηκαν με τις κρίσεις: Βαλκάνια και Μέση Ανατολή (ή Εγγύς Ανατολή).
Οι όροι «Βαλκάνια» και «Βαλκανική χερσόνησος» χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην πολιτική βιβλιογραφία από τον γερμανό γεωγράφο Α. Zeune το 1808. Στα μέσα του 19ου αιώνα (1835) ο D. Omalins d'Ηallοy, βρίσκοντας ανεπαρκή τον όρο Βαλκάνια, ο οποίος φημολογείται ότι προήλθε από τους Χαζάρους Τούρκους, προτίμησε να κάνει χρήση τον όρού Σλαβοελλάδα (Slavogreece), ενώ ο Κ. Ritter χρησιμοποίησε απευθείας τον όρο Ελληνική χερσόνησος (Halbisnel Griechenland). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ορισμένοι γερμανοί ερευνητές, όπως ο Fisher και ο Vagner, αναπτύσσοντας τον όρο Νοτιοανατολική Ευρωπαϊκή χερσόνησος (Südosteuropaische Hasbinel), που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον αυστριακό πρόξενο Ι. G. νοn Ηahn το 1863, συνέδεσαν τη χερσόνησο άμεσα με την Ευρώπη τη στιγμή ακριβώς που άρχισε να αυξάνεται το ενδιαφέρον των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών για την περιοχή. Εάν η εκτίμηση του γεωγράφού Cvijic, ειδικού στα θέματα της Γιουγκοσλαβίας, ότι η κατά οποιονδήποτε τρόπο ταύτιση της περιοχής με τούς Τούρκους εξαιτίας εκφράσεων όπως η «Ευρωπαϊκή Τουρκία» υπήρξε μία «αηδής μαρτυρία» και, συνεπώς, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η έκφραση Βαλκάνια, η οποία είναι και αυτή μία περίεργη «μαρτύρία».
Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο όρος Μέση Ανατολή, που χρησιμοποιούν πολλοί πολιτικοί επιστήμονες και περιηγητές υπονοώντας κυρίως τα Βαλκάνια, είναι σημαντικός, δεδομένού ότι η έννοια αυτή περισσότερο από το να έχει έναν γεωγραφικό χαρακτήρα υποδηλώνει μία πολιτισμική αντίθεση και έναν διαχωρισμό. Αργότερα, η χρήση του ίδιου όρού θα περάσει από μία φάση παράλληλη προς τη μείωση των πεδίων κυριαρχίας των μουσουλμάνων και θα πάρει τη μορφή μίας έννοιας γεωπολιτισμικού χαρακτήρα, που απηχεί και τη διάκριση μουσουλμάνου-χριστιανού.
Από την άποψη αυτή οι έννοιες Μέση Ανατολή και Εγγύς Ανατολή περισσότερο από μία αντικειμενική γεωγραφική έννοια είναι μία ευρωπαιοκεντρική διαχωριστική έννοια γεωπολιτισμού που εμπεριέχει υποκειμενικά στοιχεία. Για τον λόγο αυτό ο χώρος που περικλείουν οι έννοιες Μέση Ανατολή και Εγγύς Ανατολή έχει αποκτήσει νέες ιδιότητες ανάλογα με τη συγκυρία που αλλάζει. Οι δυτικοί πολιτικοί και ερευνητές επαναπροσδιόρισαν τα όρια αυτής της έννοιας σύμφωνα με την υποχώρηση τον Οθωμανικού κράτους.
Για τους Σελτσούκους και τους οθωμανούς Τούρκους και ο όρος Ρούμελη (Rumili - Η χώρα των Ρωμαίων) φέρει ένα παρόμοιο γεωπολιτισμικό χαρακτηριστικό. Για τους Σελτσούκους Ρούμελη ήταν η Μικρά Ασία μετά την ολοκλήρωση όμως της διαδικασίας του εξισλαμισμού και του εκτουρκισμού της Μικράς Ασίας οι Οθωμανοί άρχισαν να αποκαλούν Ρούμελη τα σημερινά Βαλκάνια.
Με τον όρο Βαλκανική χερσόνησος προσδιοριζόταν γι' αυτή την περιοχή μία νέα ταυτότητα, απαλλαγμένη από την τούρκική και τη μουσουλμανική εικόνα, ενώ με τον όρο Μέση Ανατολή προσδιορίστηκαν τα σύνορα του ασταθούς πολιτικού ορίού μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Προάγγελος σε παγκόσμιο επίπεδο της επιχείρησης αλλαγής ονομάτων (σε φυσικά πρόσωπα), που τη δεκαετία του 1980 εφαρμόστηκε στη Βουλγαρία (για τούς μουσουλμάνους που υποχρεώθηκαν από το καθεστώς να εκβουλγαρίσουν τα ονόματά τους), στην πολιτική βιβλιογραφία υπήρξε η εισαγωγή των Όρων Βαλκάνια και Μέση Ανατολή.
Πολιτισμική ταυτότητα, «οθωμανικά κατάλοιπα» και βαλκανική πολιτική της Τουρκίας
Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα των γεγονότων που έλαβαν χώρα στα Βαλκάνια τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και που αφορά την Τουρκία είναι ότι άρχισε σε παγκόσμιο επίπεδο να εμφανίζεται το ζήτημα της κοινωνικοπολιτικής και κοινωνικοπολιτισμικής ταυτότητας, που η σημασία του αυξάνει στο εσωτερικό της χώρας. Η Τούρκική Δημοκρατία που συστάθηκε στα ερείπια του Οθωμανικού κράτούς, το οποίο παραιτούμενο από τα δικαιώματά του στην εγγύς χερσαία περιοχή στο τέλος τον Α' Παγκοσμίού πολέμου αναγκάστηκε να περιοριστεί στη Μικρά Ασία, στο τέλος του αιώνα υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει το κενό «πολιτικής εξουσίας» που είχε προκύψει με την εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτούς.
Η αναγκαιότητα αυτή καθιστά πιο σημαντική την ερώτηση: «Μήπως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτους;» Ναι, η εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτους έχει επιτελεστεί από την άποψη του διεθνούς δικαίού, τα γεωπολιτικά και γεωπολιτισμικά κενά όμως που προκάλεσε αυτή η εκκαθάριση προκάλεσαν νέα σημεία σύγκρουσης και τριβής στα Βαλκάνια. Μετά τις εθνικές εκκαθαρίσεις που έλαβαν χώρα στη Βοσνία και στο Κόσοβο το γεγονός ότι η Τουρκία υπήρξε η πρώτη χώρα στην οποία προσέφυγε είτε το βοσνιακό είτε το αλβανικό στοιχείο των εν λόγω περιοχών δεν είναι τίποτα άλλο από την αυτοϋπαγόρευση (στην Τουρκία) μίας ιστορικής αναγκαιότητας και ευθύνης ως σημαντικής παραμέτρου της εξωτερικής της πολιτικής.
Η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες. Σήμερα φαίνεται με ξεκάθαρο τρόπο το λάθος της πολιτικής εκκένωσης των Βαλκανίων με τη μετανάστεύση αυτών των κοινοτήτων (στην Τουρκία), που κατά το παρελθόν θεωρήθηκαν ως άχθος της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαίνεται να διαθέτει σημαντικές δυνατότητες που της παρέχει η ιστορική συσσώρευση εμπειρίας, βασιζόμενη στην οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια. Πρωτίστως, στις δυο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπού οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μία συμμαχία. Οι τούρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στα Σκοπια, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας [Αυτά αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας].
Οι δυο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίού που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχούν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων [Αυτοί είναι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας].
Η νομιμότητα της επέμβασης της Κύπρού, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιον είδούς νομικού πλαισίού.
Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα.
Αξιώσεις και πολιτική της Τουρκίας, ενδοπεριφερειακές ισορροπίες και εξωπεριφερειακοί παράγοντες
Η απόκτηση από την Τουρκία ενός τέτοιου δικαιώματος στα Βαλκάνια μπορεί να γίνει εφικτή, μόνο αν η χώρα υιοθετήσει μία δραστήρια βαλκανική πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη συνεχώς τούς πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Στην αντίθετη περίπτωση η Τουρκία όχι μόνο θα χάσει την επιρροή που ασκεί στα Βαλκάνια έναντι της Ελλάδας, η οποία μέσω του Πατριαρχείου του Φαναρίου που με τη μικρή ρωμαίικη μειονότητα επιδιώκει να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα, και της Ρωσίας, η οποία επιχειρεί να ασκήσει επιρροή στους ορθόδοξούς Σλάβους στην περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου, αλλά θα μείνει και δίχως στήριγμα ενόψει των ελληνικών και ρωσικών διεκδικήσεων στα Στενά [«Πατριαρχείου του Φαναρίου»: ο συγγραφέας αναφέρεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τον οικουμενικό χαρακτήρα τον οποίον η τουρκική πολιτική και πνευματική ηγεσία δεν αναγνωρίζει]. Με τον εξοπλισμό των νησιών του Αιγαίου αποδείχτηκε σε τι βαθμό υπήρξαν λειτουργικές οι, εγγυήσεις τις οποίες παρείχε η συνθήκη της Λοζάνης ενόψει των πιέσεων που ασκούν οι καταστάσεις της ρεαλιστικής πολιτικής (Realpolitik).
Για να μην αντιμετωπίσει μία νέα βαλκανική καταστροφή, όπως εκείνη που εκτυλίχτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, η Τουρκία, αφενός, είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει μία δυναμική πολιτική στα θέματα που αφορούν το μέλλον των μουσουλμανικών κοινοτήτων οι οποίες αποτελούν τα οθωμανικά κατάλοιπα και, αφετέρού, να μεριμνήσει, ώστε αξιοποιώντας με κατάλληλο τρόπο τις ενδοπεριφερειακές ισορροπίες και τούς εξωπεριφερειακούς παράγοντες να μην αναγκαστεί να αντιμετωπίσει μόνη ένα ενδεχόμενο Βαλκανικό συνασπισμό. Οι εξωπεριφερειακοί παράγοντες, από τη μία, πρέπει να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις ισορροπίες μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, και από την άλλη, να επιδιωχθούν πολιτικές εξισορρόπησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την Ιαπωνία και την Κίνα, που συνιστούν μακρινά κέντρα ισχύος έναντι της Ευρώπης και της Ρωσίας, οι οποίες είναι τα εγγύς κέντρα εξουσίας στην περιοχή.
Παρά τις διαμαρτυρίες ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει λήξει, οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν είχαν ποτέ άλλη πρόθεση από το να ανεμίσουν τη σημαία της νίκης διευρύνοντας το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία επιστρέφει στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό το βλέπουμε όταν υποστηρίζει την άποψη της Σέρβίας ότι το Κόσοβο δεν πρέπει να αποκτήσει ανεξαρτησία και όταν αντιτίθεται στο «Σχέδιο Ανάν». Είναι απίθανο η Ρωσία να ευνοήσει κάποια λύση που θα ευνοεί το ΝΑΤΟ και θα μπορούσε κάλλιστα να επιδιώξει μια βάση στην Κύπρο. Αυτό φυσικά θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Ελλάδα, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, εφόσον η βρετανική και η αμερικανική κυβέρνηση πιθανότατα θα παρέβλεπαν τις απειλές της Τουρκίας και τις αξιώσεις της σε ελληνικά νησιά - William Mallinson.
Με άλλα λόγια, η ασφάλεια των Βαλκανίων ολοένα και περισσότερο ταυτίζεται με τις παραμέτρούς ασφάλειας που εκτείνονται στην κατεύθύνση των δυτικών συνόρων της Τουρκίας. Η ζώνη ασφάλειας πού δημιουργήθηκε στην Ανατολική Θράκη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμού πρέπει να επιδιωχθεί να επεκταθεί δυτικότερα με πολυμερείς και διμερείς συμφωνίες ασφάλειας πού θα συναφθούν σε βαλκανικό επίπεδο. Από αυτή την άποψη κρίνεται αναπόφεύκτη η δημιουργία «ομπρελών ασφάλειας» στην περιφέρεια ή εκτός της περιφέρειας, πού θα έχούν στόχο την εξισορρόπηση τον ρωσικού παράγοντα στην περιοχή και κυρίως την προετοιμασία ενός σχεδίού πλαισίού το οποίο θα εγγυάται την εσωτερική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας, της Βοσνίας και της Μακεδονίας. Εκτός από αυτή την πολιτική διάσταση οι μεταφορές είναι το οικονομικό θεμέλιο της τούρκικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστεί ένας δυναμικός συντονισμός τόσο των δια θαλάσσης όσο και των δια ξηράς μεταφορικών μέσων των Βαλκανίων προς τη Μέση Ανατολή και την Ασία και αυτές οι μεταφορικές αρτηρίες, όταν χρειαστεί, να ενεργοποιηθούν ως εργαλείο συνεργασίας, αλλά και ως στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής. Στον προγραμματισμό κοινών σχεδίων για την ενοποίηση των γραμμών Ειστανμπούλ-Αδριατική και Ειστανμπούλ-Δούναβης πρέπει να διασφαλιστεί μία κεντρική θέση στούς οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα σχηματισμούς πού θα δημιουργηθούν στην περιοχή.
Κριμαϊκός Πόλεμος Και Ανατολικό Ζήτημα. Η Περιφερειακή Γεωιστορική Και Γεωπολιτική Διάσταση.
Τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα.
Francesco Guicciardini - 1483–1540
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Ευρώπη», είναι μια πλανώμενη ιστορική και πολιτική αοριστολογία, η οποία προϋπόθεση της έχει ένα μόνο και καθόλου αυτονόητο δεδομένο: ότι οι εκτρωματικές «ισορροπίες» που επετεύχθησαν κάποτε (το 1854) στον μεσογειακό χώρο και δημιούργησαν -παγιούμενες μέσω αυτών- τους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα διαρκέσουν επ' άπειρον. Η όλη πολιτική ύπαρξη της Ευρώπης, και της «Δύσεως» γενικότερα, στηρίζεται σε ένα και μόνο γεγονός: στην έκβαση του κριμαϊκού πολέμου... Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου ἤδη καὶ τῶν ἰταλικῶν Δημοκρατιῶν, ἡ Μαύρη Θάλασσα ἦταν ὁ κύριος σκοπὸς κάθε ἐμπορικῆς δραστηριότητος στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Ἡ Μαύρη Θάλασσα καὶ ἡ μικρασιατικὴ ἐνδοχώρα ἀποτελοῦν -ἀπὸ ὑπάρξεως ἱστορίας- χώρους οἰκονομικὰ συμπληρωματικούς... ὁ χῶρος τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου (καὶ κατ' ἐπέκταση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς) δὲν εἶναι ἁπλῶς «στρατηγικῆς σημασίας», ὅπως ἐκτιμοῦν οἱ τρέχοντες εἰδικοί. Εἶναι ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη, καὶ ἦταν ἀνέκαθεν τέτοιος... Ἡ ἔννοια τῆς «στρατηγικῆς» σημασίας εἶναι διάφορη ἀπὸ τὴν τῆς «ζωτικῆς». «Στρατηγικὴ» σημαίνει ὅτι εἶναι ἴσως κάτι τώρα ἀπαραίτητο, αὔριο ὅμως μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι. «Ζωτικὴ» ἀντίθετα σημαίνει κάτι πού δὲν μπορεῖ νὰ πάψη νὰ εἶναι... δὲν ὑπάρχει μία Εὐρώπη, ἀλλά ὡς γεωπολιτικὲς ἑνότητες (μὲ ἄκρως διάφορες πολιτιστικὲς προϋποθέσεις, καθὼς ἀπαιτεῖ ἡ φυσικὴ τάξη πραγμάτων) τουλάχιστον τέσσαρες. Ὑπάρχει μιὰ δυτικὴ Εὐρώπη, μιὰ κεντρικὴ Εὐρώπη (Mitteleuropa), μιὰ νοτιοανατολικὴ (δηλαδή μιὰ βαλκανική, πού ἀποτελεῖ τὴν κυρίως Εὐρώπη, καὶ τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι ἡ Μαύρη Θάλασσα) καὶ μιὰ ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ μεσογειακὴ Εὐρώπη. Ἂν συνεπῶς τίθεται πρόβλημα Εὐρώπης, αὐτὸ συνίσταται στὴν ὀργανικὴ σύνδεση τῶν φυσικῶν αὐτῶν περιοχῶν.
Κριμαϊκός Πόλεμος και Θράκη
Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία γιὰ τὴν παλαιὰ εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ ἀποτελοῦσαν ἁπλῶς γεωγραφικὲς ἐκτάσεις, οἱ ὁποῖες ἀπὸ κοινοῦ συγκροτοῦσαν ἑνιαῖαν γεωπολιτικὴν ὀντότητα σὰν ἀποτέλεσμα τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου. Ὁ πόλεμος αὐτός, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς δύο παγκοσμίους πολέμους ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ μίας ἱστορικῆς ἑνότητος, ὑπῆρξε ὁ σπουδαιότερος στὴν νεώτερη πολιτικὴ ἱστορία τῆς Εὐρώπης, διότι κατήργησε τὸ σύστημα τῆς «Ἱερᾶς Συμμαχίας» (οὐσιαστικὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς μοναρχίας τῶν Ἀψβούργων) καὶ ἔφερε τὶς πολιτικὲς ἀναδιατάξεις στὴν σύνθεση τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν πού διετηρήθησαν ὡς τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ὑπῆρξε ἐξαιρετικὰ πολυαίμακτος σχετικὰ μὲ προηγουμένους, διότι ὑπῆρξε πόλεμος «προηγμένης τεχνολογίας». Σ’ αὐτὸν ἔχρησιμοποιηθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ μηχανοκίνητα σιδερένια πλοῖα καὶ νέου τύπου ὄπλα (Paixhans-Hau-bitze), τὰ ὁποῖα ἐπέτρεψαν στοὺς Ρώσσους νὰ βουλιάξουν ἐν ἀκαρεῖ τὸν παλαιοῦ τύπου στόλο τῶν Τούρκων στὴν Σινώπη καὶ νὰ προκαλέσουν ἔτσι τὴν ἀνάμιξη τῶν δυτικῶν δυνάμεων. Ἐκόστισε κοντὰ στὸ ἕνα ἑκατομμύριο θύματα (τὸ Βατερλώ π.χ. εἶχε περίπου 50.000.
Σημείωσις: Ἀναφέρομε μερικὲς λεπτομέρειες γι’ αὐτόν, ὄχι μόνο διότι θὰ μᾶς χρειασθοῦν γιὰ τὴν κατανόηση κάποιων τρεχόντων ζητημάτων, ἄλλα καὶ γιατί αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι ἄγνωστος ἐν Ἑλλάδι, ἀφοῦ δὲν μνημονεύεται καν στὰ σχολεῖα. Ὡς «ἱστορία» γι’ αὐτὰ μεταξὺ 1821 καὶ 1921 εἶναι -γιὰ τὴν Γ Λυκείου- ἐπὶ ΠΑΣΟΚ τῷ 1984 οἱ πρὸ τοῦ 21 «κοινοτικὲς» σχέσεις!...).
Οἱ ἀπώτερες αἰτίες τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου ἀνάγονται στὶς μεταρρυθμιστικὲς προσπάθειες τοῦ Μαχμοὺτ τοῦ Β, τὶς ὁποῖες πραγματοποίησε ὁ γυιὸς του Ἄβδουλ Μεζὶτ ὁ Α διὰ τοῦ «Χατὶ Σερὶφ» τοῦ Γκιουλχανέ. Διὰ τοῦ διατάγματος αὐτοῦ ἐκηρύσσετο θρησκευτικὴ ἰσότης γιὰ ὅλους τούς ὑπηκόους τῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ καθεστὼς αὐτὸ διευκόλυνε τὴν μεγαλύτερη διείσδυση τῶν δυτικῶν δυνάμεων ὡς προστάτιδων τῶν μὴ ὀρθοδόξων, πράγμα πού ἡ Ρωσσία εἶδε σὰν ὑπονόμευση τῶν δικῶν της συμφερόντων, ἀφ’ οὗ, βάσει παλαιοτέρων συνθηκῶν, ἦταν προστάτις τῶν ὀρθοδόξων.
Ὅταν τῷ 1852 ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπῆρε ὡς προνόμιο τὰ κλειδιὰ τῆς πόρτας ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Βηθλεέμ, τὸν ἑπόμενο χρόνο ἡ Ρωσσία ἐκήρυξε τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Σουλτάνου (τὰ τῶν «κλειδιῶν» καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περιουσία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκεῖ ἀκόμη δὲν ἔχουν ρυθμισθῆ). Πάντως τῷ 1854, δηλ. διαρκοῦντος τοῦ πολέμου αὐτοῦ, ὁ γάλλος μηχανικὸς Φ. Λεσσὲψ συνεφώνησε διὰ συμβολαίου μὲ τὸν ἀντιβασιλέα τῆς Αἰγύπτου τὴν κατασκευὴ τῆς διώρυγας τοῦ Σουέζ, πού θὰ ἄρχιζε λίγο μετὰ τὸν πόλεμο. Ἕνας ἀκόμη λόγος γιὰ τὸν πόλεμο αὐτὸν ἀπὸ εὐρωπαϊκῆς πλευρᾶς ἦταν καὶ ἡ ἀνώμαλη κοινωνικὴ κατάσταση τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία εἶχε ἐκδηλωθῆ λίγο πρὶν μὲ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1848-9.
Ἀπὸ τὸν πόλεμο αὐτόν, πού εἶναι ὁ πρῶτος «πόλεμος θέσεως» στὴν Ἱστορία, προέκυψαν γιὰ ὅλους ζημιὲς καὶ ὠφέλειες, πέραν τῶν γενικῶν διαμορφώσεων πού ἔφερε στὴν πολιτικὴ δομὴ τῆς Εὐρώπης. Γιὰ τὴν Ρωσσία, προέκυψε ἡ ἀνάγκη βαθειῶν ἐσωτερικῶν μεταρρυθμίσεων, γιὰ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, μιὰ τεχνικὴ παράταση ζωῆς, γιὰ τὴν Γαλλία ἐπίτευξη τῶν πολιτικῶν βλέψεων τοῦ Ναπολέοντα (τοῦ Γ), καὶ γιὰ τὴν Ἀγγλία μιὰ ἀχανὴς ἀγορά, ὅπου, μὲ μίαν ἐπιβάρυνση 5% ἐπὶ τῶν προϊόντων της, θὰ μποροῦσε ἄνετα ἡ σφριγώδης βιομηχανία της νὰ ἀντιστάθμιση τοὺς ὑψηλοὺς τελωνειακοὺς δασμοὺς πού ἐπέβαλαν οἱ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς χῶρες πρὸς προστασία τῶν δικῶν τους προϊόντων.
Τὸ κυριώτερο ὅμως ἀποτέλεσμα τοῦ πολέμου αὐτοῦ ἦταν ἡ ἐξασφάλιση γεωπολιτικῶς τῶν νοτιοανατολικῶν συνόρων της Εὐρώπης, ἀφήνοντας πάντως ἄλυτο τὸ πρόβλημα τῶν νοτιοδυτικῶν συνόρων της Ρωσσίας. Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία τώρα ἀποτελοῦσαν ἑνιαία γεωπολιτικὴ περιοχὴ τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ διατηρηθῆ κατὰ πᾶσαν μελλοντικὴ ἀναδιάταξη τῶν Βαλκανίων. Ἐπεῖγον κατέστη τὸ πρόβλημα μὲ τὴν μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια δημιουργία τῆς Βουλγαρίας. Ὄντως μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους ἡ Ἑλλάδα αὐξήθηκε πρὸς Βορρᾶν, οἱ ἐγγυήσεις ὅμως τῆς βόρειας ὑπάρξεώς της σὰν κράτους θὰ ἀνήγοντο στὰ ἀποτελέσματα τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου διὰ τῆς μονίμου παρουσίας σ’ αὐτὴ τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητος τῆς Θράκης! Ἐνῷ δηλαδὴ οἱ ἀνταλλαγὲς πληθυσμῶν στὰ πλαίσια τῆς πρώην Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀποτελοῦν μίαν συνεχῆ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας κατάσταση (περίπτωση Βουλγαρίας), ἄλλοτε ὁμαλὰ καὶ ἄλλοτε ἀνώμαλα (περίπτωση «μικρασιατικῆς καταστροφῆς», ἡ ὁποία μὲ τὸ ὑφιστάμενο κουρδικὸ πρόβλημα ἔχει ἄμεση σχέση αἰτίας-ἀποτελέσματος), ἡ μουσουλμανικὴ μειονότητα τῆς Θράκης ἀποτελεῖ μόνιμο θέμα ἀμηχανίας στοὺς λόγους τῶν ἀνίδεων ἑλλήνων πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν σ’ αὐτὴ αἰτία παχύρευστου ἐκθειασμοῦ τῶν «δημοκρατικῶν ἀρετῶν» τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἀγνοοῦν πλήρως, ὅτι ἀκριβῶς ἡ ὕπαρξη αὐτῆς τῆς μειονότητος ἐκεῖ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς δικῆς των ψηφοθηρικῆς δραστηριότητος, καθ’ ὅ ἐγγύηση τῆς Ἑλλάδος σὰν κράτους!
Ἡ ὕπαρξη τῆς μειονότητος αὐτῆς σημαίνει ἱστορικὰ τὸ ἑξῆς: ἂν ποτὲ ἤθελαν ἀμφισβητηθῆ τὰ ἀποτελέσματα τῆς γεωπολιτικῆς σημασίας τοῦ κριμαϊκοῦ πολέμου, εἴτε μὲ ἀπαιτήσεις τῶν παρακειμένων σλαβικῶν κρατῶν εἴτε μὲ ὑποκίνηση τῆς Ρωσσίας, τότε ὁ ἀπαιτῶν νὰ ἔχη νὰ ἀντιμετώπιση ἀπὸ κοινοῦ Ἑλλάδα καὶ Τουρκία, καὶ ὄχι τὸ ἀμφιβόλου κατασκευῆς κράτος Ἑλλάδα. Μέσα στὸ σύνολο τῶν σκέψεων αὐτῶν καὶ στὴν ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ γεωπολιτικοῦ ρόλου ἐδέχθηκε καὶ ἡ Τουρκία νὰ παραχωρήση τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου στὴν Ἑλλάδα, προκειμένου νὰ παραμείνη στὴν ἀνατολικὴ Θράκη.
Γ' και Δ' αραβοϊσραηλινός πόλεμος, Κύπρος και Ελλάδα
Βλέπομε ἐν συντομίᾳ ἔτσι, ὅτι ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Τουρκία ἀπετέλεσαν θεωρητικῆς σημασίας γεωγραφικὲς ἐκτάσεις γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ πολιτική, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν σ’ αὐτὲς ἐκατοικοῦσαν ἄνθρωποι ἤ πρόβατα. Τὴν αὐτὴν σημασία θὰ ἐτηροῦσαν ἀναγκαστικὰ καὶ μετὰ τὸν β’ παγκόσμιο πόλεμο. Μόνο πού τώρα, μὲ τὴν κατοχύρωση τῶν νοτιοδυτικῶν συνόρων τῆς Σοβ. Ἑνώσεως καὶ ἄρα τὴν πλήρη ἐγκατάλειψή τους στὶς «ἐλευθερίες» τοῦ δυτικοῦ κόσμου (ὁ Στάλιν μπορεῖ νὰ ἦταν ἀλλεργικὸς μὲ τὴν «Δημοκρατία», ὑπῆρξε ὅμως ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους στρατηγικοὺς νόες πού ἐγνώρισε ὁ σύγχρονος κόσμος), ὁ χαρακτήρας αὐτὸς ἐφάνηκε πιὸ καθαρά, σχεδὸν μηχανικὰ θὰ ἔλεγε κανείς. Ἔτσι π.χ. μὲ τὰ γεγονότα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς τὸ 1967 ἐχρειαζόταν ἕνα «σταθερὸ» καθεστὼς στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀμερικανικῶν βάσεων. Ἰδοὺ λοιπὸν μιὰ δικτατορία στὴν Ἑλλάδα ἀκριβῶς δύο μῆνες πρίν. Καὶ ὅταν τὸ 1974 ὁ ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν Χένρυ Κίσιγκερ ἐπιτυχαίνη τὶς συμφωνίες καταπαύσεως τῶν ἐχθροπραξιῶν μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ Ἰσραὴλ (18 Ἰαν. 1974) καὶ Συρίας καὶ Ἰσραὴλ (31 Μαΐου 1974), ἀκριβῶς δύο μῆνες μετὰ ἐπανακάμπτει μέσῳ τῶν «ἀντιστασιακῶν» (!) καὶ ἡ «Δημοκρατία» στὴν Ἑλλάδα. Ὅτι βέβαια τὰ στρατιωτικὰ ἀποτελέσματα ὅταν γίνουν θέματα «συνομιλιῶν» θεωροῦνται πολιτικῶς τελειωμένα, εἶναι ἕνας παληὸς κανόνας.
Ἀπόδειξη π.χ. τὸ Κυπριακό, τὸ ὁποῖον κατ’ ἀνάγκην ἐδημιουργήθηκε μετὰ τὰ μεσανατολικά, διότι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ριχάρδου τοῦ Λεοντόκαρδου ἦταν σαφῶς γνωστὴ ἡ σημασία τῆς Κύπρου γιὰ ὅλες τὶς ἐπιχειρήσεις τῆς Εὐρώπης στὴν περιοχὴ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς (*). Ἐπὶ 15 χρόνια τὸ Κυπριακὸ ἀποτελεῖ θέμα συνομιλιῶν, συναντήσεων, διαμεσολαβήσεων καὶ ἐπαφῶν, παραμένει ὅμως ὡς πραγματικὸ πρόβλημα ἄλυτο (ὡς πολιτικὸ εἶναι ἤδη λυμένο, διότι δὲν ὑφίσταται ὡς τέτοιο πρόβλημα ἀφοῦ ὑπαγορεύεται ἀπὸ συγκεκριμένες ἀνάγκες, καλὲς ἤ κακές, τῶν ὁποίων ἡ λύση ὑπάγεται σὲ γενικώτερα πλαίσια πού ἐπὶ τοῦ παρόντος δὲν ἔχουν ἀκόμη διαμορφωθῆ). Τὸ 1980 τὰ προβλήματα φεύγουν ἀπὸ τὴν Μέση Ἀνατολὴ καὶ μετατοπίζονται στὸν περσικὸ κόλπο. Ἄρα χρειάζεται «Δημοκρατία» στὴν Ἑλλάδα, ἐνῷ ἀντίθετα ἕνα «ἰσχυρὸ» καθεστὼς στὴν Τουρκία. Ἰδοὺ πράγματι ἡ Δικτατορία στὴν Τουρκία!... Ἂν ἡ «Δημοκρατία» μετὰ ταῦτα δὲν ἐπανέκαμψε καὶ πάλι ἀποτόμως στὴν Τουρκία, ὅπως στὴν Ἑλλάδα, εἶναι ἀκριβῶς γιατί μὲ τὴν «ἰσλαμικὴ ἐπανάσταση» τοῦ Ἰράν οἱ συνθῆκες εἶναι αἰσθητῶς διαφορετικὲς μακροπροθέσμως ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς μεσογειακῆς περιοχῆς. Δηλαδὴ στὴν ἴδια τὴν Τουρκία.
Επίλογος
Σήμερα πού μὲ τὶς τρέχουσες πολιτικὲς διαμορφώσεις αὐτὰ ἔχουν ἤδη καταστῆ «ἀπώτατον παρελθόν», μποροῦμε νὰ τὰ ἐξετάσωμε λογικώτερα κάπως. Ἀπὸ τὴν τεχνικὴ εὐχέρεια τῶν πραγμάτων βλέπομε, ὅτι τόσο ἡ Ἑλλάδα ὅσο καὶ ἡ Τουρκία ἀποτελοῦν θεωρητικῆς φύσεως σχήματα, πού δὲν προγραμματίζεται ἡ χρήση τους ἐπὶ μακροχρονίου βάσεως ἄλλα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς στιγμῆς. Γιὰ τὸ ἀντίθετο ἀπαιτεῖται βέβαια ἡ ὕπαρξη κάποιου προγράμματος, τὸ ὁποῖον, ὄπως εἴπαμε, μεταπολεμικῶς δὲν παρεσχέθη ὁ χρόνος νὰ ὑπάρξη. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς χῶρες, πέραν ἀπὸ τὶς «συνταγματικὲς» βιτρίνες καὶ τὶς «ἐκλογές», κρατήθηκαν στὰ πλαίσια τῆς Δύσεως ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν: μὲ συνεχῆ κοινωνικὴ δικτατορία, ὅπου ἕνας συνταγματάρχης ἐπάνω ἕνας κάτω δὲν εἶχε σημασία. Εἰδικώτερα στὴν περίπτωση τῆς Ἑλλάδος, φαίνεται αὐτὸ καθαρὰ καὶ μετὰ τὴν δικτατορία.
Τὰ ὠξυμμένα προβλήματα τῶν ἀραβικῶν ἐθνισμῶν, πού ἀναγκαστικὰ θὰ ἐμφανίζονταν μετὰ τὰ γεγονότα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς μέσα στὶς διαδικασίες τῶν μακροχρονίων «συνομιλιῶν» -καὶ τὰ ὁποῖα, ἀκριβῶς ἀφοῦ ὑπῆρχαν τυπικὰ οἱ «συνομιλίες» δὲν ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ ποινικοποιηθοῦν ὡς «τρομοκρατία»-, ἀπαιτοῦσαν καὶ ἀνάλογους τρόπους ἀντιμετώπισης. Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ «κοινοβουλευτικὴ» Ἑλλὰς ὡς ἕνα εἶδος ἐπιτελείου τῆς μεσογειακῆς τρομοκρατίας. Γιὰ νὰ ἐλεγχθῆ ἡ τρομοκρατία τῆς μέσης Ἀνατολῆς, χρειάζονται ἀνάλογες «προσβάσεις», δηλαδὴ μιὰ «φιλοαραβικὴ» καὶ «ἀντιϊσραηλινὴ» Ἑλλάδα γεμάτη πράκτορες πού νὰ συμμετέχουν σὲ τρομοκρατικὲς ἐπιχειρήσεις. Ἡ ἀρχὴ τῶν πραγμάτων ἀνάγεται βέβαια στὴν «ἀντίσταση» κατὰ τὴν περίοδο τῆς Χούντας: Ἕλληνες «ἀγωνιστὲς» ἐκπαιδεύονται σὲ στρατόπεδα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, μαθαίνοντας πρόσωπα, ὀργανώσεις καὶ καταστάσεις, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο πού κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ «ἀντικομμουνισμοῦ» καὶ τοῦ ψυχροῦ πολέμου οἱ πιὸ «ἔνθερμοι μαρξιστὲς» ἦσαν οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς ΚΥΠ.
Γεράσιμος Κακλαμάνης
***
(*) Από τότε που πάτησε το πόδι του στην Κύπρο ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, το νησί έγινε ένα όργανο ανταγωνιστικών δυνάμεων σε μια εύφλεκτη περιοχή, ενώ γινόταν όλο και πιο σημαντικό καθώς νέες δυνάμεις αναδύονταν και δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους. Από επίκεντρο της διαμάχης Βενετών-Οθωμανών έγινε μια περιοχή αγγλο-γαλλικής και ακολούθως αγγλο-ρωσικής διαμάχης για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Σε μικρότερη κλίμακα, η Μεθώνη της νότιας Πελοποννήσου υπέφερε εξ αιτίας εξωτερικών στρατηγικών φιλοδοξιών (όπως γενικά η Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων) και οι κάτοικοι της υπέστησαν κατά καιρούς διάφορες σφαγές στα χέρια των Οθωμανών, που προσπαθούσαν να αποσπάσουν το φρούριο τους από τη Βενετία. Τουλάχιστον από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, παρόμοιες δυνάμεις ανταγωνίζονται γύρω από την Κύπρο. Οι Βρετανοί απέκτησαν το πάνω χέρι στη Μεσόγειο και προσπάθησαν να ανακόψουν τη ρωσική επιρροή υποστηρίζωντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εξάλλου, μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προστέθηκαν οι ΗΠΑ, ενώ ένα εκ νέου επινοημένο Ισραήλ εδραίωνε τη θέση του. Σε αυτό το κοκτέιλ δυνάμεων μπορούμε να προσθέσουμε τώρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και η δύναμη της είναι μάλλον οικονομική παρά στρατιωτική. Επίσης, καθώς δεν διαθέτει καμία άξια λόγου κοινή εξωτερική πολιτική, η ΕΕ είναι διαιρεμένη ανάμεσα σε όσους κλίνουν προς τη γραμμή Βρετανίας-ΗΠΑ-Ισραήλ στη Μέση Ανατολή (κυρίως τους πρώην δορυφόρους της ΕΣΣΔ) και όσους έχουν μια περισσότερο φιλοευρωπαϊκή τάση και βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία. Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου -ή τουλάχιστον της κάπως τεχνητής και διογκωμένης ιδεολογικής διαίρεσης- άφησε ένα πνευματικό κενό όσον αφορά στην αποτελεσματική εξήγηση του τι ακριβώς είναι ή έχει γίνει το «διεθνές σύστημα», αν υπάρχει όντως ένα σαφώς καθορίσιμο σύστημα και όχι μια μακραίωνη αμφιταλάντευση ανάμεσα σε χάος και τάξη.
William Mallinson - Το τότε είναι τώρα. Κύπρος. Το γεωϊστορικό εργαλείο.
...η θέση της Κύπρου απέναντι από τη Μέση Ανατολή, η ευρωπαϊκή θέση της και η συνύπαρξη της ελληνικής και της τουρκικής θρησκευτικής και γλωσσικής ταυτότητας την έχουν καταστήσει έναν πραγματικό μικρόκοσμο στον οποίο μπήγονται τα νύχια της γεωστρατηγικής φιλοδοξίας, τουλάχιστον από την εποχή των Ρωμαίων, τους οποίους διαδέχθηκαν οι Βυζαντινοί, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, οι Λουζινιάν, οι Βενετοί, οι Οθωμανοί, οι Βρετανοί και, σήμερα, ένα πλήθος «παικτών», μεταξύ των οποίων η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ρωσία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ισραήλ, πέρα από τους ίδιους τους Κύπριους...
Η μετά-ιμπεριαλιστική εστία της Ανατολικής Μεσογείου
Η Κύπρος είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία δεν διαθέτει πλήρη έλεγχο επί της εξωτερικής πολιτικής της, όπως καθιστούν σαφές οι συνθήκες του 1960 για την ίδρυση της δημοκρατίας. Αυτό είναι ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού που εννοούσε ο Γκουιτσιαρντίνι όταν είπε ότι τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα. Εδώ μιλάμε για έλεγχο από εξωτερικές δυνάμεις. Μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό ανατρέχοντας σε μια κλασσική ιστορική προσέγγιση, κύριο θέμα της οποίας είναι η έμμονη της σημερινής Βρετανίας με τη ρωσική ισχύ, η οποία εξακολουθεί να υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια. Πολύ πριν εμφανιστεί η βρετανική εμμονή με τη Ρωσία, η Κύπρος ήταν ήδη μια περίοπτη περιοχή για δυνάμεις όπως η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, οι Γαλλο-Άγγλοι (με λίγα λόγια ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος), οι Φράγκοι, η Βενετία και η Οθωμανική Κωνσταντινούπολη (*).
Αν και οι πρώτοι Ρώσοι ήταν εχθρικοί έναντι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν πια εκχριστιανιστεί και ήταν σύμμαχοι της Κωνσταντινούπολης. Μετά από το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 ο ρωσόφωνος και ελληνόφωνος κόσμος άρχισε να αναπτύσσει ένα κοινό ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση της δύναμης του Ισλάμ.
Η εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Καύκασο, μετά από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς το 1453 (σε αυτή τη κληρονομια ανήκει το πρόβλημα της Τσετσενίας), ήρθε πριν η Ρωσία να αναπτύξει πλήρως τις στρατιωτικές της δυνατότητες' όταν όμως αυτές αναπτύχθηκαν, ξεκίνησε η προέλαση προς το νότο, συχνά υπό Ορθόδοξη Χριστιανική, όσο και εδαφική (στρατηγική) σημαία. Τουλάχιστον από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού, ο Καύκασος και έπειτα τα Βαλκάνια αποτελούσαν σε διάφορους βαθμούς περιοχές σύγκρουσης ανάμεσα στους Οθωμανούς Μουσουλμάνους και τους Ρώσους Χριστιανούς.
[Σημ. Δ`~. στο άλλο μέτωπο, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα, και δεν είναι άλλο από αυτό της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, ο Ιβάν ο Τρομερός ηττάται από ένα συνασπισμό Σουηδών, Δανών, Πολωνών και Λιθουανών -μια παρόμοια συμμαχία προσπαθούν να επανασυστήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτή την περίοδο- αλλά τίθενται τα θεμέλια της εξόδου στη Βαλτική, η οποία θα εκπληρωθεί στις αρχές του 18ου αιώνα μέσω του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου - «Τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα»].
Η παλαιά συμμαχία του Βυζαντίου με την πρώιμη Ρωσία εκδηλώθηκε στην πλέον απροκάλυπτη μορφή της υπό τη Μεγάλη Αικατερίνη [η οποία ήταν γερμανικής καταγωγής], όταν εκείνη έστειλε μια αποστολή για την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1769-70. Αν και η αποστολή απέτυχε να ανακαταλάβει την ηπειρωτική Ελλάδα, κάποια νησιά πέρασαν στην κατοχή της Ρωσίας.
Όμως σημαντικότερη ήταν η Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, με την οποία η Ρωσία απέκτησε το δικαίωμα να προστατεύει τους Χριστιανούς Ορθόδοξους εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κάτι σημαντικό και ανησυχητικό για τη μελλοντική βρετανική ιμπεριαλιστική στρατηγική, δικαιώματα διάπλου σε ύδατα υπό οθωμανικό έλεγχο. Μετά από λίγα χρόνια μια εμπορική συνθήκη, επέτρεψε σε πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας να πλέουν υπό ρωσική σημαία, διασφαλίζοντας έτσι την ανάπτυξη του ελληνικού εμπορικού στόλου δίχως οθωμανικές επεμβάσεις, πολύ πριν απελευθερωθεί η Ελλάδα.
Ο βρετανικός παράγοντας
Αν και εκείνη την εποχή βασική μέριμνα της Βρετανίας ήταν η ανάσχεση της γαλλικής επαναστατικής δύναμης, το 1791 ο Ουίλλιαμ Πέτ (William Pitt) ο Νεότερος κατήγγειλε την υποτιθέμενη φιλοδοξία της Ρωσίας να διαμελίσει την Τουρκία: η Μεγάλη Αικατερίνη επιθυμούσε πράγματι να κάνει τον εγγονό της αυτοκράτορα μιας νέας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τώρα πια η Βρετανία όδευε προς την αυτοκρατορική ακμή της και συνεπώς ξεκινούσε να συμπεριφέρεται «γεωστρατηγικά».
Έτσι, στις αρχές του νέου αιώνα και ιδίως μετά από το Συνέδρια της Βιέννης, η Ρωσία γινόταν ταχύτατα ο κύριος εφιάλτης της Βρετανίας (παρά το τετριμμένο ζήτημα της «Λαμπράς Απομόνωσης» [«Splendid Isolation»]).
Παρά την όποια λανθάνουσα εχθρότητα που υπήρχε, και υπάρχει μέχρι σήμερα, προς τη Γαλλία, η ενδεχόμενη ρωσική επιρροή στη Μεσόγειο και η ανερχόμενη δύναμη της Πρωσίας -και αργότερα της Γερμανίας- βοήθησαν τη Βρετανία να πλησιάσει τους Γάλλους. Εδώ μπορούμε ήδη να διακρίνουμε τους σπόρους της εμμονής του Μακάιεντερ με τη ρωσο-γερμανική συμμαχία που πίστευε ότι θα απειλούσε τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η συνακόλουθη στήριξη της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί να ανιχνευθεί σε αυτήν την περίοδο: εξηγεί την επαμφοτερίζουσα στάση της Βρετανίας έναντι της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ουσιαστικός στόχος της Βρετανίας ήταν να διασφαλίσει ότι η ρωσική επιρροή σε μια υποθετική ανεξάρτητη Ελλάδα δεν θα απειλούσε τα συμφέροντά της στην Μεσόγειο.
Η Βρετανία φοβόταν έναν ρωσο-τουρκικό πόλεμο στον οποίο η Ρωσία θα ενίσχυε περισσότερο τη θέση της έναντι των Οθωμανών, όπως είχε ήδη κάνει, για παράδειγμα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Κάϊναρτζή. Έτσι η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι η καλύτερη ελπίδα για να επεκτείνει σε κάποιο βαθμό τον έλεγχό της στη Ρωσία στην περίπτωση ενος ρωσο-τουρκικού πολέμου ήταν μια συμφωνία. Αυτή υλοποιήθηκε με τη μορφή του αγγλο-ρωσικού Πρωτοκόλλου της 4ης Απριλίου του 1826 με το οποίο η Βρετανία θα προσέφερε μεσολάβηση με στόχο τη μετατροπή της Ελλάδας σε αυτόνομο κράτος, υποτελές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, είναι σημαντικό ότι αν αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί, οι δύο δυνάμεις θα μπορούσαν να παρέμβουν από κοινού ή ξεχωριστά.
Αυτή η φαινομενικά δευτερεύουσα λεπτομέρεια θα αποδεικνυόταν ζωτικής σημασίας για την ελληνική ανεξαρτησία, καθώς η Ρωσία όντως αύξησε την πίεση της στους Οθωμανούς και πίεσε τη διστακτική Γαλλία και τη Βρετανία να λάβουν πιο δραστικά μέτρα υπέρ των Ελλήνων.
Το Σεπτέμβριο του 1827 η ρωσική πίεση υποχρέωσε τη Βρετανία και τη Γαλλία να συμφωνήσουν ώστε να αποκόψουν προμήθειες που μεταφέρονταν δια θαλάσσης προς τις οθωμανικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο και σε κάποια ελληνικά νησιά. Τον επόμενο μήνα ακολούθησε η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου καταστράφηκε ο τουρκο—αιγυπτιακός στόλος ανοίγοντας το δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία. Παρά τη διαφωνία γύρω από την έναρξη των εχθροπραξιών (υποτίθεται ότι ο βρετανο-γαλλο-ρωσικός στόλος θα ήταν ουδέτερος), η τακτική της Βρετανίας για ανάσχεση της Ρωσίας αποδείχθηκε ανεπιτυχής, τουλάχιστον στο ελληνικό πλαίσιο. Είναι ωστόσο επίσης γνωστό ότε ο Ναύαρχος Κόδριγκτων, ο ανώτατος διοικητής του συμμαχικού στόλου, ήταν Φιλέλληνας. Όταν έφτασαν στο Λονδίνο τα νέα για την ήττα του οθωμανικού στόλου, ο Υπουργός Εξωτερικών Ουέλλινγκτον την αποκάλεσε «ατυχές συμβάν», ενώ ο υποστηρικτής των Οθωμανών Μέττερνιχ την περιέγραψε ως «φοβερή καταστροφή». Ίσως περισσότερο από ό,τι η Βρετανία τότε, ο Μέττερνιχ ήταν κατ' εξοχήν οπαδός του ρεαλισμού και της γεωστρατηγικής και δεν μασούσε τα λόγια του: είχε πει για τους Έλληνες ότι «εκεί κάτω, πέρα από τα σύνορά μας, τρεις ή τέσσερις χιλιάδες κρεμασμένοι, παλουκωμένοι ή με κομμένο το λαρύγγι δεν έχουν και πολλή σημασία». Είχε επίσης αποκαλέσει τους Ναπολιτάνους ένα «ημιαφρικανικό και βάρβαρο λαό».
Δεν μας εκπλήσει το γεγονός ότι ήθελε να εξαφανίσει την επιρροή του Καποδίστρια, του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας και Έλληνα (ο οποίος έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Ελλάδας). Ο Καποδίστριας, ο οποίος υποστήριζε την ανεξαρτησία της Ελλάδας και εθεωρείτο ηγέτης της φιλορωσικής τάσης στην ελληνική πολιτική, παρέμεινε ένα αγκάθι στα πλευρά των βρετανικών ιμπεριαλιστικών σχεδίων για καιρό μετά από τη δολοφονία του το 1831. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι οι Βρετανοί εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να φοβούνται τον λανθάνοντα «καποδιστριανισμό».
Η εμμονή με τη Ρωσία
Η εμμονή της Βρετανίας με τη Ρωσία μπορεί να συνδεθεί άμεσα με τη σημερινή εποχή, όπως θα δούμε, ακόμα κι αν «τα χρώματα διαφέρουν», όπως θα έλεγε ο Γκουιτσιαρντίνι. Το αύξον ενδιαφέρον της Βρετανίας για τη ρωσική ισχύ συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο στην επονείδιστη δήλωση του σερ Έντμοντ Λάιονς (Sir Edmond Lyons) το 1841:
Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι ένας παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να είναι αγγλική ή ρωσική, και καθώς δεν πρέπει να γίνει ρωσική, είναι αναγκη να είναι αγγλική.Εδώ μπορούμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στον Λάιονς και τον Ουίνστον Τσώρτσiλ, δεδομένου ότi ο δεύτερος συμφώνησε με τον Στάλιν, στην περίφημη συμφωνία των ποσοστών, ότι η Ελλάδα θα ήταν «10% ρωσική και 90% αγγλική». Εδώ βλέπουμε την αταβιστική συνέχεια της βρετανικής ιμπεριαλιστικής «γεωστρατηγικής» η οποία, όπως θα δούμε, συνεχίζεται μέχρι σήμερα έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Η Βρετανία θα ανέπτυσσε περαιτέρω την αυτοκρατορία της, ιδιαίτερα στην Αφρική, όμως ήδη από το 1815 κατείχε τα νησιά του Ιονίου. Το 1848, έτος της «ευρωπαϊκής επανάστασης» (στο οποίο ο Μέττερνιχ εξορίστηκε στο Λονδίνο) είδε την ανάδυση και άλλων ελληνικών κινημάτων ανεξαρτησίας, όχι μόνο σε τμήματα του ελληνόφωνου κόσμου που ελέγχονταν από τους Οθωμανούς αλλά και στα νησιά του Ιονίου.
Αντί η Βρετανία να απαντήσει ευνοϊκά, προέβαλε αξιώσεις για δύο νησάκια έξω από την ακτή της Πελοποννήσου ισχυριζόμενη ότι ανήκαν επίσης στο Ιόνιο Πέλαγος (και πράγματι ανήκαν!).
Όμως η χειρότερη περίπτωση ιμπεριαλιστικού αυταρχισμού ήταν η περίφημη υπόθεση του Δον Πατσίφικο το 1850. 0 Δον Πατσίφικο ήταν ένας Εβραίος από το Γιβραλτάρ το σπίτι του οποίου στην Αθήνα είχε καταστραφεί στη διάρκεια ταραχωδών διαδηλώσεων το Πάσχα. Οι Βρετανοί απέκλεισαν τον Πειραιά για να επιβάλλουν αποζημιώσεις και αρχικά αποδέχτηκαν αλλά ακολούθως απέρριψαν τις προσφορές των Γάλλων για διαμεσολάβηση. Τελικά ο βασιλιάς Όθων υποχώρησε αλλά ως αποζημίωση καταβλήθηκε μόνο ένα ασήμαντο ποσό. Ακολούθως ενισχύθηκε το αντιβρετανικό και φιλορωσικό αίσθημα, κάτι που σάστισε τους Βρετανούς.
Η κατάσταση άρχισε να κλιμακώνεται όταν ο Τσάρος μεσολάβησε για μια επανένωση ανάμεσα στην ελληνική Εκκλησία και το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη (οι σχέσεις τους είχαν διακοπεί το 1821 εξ αιτίας της υποψίας των Ελλήνων ότι ο Σουλτάνος χρησιμοποιούσε το Πατριαρχείο ως πολιτικό εργαλείο). Η αδυναμία των Οθωμανών (μετά από δύο πολέμους με τον Αιγύπτιο ηγεμόνα Μεχμέτ Αλί) και η ρωσική πίεση στους Οθωμανούς εκ μέρους των Χριστιανών Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησαν στο ξέσπασμα του Πολέμου της Κριμαίας, στον οποίο οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Σαρδηνοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη Ρωσία. Όταν «άτακτες» ελληνικές δυνάμεις επεχείρησαν να αποσπάσουν τη Θεσσαλία από την οθωμανική κατοχή, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά (από το Μάιο του 1854 έως το Φεβρουάριο του 1857), ουσιαστικά για να εμποδίσουν την Ελλάδα να βοηθήσει τη Ρωσία.
Κύπρος: κλειδί για τη Δυτική Ασία
Το 1878 ο φόβος για τη Ρωσία δικαιώθηκε. Η έκβαση του Πολέμου της Κριμαίας, ο οποίος διεξήχθη για να διατηρηθεί η βρετανική ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίζοντας τις απόπειρες της Ρωσίας να αποδυναμώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, απλώς περιόρισε προσωρινά την εφαρμογή των ρωσικών σχεδίων. Το 1877 οε ρωσικές δυνάμεις νίκησαν τους Οθωμανούς και προσέγγισαν την Κωνσταντινούπολη. Οι όροι της συνακόλουθης Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ήταν τόσο ευνοϊκοί για τη Ρωσία, περιλαμβάνοντας, για παράδειγμα, την ίδρυση μιας μεγάλης και ανεξάρτητης φιλορωσικής Βουλγαρίας, που οι Βρετανοί παρενέβησαν διπλωματικά, με λόγια και κανονιοφόρους, ενέργειες που οδήγησαν στη «Μεγάλη Ανατολική Κρίση» και στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Στις 5 Μαίου ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli) έγραψε στη Βασίλισσα Βικτωρία:
Αν η Υψηλή Πύλη παραχωρήσει την Κύπρο στη Μεγαλειότητά σας και ταυτοχρόνως η Αγγλία συνάψει μια αμυντική συμμαχία με την Τουρκία που θα εγγυάται την ασφάλεια της ασιατικής Τουρκίας από μια ρωσική εισβολή, η ισχύς της Αγγλίας στη Μεσόγειο θα αυξηθεί απολύτως σε εκείνη την περιοχή και η Ινδική Αυτοκρατορία της Μεγαλειότητάς σας θα ενισχυθεί σε τεράστιο βαθμό. Η Κύπρος είναι το κλειδί για τη Δυτική Ασία.Αν και σκοπός του Συνεδρίου ήταν να αποκατασταθεί η σταθερότητα στα Βαλκάνια ενώπιον της ρωσικής ισχύος και της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία συνειδητοποίησε ότι αυτή η αυτοκρατορία δεν ήταν πια μια «αυθεντική αξιόπιστη δύναμη» και ότι δεν θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει μόνο τη Ρωσία αλλά και να φυλά την Ανατολία. Γι' αυτόν το λόγο η Βρετανία μίσθωσε την Κύπρο από τους Οθωμανούς ως «ορμητήριο» με μια συνθήκη την οποία ενέκρινε το Συνέδριο του Βερολίνου, ώστε να εγγυηθεί την Ασιατική Τουρκία από τις ρωσικές επιθέσεις. Οι κύριοι στόχοι ήταν να περιοριστούν οι Ρώσοι και να «στηριχθεί ένα είδος τουρκικού κράτους στη Μικρά Ασία -περίπου ο ίδιος διακανονισμός που συνέχισε να ισχύει στα μέσα του 20ου αι.» και μέχρι σήμερα, τουλάχιστον με οικονομικούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και στρατιωτικούς όρους (με την υποστήριξη των ΗΠΑ).
Ο τρόπος με τον οποίο η Βρετανία απέκτησε ένα νέο έρεισμα ήταν κάπως αμφιλεγόμενος, καθώς είχε διαπραγματευτεί μυστικά με τους Οθωμανούς στέλνοντας τελεσίγραφο στον Σουλτάνο με το οποίο δήλωνε ότι για να διατηρηθεί η καλή θέληση της Βρετανίας, η Κύπρος έπρεπε να περάσει σε βρετανικό έλεγχο. Στη Γαλλία υπήρχε ανησυχία και δυσφορία επειδή η «Γηραιά Αλβιώνα» δεν είχε ενεργήσει με ευθύτητα. Φυσικά η Γαλλία είχε τα δικά της σχέδια για την Κύπρο, όπως και η Γερμανική Συνομοσπονδία το 1849. Σε κάθε περίπτωση, αν και οι Γάλλοι ήταν εξοργισμένοι, τους καθησύχασαν οι διαβεβαιώσεις των Βρετανών ότι θα έκαναν τα στραβά μάτια όταν η Γαλλία θα καταλάμβανε την οθωμανική Τυνησία, κάτι που συνέβη το 1882.
Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την άσκηση γαλλικής πίεσης στη Βρετανία σε σχέση με την Κύπρο, πίεση που οδήγησε στη συμφωνία ότι η Βρετανία δεν θα εγκατέλειπε την Κύπρο (την οποία προσάρτησε το 1914, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάχθηκε στις Κεντρικές Δυνάμεις) αν πρώτα δεν συμβουλεόταν τη Γαλλία.
Μόλις έξι μήνες αργότερα, το Δεκέμβριο του 1916, η Βρετανία και η Γαλλία, που ανησυχούσαν με την ουδέτερη στάση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την πολιτική αστάθεια την οποία προκαλούσε η κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, οδήγησαν μια μικρή δύναμη στην Αθήνα. Αφού απωθήθηκαν από τον ελληνικό στρατό με εβδομήντα μία απώλειες, κήρυξαν αποκλεισμό της Ελλάδας και αναγνώρισαν την κυβέρνηση του Βενιζέλου. Ο Βασιλιάς εγκατέλειψε την Ελλάδα αφήνοντας τον δεύτερο γιο του Αλέξανδρο ως «προσωρινό Βασιλέα». Ο πολιτικός κυκεώνας οδήγησε στην ένταξη του Βενιζέλου στους συμμάχους τον Ιούλιο του 1917.
Αυτό το επεισόδιο δείχνει και πάλι μια συμπεριφορά έναντι της Ελλάδας που μπορεί να χαρακτηριστεί παρεμβατική και ηγεμονική, αν και πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η χώρα εξακολουθούσε να αποτελεί προτεκτοράτο και θα παρέμενε, de jure, μέχρι το 1923.
Όσον αφορά στην Κύπρο, η Βρετανία συζήτησε το ενδεχόμενο να την παραχωρήσει στην Ελλάδα στα τέλη του 1912 με αντάλλαγμα μια ναυτική βάση στην Κεφαλονιά. Το 1915 η Βρετανία προσφέρθηκε να παραχωρήσει το νησί αν η Ελλάδα συμμαχούσε μαζί της στον πόλεμο, όμως, καθώς η Ελλάδα υπεξέφευγε μέχρι το 1917, η Βρετανία δεν ικανοποίησε το αίτημα της Ελλάδας για παραχώρηση του νησιού στις διαπραγματεύσεις των Βερσαλλιών.
Δημογραφία και «ανταλλαγή» πληθυσμών
Η ιστορία της δημογραφικής τραγωδίας που έπληξε την Ελλάδα είναι πολύ γνωστή και έχει καλυφθεί επαρκώς: εδώ αρκεί να πούμε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, από μια φαινομενική θέση ισχύος και ως μέλος της λέσχης των νικητών, αφού κέρδισαν τη μία νίκη μετά από την άλλη στην αναδυόμενη Τουρκία, τελικά προωθήθηκαν υπερβολικά μακριά και απωθήθηκαν. Σχεδόν όλοι οι ελληνόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της Μικράς Ασίας εκδιώχθηκαν (1.300.000) ή σκοτώθηκαν στη «Μικρασιατική Καταστροφή». Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια ελληνική εκστρατεία με την υποστήριξη της βρετανικής, της γαλλικής και της αμερικανικής κυβέρνησης κατέληξε σε μια κοινωνικο-οικονομική καταστροφή και στην ικανοποίηση της εχθρικής Ιταλίας [Όμως οι Ιταλοί έσωσαν πολλούς Έλληνες από την Αττάλεια, μεταξύ άλλων περιοχών, ενώ δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τους Βρετανούς και τους Γάλλους], η οποία διατήρησε στην κατοχή της τα Δωδεκάνησα, τα οποία είχε πάρει δια της βίας από τους Οθωμανούς το 1912. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, 235.200 ατομα [το έτος 1912], δεν εκδιώχθηκε, διότι η πόλη βρισκόταν υπό διεθνή δικαιοδοσία και προστασία. Σήμερα η τουρκική πολιτική έχει αφήσει μόνο περίπου 2.000 Τούρκους πολίτες ελληνικής καταγωγής στην Κωνσταντινούπολη, εν αντιθέσει προς τους περισσότερους από 120.000 τουρκόφωνους Μουσουλμάνους στην ελληνική Θράκη...
***
Η αληθινή ιστορία, η οποία αποσιωπήθηκε συστηματικά στη χώρα μας, λέει ότι η τύχη των Ποντίων, των Ιώνων και των Θρακών ήταν εντελώς διαφορετική.
Η ανάλογη ηθική, πολιτιστική συμπεριφορά τον λαού μας, όταν το τούρκικό κράτος χειραγωγώντας (και συμμαχώντας με) τις φανατισμένες περιθωριοποιημένες ή μη τούρκικές μάζες, τον όχλο πού έλεγε ο Μαρξ, επαναλάμβανε την ίδια πολιτική με το πογκρόμ του 1955 στην Πόλη ή στην Ίμβρο το 1974, αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε οπισθοδρόμηση, αλλά διατηρήθηκαν και εξυψώθηκαν οι σταθερές του, οι αξίες του πολιτισμού μας. Αντίθετα όμως η επανάληψη (το 1942, στην Πόλη το 1955, μέχρι και σήμερα) εκδηλώσεων βίας και βαρβαρότητας, αποδεικνύει ότι οι σταθερές, οι κύκλοι συλλογικής βίας, οι οποίοι επιτρέπουν την εξέλιξη πολιτικών γενοκτονίας, πογκρόμ ή ληστείας, εξακολουθούν να ισχύούν στην τούρκική κοινωνία. Η ιστορία έδειξε ότι, ως συγκεκριμένη κοινωνία, προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας, ως λαός, είμαστε ενάντια στην εκδίκηση, στη λογική της ίσης ανταπόδοσης, της ισοπαλίας.
Γεγονός που δεν αντιλαμβάνονται οι επαρχιώτες «Αθηναίοι», ειδικά οι διανοούμενοι, οι οποίοι, αισθανόμενοι «Ευρωπαίοι», φέρνουν μαζί τους τις ενοχές των Ευρωπαίων διανοούμενων σε σχέση με τούς λαούς του Τρίτου Κόσμού.
***
Το 1964 υπήρχαν ακόμα 12.000 Έλληνες πολίτες και 60.000 Τούρκοι πολίτες ελληνικής καταγωγής και θρησκείας στην Τουρκία. Ζούσαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, κάποιοι από την αρχαιότητα. Τώρα η τουρκική κυβέρνηση έστρεφε την οργή της εναντίον τους, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες να εκδιωχθούν ή να υποχρεωθούν να φύγουν. Χρησιμοποιήθηκε κάθε μέθοδος, όπως το κλείσιμο ελληνικών σχολείων, η απόλυση Ελλήνων από δουλειές «τις οποίες ο νόμος προορίζει για Τούρκους» και η δίωξη κάποιων διευθυντών σχολείων επειδή πρόβαλαν μια ταινία που έδειχνε τον Πατριάρχη με βυζαντινά άμφια. Αρκετά θλιβερά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα από μια επιστολή τον Βρετανού Γενικού Πρόξενου στην Κωνσταντινούπολη:
Οι Τούρκοι απλώς παίρνουν εκδίκηση για τα βάσανα των συμπατριωτών τους στην Κύπρο [...] Μερικές φορές υποχρεώνουν τους Έλληνες να πληρώνουν διπλά πριν να απελαθούν. Αυτό είναι κάτι παραπάνω από οργανωμένη ληστεία και έχω τη χαρά να δηλώσω ότι υπάρχουν λίγοι, αλλά μόνο ελάχιστοι, Τούρκοι που ντρέπονται για αυτή τη συμπεριφορά της κυβέρνησής τους [...] αυτή [η εκστρατεία] αποκαλύπτει μια άσχημη πλευρά του τούρκικού χαρακτήρα [...] Η Κύπρος είναι μόνο μια δικαιολογία για την εξαπόλυση μιας τέτοιας εκστρατείας [...] η τουρκική κυβέρνηση βρήκε βολικό για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς να ενθαρρύνει το λανθάνοντα σωβινισμό του λαού της.
Σήμερα έχούν απομείνει στην Τουρκία περίπου δύο χιλιάδες Τούρκοι πολίτες ελληνικής καταγωγής.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν ανταπέδωσε: υπάρχουν πολλοί περισσότεροι από 100.000 Έλληνες πολίτες τουρκικής καταγωγής στην Δυτική Θράκη.
Έτσι, δέκα χρόνια αφότου το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, υπό τον συναισθηματικό Κιρκπάτρικ, είχε καλέσει ένα «Συνέδριο των Τριών Δυνάμεων» για να εμπλέξει την Τουρκία, «να φέρει σε σοβαρή αμηχανία την ελληνική κυβέρνηση» και να «εκθέσει» και να «ορίσει» μια ελληνοτουρκική «διαφορά», σε μυστική συνεργασία με την Τουρκία, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαταράχθηκαν σοβαρότατα λόγω του status quo στην Κύπρο. Η αστάθεια της ελληνικής πολιτείας και ο ρόλος του ελληνικού στρατού θα έδιναν την ευκαιρία στην τουρκική κυβέρνηση, με μυστική στήριξη από τις ΗΠΑ, να εισβάλει στην Κύπρο. Την ίδια εποχή η Τουρκία εθεωρείτο ζωτικής σημασίας για τα ψυχροπολεμικά συμφέροντα των ΗΠΑ: μάλιστα υποτίθεται ότι η κουβανική πυραυλική κρίση ξέσπασε επειδή οι αμερικανικοί πύραυλοι στην Τουρκία ήταν στραμμένοι προς τη Σοβιετική Ένωση.
Επίλογος
Παρά τις μυστικές διπλές συμφωνίες της περιόδου, η Βρετανία αποφάσισε να διατηρήσει την Κύπρο. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης η Τουρκία δεν θα είχε δικαιώματα σε περιοχές που προηγουμένως βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία της, το οποίο σήμαινε ότι από το 1923 δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει στις υποθέσεις του νησιού. Το 1925 η Κύπρος κηρύχτηκε αποικία του Βρετανικού Στέμματος.
Ο βρετανικός έλεγχος στο νησί είχε πάψει να αποτελεί καινοτομία και οι εκκλήσεις για ένωση με την Ελλάδα που είχαν αρχίσει ήδη από το 1821 (από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης) και είχαν επαναληφθεί το 1878 και το 1907 (επίσκεψη του Τσώρτσιλ), είχαν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος. Αυτή η κατάσταση κλιμακώθηκε το 1931 με τον εμπρησμό του Κυβερνείου, αφού το Λονδίνο απέρριψε αυθαίρετα ένα ψήφισμα ενάντία στην επιβολή φόρου πέντε τοις εκατό επί των μισθών των αξιωματούχων που υπερέβαιναν τις 100 λίρες το χρόνο. Πέρα από την απογοήτευση των Ελληνοκυπρίων, ένας Τουρκοκύπριος είχε ψηφίσει ενάντια στη φορολογία μαζί με τούς δώδεκα Ελληνοκυπρίους και έμεινε γνωστός ως ο «Δέκατος Τρίτος Έλληνας». Η αμφισβήτηση της βρετανικής εξουσίας και ο φόβος της βρετανικής κυβέρνησης για αυτό το αναδυόμενο καινό μέτωπο Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων οδήγησε σε ακύρωση του αποικιακού συντάγματος και σε σοβαρό περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών. Στη συνέχεια, κυρίως χάρη στην οξυδέρκεια του Έλληνα Πρωθυπουργού Βενιζέλού, ο οποίος διατήρησε καλές σχέσεις με τη Βρετανία και την Τουρκία, η ιδέα της ένωσης παραμερίστηκε.
William Mallinson
Βρετανός πρώην διπλωμάτης
***
(*) Περί -κεμαλικής- Ἰστανμποὺλ και -οθωμανικής- Κωνστανιιέ (Kostantiniyye): Κατὰ παράξενο τρόπο, τὰ μεγάλα πολιτιστικὰ κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, πού ἐκράτησαν τοὺς μεγαλύτερους γνωστοὺς πολιτισμοὺς στὴν ἱστορία – Κων/πολη, Ἀλεξάνδρεια, Κάϊρο, Δαμασκός, Βαγδάτη, Τεχεράνη – εἶναι τὰ χαρακτηριστικώτερα παραδείγματα ἐκτρωματικῶν τριτοκοσμικῶν μεγαλουπόλεων μὲ ἀπειρία οἰκολογικῶν προβλημάτων. Τυχαῖο ἄραγε; Δεδομένου ὅτι εἶναι ὁ πολιτισμὸς μίας χώρας πού διατηρεῖ τὸ περιβάλλον, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἀπὸ τὴν ἐκτρωματικὴ φυσιογνωμία τῶν πόλεων ποιὲς εἶναι οἱ ἀντίστοιχες ἐσωτερικὲς καταστροφὲς τοῦ πολιτισμοῦ τῶν χωρῶν.
Εἰδικὰ μάλιστα ἡ Κων/πολη ἔπρεπε νὰ γίνη ὁπωσδήποτε «Ἰστανμποὺλ» (πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο πολὺ συνέτεινε καὶ ὁ ἀνυποψίαστος τουρκικὸς ἐθνικισμός). Διότι δὲν ὑπάρχει μεσαιωνικὴ εὐρωπαϊκὴ ἱστορία χωρὶς Κων/πολη. Αὐτὸ τὸ ὄνομα λοιπὸν ἔπρεπε νὰ γίνη ὅρος τῶν ἐρευνῶν καὶ τῶν σεμιναρίων, κάτι τὸ παρελθόν, μὴ ἔχον σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια, ἔπρεπε νὰ γίνη «Ἰστανμπούλ» κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πού ἔγινε καὶ ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία «τουρκικὴ κατάκτηση» καὶ «κίνδυνος» γιὰ τὴν Εὐρώπη. Δὲν ἔπρεπε νὰ μείνη ἡ Κων/πολη στὸ στόμα τῶν Τούρκων, διότι κάτι τέτοιο δὲν συνεβάδιζε μὲ τὶς ἐπιδιώξεις τοῦ παρόντος. Νὰ γίνη ὁ Κεράτιος τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων καὶ τῶν ἐνετῶν πατρικίων τὸ γνωστὸ ἀποχωρητήριο πού εἶναι σήμερα, ἦταν κάπως «εὐρωπαϊκῶς διακινδυνευμένο». Ὡς χῶρος τῆς «Ἰστανμποὺλ» ὅμως, μποροῦσε... Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὰ βιβλία τοῦ περασμένου αἰώνα ὅπου πάντα τὸ πρόβλημα τῶν Δαρδανελλίων παρέμενε πρόβλημα καὶ συνεπῶς ἐχρειάζοντο πραγματικοὶ ὄροι συνεννοήσεως, ὁμιλοῦν συνέχεια περὶ Κων/πόλεως. Τὸ «Ἰστανμποὺλ» καθιερώνεται μὲ τὸν «εὐρωπαϊκὸ προσανατολισμὸ» τῆς ἐθνικῆς Τουρκίας, ὅταν αὐτὴ ὡς κράτος τῆς «νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης» πλέον θὰ εἶχε τοὺς «προαιώνιους ἐχθρούς» της τοὺς Ἕλληνες νὰ τὴν μισοῦν γιὰ τὴν ὀνομασία!!!
Γεράσιμος Κακλαμάνης - Μεταπολεμική νέα εποχή και διαχείριση των γηγενών πολιτισμών.
***
Η γεωπολιτική αξία των Βαλκανίων προκύπτει από το γεγονός ότι αποτελούν τη βασική ζώνη, η οποία εκτείνεται από τις στέπες της Ευρασιατικής ηπείρού προς τη Μεσόγειο, καθώς και από το γεγονός ότι αποτελούν την περιοχή που εκλαμβάνεται ως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης συνιστώντας ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μία από τις βασικές περιοχές κρίσεων των διεθνών σχέσεων. Στις αρχές του 20ου αιώνα εξαιτίας μίας σφαίρας που εκτοξεύτηκε από αυτήν εδώ την περιοχή ξεκίνησε ένας παγκόσμιος πόλεμος με πρωτόγνωρη μέχρι τότε έκταση για την ανθρωπότητα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα, μετά τη λήξη τον Ψυχρού πολέμού, στην ίδια πάντα περιοχή σημειώθηκαν έντονες συγκρούσεις. Εδώ, τέλος, εμφανίστηκαν ευαίσθητες γεωπολιτισμικές και γεωπολιτικές διαχωριστικές γραμμές, των οποίων η άμεση και πιο σκληρή απήχηση βιώθηκε σε διεθνές επίπεδο στον συγκεκριμένο χώρο των κρίσεων.
Τα Βαλκάνια είχαν μία ειδική σημασία για τις μεγάλες δυνάμεις που κατηύθυναν τις διεθνείς σχέσεις στις αρχές του 20ού αιώνα, με πασιφανή στόχο την έξωση από την Ευρώπη τον Οθωμανικού κράτούς, το οποίο εξέφραζε το πολιτικό κέντρο μίας ολοένα φθίνουσας αντίστασης έναντι των δυτικών αποικιοκρατικών δυνάμεων. Με τον Βαλκανικό πόλεμο επιτεύχθηκε η έξωση τον Οθωμανικού κράτούς από τα ευρωπαϊκά -πλην της Ανατολικής Θράκης [Σημ. Δ`~. Απαντήσεις στο ερώτημα, γιατί «πλην της Ανατολικής Θράκης», υπάρχουν στο I και στο II]- εδάφη και μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίού πολέμου από τη σκοπιά της διεθνούς πολιτικής και του διεθνούς δικαίού ολοκληρώθηκε η τελική εκκαθάρισή του... κατά τη διάρκεια των πιεστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν (επί των μουσουλμάνων) στη Βουλγαρία (από το καθεστώς Ζίβκοφ) η επανεμφάνιση κατά το τέλος του 20ου αιώνα στην επικαιρότητα του Βαλκανικού ζητήματος με όλη του την πολυπλοκότητα νοηματοδοτεί το παρακάτω ερώτημα: «Μήπως δεν έχει συντελεστεί ακόμη η εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτους;» Η εμφάνιση εκφράσεων και ορισμών που αφορούν την πολιτική μπορούν να δώσούν ορισμένες φορές πολύ πιο σημαντικά στοιχεία από τις ίδιες τις πολιτικές εξελίξεις.
Ονοματολογία, ιστορία και πολιτική
Ως τον 19ο αιώνα, ενώ οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν τις ευρωπαϊκές κτήσεις των Οθωμανών ως European Turkey, Turkey d 'Εurοpe, Turkey in Ευrορe (ευρωπαϊκή Τουρκία, η Τουρκία στην Ευρώπη) κ.λπ., το Οθωμανικό κράτος προτιμούσε ονομασίες όπως Οθωμανική Ευρώπη (Ανrupa-ί Οsmani) και Αυτοκρατορική Ρωμυλία (Rumelί-ί Sahane). Από την περίοδο αυτή και μετά παράλληλα προς τις πολιτικές εξελίξεις παρέστη ανάγκη για μία νέα ονοματολογία, η οποία θα διέγραφε από τις μνήμες τις εικόνες του Τούρκου και του μουσουλμάνου. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα δυο έννοιες που στο εξής ταυτίστηκαν με τις κρίσεις: Βαλκάνια και Μέση Ανατολή (ή Εγγύς Ανατολή).
Οι όροι «Βαλκάνια» και «Βαλκανική χερσόνησος» χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην πολιτική βιβλιογραφία από τον γερμανό γεωγράφο Α. Zeune το 1808. Στα μέσα του 19ου αιώνα (1835) ο D. Omalins d'Ηallοy, βρίσκοντας ανεπαρκή τον όρο Βαλκάνια, ο οποίος φημολογείται ότι προήλθε από τους Χαζάρους Τούρκους, προτίμησε να κάνει χρήση τον όρού Σλαβοελλάδα (Slavogreece), ενώ ο Κ. Ritter χρησιμοποίησε απευθείας τον όρο Ελληνική χερσόνησος (Halbisnel Griechenland). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ορισμένοι γερμανοί ερευνητές, όπως ο Fisher και ο Vagner, αναπτύσσοντας τον όρο Νοτιοανατολική Ευρωπαϊκή χερσόνησος (Südosteuropaische Hasbinel), που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον αυστριακό πρόξενο Ι. G. νοn Ηahn το 1863, συνέδεσαν τη χερσόνησο άμεσα με την Ευρώπη τη στιγμή ακριβώς που άρχισε να αυξάνεται το ενδιαφέρον των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών για την περιοχή. Εάν η εκτίμηση του γεωγράφού Cvijic, ειδικού στα θέματα της Γιουγκοσλαβίας, ότι η κατά οποιονδήποτε τρόπο ταύτιση της περιοχής με τούς Τούρκους εξαιτίας εκφράσεων όπως η «Ευρωπαϊκή Τουρκία» υπήρξε μία «αηδής μαρτυρία» και, συνεπώς, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η έκφραση Βαλκάνια, η οποία είναι και αυτή μία περίεργη «μαρτύρία».
Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο όρος Μέση Ανατολή, που χρησιμοποιούν πολλοί πολιτικοί επιστήμονες και περιηγητές υπονοώντας κυρίως τα Βαλκάνια, είναι σημαντικός, δεδομένού ότι η έννοια αυτή περισσότερο από το να έχει έναν γεωγραφικό χαρακτήρα υποδηλώνει μία πολιτισμική αντίθεση και έναν διαχωρισμό. Αργότερα, η χρήση του ίδιου όρού θα περάσει από μία φάση παράλληλη προς τη μείωση των πεδίων κυριαρχίας των μουσουλμάνων και θα πάρει τη μορφή μίας έννοιας γεωπολιτισμικού χαρακτήρα, που απηχεί και τη διάκριση μουσουλμάνου-χριστιανού.
Από την άποψη αυτή οι έννοιες Μέση Ανατολή και Εγγύς Ανατολή περισσότερο από μία αντικειμενική γεωγραφική έννοια είναι μία ευρωπαιοκεντρική διαχωριστική έννοια γεωπολιτισμού που εμπεριέχει υποκειμενικά στοιχεία. Για τον λόγο αυτό ο χώρος που περικλείουν οι έννοιες Μέση Ανατολή και Εγγύς Ανατολή έχει αποκτήσει νέες ιδιότητες ανάλογα με τη συγκυρία που αλλάζει. Οι δυτικοί πολιτικοί και ερευνητές επαναπροσδιόρισαν τα όρια αυτής της έννοιας σύμφωνα με την υποχώρηση τον Οθωμανικού κράτους.
***
Για τους Σελτσούκους και τους οθωμανούς Τούρκους και ο όρος Ρούμελη (Rumili - Η χώρα των Ρωμαίων) φέρει ένα παρόμοιο γεωπολιτισμικό χαρακτηριστικό. Για τους Σελτσούκους Ρούμελη ήταν η Μικρά Ασία μετά την ολοκλήρωση όμως της διαδικασίας του εξισλαμισμού και του εκτουρκισμού της Μικράς Ασίας οι Οθωμανοί άρχισαν να αποκαλούν Ρούμελη τα σημερινά Βαλκάνια.
***
Με τον όρο Βαλκανική χερσόνησος προσδιοριζόταν γι' αυτή την περιοχή μία νέα ταυτότητα, απαλλαγμένη από την τούρκική και τη μουσουλμανική εικόνα, ενώ με τον όρο Μέση Ανατολή προσδιορίστηκαν τα σύνορα του ασταθούς πολιτικού ορίού μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Προάγγελος σε παγκόσμιο επίπεδο της επιχείρησης αλλαγής ονομάτων (σε φυσικά πρόσωπα), που τη δεκαετία του 1980 εφαρμόστηκε στη Βουλγαρία (για τούς μουσουλμάνους που υποχρεώθηκαν από το καθεστώς να εκβουλγαρίσουν τα ονόματά τους), στην πολιτική βιβλιογραφία υπήρξε η εισαγωγή των Όρων Βαλκάνια και Μέση Ανατολή.
Πολιτισμική ταυτότητα, «οθωμανικά κατάλοιπα» και βαλκανική πολιτική της Τουρκίας
Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα των γεγονότων που έλαβαν χώρα στα Βαλκάνια τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και που αφορά την Τουρκία είναι ότι άρχισε σε παγκόσμιο επίπεδο να εμφανίζεται το ζήτημα της κοινωνικοπολιτικής και κοινωνικοπολιτισμικής ταυτότητας, που η σημασία του αυξάνει στο εσωτερικό της χώρας. Η Τούρκική Δημοκρατία που συστάθηκε στα ερείπια του Οθωμανικού κράτούς, το οποίο παραιτούμενο από τα δικαιώματά του στην εγγύς χερσαία περιοχή στο τέλος τον Α' Παγκοσμίού πολέμου αναγκάστηκε να περιοριστεί στη Μικρά Ασία, στο τέλος του αιώνα υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει το κενό «πολιτικής εξουσίας» που είχε προκύψει με την εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτούς.
Η αναγκαιότητα αυτή καθιστά πιο σημαντική την ερώτηση: «Μήπως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτους;» Ναι, η εκκαθάριση τον Οθωμανικού κράτους έχει επιτελεστεί από την άποψη του διεθνούς δικαίού, τα γεωπολιτικά και γεωπολιτισμικά κενά όμως που προκάλεσε αυτή η εκκαθάριση προκάλεσαν νέα σημεία σύγκρουσης και τριβής στα Βαλκάνια. Μετά τις εθνικές εκκαθαρίσεις που έλαβαν χώρα στη Βοσνία και στο Κόσοβο το γεγονός ότι η Τουρκία υπήρξε η πρώτη χώρα στην οποία προσέφυγε είτε το βοσνιακό είτε το αλβανικό στοιχείο των εν λόγω περιοχών δεν είναι τίποτα άλλο από την αυτοϋπαγόρευση (στην Τουρκία) μίας ιστορικής αναγκαιότητας και ευθύνης ως σημαντικής παραμέτρου της εξωτερικής της πολιτικής.
Η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες. Σήμερα φαίνεται με ξεκάθαρο τρόπο το λάθος της πολιτικής εκκένωσης των Βαλκανίων με τη μετανάστεύση αυτών των κοινοτήτων (στην Τουρκία), που κατά το παρελθόν θεωρήθηκαν ως άχθος της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαίνεται να διαθέτει σημαντικές δυνατότητες που της παρέχει η ιστορική συσσώρευση εμπειρίας, βασιζόμενη στην οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια. Πρωτίστως, στις δυο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπού οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μία συμμαχία. Οι τούρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στα Σκοπια, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας [Αυτά αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας].
Οι δυο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίού που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχούν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων [Αυτοί είναι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας].
Η νομιμότητα της επέμβασης της Κύπρού, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιον είδούς νομικού πλαισίού.
***
Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα.
Ahmet Davutoğlu -ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ
***
Αξιώσεις και πολιτική της Τουρκίας, ενδοπεριφερειακές ισορροπίες και εξωπεριφερειακοί παράγοντες
Η απόκτηση από την Τουρκία ενός τέτοιου δικαιώματος στα Βαλκάνια μπορεί να γίνει εφικτή, μόνο αν η χώρα υιοθετήσει μία δραστήρια βαλκανική πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη συνεχώς τούς πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Στην αντίθετη περίπτωση η Τουρκία όχι μόνο θα χάσει την επιρροή που ασκεί στα Βαλκάνια έναντι της Ελλάδας, η οποία μέσω του Πατριαρχείου του Φαναρίου που με τη μικρή ρωμαίικη μειονότητα επιδιώκει να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα, και της Ρωσίας, η οποία επιχειρεί να ασκήσει επιρροή στους ορθόδοξούς Σλάβους στην περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου, αλλά θα μείνει και δίχως στήριγμα ενόψει των ελληνικών και ρωσικών διεκδικήσεων στα Στενά [«Πατριαρχείου του Φαναρίου»: ο συγγραφέας αναφέρεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τον οικουμενικό χαρακτήρα τον οποίον η τουρκική πολιτική και πνευματική ηγεσία δεν αναγνωρίζει]. Με τον εξοπλισμό των νησιών του Αιγαίου αποδείχτηκε σε τι βαθμό υπήρξαν λειτουργικές οι, εγγυήσεις τις οποίες παρείχε η συνθήκη της Λοζάνης ενόψει των πιέσεων που ασκούν οι καταστάσεις της ρεαλιστικής πολιτικής (Realpolitik).
Για να μην αντιμετωπίσει μία νέα βαλκανική καταστροφή, όπως εκείνη που εκτυλίχτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, η Τουρκία, αφενός, είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει μία δυναμική πολιτική στα θέματα που αφορούν το μέλλον των μουσουλμανικών κοινοτήτων οι οποίες αποτελούν τα οθωμανικά κατάλοιπα και, αφετέρού, να μεριμνήσει, ώστε αξιοποιώντας με κατάλληλο τρόπο τις ενδοπεριφερειακές ισορροπίες και τούς εξωπεριφερειακούς παράγοντες να μην αναγκαστεί να αντιμετωπίσει μόνη ένα ενδεχόμενο Βαλκανικό συνασπισμό. Οι εξωπεριφερειακοί παράγοντες, από τη μία, πρέπει να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις ισορροπίες μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, και από την άλλη, να επιδιωχθούν πολιτικές εξισορρόπησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την Ιαπωνία και την Κίνα, που συνιστούν μακρινά κέντρα ισχύος έναντι της Ευρώπης και της Ρωσίας, οι οποίες είναι τα εγγύς κέντρα εξουσίας στην περιοχή.
***
Παρά τις διαμαρτυρίες ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει λήξει, οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν είχαν ποτέ άλλη πρόθεση από το να ανεμίσουν τη σημαία της νίκης διευρύνοντας το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία επιστρέφει στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό το βλέπουμε όταν υποστηρίζει την άποψη της Σέρβίας ότι το Κόσοβο δεν πρέπει να αποκτήσει ανεξαρτησία και όταν αντιτίθεται στο «Σχέδιο Ανάν». Είναι απίθανο η Ρωσία να ευνοήσει κάποια λύση που θα ευνοεί το ΝΑΤΟ και θα μπορούσε κάλλιστα να επιδιώξει μια βάση στην Κύπρο. Αυτό φυσικά θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Ελλάδα, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, εφόσον η βρετανική και η αμερικανική κυβέρνηση πιθανότατα θα παρέβλεπαν τις απειλές της Τουρκίας και τις αξιώσεις της σε ελληνικά νησιά - William Mallinson.
***
Με άλλα λόγια, η ασφάλεια των Βαλκανίων ολοένα και περισσότερο ταυτίζεται με τις παραμέτρούς ασφάλειας που εκτείνονται στην κατεύθύνση των δυτικών συνόρων της Τουρκίας. Η ζώνη ασφάλειας πού δημιουργήθηκε στην Ανατολική Θράκη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμού πρέπει να επιδιωχθεί να επεκταθεί δυτικότερα με πολυμερείς και διμερείς συμφωνίες ασφάλειας πού θα συναφθούν σε βαλκανικό επίπεδο. Από αυτή την άποψη κρίνεται αναπόφεύκτη η δημιουργία «ομπρελών ασφάλειας» στην περιφέρεια ή εκτός της περιφέρειας, πού θα έχούν στόχο την εξισορρόπηση τον ρωσικού παράγοντα στην περιοχή και κυρίως την προετοιμασία ενός σχεδίού πλαισίού το οποίο θα εγγυάται την εσωτερική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας, της Βοσνίας και της Μακεδονίας. Εκτός από αυτή την πολιτική διάσταση οι μεταφορές είναι το οικονομικό θεμέλιο της τούρκικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστεί ένας δυναμικός συντονισμός τόσο των δια θαλάσσης όσο και των δια ξηράς μεταφορικών μέσων των Βαλκανίων προς τη Μέση Ανατολή και την Ασία και αυτές οι μεταφορικές αρτηρίες, όταν χρειαστεί, να ενεργοποιηθούν ως εργαλείο συνεργασίας, αλλά και ως στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής. Στον προγραμματισμό κοινών σχεδίων για την ενοποίηση των γραμμών Ειστανμπούλ-Αδριατική και Ειστανμπούλ-Δούναβης πρέπει να διασφαλιστεί μία κεντρική θέση στούς οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα σχηματισμούς πού θα δημιουργηθούν στην περιοχή.
Γεράσιμος Κακλαμάνης
Μιχάλης Χαραλαμπίδης