«Αριστοτέλης και Αλέξανδρος» - γκραβούρα του 19ου αιώνα
«Η γλώσσα, μεταξύ άλλων, έχει ένα σκοπόν, ίσως τον κυριώτατον πάντων, το να χρησιμεύη ως όργανον προς απόκτησιν διαφόρων γνώσεων· υπό την έποψιν δε ταύτην χρεωστεί να ήναι, όσον το δυνατόν, απλή και εύκολος. Αλλοίμονον εις τον μαθητήν εκείνον ο οποίος σπουδάζων μιαν οποιανδήποτε επιστήμην εν τίνι βιβλίω αναγκάζεται εις κάθε ολίγον να κάμνη σύνταξιν διά να εννοήση τας ιδέας του συγγραφέως. [...] Η δυσκολία της εκμαθήσεως της γλώσσης μας είναι γεγονός παρά πάντων ομολούμενον. Το κατ' εμέ, πραγματικόν εθνικόν ευεργέτημα θα ήναι και η κατ' ελάχιστον απλοποίησις αυτής».
Ν. Β. Φαρδύ, «Διατριβή περί ατόνου και απνευματίστου γραφής της ελληνικής γλώσσης», Εν Μασσαλία Τύποις Barlatier, 1884, σελ. Η-θ (πιστή ανατύπωση από τις εκδόσεις «Εύανδρος»).
Ν. Β. Φαρδύ, «Διατριβή περί ατόνου και απνευματίστου γραφής της ελληνικής γλώσσης», Εν Μασσαλία Τύποις Barlatier, 1884, σελ. Η-θ (πιστή ανατύπωση από τις εκδόσεις «Εύανδρος»).
Ο μαχητικός αφελληνισμός που κατατρύχει τον πολιτικό βίο της χώρας, όλες τις βαθμίδες της κρατικά παρεχόμενης εκπαίδευσης, την αποκαλούμενη «διανόηση» και την επιχειρηματολογία των «διαμορφωτών άποψης», δεν παρήχθη στις ημέρες μας. Δεν είναι καρπός από πρόσφατο άνθος του κακού.
Η επίθεση εναντίον των πνευμάτων, των τόνων, των κλίσεων, του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων και των «ηδυσμάτων» της γλώσσας μας έχει ξεκινήσει εδώ και αιώνες. Το βιβλίο, που γράφτηκε και τυπώθηκε σε ατονική γραφή, και από το οποίο λήφθηκε το χωρίο που παρατέθηκε στην αρχή του άρθρου χρονολογείται από το 1884. Στην εργογραφία του συγγραφέα Ν. Β. Φαρδύ περιλαμβάνονται κάποια ετερόκλητα βιβλία, όπως
«Μαγική των αιθουσών, ήτοι τα θαύματα των ταχυδακτυλουργών», το «Περί των εν Σαμοθράκη μυρολογίων», μια «Επιστολιμαία μελέτη περί της εν τω Μεγάλω Ευχολογίω μαγικής...» και το «Περί αναπτύξεως, μορφώσεως και καταλλήλου ανατροφής του Κλήρου». Οι αταίριαστοι προσανατολισμοί του συγγραφέα δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα το κοινό, όσο η εντυπωσιακή προσαρμογή της σύγχρονης αφελληνιστικής σύναξης με τα περί γλώσσας γραφόμενά του. Το κείμενο του 1884 ζει μέχρι σήμερα, ακέραιο μέσα στις νεφολογίες των νεωτερικών αποδομητών και των οπαδών της συντριβής μας μέσα στις μυλόπετρες της παγκοσμιοποίησης.
Ο απεμπλουτισμός και η φτωχοποίηση της γλώσσας, δηλαδή του ίδιου του τρόπου της σκέψης μας, λανσάρεται εδώ και αιώνες ως «φιλολαϊκό», «σύγχρονο» αίτημα «απλούστευσης» της γραφής ούτως ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε όλους.
˿ Το εξώφυλλο του βιβλίου για την άτονο και απνευμάτιστο γραφή της ελληνικής.
«Συνωστισμός»
Η άμυνα που μπορούν να αντιτάξουν οι Έλληνες που δεν επιθυμούν να αθροιστούν στον απρόσωπο πολτό είναι η άρση της εμπιστοσύνης σε ό,τι προσφέρει το κράτος – είτε δωρεάν είτε επί χρήμασι. Δεν πρέπει να χαίρει της εμπιστοσύνης μας μια οργανωμένη δομή που «διορθώνει» την ύβρι του ρεπούσειου «συνωστισμού» έπειτα από πάνδημη κατακραυγή, η οποία διήρκεσε περισσότερο από ένα έτος. Όσα δίνει στις νέες γενιές το κρατικό σύστημα εκπαίδευσης είναι ιοβόλα και οδηγούν, σταδιακά αλλά σταθερά, στην εφαρμογή των οδηγιών του Ν. Β. Φαρδύ και εκείνων που άνετα θα πρότειναν σε όλους μας να αφαιρέσουμε τα μισά από τα δόντια μας για να βουρτσίζουμε... ευκολότερα όσα απομείνουν.
Έπειτα από την αποδοχή του γεγονότος ότι η κατάσταση στην κρατικά παρεχόμενη εκπαίδευση είναι μη ανατάξιμη, για πολλούς και διαφόρους λόγους, οι Έλληνες πρέπει να επενδύσουν ελπίδες, χρήματα, χρόνο και προσπάθεια στον τομέα που βοήθησε πολύ να ξεχωρίσει το έθνος μας: στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η άμυνα που μπορούν να αντιτάξουν οι Έλληνες που δεν επιθυμούν να αθροιστούν στον απρόσωπο πολτό είναι η άρση της εμπιστοσύνης σε ό,τι προσφέρει το κράτος – είτε δωρεάν είτε επί χρήμασι. Δεν πρέπει να χαίρει της εμπιστοσύνης μας μια οργανωμένη δομή που «διορθώνει» την ύβρι του ρεπούσειου «συνωστισμού» έπειτα από πάνδημη κατακραυγή, η οποία διήρκεσε περισσότερο από ένα έτος. Όσα δίνει στις νέες γενιές το κρατικό σύστημα εκπαίδευσης είναι ιοβόλα και οδηγούν, σταδιακά αλλά σταθερά, στην εφαρμογή των οδηγιών του Ν. Β. Φαρδύ και εκείνων που άνετα θα πρότειναν σε όλους μας να αφαιρέσουμε τα μισά από τα δόντια μας για να βουρτσίζουμε... ευκολότερα όσα απομείνουν.
Έπειτα από την αποδοχή του γεγονότος ότι η κατάσταση στην κρατικά παρεχόμενη εκπαίδευση είναι μη ανατάξιμη, για πολλούς και διαφόρους λόγους, οι Έλληνες πρέπει να επενδύσουν ελπίδες, χρήματα, χρόνο και προσπάθεια στον τομέα που βοήθησε πολύ να ξεχωρίσει το έθνος μας: στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Να εκπαιδεύσει έκαστος τα παιδιά του επιλέγοντας τα σχολεία, τους δασκάλους και τα μαθήματα της αρεσκείας του. Τα «σχολεία» για τα οποία γίνεται λόγος δεν είναι κατ' ανάγκην ιδιωτικά δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια αλλά εκπαιδευτήρια όπου δίνεται προτεραιότητα στον ελληνικό λόγο και όσα αυτός συνεπάγεται.
Έστω, ελάχιστες ώρες την εβδομάδα σε χώρους που διασώζονται τα ελληνικά γράμματα μπορεί να αποτελέσουν μια κιβωτό εμπειριών όπου θα βρει καταφύγιο η μειοψηφία που νοιάζεται για την εθνική επιβίωση.
Στην εποχή μας, ευτυχώς, υπάρχει πληθώρα επιλογών που μπορεί να κάνει κάποιος προς αυτή την κατεύθυνση. Φωτισμένοι άνθρωποι, σεμνοί εργάτες των ελληνικών, χαρισματικοί δάσκαλοι είναι πρόθυμοι να προσφέρουν γνώσεις και ήθος στις νέες γενιές.
Εννοείται ότι σ' αυτούς δεν περιλαμβάνονται φωνασκούντες γελωτοποιοί που εμπορεύονται μια γκροτέσκα ελληνοφάνεια για να κερδοσκοπήσουν οικονομικά και πολιτικά. Οι Έλληνες είναι εύθυμοι άνθρωποι αλλά σοβαροί, όχι γελοίοι. Δυναμικοί αλλά ευγενείς, δεν προσβάλλουν. Εχέφρονες, όχι εξωφρενικοί.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΙΑΚΟΣ