«ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ»
Οι τρεις ΕΒΡΑΙΟΙ ηγέτες που στη Γιάλτα θα αποφάσιζαν το τέλος του πολέμου και θα σχεδίαζαν τη μελλοντική ειρήνη μοιράζονταν απολύτως έναν κοινό στόχο: την όσο το δυνατόν ταχύτερη επικράτηση επί της ναζιστικής Γερμανίας.
Όσο έντονα διέφεραν το παρελθόν τους και το μονοπάτι που ακολούθησαν για να ανέλθουν στην εξουσία, άλλο τόσο διέφεραν οι επιδιώξεις και οι φιλοδοξίες τους, και για τους ίδιους αλλά και για τις χώρες τους.
Ο ΕΒΡΑΙΟΣ Τσόρτσιλ, που είχε κλείσει τα εβδομήντα τον προηγούμενο Νοέμβριο, ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις.
Ο ΕΒΡΑΙΟΣ Στάλιν, γεννημένος τον Δεκέμβριο του 1878, ήταν 66.
Και ο νεότερος, ο ΕΒΡΑΙΟΣ Ρούζβελτ, θα έκλεινε τα 63 στις 30 Ιανουαρίου του 1945, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τη διάσκεψη.
Οι αγωνίες και τα άγχη του αξιώματος και του πολέμου είχαν σημαδέψει και τους τρεις. Κανείς τους δεν ήταν απόλυτα υγιής, και ο Ρούζβελτ βρισκόταν σίγουρα σε χειρότερη κατάσταση. Μια προσβολή πολιομυελίτιδας τον Αύγουστο του 1921 τον είχε αφήσει παράλυτο από τη μέση και κάτω – μια παράλυση που αρνούνταν να πιστέψει πως ήταν μόνιμη και δοκίμασε αμέτρητες θεραπείες για ανακούφιση. Ακόμα και τον Ιανουάριο του 1945, είχε προσλάβει καινούριο μασέρ και θεραπευτή, τον πρώην παλαιστή Χάρι Σετάρο, ο οποίος του είχε πει: «Κύριε Πρόεδρε, θα καταφέρετε να περπατήσετε και πάλι».
Με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης που τότε ήταν πιο συνεργάσιμα απ’ όσο σήμερα, ο Ρούζβελτ κατάφερε να αποκρύψει από το κοινό τη σοβαρότητα της παράλυσής του, χρησιμοποιώντας συχνά έναν βαρύ στηρικτικό μηχανισμό από ατσάλι που του επέτρεπε να στέκεται όρθιος σε σημαντικά γεγονότα και ακόμα και να περπατάει μικρές αποστάσεις με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού ή στηριζόμενος στο μπράτσο ενός βοηθού του, κουνώντας τα πόδια του μονοκόμματα, από το ύψος της λεκάνης. Τον βοήθησε σε αυτό η δύναμη του κορμού του που την όφειλε σε πεισματώδη γυμναστική, καθώς είχε αναδειχθεί καλύτερος κολυμβητής από κάθε άλλο μέλος του προσωπικού στον Λευκό Οίκο.
Ένας βοηθός του θυμήθηκε πως «στην πραγματικότητα δεν το παρατηρούσες ότι δεν μπορούσε να περπατήσει. Ήταν σαν το βουνό Ράσμορ πάνω σε τροχούς, και ύστερα από κάποιον καιρό το μόνο που πρόσεχες ήταν το βουνό». Παρ’ όλα αυτά, καθώς πλησίαζε στα εξηκοστά τρίτα του γενέθλια, ο Ρούζβελτ υπέφερε επίσης από υψηλή πίεση, είχε διογκωμένη καρδιά με αδύναμη αριστερή κοιλία που προκαλούσε προβλήματα με την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα του, χρόνια ιγμορίτιδα και βρογχικά προβλήματα, συχνές ημικρανίες, χρόνιες αϋπνίες, και αιμορροΐδες – παθήσεις που επιδεινώνονταν λόγω του κατ’ ανάγκη καθιστικού τρόπου ζωής του.
Ο Στάλιν υπέφερε από χρόνια ψωρίαση, αμυγδαλίτιδα, ρευματισμούς και προβλήματα στα πόδια, ένα εκ των οποίων ήταν πως δύο από τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού ήταν κολλημένα μεταξύ τους. Το πρόσωπό του έφερε τα σημάδια της ευλογιάς που είχε περάσει μικρός. Ύστερα από μια μόλυνση, το αριστερό του χέρι κρεμόταν σχεδόν παράλυτο, σε τέτοιο βαθμό που δεν κρίθηκε ικανός να υπηρετήσει κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την άνοιξη του 1944, οι βοηθοί του τον βρήκαν λιπόθυμο πάνω στο γραφείο του από άγνωστη αιτία.
Αν και ήταν σχεδόν σίγουρα ο υγιέστερος από τους τρεις, είχε γίνει υποχόνδριος απέναντι και στο ελάχιστο σύμπτωμα ασθένειας, κατάσταση που μάλλον χειροτέρευε και λόγω του φόβου του μήπως δηλητηριαστεί και της εντεινόμενης γενικότερης καχυποψίας του. Ο Τσόρτσιλ ήταν τόσο υπέρβαρος που το 1942 είχε αναγκαστεί να αλλάξει γραφείο στο αρχηγείο του στα υπόγεια του Ουάιτχολ στο Λονδίνο, καθώς δεν χώραγε πια πίσω από το προηγούμενο. Υπέφερε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του από κατάθλιψη, την οποία περιέγραφε «σαν να κουβαλάς ένα μαύρο σκυλί στην πλάτη».
Χρησιμοποιούσε συστηματικά βαρβιτουρικά υπνωτικά χάπια. Είχε υποστεί καρδιακή προσβολή κατά την επίσκεψή του στον πρόεδρο Ρούζβελτ τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του 1941-42, και είχε εμφανίσει πνευμονία αρκετές φορές. Κατά τη χειρότερη από αυτές, η οποία παρουσιάστηκε στα μέσα του Δεκεμβρίου του 1943 στο Μαρόκο, καθώς επέστρεφε από την πρώτη συνάντηση των «Τριών Μεγάλων» –έτσι αποκαλούσαν συνήθως οι εφημερίδες τους τρεις ηγέτες– στην Τεχεράνη, ο γιατρός του λόρδος Μόραν εκμυστηρεύτηκε σε έναν από τους υπουργούς του Τσόρτσιλ πως ο πρωθυπουργός μάλλον θα κατέληγε.
Στο παρελθόν είχε φτάσει πολλές φορές κοντά στον θάνατο, όχι μόνο κατά τη θητεία του στον στρατό και ως πολεμικός ανταποκριτής, αλλά και εξαιτίας ατυχημάτων, όπως όταν χτυπήθηκε από αυτοκίνητο το 1931 στο Μανχάταν, που τον παρέσυρε και λίγο έλειψε να τον σκοτώσει. Οι συνέπειες του ατυχήματος αυτού εξηγούν και μια από τις συνήθειές του. Κατά την εποχή εκείνη, στις Ηνωμένες Πολιτείες ίσχυε ακόμη η ποτοαπαγόρευση, και ο Τσόρτσιλ απαίτησε από τον γιατρό που τον είχε αναλάβει να γράψει το εξής σημείωμα: «Το παρόν πιστοποιεί ότι η ανάρρωση του Εντιμότατου Ουίνστον Σ. Τσόρτσιλ από το ατύχημά του προϋποθέτει την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, κυρίως κατά τα γεύματά του. Η ανώτατη εγκεκριμένη ποσότητα, φυσικά, είναι απροσδιόριστη, αλλά το κατώτατο όριο τίθεται στα 250 κυβικά εκατοστά».
Ο Τσόρτσιλ έπινε τακτικά. Απολάμβανε το ουίσκι –το αγαπημένο του ήταν το Τζόνι Γουόκερ με τη μαύρη ετικέτα–, το οποίο έπινε πάντα χωρίς πάγο, αλλά αραιωμένο με τόσο πολλή σόδα ή νερό που ένας από τους προσωπικούς γραμματείς του το περιέγραψε «ουσιαστικά σαν στοματικό διάλυμα».Λάτρευε τη σαμπάνια, ειδικά την παλαιωμένη Πολ Ροζέ, το εκλεκτό κρασί και το μπράντι. Το κατά πόσον ο Τσόρτσιλ ήταν αλκοολικός είναι ένα θέμα που έχει συζητηθεί πολύ. Ο ίδιος έλεγε: «Παίρνω πολύ περισσότερα από το αλκοόλ απ’ όσα παίρνει αυτό από μένα».Πολλοί όμως υποψιάζονταν πως ήταν εξαρτημένος.
Ο Σάμνερ Ουέλς, ένας από τους πρώτους απεσταλμένους του Ρούζβελτ στο Λονδίνο, κατέκρινε τον Τσόρτσιλ ως έναν «ανόητο μέθυσο».Όταν έμαθε πως ο Τσόρτσιλ είχε γίνει πρωθυπουργός, ο Ρούζβελτ είπε στο υπουργικό συμβούλιό του ότι υπέθετε «πως ο Τσόρτσιλ ήταν ο καλύτερος άνθρωπος για τη δουλειά που διέθετε η Αγγλία, ακόμα κι αν ήταν μεθυσμένος τις περισσότερες ώρες της ημέρας». Ο Ρούζβελτ απολάμβανε κι αυτός το οινόπνευμα, αλλά δεν έπινε όσο ο Τσόρτσιλ. Μάλιστα, του άρεσε ιδιαίτερα να φτιάχνει ο ίδιος κοκτέιλ «με την ακρίβεια φαρμακοποιού», όπως παρατήρησε ένας φίλος του, ένα κοινωνικό τελετουργικό που εξακολουθούσε να εκτελεί παρά την αναπηρία του.
Ο Τσόρτσιλ απεχθανόταν τα κοκτέιλ αυτά και μερικές φορές πεταγόταν κρυφά στην τουαλέτα για να αδειάσει το ποτήρι του και να το αντικαταστήσει με νερό. Όταν κλήθηκε να δοκιμάσει ένα από τα κοκτέιλ του Ρούζβελτ, ο Στάλιν σχολίασε: «Εντάξει, πάγωσε λίγο το στομάχι μου». Ο Στάλιν έπινε κι αυτός οινοπνευματώδη, και κυρίως βότκα, αλλά προτιμούσε το λευκό κρασί της γενέτειράς του Γεωργίας –κάποιοι θεωρούν ότι είναι η πρώτη περιοχή όπου φτιάχτηκε ποτέ κρασί– και είχε τύχει μερικές φορές να μεθύσει. Πάντως, ο υπουργός Εξωτερικών του, ο Μολότοφ, έλεγε πως χρησιμοποιούσε το αλκοόλ περισσότερο για να δοκιμάσει τους άλλους, και πως τους πίεζε να πιουν για να δει αν θα αποκάλυπταν τις πραγματικές τους σκέψεις μεθυσμένοι, ή απλώς και μόνο για να διασκεδάσει βλέποντάς τους να παραπαίουν. Σύμφωνα με τον Σέργκο, τον γιο του Μπέρια, «ο Στάλιν το λάτρευε αυτό. Απολάμβανε το θέαμα της ανθρώπινης αδυναμίας».
Ο απεσταλμένος του Ρούζβελτ, Άβερελ Χάριμαν, είχε εντοπίσει το ίδιο χαρακτηριστικό και στον δικό του Πρόεδρο: «Είχε, χωρίς αμφιβολία, κάποια χαρακτηριστικά σαδισμού… [και] πάντα απολάμβανε την ταλαιπωρία των άλλων… δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα η δυσφορία των άλλων ανθρώπων». Και οι τρεις ήταν μανιακοί καπνιστές, και το ίδιο ίσχυε και για τα επιτελεία τους. Κάθε αίθουσα στην οποία συναντιούνταν κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης στη Γιάλτα βρόμαγε από τα διάφορα είδη καπνών, και δεν χρειαζόταν πολλή ώρα για να γεμίσει με τη χαρακτηριστική γκριζογάλαζη ομίχλη. Ο Ρούζβελτ άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, κυρίως Κάμελ αλλά και Λάκι Στράικ, και τα δύο συνήθως άφιλτρα – όπως ήταν τα περισσότερα τσιγάρα της εποχής. Ο Στάλιν επίσης κάπνιζε ασταμάτητα. Του άρεσαν τα αμερικάνικα τσιγάρα, αλλά πιο συχνά θα τον έβλεπε κανείς να καπνίζει μια από τις πίπες του, κάποιες από τις οποίες είχαν εισαχθεί από την Ντάνχιλ του Λονδίνου, και χειρονομούσε με αυτές για να υπογραμμίσει τα λεγόμενά του. Ο Τσόρτσιλ κάπνιζε μόνο μακριά, χοντρά πούρα, που τα αγόραζε κι αυτός από την Ντάνχιλ, συνήθως οκτώ ή εννιά την ημέρα.
Από σωματικής πλευράς, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν ήταν στρουμπουλοί και κοντοί, παρόλο που, σύμφωνα με έναν διερμηνέα του, ο Στάλιν συχνά φόραγε «ειδικά στηρίγματα κάτω από τις φτέρνες, μέσα στις σόλες των αρβυλών του, για να φαίνεται ψηλότερος απ’ ό,τι πραγματικά ήταν».14 Ο Μίλοβαν Τζίλας, ένας γιουγκοσλάβος κομμουνιστής που επισκέφθηκε τη Μόσχα το 1944, περιέγραψε τον Στάλιν ως εξής: …πολύ κοντός και με ασύμμετρο σωματότυπο. Ο κορμός του ήταν κοντός και στενός, ενώ τα άκρα του ήταν υπερβολικά μακριά. Το αριστερό μπράτσο και ο ώμος του έμοιαζαν να μην κουνιούνται σχεδόν ποτέ. Είχε μεγάλη κοιλιά και τα μαλλιά του ήταν αραιά, αν και η κορυφή του κεφαλιού του δεν ήταν εντελώς φαλακρή.
Το πρόσωπό του ήταν λευκό, με κοκκινωπά μάγουλα… Τα δόντια του ήταν μαύρα και στραβά, στραμμένα προς τα μέσα… Πάντως συνολικά το κεφάλι του δεν ήταν κακό… με αυτά τα κεχριμπαρένια μάτια μ’ ένα μείγμα βλοσυρότητας και διαβολιάς. Η κόρη του Τσόρτσιλ, Σάρα Όλιβερ, θυμόταν τον Στάλιν σαν μια «τρομακτική φιγούρα με τα σχιστά, αρκουδίσια μάτια του», όπου μερικές φορές «τρεμόπαιζε ένα φως [μέσα τους], σαν κρύες ακτίνες του ήλιου πάνω σε σκοτεινά νερά».Ένας προσκεκλημένος μιας δεξίωσης στον Λευκό Οίκο περιέγραψε τον Τσόρτσιλ ως εξής: Μια ατσούμπαλη, κοντόχοντρη φιγούρα με κοντά, λεπτά χέρια και πόδια, στενούς ώμους, στομάχι· θώρακας και κεφάλι χωρίς λαιμό ανάμεσα. Και όμως, καθώς περπατούσε μες στο δωμάτιο, με μια σχεδόν βλοσυρή έκφραση ζωγραφισμένη πάνω στο μεγάλο, παχουλό, λευκό και ροδαλό πρόσωπό του και στα γαλάζια μάτια του, η γνώση τού τι είχε καταφέρει από τη Δουνκέρκη και μετά και μια κάπως απροσδιόριστη αύρα που τον περιέβαλλε του έδιναν άλλο ανάστημα.
Κινείται στον χώρο σαν μάζα χωρίς αρθρώσεις, μονοκόμματα: σταθερός, αβίαστος, ανεμπόδιστος, σαν τανκς ή οδοστρωτήρας. Η μακρινή (έκτη) ξαδέρφη του Ρούζβελτ, που συχνά τον συντρόφευε, η Μάργκαρετ «Ντέζι» Σάκλεϊ, έβλεπε τον Τσόρτσιλ σαν «έναν περίεργο ανθρωπάκο. Χοντρός και στρογγυλός, δεν χωράει στα ρούχα του. Δεν έχει σχεδόν τρίχα στο κεφάλι του… Μιλάει λες και υποφέρει από φοβερή αδενοπάθεια… Το απαστράπτον πνεύμα του είναι μεταδοτικό». Ο Ρούζβελτ ορθωνόταν τουλάχιστον δεκαπέντε εκατοστά πάνω και από τους δύο, καθώς έφτανε το ένα μέτρο και ενενήντα όταν φόραγε τον μηχανισμό στήριξης των ποδιών του.
Ο ίδιος καλεσμένος της δεξίωσης που περιέγραψε τον Τσόρτσιλ έγραψε και για το «κοκκινωπό» πρόσωπο του Ρούζβελτ, τον «κορμό με φαρδείς ώμους και μεγάλο κεφάλι» με «στρογγυλά μάτια, κοντά μεταξύ τους, [που] άστραφταν κάθε τόσο με έναν μεταδοτικό ενθουσιασμό… Τα χέρια του κουνιούνταν για να προσδώσουν έμφαση, άναβαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, τίναζαν τις στάχτες από το ζαρωμένο κρεπ σακάκι του, έτρεμαν αρκετά έντονα».
Ένας από τους διερμηνείς του περιέγραφε πώς ο Ρούζβελτ «πίστευε ότι τον χαρακτήριζε η αίσθηση του χιούμορ», το οποίο στην πραγματικότητα ήταν «εξαιρετικά σαχλό». «Λάτρευε να λέει αστεία… και να ξεκαρδίζεται στα γέλια, απολαμβάνοντας το ίδιο του το χιούμορ». Η θεατρικότητα είναι κοινό χαρακτηριστικό πολλών πολιτικών. Ο Μάικ Ράιλι, υπεύθυνος ασφαλείας του Ρούζβελτ, πίστευε πως είχε διακρίνει πολλά «χαρακτηριστικά ηθοποιού»όσο σε αυτόν όσο και στον Τσόρτσιλ. Ο Ρούζβελτ συνήθιζε να τινάζει το κεφάλι προς τα πίσω με μια κίνηση που ο ίδιος απέδιδε «στην Γκρέτα Γκάρμπο που κρύβω μέσα μου».Κάποτε, είχε πει στον Όρσον Ουέλς πως οι δυο τους ήταν οι καλύτεροι ηθοποιοί στη χώρα.
Ένας αμερικανός διπλωμάτης σχολίασε σχετικά με τον Τσόρτσιλ και τη δημόσια εικόνα του ως το βρετανικό μπουλντόγκ: «Όλα πάνω του διαμορφώθηκαν από την υποκριτική του, η εμφάνισή του, οι χειρονομίες του… το απαράμιλλο σημάδι της νίκης, το πούρο ως ένδειξη αταραξίας».Ο Μίλοβαν Τζίλας δυσκολευόταν να ξεχωρίσει ποια κομμάτια της συμπεριφοράς του Στάλιν αποτελούσαν «θέατρο» και ποια ήταν πραγματικά, καθώς «με αυτόν η επιτήδευση ήταν τόσο αυθόρμητη που έμοιαζε πως ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι τα λεγόμενά του ήταν αληθή και ειλικρινή».24 Διέκρινε επίσης στον Στάλιν «μια αίσθηση του χιούμορ – ένα χιούμορ τραχύ, γεμάτο αυτοπεποίθηση, που όμως δεν του έλειπαν η λεπτότητα και το βάθος».
Πάντως, στα πειράγματά του, και κυρίως όταν απευθυνόταν σε υφισταμένους, κρυβόταν συχνά «μια κακεντρέχεια πίσω από την πλάκα».Ο Σέργκο Μπέρια θυμόταν πως ο Στάλιν κορόιδευε τον Μαλένκοφ, έναν από τους σημαντικότερους υπουργούς του, επειδή ο τελευταίος ήταν υπέρβαρος, λέγοντάς του πως η παχυσαρκία ήταν ιδεολογικά απρεπής για ένα ηγετικό στέλεχος του κόμματος και διατάζοντάς τον να αρχίσει να γυμνάζεται και να κάνει ιππασία «ώστε να μοιάσει ξανά σε ανθρώπινο ον». Οι ώρες εργασίας, οι συνήθειες και οι μέθοδοι διακυβέρνησης των τριών ηγετών διέφεραν σημαντικά. Ο Ρούζβελτ εργαζόταν κατά τις «ώρες γραφείου», συχνά με το μαύρο σκοτσέζικο τεριέ του, τον Φάλα, να τον συντροφεύει, σταματώντας συνήθως πριν από το δείπνο για να κολυμπήσει.
Ο Τσόρτσιλ, σύμφωνα με την κόρη του, «δεν ήθελε ποτέ να σταματήσει».Δούλευε συχνά μες στη νύχτα. Όταν δεν είχε κανονισμένες συναντήσεις για το επόμενο πρωί, παρέμενε στο κρεβάτι και δούλευε με τα χαρτιά του, τα οποία άπλωνε πάνω στα σκεπάσματα, φορώντας πολλές φορές το «κοστούμι της σειρήνας» – μια ολόσωμη πιτζάμα. Ένας βρετανός διπλωμάτης το περιέγραψε ως «ένα απαίσιο ένδυμα το οποίο [ο Τσόρτσιλ] ισχυριζόταν πως είχε σχεδιάσει ο ίδιος για να το φορά κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών… σαν τη στολή ενός μηχανικού ή περισσότερο σαν φορμάκι μωρού».
Ο Τσόρτσιλ συχνά απολάμβανε τη σιέστα μετά το γεύμα. Μερικές φορές υπαγόρευε σε γραμματέα του ενώ μούλιαζε στην μπανιέρα. Ο Στάλιν, που διατηρούσε το νεκρικό προσωπείο του Λένιν πίσω από το λιτό γραφείο του στο Κρεμλίνο, ήταν ακόμα πιο νυχτερινός τύπος, εργαζόταν συχνά μέχρι αργά τη νύχτα, ενώ το πρωί ξυπνούσε κατά τις έντεκα. Σύμφωνα με τον Σέργκο Μπέρια, «πάντα κλείδωνε όταν κοιμόταν, αλλά θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς πως το έκανε αυτό επειδή φοβόταν. Απλώς δεν ήθελε να τον δει κανείς κοιμισμένο και ανυπεράσπιστο. Όταν ήταν άρρωστος, προσπαθούσε να κρύψει την αδυναμία του».Ο Αντρέι Γκρομίκο, που ήταν παρών στη Γιάλτα και σε άλλες διασκέψεις ως σοβιετικός πρέσβης στην Ουάσινγκτον, «δεν τον είδε ποτέ να συνοδεύεται από γιατρό σε καμία από τις συναντήσεις με τους Συμμάχους».
Αν αυτό αληθεύει, τότε ο Στάλιν ήταν ο μόνος από τους τρεις ηγέτες που δεν είχε προσωπικό γιατρό να τον παρακολουθεί από κοντά στη Γιάλτα