Επιχείρηση Gladio B..Ελλάς..ΗΠΑ: Γιατί δεν έχουμε ακουστά την Σιμπέλ Έντμοντς;
Οι Έλληνες δε γνωρίζουν την Σιμπέλ Έντμοντς. Στην πραγματικότητα, δεν την γνωρίζουν ούτε οι περισσότεροι Αμερικανοί. Γενικά, δεν την γνωρίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο.
Η γυναίκα που χαρακτηρίστηκε από την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών ”η πιο φιμωμένη γυναίκα στη νομική ιστορία των ΗΠΑ”, η Σιμπέλ Έντμοντς, είναι πρώην μεταφράστρια του FBI, Τουρκο-Αμερικανικής καταγωγής, που προσλήφθηκε ως ειδικός γλωσσών αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ανακάλυψε σοβαρές παραβιάσεις ασφάλειας, αποκρύψεις και εσκεμμένη παρεμπόδιση πληροφοριών. Όταν παραπονέθηκε για όλα αυτά τιμωρήθηκε, απειλήθηκε, και τελικά απολύθηκε.
Ανάμεσα στις εκπληκτικές της αποκαλύψεις είναι η επιχείρηση Gladio B, ένα σχέδιο υποστηριζόμενο από το ΝΑΤΟ για να πραγματοποιήσει ψευδείς (false flag) επιθέσεις στο όνομα της «Ισλαμικής τρομοκρατίας».
Σύμφωνα με την Έντμοντς, η “Επιχείρηση Gladio B” είναι μια κωδική ονομασία του FBI που υιοθετήθηκε το 1997 για τις συνεχιζόμενες σχέσεις μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, του Πενταγώνου και της Αλ Κάιντα.
Η αρχική επιχείρηση Gladio ήταν το ευρωπαϊκό δίκτυο τρομοκρατικών κυττάρων που το NATO, η CIA και η MI6 εκπαίδευσαν για να πραγματοποιήσουν βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες σε αθώους πολίτες και αποκαλύφθηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70. Η Gladio B υποκαθιστά τους τρομοκράτες με ισλαμιστές και συνεχίζει να εκτελεί false flag επιθέσεις.
Ενώ η πραγματικότητα της ύπαρξης της Gladio στην Ευρώπη είναι θέμα ιστορικού αρχείου, η Έντμοντς ισχυρίστηκε ότι η ίδια στρατηγική υιοθετήθηκε από το Πεντάγωνο τη δεκαετία του 1990 σε ένα νέο θέατρο επιχειρήσεων, δηλαδή στην Ασία. “Αντί να χρησιμοποιούν νεοναζί, χρησιμοποίησαν μουτζαχεντίν που δούλευαν κάτω από διάφορους Μπιν Λάντεν, καθώς και τον αλ-Ζαουάχρι”, είπε.
Η Σιμπέλ Έντμοντς αποκάλυψε ότι γινόντουσαν τακτικές συναντήσεις μεταξύ ανώτερων αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και του σημερινού ηγέτη της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, στην αμερικανική πρεσβεία στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν μεταξύ 1997 και 2001, όπου ο αλ-Ζαουάχρι και άλλοι μουτζαχεντίν μεταφέρθηκαν από αεροσκάφη του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια για να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης που υποστηρίζονται από το Πεντάγωνο.
Πρόσθεσε ότι το 1997, το ΝΑΤΟ ζήτησε από τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ να απελευθερώσει από τις φυλακές ισλαμιστές μαχητές που συνδέονται με τον Αϊμάν αλ Ζαουάχρι. Με εντολές των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών μεταφέρθηκαν στην Τουρκία για εκπαίδευση και χρήση σε επιχειρήσεις του Πενταγώνου. Επιπλέον, ανέφερε ότι ένας ηγέτης της Αλ Κάιντα εκπαίδευσε μερικούς από τους αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου σε μια βάση στην Τουρκία.
Οι κατηγορίες της Έντμοντς βρίσκουν κάποια ανεξάρτητη επιβεβαίωση. Η Wall Street Journal αναφέρεται σε μια νεφελώδη συμφωνία μεταξύ του Μουμπάρακ και της “επιχειρησιακής πτέρυγας της Αιγυπτιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, στην οποία επικεφαλής ήταν τότε ο Αϊμάν αλ Ζαουάχρι … Πολλοί από τους μαχητές αυτής της ομάδας αγκάλιασαν μια κατάπαυση του πυρός με την κυβέρνηση του πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ το 1997.”
Οι ισχυρισμοί της επιβεβαιώθηκαν από δύο ανώνυμους δημοσιογράφους της Sunday Times το 2008, μιλώντας σε πηγές του Πενταγώνου και της MI6. Ωστόσο, οι δημοσιογράφοι εμποδίστηκαν να δημοσιεύσουν πολλούς από αυτούς τους ισχυρισμούς όταν το δεύτερο μισό της σειράς αποκαλύψεων σε τέσσερα μέρη, εγκαταλείφθηκε ξαφνικά ενδεχομένως λόγω πίεσης από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Η Σιμπέλ Έντμοντς συνοψίζει τον στόχο της Gladio B ως “προβολή της αμερικανικής εξουσίας στην πρώην Σοβιετική σφαίρα επιρροής για να έχουν πρόσβαση στα προηγουμένως ανεκμετάλλευτα στρατηγικά αποθέματα ενέργειας και ορυκτών για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες, να ωθήσουν την ρωσική και κινεζική δύναμη και να επεκτείνουν το πεδίο κερδοσκοπικών εγκληματικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα το παράνομο εμπόριο όπλων και ναρκωτικών”.
Ο πρώην ειδικός πράκτορας του FBI, Ντένις Σάτσερ, δηλώνει ότι η ιστορία της Έντμοντς “έπρεπε να ήταν είδηση πρωτοσέλιδο” επειδή είναι “σκάνδαλο μεγαλύτερο από το Γουότεργκέιτ”.
Οι αποκαλύψεις της Έντμοντς ότι η “αντιτρομοκρατική” των ΗΠΑ στην πραγματικότητα συνεργάζεται πολύ στενά με ορισμένους από τους ίδιους τρομοκράτες που επίσημα αντιτίθεται, τεκμηριώνει και τους ισχυρισμούς του πρώην επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας των ΗΠΑ, Μάικλ Φλυν, ότι ηάνοδος της ISIS ήταν μια «ηθελημένη απόφαση» της αμερικανικής κυβέρνησης.
Η Έντμοντς δήλωσε επίσης ότι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και ο Αϊμάν αλ Ζαουάχρι συνεργάστηκαν με κυβερνητικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ για 3 μήνες μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου για να συντονίσουν τις επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης στην περιοχή του Καυκάσου.
Επισημαίνει το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών ως βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση μαύρων επιχειρήσεων όπως η επιχείρηση Gladiο B. Υπογραμμίζει ότι το 2001, χωρίς να προσκομιστούν αποδείξεις ότι η χώρα εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο, οι ΗΠΑ εισέβαλαν στον μεγαλύτερο παραγωγό οπίου στον κόσμο, στο Αφγανιστάν. Ισχυρίζεται ότι οι κύριες περιοχές για ξέπλυμα χρημάτων από παράνομες δραστηριότητες είναι η Κύπρος, η Μάλτα και το Ντουμπάι. Τα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της διοχέτευσης, σύμφωνα με την Έντμοντς, παραμένουν απόρρητα με τη μορφή αρχείων παρακολούθησης της αντικατασκοπείας του FBI, τα οποία κλήθηκε να μεταφράσει. Παρόλο που τα φερόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στο δικαστήριο λόγω της άσκησης του “προνομίου κρατικού μυστικού” από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, μπόρεσε να καταθέσει λεπτομερώς τους ισχυρισμούς της, συμπεριλαμβανομένων ονομάτων, το 2009.
Η Σιμπέλ Έντμοντς ανέφερε επίσης ένα Τουρκικό και Ισραηλινό δίκτυο το οποίο πλήρωσε κορυφαίους αξιωματούχους πληροφοριών για να κλέψουν μυστικά πυρηνικών όπλων που πωλήθηκαν στη διεθνή μαύρη αγορά σε χώρες όπως το Πακιστάν και η Σαουδική Αραβία.
Οι κατηγορίες κατασκοπείας εναντίον των συναδέλφων της στο FBI διερευνήθηκαν τελικά από το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με τους ισχυρισμούς καθώς παρέμειναν απόρρητοι.
Όταν προσπάθησε να δημοσιοποιήσει την ιστορία της το 2002 και πάλι το 2004, η αμερικανική κυβέρνηση σιώπησε την Έντμοντς, επικαλούμενη ένα νομικό προηγούμενο που ήταν γνωστό ως “προνόμιο κρατικού μυστικού” – μια σχεδόν απεριόριστη εξουσία για να απαλείψει μια αγωγή βασισμένη αποκλειστικά στον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι αποδεικτικά στοιχεία ή μαρτυρίες θα μπορούσαν να αποκαλύψουν πληροφορίες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την «εθνική ασφάλεια». Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η κυβέρνηση επιχείρησε να ταξινομήσει αναδρομικά ως απόρρητες βασικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση της Έντμοντς που ήταν ήδη στο δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τους New York Times, “ποιές γλώσσες η κα Έντμοντς μετέφρασε, τι είδους περιπτώσεις χειρίστηκε και με ποιούς υπαλλήλους εργάστηκε, δήλωσαν αξιωματούχοι. Ακόμη και συνήθεις και ευρέως διαδεδομένες πληροφορίες – όπως το πού εργάστηκε – είναι πλέον απόρρητες”.
Η Έντμοντς περιέγραψε πώς, εξαιτίας των προσπαθειών της κυβέρνησης των ΗΠΑ να τη σιωπήσει, δεν είχε άλλη επιλογή εκτός από να γράψει την ιστορία της. Το βιβλίο που προέκυψε με τίτλο ”Classified Woman”, έπρεπε να υποβληθεί σε κριτική επιτροπή του FBI. Σύμφωνα με το νόμο, η Υπηρεσία έπρεπε να αποφασίσει για το τι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ή να εκδοθεί εντός 30 ημερών.
Αντ ‘αυτού, περίπου ένα χρόνο αργότερα, ο δικηγόρος της Έντμοντς έλαβε μια επιστολή από το FBI, ενημερώνοντάς την ότι η Υπηρεσία εξακολουθεί να αναθεωρεί το βιβλίο και απαγορεύοντάς της να το δημοσιεύσει: «Τα θέματα που γράφει η κα Έντμοντς περιλαμβάνουν πολλές αντικειμενικότητες, κάποιες από τις οποίες περιέχουν πληροφορίες που ειναι απόρρητες … Η έγκριση των χειρογράφων από το FBI θα περιλαμβάνει την ενσωμάτωση όλων των αλλαγών που απαιτούνται από το FBI. Μέχρι τότε, η κα Έντμοντς δεν έχει την έγκριση να δημοσιεύσει τα χειρόγραφα της, το οποίο περιλαμβάνει την παρουσίαση σε συντάκτες, λογοτεχνικούς πράκτορες, εκδότες, κριτικούς ή οποιονδήποτε άλλο. Σε αυτό το σημείο, η κα Έντμοντς παραμένει υποχρεωμένη να μην αποκαλύψει ή να δημοσιεύσει το χειρόγραφο με οποιονδήποτε τρόπο».
Το μπλοκάρισμα αυτό ήταν ένα άλλο παράδειγμα, είπε η Έντμοντς, “της κατάχρησης της« εθνικής ασφάλειας» για να αποκρύψει στοιχεία εγκληματικότητας”. Είπε ότι αυτό την ανάγκασε να δημοσιεύσει το βιβλίο μόνη της τον Μάρτιο του 2012, αφού κανένας εκδότης δεν θα κινδύνευε να το αναλάβει.
Οι Έλληνες δε γνωρίζουν την Σιμπέλ Έντμοντς. Στην πραγματικότητα, δεν την γνωρίζουν ούτε οι περισσότεροι Αμερικανοί. Γενικά, δεν την γνωρίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο.
Η γυναίκα που χαρακτηρίστηκε από την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών ”η πιο φιμωμένη γυναίκα στη νομική ιστορία των ΗΠΑ”, η Σιμπέλ Έντμοντς, είναι πρώην μεταφράστρια του FBI, Τουρκο-Αμερικανικής καταγωγής, που προσλήφθηκε ως ειδικός γλωσσών αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ανακάλυψε σοβαρές παραβιάσεις ασφάλειας, αποκρύψεις και εσκεμμένη παρεμπόδιση πληροφοριών. Όταν παραπονέθηκε για όλα αυτά τιμωρήθηκε, απειλήθηκε, και τελικά απολύθηκε.
Ανάμεσα στις εκπληκτικές της αποκαλύψεις είναι η επιχείρηση Gladio B, ένα σχέδιο υποστηριζόμενο από το ΝΑΤΟ για να πραγματοποιήσει ψευδείς (false flag) επιθέσεις στο όνομα της «Ισλαμικής τρομοκρατίας».
Σύμφωνα με την Έντμοντς, η “Επιχείρηση Gladio B” είναι μια κωδική ονομασία του FBI που υιοθετήθηκε το 1997 για τις συνεχιζόμενες σχέσεις μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, του Πενταγώνου και της Αλ Κάιντα.
Η αρχική επιχείρηση Gladio ήταν το ευρωπαϊκό δίκτυο τρομοκρατικών κυττάρων που το NATO, η CIA και η MI6 εκπαίδευσαν για να πραγματοποιήσουν βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες σε αθώους πολίτες και αποκαλύφθηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70. Η Gladio B υποκαθιστά τους τρομοκράτες με ισλαμιστές και συνεχίζει να εκτελεί false flag επιθέσεις.
Ενώ η πραγματικότητα της ύπαρξης της Gladio στην Ευρώπη είναι θέμα ιστορικού αρχείου, η Έντμοντς ισχυρίστηκε ότι η ίδια στρατηγική υιοθετήθηκε από το Πεντάγωνο τη δεκαετία του 1990 σε ένα νέο θέατρο επιχειρήσεων, δηλαδή στην Ασία. “Αντί να χρησιμοποιούν νεοναζί, χρησιμοποίησαν μουτζαχεντίν που δούλευαν κάτω από διάφορους Μπιν Λάντεν, καθώς και τον αλ-Ζαουάχρι”, είπε.
Η Σιμπέλ Έντμοντς αποκάλυψε ότι γινόντουσαν τακτικές συναντήσεις μεταξύ ανώτερων αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και του σημερινού ηγέτη της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, στην αμερικανική πρεσβεία στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν μεταξύ 1997 και 2001, όπου ο αλ-Ζαουάχρι και άλλοι μουτζαχεντίν μεταφέρθηκαν από αεροσκάφη του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια για να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης που υποστηρίζονται από το Πεντάγωνο.
Πρόσθεσε ότι το 1997, το ΝΑΤΟ ζήτησε από τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ να απελευθερώσει από τις φυλακές ισλαμιστές μαχητές που συνδέονται με τον Αϊμάν αλ Ζαουάχρι. Με εντολές των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών μεταφέρθηκαν στην Τουρκία για εκπαίδευση και χρήση σε επιχειρήσεις του Πενταγώνου. Επιπλέον, ανέφερε ότι ένας ηγέτης της Αλ Κάιντα εκπαίδευσε μερικούς από τους αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου σε μια βάση στην Τουρκία.
Οι κατηγορίες της Έντμοντς βρίσκουν κάποια ανεξάρτητη επιβεβαίωση. Η Wall Street Journal αναφέρεται σε μια νεφελώδη συμφωνία μεταξύ του Μουμπάρακ και της “επιχειρησιακής πτέρυγας της Αιγυπτιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, στην οποία επικεφαλής ήταν τότε ο Αϊμάν αλ Ζαουάχρι … Πολλοί από τους μαχητές αυτής της ομάδας αγκάλιασαν μια κατάπαυση του πυρός με την κυβέρνηση του πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ το 1997.”
Οι ισχυρισμοί της επιβεβαιώθηκαν από δύο ανώνυμους δημοσιογράφους της Sunday Times το 2008, μιλώντας σε πηγές του Πενταγώνου και της MI6. Ωστόσο, οι δημοσιογράφοι εμποδίστηκαν να δημοσιεύσουν πολλούς από αυτούς τους ισχυρισμούς όταν το δεύτερο μισό της σειράς αποκαλύψεων σε τέσσερα μέρη, εγκαταλείφθηκε ξαφνικά ενδεχομένως λόγω πίεσης από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Η Σιμπέλ Έντμοντς συνοψίζει τον στόχο της Gladio B ως “προβολή της αμερικανικής εξουσίας στην πρώην Σοβιετική σφαίρα επιρροής για να έχουν πρόσβαση στα προηγουμένως ανεκμετάλλευτα στρατηγικά αποθέματα ενέργειας και ορυκτών για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες, να ωθήσουν την ρωσική και κινεζική δύναμη και να επεκτείνουν το πεδίο κερδοσκοπικών εγκληματικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα το παράνομο εμπόριο όπλων και ναρκωτικών”.
Ο πρώην ειδικός πράκτορας του FBI, Ντένις Σάτσερ, δηλώνει ότι η ιστορία της Έντμοντς “έπρεπε να ήταν είδηση πρωτοσέλιδο” επειδή είναι “σκάνδαλο μεγαλύτερο από το Γουότεργκέιτ”.
Οι αποκαλύψεις της Έντμοντς ότι η “αντιτρομοκρατική” των ΗΠΑ στην πραγματικότητα συνεργάζεται πολύ στενά με ορισμένους από τους ίδιους τρομοκράτες που επίσημα αντιτίθεται, τεκμηριώνει και τους ισχυρισμούς του πρώην επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας των ΗΠΑ, Μάικλ Φλυν, ότι ηάνοδος της ISIS ήταν μια «ηθελημένη απόφαση» της αμερικανικής κυβέρνησης.
Η Έντμοντς δήλωσε επίσης ότι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και ο Αϊμάν αλ Ζαουάχρι συνεργάστηκαν με κυβερνητικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ για 3 μήνες μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου για να συντονίσουν τις επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης στην περιοχή του Καυκάσου.
Επισημαίνει το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών ως βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση μαύρων επιχειρήσεων όπως η επιχείρηση Gladiο B. Υπογραμμίζει ότι το 2001, χωρίς να προσκομιστούν αποδείξεις ότι η χώρα εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο, οι ΗΠΑ εισέβαλαν στον μεγαλύτερο παραγωγό οπίου στον κόσμο, στο Αφγανιστάν. Ισχυρίζεται ότι οι κύριες περιοχές για ξέπλυμα χρημάτων από παράνομες δραστηριότητες είναι η Κύπρος, η Μάλτα και το Ντουμπάι. Τα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της διοχέτευσης, σύμφωνα με την Έντμοντς, παραμένουν απόρρητα με τη μορφή αρχείων παρακολούθησης της αντικατασκοπείας του FBI, τα οποία κλήθηκε να μεταφράσει. Παρόλο που τα φερόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στο δικαστήριο λόγω της άσκησης του “προνομίου κρατικού μυστικού” από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, μπόρεσε να καταθέσει λεπτομερώς τους ισχυρισμούς της, συμπεριλαμβανομένων ονομάτων, το 2009.
Η Σιμπέλ Έντμοντς ανέφερε επίσης ένα Τουρκικό και Ισραηλινό δίκτυο το οποίο πλήρωσε κορυφαίους αξιωματούχους πληροφοριών για να κλέψουν μυστικά πυρηνικών όπλων που πωλήθηκαν στη διεθνή μαύρη αγορά σε χώρες όπως το Πακιστάν και η Σαουδική Αραβία.
Οι κατηγορίες κατασκοπείας εναντίον των συναδέλφων της στο FBI διερευνήθηκαν τελικά από το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με τους ισχυρισμούς καθώς παρέμειναν απόρρητοι.
Όταν προσπάθησε να δημοσιοποιήσει την ιστορία της το 2002 και πάλι το 2004, η αμερικανική κυβέρνηση σιώπησε την Έντμοντς, επικαλούμενη ένα νομικό προηγούμενο που ήταν γνωστό ως “προνόμιο κρατικού μυστικού” – μια σχεδόν απεριόριστη εξουσία για να απαλείψει μια αγωγή βασισμένη αποκλειστικά στον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι αποδεικτικά στοιχεία ή μαρτυρίες θα μπορούσαν να αποκαλύψουν πληροφορίες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την «εθνική ασφάλεια». Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η κυβέρνηση επιχείρησε να ταξινομήσει αναδρομικά ως απόρρητες βασικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση της Έντμοντς που ήταν ήδη στο δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τους New York Times, “ποιές γλώσσες η κα Έντμοντς μετέφρασε, τι είδους περιπτώσεις χειρίστηκε και με ποιούς υπαλλήλους εργάστηκε, δήλωσαν αξιωματούχοι. Ακόμη και συνήθεις και ευρέως διαδεδομένες πληροφορίες – όπως το πού εργάστηκε – είναι πλέον απόρρητες”.
Η Έντμοντς περιέγραψε πώς, εξαιτίας των προσπαθειών της κυβέρνησης των ΗΠΑ να τη σιωπήσει, δεν είχε άλλη επιλογή εκτός από να γράψει την ιστορία της. Το βιβλίο που προέκυψε με τίτλο ”Classified Woman”, έπρεπε να υποβληθεί σε κριτική επιτροπή του FBI. Σύμφωνα με το νόμο, η Υπηρεσία έπρεπε να αποφασίσει για το τι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ή να εκδοθεί εντός 30 ημερών.
Αντ ‘αυτού, περίπου ένα χρόνο αργότερα, ο δικηγόρος της Έντμοντς έλαβε μια επιστολή από το FBI, ενημερώνοντάς την ότι η Υπηρεσία εξακολουθεί να αναθεωρεί το βιβλίο και απαγορεύοντάς της να το δημοσιεύσει: «Τα θέματα που γράφει η κα Έντμοντς περιλαμβάνουν πολλές αντικειμενικότητες, κάποιες από τις οποίες περιέχουν πληροφορίες που ειναι απόρρητες … Η έγκριση των χειρογράφων από το FBI θα περιλαμβάνει την ενσωμάτωση όλων των αλλαγών που απαιτούνται από το FBI. Μέχρι τότε, η κα Έντμοντς δεν έχει την έγκριση να δημοσιεύσει τα χειρόγραφα της, το οποίο περιλαμβάνει την παρουσίαση σε συντάκτες, λογοτεχνικούς πράκτορες, εκδότες, κριτικούς ή οποιονδήποτε άλλο. Σε αυτό το σημείο, η κα Έντμοντς παραμένει υποχρεωμένη να μην αποκαλύψει ή να δημοσιεύσει το χειρόγραφο με οποιονδήποτε τρόπο».
Το μπλοκάρισμα αυτό ήταν ένα άλλο παράδειγμα, είπε η Έντμοντς, “της κατάχρησης της« εθνικής ασφάλειας» για να αποκρύψει στοιχεία εγκληματικότητας”. Είπε ότι αυτό την ανάγκασε να δημοσιεύσει το βιβλίο μόνη της τον Μάρτιο του 2012, αφού κανένας εκδότης δεν θα κινδύνευε να το αναλάβει.
Tags
Βίντεο
Γενοκτονίες Ελλήνων
Διεθνή
Δολοφονίες
Εβραίοι
Ελλάς
Κομμουνισμός
Τρομοκρατία
CIA
FBI
Mossad
NATO