Η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 οι Δασμοί και η προπαρασκευή του Β΄ Π΄ Πολέμου!....
Η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 και η μεγάλη ύφεση Μέρος Α’ – Τα αίτια και η κατάρρευση
Πολλές φορές ακούμε να γίνονται αναφορές στην χρηματιστηριακή κρίση του 29 και τη μεγάλη ύφεση η οποία επακολούθησε. Τι ακριβώς όμως συνέβη το 29 και τι έκανε εκείνη τη χρηματιστηριακή κρίση να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες χρηματοπιστωτικές κρίσεις που εκδηλώθηκαν τον 20ο αιώνα;
Κατ’ αρχή θα ξεκαθαρίσουμε ότι όταν μιλάμε για την κρίση του ‘29, μιλάμε για την κατάρρευση της τιμής των μετοχών στο χρηματιστήριο της Wall street και τη μεγάλη ύφεση την οποία αυτή πυροδότησε, η οποία ταλάνισε την υφήλιο για πάνω από μια δεκαετία και οδήγησε στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Τι οδήγησε όμως στην κρίση;
Της κρίσης προηγήθηκε η δεκαετία του ’20, μια περίοδος μεγάλης οικονομικής άνθισης και ανάπτυξης για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μοναδική οικονομία που είχε εξέλθει αλώβητη. Η βιομηχανία της είχε παρουσιάσει μεγάλη ανάπτυξη, πράγμα που δημιούργησε αυξημένο πλεονάζον εισόδημα για να νοικοκυριά, το οποίο με τη σειρά του διοχετεύθηκε στο χρηματιστήριο. Η μεγάλη αυτή εισροή κεφαλαίων οδήγησε στον πενταπλασιασμό των τιμών των μετοχών μεταξύ του 1923 και του 1929. Ο δείκτης βιομηχανίας Dow jones έφτασε τις 381,17 μονάδες στις 3 Σεπτεμβρίου 1929.
Κατά την περίοδο ανόδου των τιμών των μετοχών υπήρχε η προσδοκία ότι οι τιμές θα ανέβαιναν επ’ αόριστο και ο κόσμος συνέχιζε να διοχετεύει όλο και περισσότερα κεφάλαια στο χρηματιστήριο προσδοκώντας ότι οι τιμές θα ανεβούν περαιτέρω και θα βρεθεί αγοραστής για τις μετοχές τους.
Κάποια στιγμή όμως οι αγοραστές στερεύουν και η αγορά καταρρέει.
Το γεγονός που έσπειρε την αμφιβολία και αποτέλεσε την αφορμή για την κατάρρευση ήταν η συζήτηση στο κογκρέσο του νόμου Smoot-Hawley που θα επέβαλε δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα. Αναφερόμαστε στην αφορμή αφού η αιτία ήταν η αδικαιολόγητη αύξηση της τιμής των μετοχών, η τιμή των οποίων δεν θα μπορούσε να κρατηθεί σε αυτό το επίπεδο. Νόμος που επέβαλε δασμούς είχε ψηφιστεί και λιγότερο από ένα χρόνο νωρίτερα χωρίς να προκαλέσει ανάλογες ανησυχίες.
Υπήρχε όμως ο δικαιολογημένος φόβος ότι η ψήφισή του θα οδηγούσε στην εφαρμογή ανάλογων μέτρων από τους εμπορικούς εταίρους των ηνωμένων πολιτειών, πλήττοντας έτσι το πολύ ανεπτυγμένο τότε εξαγωγικό εμπόριο της χώρας. Ο νόμος ψηφίστηκε τελικά τον Ιούνιο του 1930, πολύ μετά από την Μαύρη Πέμπτη, στις 24 Οκτωβρίου του ’29 οπότε και ξεκίνησε η πτώση του χρηματιστηρίου.
Η χρηματιστηριακή κρίση δεν ήταν τόσο σφοδρή, ούτε τόσο απότομη. Σίγουρα υπήρξανε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αρκετές χρηματιστηριακές κρίσεις ανάλογα σφοδρές. Καμία από αυτές όμως δεν οδήγησε σε ανάλογα μεγάλη ύφεση.
Την πρώτη μέρα οι μετοχές στο χρηματιστήριο έχασαν το 11% της αξίας τους με το άνοιγμα, μετά όμως από τη στήριξη που παρείχαν μεγάλοι τραπεζίτες και επενδυτές οι απώλειες περιορίστηκαν στo 1,6%. Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου όμως τα νέα διαδόθηκαν μέσω του τύπου και στις 28 Οκτωβρίου, τη λεγόμενη Μαύρη Δευτέρα περισσότεροι επενδυτές αποφάσισαν να εξέλθουν από την αγορά. Η πτώση σε ημερήσια βάση ανήλθε στο 13%. Την επόμενη μέρα, τη Μαύρη Τρίτη η πτώση ανήλθε στο 12%. Μέσα σε δύο μέρες είχαν χαθεί 30 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μέχρι τον Ιούλιο του 1932 ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έφτασε τις 41,22 μονάδες από τις 381,17 του Σεπτεμβρίου του ’29, τις οποίες δεν θα ανακτούσε μέχρι το 1954.
Από μόνη της η χρηματιστηριακή κρίση δεν θα ήταν καταστροφική. Μόνο ένα 16% των νοικοκυριών είχε επενδύσει στο χρηματιστήριο. Το πιο σημαντικό ήταν το ψυχολογικό χτύπημα. Οι επιχειρήσεις άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εξασφάλιση κεφαλαίων για νέες επενδύσεις μέσω του χρηματιστηρίου. Η αβεβαιότητα επηρέασε και τους εργαζόμενους, οι οποίοι περιόρισαν την κατανάλωση. Αυτό οδήγησε σε περιορισμό των επενδύσεων και κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων.
Σε αυτό βοήθησε και η συρρίκνωση των εξαγωγών που ήρθε σαν αποτέλεσμα των δασμών που επέβαλαν στα αμερικανικά προϊόντα άλλες χώρες ως αντίποινα της εφαρμογής του νόμου Smoot-Hawley μετά το 1930.
Ταυτόχρονα με το κλείσιμο των επιχειρήσεων έκλεισαν και πάνω από 4.000 τράπεζες.
Αυτό που συνεισέφερε περισσότερο στην ύφεση ήταν οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα. Πριν από την κρίση του 29 η ίδρυση μιας τράπεζας ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί που να θέτουν περιορισμούς στη λειτουργία της, ούτε μεγάλες απαιτήσεις κεφαλαίου για την ίδρυσή της. Το αποτέλεσμα ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες να λειτουργεί μεγάλος αριθμός μικρών τραπεζών οι οποίες δεν είχαν τα μέσα να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη κρίση στην αγορά.
Μετά τη χρηματιστηριακή κρίση μερικές μεγάλες εμπορικές τράπεζες με πιο αξιοσημείωτη την Τράπεζα της Νέας Υόρκης (New York Bank of the United States) χρεοκόπησαν λόγω της επένδυσης μεγάλου τμήματος των καταθέσεων που διατηρούσαν στο χρηματιστήριο. Όταν οι μετοχές έχασαν την αξία τους αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας και αναγκάστηκαν να κλείσουν. Η Κεντρική τράπεζα δεν έσπευσε να τις σώσει με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί κλίμα πανικού και στους πελάτες και άλλων τραπεζών, οι οποίοι πανικοβλήθηκαν και έσπευσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους. Με το κλείσιμο των τραπεζών και τη διάχυτη απαισιοδοξία σταμάτησαν να πραγματοποιούνται επενδύσεις και σταμάτησαν να χορηγούνται νέα δάνεια. Όλοι πάσχιζαν να αποπληρώσουν τα παλαιότερα με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το απόθεμα χρήματος.
Μέχρι το 1933 το απόθεμα χρήματος στην αμερικάνικη οικονομία είχε συρρικνωθεί στα 2/3 από τα επίπεδα του 1929 προκαλώντας τεράστια ύφεση.
Ο λόγος που η κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (Federal Reserve), και ειδικά το υποκατάστημα της Νέας Υόρκης δεν χρησιμοποίησε τα εργαλεία που είχε στη διάθεσή της για την αύξηση του χρήματος στην αγορά ήταν ότι, με τον κανόνα του χρυσού ακόμα σε ισχύ, ο εσωτερικός κανονισμός της δεν της επέτρεπε να χορηγεί πίστωση μεγαλύτερη από το 250% των αποθεμάτων χρυσού της. Το όριο αυτό η κεντρική τράπεζα το είχε φτάσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Περαιτέρω η κρίση είχε οδηγήσει πολίτες στην εξαργύρωση των χαρτονομισμάτων τους με χρυσό από την κεντρική τράπεζα. Με την ποσότητα του χρυσού που είχε στην κατοχή της να ελαττώνεται η κεντρική τράπεζα αντί να αυξήσει την πίστωση για να βοηθήσει την κατάσταση αναγκάστηκε να την μειώσει. Η κατάσταση βελτιώθηκε ελαφρώς όταν ο πρόεδρος Ρούζβελτ υπέγραψε την εκτελεστική εντολή 6102, στις 05 Απριλίου του 1933, απαγορεύοντας στους ιδιώτες την κατοχή ράβδων χρυσού, χρυσών νομισμάτων και πιστοποιητικών χρυσού.
Το πρόβλημα όμως παρέμενε. Ο κανονισμός που δεν άφηνε την κεντρική τράπεζα να χορηγεί πίστωση, δηλαδή να δημιουργεί χρήμα, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 250% του χρυσού που κατείχε παρέμενε και δεν την άφηνε να παρέμβει για να στηρίξει τις τράπεζες και να αποτρέψει την οικονομική κατάρρευση.
Μερίδα οικονομολόγων, ιδιαίτερα της λεγόμενης αυστριακής σχολής, υποστηρίζουν ότι ο λόγος της κατάρρευσης δεν ήταν η μη παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας για να σώσει την κατάσταση, αλλά η μη παρέμβασή της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, όταν και επέτρεψε τη δημιουργία μεγάλης ποσότητας χρήματος.
Η αλήθεια συνήθως βρίσκεται κάπου στη μέση. Ένας κανονισμός πρέπει να είναι ευέλικτος. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αλλάζει διαρκώς, δεν θα είχε νόημα αλλιώς. Όταν όμως κλείνουν χιλιάδες τράπεζες, δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και εκατομμύρια χάνουν τη δουλειά τους, αυτό είναι μια ένδειξη ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.
Η αλήθεια βέβαια με το χρέος είναι ότι, όπως εξηγήσαμε και σε προηγούμενο άρθρο, μόνο να αυξάνεται μπορεί, έτσι ώστε να μπορούν να αποπληρωθούν τα προηγούμενα δάνεια. Βάζοντας ένα όριο στο χρέος που μπορεί να δημιουργηθεί, όπως το 250% του διαθέσιμου χρυσού εκείνη την εποχή ή το όριο στο δημόσιο χρέος που θέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις μέρες μας και το αναθεωρούν κάθε λίγο και λιγάκι είναι η συνταγή για τη δημιουργία κρίσης. Κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα το όριο θα ξεπεραστεί.
Για να μην ξεπεραστεί θα πρέπει είτε να μειωθεί η ποσότητα χρήματος, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, δημιουργώντας ύφεση, ή να αναθεωρείται συνεχώς, όπως συμβαίνει στις μέρες μας με το κρατικό χρέος των ΗΠΑ. Τα δύο αυτά όρια είναι σε διαφορετικά μεγέθη βέβαια (χαρτονομίσματα – δημόσιο χρέος), είναι όμως και τα δύο τόσο σημαντικά μακροοικονομικά μεγέθη έτσι ώστε επηρεάζουν σημαντικά τη συνολική πορεία της οικονομίας.
Η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 και η μεγάλη ύφεση Μέρος Α’ – Τα αίτια και η κατάρρευση
Πολλές φορές ακούμε να γίνονται αναφορές στην χρηματιστηριακή κρίση του 29 και τη μεγάλη ύφεση η οποία επακολούθησε. Τι ακριβώς όμως συνέβη το 29 και τι έκανε εκείνη τη χρηματιστηριακή κρίση να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες χρηματοπιστωτικές κρίσεις που εκδηλώθηκαν τον 20ο αιώνα;
Κατ’ αρχή θα ξεκαθαρίσουμε ότι όταν μιλάμε για την κρίση του ‘29, μιλάμε για την κατάρρευση της τιμής των μετοχών στο χρηματιστήριο της Wall street και τη μεγάλη ύφεση την οποία αυτή πυροδότησε, η οποία ταλάνισε την υφήλιο για πάνω από μια δεκαετία και οδήγησε στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Τι οδήγησε όμως στην κρίση;
Της κρίσης προηγήθηκε η δεκαετία του ’20, μια περίοδος μεγάλης οικονομικής άνθισης και ανάπτυξης για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μοναδική οικονομία που είχε εξέλθει αλώβητη. Η βιομηχανία της είχε παρουσιάσει μεγάλη ανάπτυξη, πράγμα που δημιούργησε αυξημένο πλεονάζον εισόδημα για να νοικοκυριά, το οποίο με τη σειρά του διοχετεύθηκε στο χρηματιστήριο. Η μεγάλη αυτή εισροή κεφαλαίων οδήγησε στον πενταπλασιασμό των τιμών των μετοχών μεταξύ του 1923 και του 1929. Ο δείκτης βιομηχανίας Dow jones έφτασε τις 381,17 μονάδες στις 3 Σεπτεμβρίου 1929.
Κατά την περίοδο ανόδου των τιμών των μετοχών υπήρχε η προσδοκία ότι οι τιμές θα ανέβαιναν επ’ αόριστο και ο κόσμος συνέχιζε να διοχετεύει όλο και περισσότερα κεφάλαια στο χρηματιστήριο προσδοκώντας ότι οι τιμές θα ανεβούν περαιτέρω και θα βρεθεί αγοραστής για τις μετοχές τους.
Κάποια στιγμή όμως οι αγοραστές στερεύουν και η αγορά καταρρέει.
Το γεγονός που έσπειρε την αμφιβολία και αποτέλεσε την αφορμή για την κατάρρευση ήταν η συζήτηση στο κογκρέσο του νόμου Smoot-Hawley που θα επέβαλε δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα. Αναφερόμαστε στην αφορμή αφού η αιτία ήταν η αδικαιολόγητη αύξηση της τιμής των μετοχών, η τιμή των οποίων δεν θα μπορούσε να κρατηθεί σε αυτό το επίπεδο. Νόμος που επέβαλε δασμούς είχε ψηφιστεί και λιγότερο από ένα χρόνο νωρίτερα χωρίς να προκαλέσει ανάλογες ανησυχίες.
Υπήρχε όμως ο δικαιολογημένος φόβος ότι η ψήφισή του θα οδηγούσε στην εφαρμογή ανάλογων μέτρων από τους εμπορικούς εταίρους των ηνωμένων πολιτειών, πλήττοντας έτσι το πολύ ανεπτυγμένο τότε εξαγωγικό εμπόριο της χώρας. Ο νόμος ψηφίστηκε τελικά τον Ιούνιο του 1930, πολύ μετά από την Μαύρη Πέμπτη, στις 24 Οκτωβρίου του ’29 οπότε και ξεκίνησε η πτώση του χρηματιστηρίου.
Η χρηματιστηριακή κρίση δεν ήταν τόσο σφοδρή, ούτε τόσο απότομη. Σίγουρα υπήρξανε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αρκετές χρηματιστηριακές κρίσεις ανάλογα σφοδρές. Καμία από αυτές όμως δεν οδήγησε σε ανάλογα μεγάλη ύφεση.
Την πρώτη μέρα οι μετοχές στο χρηματιστήριο έχασαν το 11% της αξίας τους με το άνοιγμα, μετά όμως από τη στήριξη που παρείχαν μεγάλοι τραπεζίτες και επενδυτές οι απώλειες περιορίστηκαν στo 1,6%. Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου όμως τα νέα διαδόθηκαν μέσω του τύπου και στις 28 Οκτωβρίου, τη λεγόμενη Μαύρη Δευτέρα περισσότεροι επενδυτές αποφάσισαν να εξέλθουν από την αγορά. Η πτώση σε ημερήσια βάση ανήλθε στο 13%. Την επόμενη μέρα, τη Μαύρη Τρίτη η πτώση ανήλθε στο 12%. Μέσα σε δύο μέρες είχαν χαθεί 30 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μέχρι τον Ιούλιο του 1932 ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έφτασε τις 41,22 μονάδες από τις 381,17 του Σεπτεμβρίου του ’29, τις οποίες δεν θα ανακτούσε μέχρι το 1954.
Από μόνη της η χρηματιστηριακή κρίση δεν θα ήταν καταστροφική. Μόνο ένα 16% των νοικοκυριών είχε επενδύσει στο χρηματιστήριο. Το πιο σημαντικό ήταν το ψυχολογικό χτύπημα. Οι επιχειρήσεις άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εξασφάλιση κεφαλαίων για νέες επενδύσεις μέσω του χρηματιστηρίου. Η αβεβαιότητα επηρέασε και τους εργαζόμενους, οι οποίοι περιόρισαν την κατανάλωση. Αυτό οδήγησε σε περιορισμό των επενδύσεων και κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων.
Σε αυτό βοήθησε και η συρρίκνωση των εξαγωγών που ήρθε σαν αποτέλεσμα των δασμών που επέβαλαν στα αμερικανικά προϊόντα άλλες χώρες ως αντίποινα της εφαρμογής του νόμου Smoot-Hawley μετά το 1930.
Ταυτόχρονα με το κλείσιμο των επιχειρήσεων έκλεισαν και πάνω από 4.000 τράπεζες.
Αυτό που συνεισέφερε περισσότερο στην ύφεση ήταν οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα. Πριν από την κρίση του 29 η ίδρυση μιας τράπεζας ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί που να θέτουν περιορισμούς στη λειτουργία της, ούτε μεγάλες απαιτήσεις κεφαλαίου για την ίδρυσή της. Το αποτέλεσμα ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες να λειτουργεί μεγάλος αριθμός μικρών τραπεζών οι οποίες δεν είχαν τα μέσα να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη κρίση στην αγορά.
Μετά τη χρηματιστηριακή κρίση μερικές μεγάλες εμπορικές τράπεζες με πιο αξιοσημείωτη την Τράπεζα της Νέας Υόρκης (New York Bank of the United States) χρεοκόπησαν λόγω της επένδυσης μεγάλου τμήματος των καταθέσεων που διατηρούσαν στο χρηματιστήριο. Όταν οι μετοχές έχασαν την αξία τους αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας και αναγκάστηκαν να κλείσουν. Η Κεντρική τράπεζα δεν έσπευσε να τις σώσει με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί κλίμα πανικού και στους πελάτες και άλλων τραπεζών, οι οποίοι πανικοβλήθηκαν και έσπευσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους. Με το κλείσιμο των τραπεζών και τη διάχυτη απαισιοδοξία σταμάτησαν να πραγματοποιούνται επενδύσεις και σταμάτησαν να χορηγούνται νέα δάνεια. Όλοι πάσχιζαν να αποπληρώσουν τα παλαιότερα με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το απόθεμα χρήματος.
Μέχρι το 1933 το απόθεμα χρήματος στην αμερικάνικη οικονομία είχε συρρικνωθεί στα 2/3 από τα επίπεδα του 1929 προκαλώντας τεράστια ύφεση.
Ο λόγος που η κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (Federal Reserve), και ειδικά το υποκατάστημα της Νέας Υόρκης δεν χρησιμοποίησε τα εργαλεία που είχε στη διάθεσή της για την αύξηση του χρήματος στην αγορά ήταν ότι, με τον κανόνα του χρυσού ακόμα σε ισχύ, ο εσωτερικός κανονισμός της δεν της επέτρεπε να χορηγεί πίστωση μεγαλύτερη από το 250% των αποθεμάτων χρυσού της. Το όριο αυτό η κεντρική τράπεζα το είχε φτάσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Περαιτέρω η κρίση είχε οδηγήσει πολίτες στην εξαργύρωση των χαρτονομισμάτων τους με χρυσό από την κεντρική τράπεζα. Με την ποσότητα του χρυσού που είχε στην κατοχή της να ελαττώνεται η κεντρική τράπεζα αντί να αυξήσει την πίστωση για να βοηθήσει την κατάσταση αναγκάστηκε να την μειώσει. Η κατάσταση βελτιώθηκε ελαφρώς όταν ο πρόεδρος Ρούζβελτ υπέγραψε την εκτελεστική εντολή 6102, στις 05 Απριλίου του 1933, απαγορεύοντας στους ιδιώτες την κατοχή ράβδων χρυσού, χρυσών νομισμάτων και πιστοποιητικών χρυσού.
Το πρόβλημα όμως παρέμενε. Ο κανονισμός που δεν άφηνε την κεντρική τράπεζα να χορηγεί πίστωση, δηλαδή να δημιουργεί χρήμα, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 250% του χρυσού που κατείχε παρέμενε και δεν την άφηνε να παρέμβει για να στηρίξει τις τράπεζες και να αποτρέψει την οικονομική κατάρρευση.
Μερίδα οικονομολόγων, ιδιαίτερα της λεγόμενης αυστριακής σχολής, υποστηρίζουν ότι ο λόγος της κατάρρευσης δεν ήταν η μη παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας για να σώσει την κατάσταση, αλλά η μη παρέμβασή της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, όταν και επέτρεψε τη δημιουργία μεγάλης ποσότητας χρήματος.
Η αλήθεια συνήθως βρίσκεται κάπου στη μέση. Ένας κανονισμός πρέπει να είναι ευέλικτος. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αλλάζει διαρκώς, δεν θα είχε νόημα αλλιώς. Όταν όμως κλείνουν χιλιάδες τράπεζες, δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και εκατομμύρια χάνουν τη δουλειά τους, αυτό είναι μια ένδειξη ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.
Η αλήθεια βέβαια με το χρέος είναι ότι, όπως εξηγήσαμε και σε προηγούμενο άρθρο, μόνο να αυξάνεται μπορεί, έτσι ώστε να μπορούν να αποπληρωθούν τα προηγούμενα δάνεια. Βάζοντας ένα όριο στο χρέος που μπορεί να δημιουργηθεί, όπως το 250% του διαθέσιμου χρυσού εκείνη την εποχή ή το όριο στο δημόσιο χρέος που θέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις μέρες μας και το αναθεωρούν κάθε λίγο και λιγάκι είναι η συνταγή για τη δημιουργία κρίσης. Κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα το όριο θα ξεπεραστεί.
Για να μην ξεπεραστεί θα πρέπει είτε να μειωθεί η ποσότητα χρήματος, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, δημιουργώντας ύφεση, ή να αναθεωρείται συνεχώς, όπως συμβαίνει στις μέρες μας με το κρατικό χρέος των ΗΠΑ. Τα δύο αυτά όρια είναι σε διαφορετικά μεγέθη βέβαια (χαρτονομίσματα – δημόσιο χρέος), είναι όμως και τα δύο τόσο σημαντικά μακροοικονομικά μεγέθη έτσι ώστε επηρεάζουν σημαντικά τη συνολική πορεία της οικονομίας.
Η ταινία πραγματεύεται την ιστορία ενός Ph.D. κρατικού στελέχους, ο οποίος φθάνει στα όρια του και πρωτοστατεί σε απίστευτες σκηνές βίας, έχοντας μόλις βιώσει την απόλυσή του από την υπηρεσία του. Αιτιολογία της απόλυσης?
"Overqualified but underskilled".
Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο ότι αυτό που πυροδότησε την κρίση ήταν η κατάρρευση του χρηματιστηρίου μετά από τη φούσκα που είχε δημιουργηθεί και η προσκόλληση της κεντρικής τράπεζας σε έναν αυστηρό κανόνα που δεν της επέτρεπε να δημιουργήσει μεγαλύτερες ποσότητες χρήματος χωρίς να έχει αντίκρισμα σε χρυσό. Οι εμπορικές τράπεζες είχαν επενδύσει τις καταθέσεις των πελατών τους στο χρηματιστήριο με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας με την πτώση των τιμών των μετοχών, χωρίς να μπορούν να βασιστούν στην κεντρική τράπεζα για βοήθεια, αφού αυτή δεν μπορούσε πλέον να δημιουργήσει νέο χρήμα.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων λήφθηκαν δραστικά μέτρα, τα οποία και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα για το υπόλοιπο του 20ου αιώνα. Τα μέτρα που λήφθηκαν κατηγοριοποιούνται σε δύο κατηγορίες. Την αποκόλληση από πολλές από τις ακαμψίες που προκαλούσε η προσκόλληση στον κανόνα του χρυσού και η αυστηρότερη ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου. ας δούμε όμως αυτές τις κατηγορίες μέτρων αναλυτικότερα.
Όπως αναφερθήκαμε και στο προηγούμενο άρθρο κάποια στιγμή ο πρόεδρος Ρούζβελτ απαγόρευσε την κατοχή χρυσού σε ράβδους, νομίσματα ή πιστοποιητικά από ιδιώτες. Στην ουσία ανέστειλε την μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, καταργώντας έτσι τον κανόνα του χρυσού που ίσχυε εκείνη την εποχή. Αυτή ήταν μια κίνηση που έγινε σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Η Μ. Βρετανία και οι Σκανδιναβικές χώρες εγκατέλειψαν τον κανόνα του χρυσού το 1931, οι Ηνωμένες Πολιτείες από ότι είδαμε ότι αποκολλήθηκαν από τον κανόνα το 1933, ενώ χώρες όπως η Γαλλία, η Πολωνία, το Βέλγιο και η Ελβετία, το αποκαλούμενο τότε «χρυσό μπλοκ», παρέμειναν στον κανόνα του χρυσού μέχρι το 1935 ή το ’36. Σύμφωνα με την παραδοχή του τωρινού διοικητή της κεντρικής τράπεζας των Ηνωμένων πολιτειών, Ben Bernanke, όσο συντομότερα «άφηνε» μια χώρα τον κανόνα του χρυσού, τόσο συντομότερα ανέκαμπτε από την κρίση.
Πρακτικά η αποκόλληση από τον κανόνα του χρυσού επέτρεψε στις χώρες να αυξήσουν το απόθεμα χρήματος στις οικονομίες τους χωρίς περιορισμούς. Η αύξηση της ποσότητας του χρήματος μέσω του συστήματος κλασματικών αποθεμάτων και της διοχέτευσης χρήματος από την κεντρική τράπεζα στις εμπορικές τράπεζες έδωσε ώθηση στην αγορά για να ξεπεραστεί η κρίση.
Το πιο σημαντικό μέτρο που λήφθηκε όμως ήταν η ψήφιση του Νόμου Glass – Steegall (G-S). Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο ότι η μεγάλη ύφεση πυροδοτήθηκε από την κατάρρευση του χρηματιστηρίου. Οι εμπορικές τράπεζες που είχαν επενδύσει τις καταθέσεις των πελατών τους σε μετοχές κατέρρευσαν, προκαλώντας πανικό που οδήγησε στην κατάρρευση χιλιάδων τραπεζών. Εκατομμύρια καταθέτες έχασαν τα χρήματά τους. Η δυσπιστία προς τις τράπεζες ήταν τόσο μεγάλη που ληστές τραπεζών, όπως οι Bonnie και Clyde, εξελίχθηκαν σε λαϊκά ινδάλματα.
Ο νόμος G-S επέβαλε για πρώτη φορά αυστηρούς περιορισμούς στη λειτουργία των τραπεζών. Συγκεκριμένα διαχώρισε τις τράπεζες σε δύο κατηγορίες, εμπορικές και επενδυτικές. Κάθε τράπεζα μπορούσε να διαλέξει μόνο μία από τις δύο δραστηριότητες. Οι εμπορικές δεχόταν καταθέσεις και χορηγούσαν δάνεια, ενώ οι επενδυτικές ασχολούνταν με χρηματιστηριακές εργασίες και δε δεχόταν καταθέσεις.
Πριν την ψήφιση του νόμου δεν μπορούσε κανείς να διαχωρίσει τους τραπεζίτες από τους χρηματιστές. Αυτό δημιουργούσε διάφορα προβλήματα. Εκτός από τον προφανή κίνδυνο να «πέσει» το χρηματιστήριο και να χαθούν οι καταθέσεις των πελατών, πράγμα που έγινε τελικά, δημιουργούνταν και διάφορα ασυμβίβαστα. Μια τράπεζα που είχε χορηγήσει δάνειο σε μια εταιρεία και ακολούθως αναλάμβανε ανάδοχος στην έκδοση νέων μετοχών ή την πώληση παλιών, είχε συμφέρον να προβεί σε πρακτικές που φούσκωναν την τιμή της, για να αυξήσουν τα έσοδα της εταιρείας και να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή του δανείου της ακόμα και αν τα οικονομική στοιχεία της εταιρείας δεν ήταν τόσο ανθηρά.
Παράλληλα με τον ίδιο νόμο θεσπίστηκε η ασφάλιση των καταθέσεων μέσω της ίδρυσης του Ομοσπονδιακού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation). Οι εμπορικές τράπεζες πλέον μπορούσαν να τοποθετήσουν τις καταθέσεις των πελατών τους αποκλειστικά σε νέα δάνεια, που είναι λιγότερο επισφαλή από τις μετοχές. Επί πλέον τράπεζες που είχαν ανάγκη ρευστότητας μπορούσαν να προεξοφλήσουν[1] την απαίτησή τους έναντι ενός δανειολήπτη από την κεντρική τράπεζα.
Οι καταθέσεις λοιπόν διασφαλίστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Οι τράπεζες δεν μπορούσαν πλέον να «παίξουν» στο χρηματιστήριο με τα λεφτά των πελατών τους και αν χρειαζόταν επείγουσα ρευστότητα μπορούσαν πλέον να την αποκτήσουν. Όποιος καταθέτης ήθελε συνειδητά να επενδύσει στο χρηματιστήριο μπορούσε να απευθυνθεί σε μια επενδυτική τράπεζα.
Ο αυστηρός περιορισμός δραστηριοτήτων που επέβαλε ο νόμος G-S διατηρήθηκε μέχρι το 1999, όταν ανακλήθηκε οριστικά με το νόμο Gramm – Leach – Bliley που προώθησε η κυβέρνηση Κλίντον μετά από ασφυκτικές πιέσεις από τον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας. Η άρση αυτών των περιορισμών και η αποτυχία του χρηματοπιστωτικού τομέα να αυτό ρυθμιστεί αποτελούν κατά πολλούς ένα από σημαντικότερα αίτια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008.
Οι πετυχημένες λύσεις που δόθηκαν στην κρίση του 1929 και στην μεγάλη ύφεση που την ακολούθησε ήταν η αύξηση της ποσότητας του χρήματος στην οικονομία που κατέστη εφικτή με την αύξηση της χορήγησης δανείων μετά την αποκόλληση από τον κανόνα του χρυσού και η αυστηρότατη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Πετυχημένα μέτρα, εκ διαμέτρου αντίθετα με αυτά που προτείνονται και εφαρμόζονται, ανεπιτυχώς βέβαια, στη σημερινή κρίση …
[1] Οι εμπορικές τράπεζες αντλούν τα έσοδά τους από τα δάνεια που χορηγούν στους πελάτες τους. Ένας πελάτης που έχει ανάγκη από €1.000 σήμερα τα παίρνει από μια τράπεζα υπογράφοντας ένα έγγραφο που δίνει στην τράπεζα το δικαίωμα να απαιτήσει από αυτόν σε ένα χρόνο από σήμερα €1.100. Αν εν τω μεταξύ, στο εξάμηνο η τράπεζα χρειαστεί ρευστότητα μπορεί να προεξοφλήσει αυτή την απαίτηση από την κεντρική τράπεζα έναντι ενός μικρότερου ποσού. Εκχωρεί λοιπόν την απαίτηση των €1.100 στην κεντρική τράπεζα και παίρνει από αυτήν €1.050.
https://oikonomica.com/2012/02/05/crisis_of_1929_b/
Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο ότι αυτό που πυροδότησε την κρίση ήταν η κατάρρευση του χρηματιστηρίου μετά από τη φούσκα που είχε δημιουργηθεί και η προσκόλληση της κεντρικής τράπεζας σε έναν αυστηρό κανόνα που δεν της επέτρεπε να δημιουργήσει μεγαλύτερες ποσότητες χρήματος χωρίς να έχει αντίκρισμα σε χρυσό. Οι εμπορικές τράπεζες είχαν επενδύσει τις καταθέσεις των πελατών τους στο χρηματιστήριο με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας με την πτώση των τιμών των μετοχών, χωρίς να μπορούν να βασιστούν στην κεντρική τράπεζα για βοήθεια, αφού αυτή δεν μπορούσε πλέον να δημιουργήσει νέο χρήμα.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων λήφθηκαν δραστικά μέτρα, τα οποία και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα για το υπόλοιπο του 20ου αιώνα. Τα μέτρα που λήφθηκαν κατηγοριοποιούνται σε δύο κατηγορίες. Την αποκόλληση από πολλές από τις ακαμψίες που προκαλούσε η προσκόλληση στον κανόνα του χρυσού και η αυστηρότερη ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου. ας δούμε όμως αυτές τις κατηγορίες μέτρων αναλυτικότερα.
Όπως αναφερθήκαμε και στο προηγούμενο άρθρο κάποια στιγμή ο πρόεδρος Ρούζβελτ απαγόρευσε την κατοχή χρυσού σε ράβδους, νομίσματα ή πιστοποιητικά από ιδιώτες. Στην ουσία ανέστειλε την μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, καταργώντας έτσι τον κανόνα του χρυσού που ίσχυε εκείνη την εποχή. Αυτή ήταν μια κίνηση που έγινε σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Η Μ. Βρετανία και οι Σκανδιναβικές χώρες εγκατέλειψαν τον κανόνα του χρυσού το 1931, οι Ηνωμένες Πολιτείες από ότι είδαμε ότι αποκολλήθηκαν από τον κανόνα το 1933, ενώ χώρες όπως η Γαλλία, η Πολωνία, το Βέλγιο και η Ελβετία, το αποκαλούμενο τότε «χρυσό μπλοκ», παρέμειναν στον κανόνα του χρυσού μέχρι το 1935 ή το ’36. Σύμφωνα με την παραδοχή του τωρινού διοικητή της κεντρικής τράπεζας των Ηνωμένων πολιτειών, Ben Bernanke, όσο συντομότερα «άφηνε» μια χώρα τον κανόνα του χρυσού, τόσο συντομότερα ανέκαμπτε από την κρίση.
Πρακτικά η αποκόλληση από τον κανόνα του χρυσού επέτρεψε στις χώρες να αυξήσουν το απόθεμα χρήματος στις οικονομίες τους χωρίς περιορισμούς. Η αύξηση της ποσότητας του χρήματος μέσω του συστήματος κλασματικών αποθεμάτων και της διοχέτευσης χρήματος από την κεντρική τράπεζα στις εμπορικές τράπεζες έδωσε ώθηση στην αγορά για να ξεπεραστεί η κρίση.
Το πιο σημαντικό μέτρο που λήφθηκε όμως ήταν η ψήφιση του Νόμου Glass – Steegall (G-S). Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο ότι η μεγάλη ύφεση πυροδοτήθηκε από την κατάρρευση του χρηματιστηρίου. Οι εμπορικές τράπεζες που είχαν επενδύσει τις καταθέσεις των πελατών τους σε μετοχές κατέρρευσαν, προκαλώντας πανικό που οδήγησε στην κατάρρευση χιλιάδων τραπεζών. Εκατομμύρια καταθέτες έχασαν τα χρήματά τους. Η δυσπιστία προς τις τράπεζες ήταν τόσο μεγάλη που ληστές τραπεζών, όπως οι Bonnie και Clyde, εξελίχθηκαν σε λαϊκά ινδάλματα.
Ο νόμος G-S επέβαλε για πρώτη φορά αυστηρούς περιορισμούς στη λειτουργία των τραπεζών. Συγκεκριμένα διαχώρισε τις τράπεζες σε δύο κατηγορίες, εμπορικές και επενδυτικές. Κάθε τράπεζα μπορούσε να διαλέξει μόνο μία από τις δύο δραστηριότητες. Οι εμπορικές δεχόταν καταθέσεις και χορηγούσαν δάνεια, ενώ οι επενδυτικές ασχολούνταν με χρηματιστηριακές εργασίες και δε δεχόταν καταθέσεις.
Πριν την ψήφιση του νόμου δεν μπορούσε κανείς να διαχωρίσει τους τραπεζίτες από τους χρηματιστές. Αυτό δημιουργούσε διάφορα προβλήματα. Εκτός από τον προφανή κίνδυνο να «πέσει» το χρηματιστήριο και να χαθούν οι καταθέσεις των πελατών, πράγμα που έγινε τελικά, δημιουργούνταν και διάφορα ασυμβίβαστα. Μια τράπεζα που είχε χορηγήσει δάνειο σε μια εταιρεία και ακολούθως αναλάμβανε ανάδοχος στην έκδοση νέων μετοχών ή την πώληση παλιών, είχε συμφέρον να προβεί σε πρακτικές που φούσκωναν την τιμή της, για να αυξήσουν τα έσοδα της εταιρείας και να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή του δανείου της ακόμα και αν τα οικονομική στοιχεία της εταιρείας δεν ήταν τόσο ανθηρά.
Παράλληλα με τον ίδιο νόμο θεσπίστηκε η ασφάλιση των καταθέσεων μέσω της ίδρυσης του Ομοσπονδιακού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation). Οι εμπορικές τράπεζες πλέον μπορούσαν να τοποθετήσουν τις καταθέσεις των πελατών τους αποκλειστικά σε νέα δάνεια, που είναι λιγότερο επισφαλή από τις μετοχές. Επί πλέον τράπεζες που είχαν ανάγκη ρευστότητας μπορούσαν να προεξοφλήσουν[1] την απαίτησή τους έναντι ενός δανειολήπτη από την κεντρική τράπεζα.
Οι καταθέσεις λοιπόν διασφαλίστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Οι τράπεζες δεν μπορούσαν πλέον να «παίξουν» στο χρηματιστήριο με τα λεφτά των πελατών τους και αν χρειαζόταν επείγουσα ρευστότητα μπορούσαν πλέον να την αποκτήσουν. Όποιος καταθέτης ήθελε συνειδητά να επενδύσει στο χρηματιστήριο μπορούσε να απευθυνθεί σε μια επενδυτική τράπεζα.
Ο αυστηρός περιορισμός δραστηριοτήτων που επέβαλε ο νόμος G-S διατηρήθηκε μέχρι το 1999, όταν ανακλήθηκε οριστικά με το νόμο Gramm – Leach – Bliley που προώθησε η κυβέρνηση Κλίντον μετά από ασφυκτικές πιέσεις από τον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας. Η άρση αυτών των περιορισμών και η αποτυχία του χρηματοπιστωτικού τομέα να αυτό ρυθμιστεί αποτελούν κατά πολλούς ένα από σημαντικότερα αίτια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008.
Οι πετυχημένες λύσεις που δόθηκαν στην κρίση του 1929 και στην μεγάλη ύφεση που την ακολούθησε ήταν η αύξηση της ποσότητας του χρήματος στην οικονομία που κατέστη εφικτή με την αύξηση της χορήγησης δανείων μετά την αποκόλληση από τον κανόνα του χρυσού και η αυστηρότατη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Πετυχημένα μέτρα, εκ διαμέτρου αντίθετα με αυτά που προτείνονται και εφαρμόζονται, ανεπιτυχώς βέβαια, στη σημερινή κρίση …
[1] Οι εμπορικές τράπεζες αντλούν τα έσοδά τους από τα δάνεια που χορηγούν στους πελάτες τους. Ένας πελάτης που έχει ανάγκη από €1.000 σήμερα τα παίρνει από μια τράπεζα υπογράφοντας ένα έγγραφο που δίνει στην τράπεζα το δικαίωμα να απαιτήσει από αυτόν σε ένα χρόνο από σήμερα €1.100. Αν εν τω μεταξύ, στο εξάμηνο η τράπεζα χρειαστεί ρευστότητα μπορεί να προεξοφλήσει αυτή την απαίτηση από την κεντρική τράπεζα έναντι ενός μικρότερου ποσού. Εκχωρεί λοιπόν την απαίτηση των €1.100 στην κεντρική τράπεζα και παίρνει από αυτήν €1.050.
https://oikonomica.com/2012/02/05/crisis_of_1929_b/