Το πάρτι τελείωσε για την κινεζική οικονομία


Το πάρτι τελείωσε για την κινεζική οικονομία και τα φτωχά έθνη αισθάνονται ήδη τις επιπτώσεις

Γράφει ο Michael Beckley

Τη δεκαετία του 2000, ο πρώην πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγκο Τσάβες πόνταρε το οικονομικό μέλλον της χώρας του σε μια ανερχόμενη Κίνα, εξασφαλίζοντας δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις και συμφωνίες δανείων με αντάλλαγμα το πετρέλαιο της χώρας. Στην αρχή αυτό δούλεψε. Η Κίνα κατανάλωνε αδηφάγα το πετρέλαιο της Βενεζουέλας και ταυτόχρονα χρηματοδοτούσε πολλά έργα, από σιδηροδρόμους υψηλής ταχύτητας μέχρι σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.

Η δεκαετία του 2010 έφερε όμως τον λογαριασμό. Οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν και η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου στην Κίνα επιβραδύνθηκε μαζί με την οικονομία της. Τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου της Βενεζουέλας σημείωσαν βουτιά, από περισσότερα από 73 δισ. δολ. το 2011 σε 22 δισ. δολ. το 2016. Η κακή διαχείριση από τον Τσάβες και τον διορισμένο διάδοχό του, Νικολάς Μαδούρο, και τα άλλα εγχώρια προβλήματα είχαν ήδη οδηγήσει τη Βενεζουέλα στο χείλος του γκρεμού. Το στοίχημα με την Κίνα την βοήθησε να πέσει από την άκρη. Το 2014, η οικονομία της Βενεζουέλας κατέρρευσε. Ο κόσμος έψαχνε για φαγητό σε σκουπιδότοπους, τα νοσοκομεία δεν είχαν τα απαραίτητα φάρμακα και η εγκληματικότητα εκτοξεύτηκε. Από τότε, σχεδόν οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Η Κίνα έκοψε σε μεγάλο βαθμό τη Βενεζουέλα από νέες πιστώσεις και δάνεια, αφήνοντας πίσω της μια σειρά από ημιτελή έργα.

Η υπερβολική εξάρτηση της Βενεζουέλας από την Κίνα ήταν μια προειδοποίηση που ο κόσμος αγνόησε. Δεκάδες άλλες χώρες που βασίστηκαν στην άνοδο της Κίνας βρίσκονται τώρα σε σοβαρό κίνδυνο οικονομικής δυσπραγίας και χρεοκοπίας, καθώς η κινεζική οικονομία παραμένει στάσιμη. Ωστόσο, η Κίνα αρνείται να προσφέρει ουσιαστική ελάφρυνση στο εξωτερικό χρέος την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό διπλασιάζει τις προστατευτικές πρακτικές της στο εμπόριο, όταν θα έπρεπε να δρομολογεί μεταρρυθμίσεις για να απελευθερώσει και να επανεκκινήσει την οικονομία της, τη δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο και κρίσιμη κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Αυτή είναι η άλλη πλευρά του "θαύματος" της Κίνας. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο κόσμος χρειαζόταν έναν οικονομικό σωτήρα και η Κίνα ανέλαβε αυτόν τον ρόλο. Ξεκινώντας το 2008, διοχέτευσε 29 τρισ. δολ. στην οικονομία της σε εννέα χρόνια - κάτι που ισοδυναμεί με περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ο θετικός αντίκτυπος έγινε αισθητός σε παγκόσμιο επίπεδο: από το 2008 έως το 2021 η Κίνα αντιπροσώπευε περισσότερο από το 40% της παγκόσμιας ανάπτυξης. Οι αναπτυσσόμενες χώρες προσκολληθηκαν με ενθουσιασμό σε αυτό που φαινόταν σαν ένας ασταμάτητος οικονομικός ογκόλιθος και η Κίνα έγινε ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος για τα περισσότερα από τα έθνη του κόσμου. Όπως η Βενεζουέλα, πολλοί ανακάλυψαν ότι η ακμάζουσα κινεζική οικονομία ήταν μια κερδοφόρα νέα αγορά για τις εξαγωγές τους και βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτό, αφήνοντας άλλους τομείς των οικονομιών τους να μαραζώσουν.

Η Κίνα δάνεισε επίσης περισσότερα από 1 τρισ. δολ. στο εξωτερικό, κυρίως για έργα υποδομής που θα γίνουν από κινεζικές εταιρείες στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Μια Ζώνη – Ένας Δρόμος. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το ένα στα τρία έργα υποδομής στην Αφρική κατασκευάστηκε από κινεζικές οντότητες. Οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι στο χρέος των εύθραυστων αναπτυσσόμενων οικονομιών συχνά αγνοήθηκαν.

Η έκρηξη της Κίνας, όπως γνωρίζουμε τώρα, ήταν μη βιώσιμη. Τροφοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα χρόνια αναποτελεσματικών δαπανών τόνωσης της εγχώριας οικονομίας που οδήγησαν στο τέλος να επιβαρυνθεί η Κίνα με ένα συντριπτικό χρέος από μόνη της. Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει καταπνίξει την επιχειρηματικότητα, αντιστάθηκε στη μεταρρύθμιση και προκάλεσε μια προστατευτική απάντηση από τις ΗΠΑ. Από τότε που ανέλαβε ο Σι πριν από μια δεκαετία, η κινεζική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί δραματικά. Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι μόλις και μετά βίας αναπτύσσεται.

Αυτό επηρεάζει άμεσα τις χώρες που συνέδεσαν την οικονομική τους μοίρα με την Κίνα. Μελέτες διαπιστώνουν ότι κάθε μείωση του κινεζικού ΑΕΠ κατά 1% μπορεί να επιβραδύνει σχεδόν το ίδιο και τις οικονομίες των εμπορικών της εταίρων. Ορισμένες χώρες έχουν δει τις εξαγωγές τους προς την Κίνα να βυθίζονται. Ταυτόχρονα, η Κίνα αντιμετωπίζει την οικονομική της επιβράδυνση χορηγώντας τεράστια δάνεια και επιδοτήσεις σε Κινέζους κατασκευαστές, οι οποίοι πλημμυρίζουν τις παγκόσμιες αγορές με φθηνά προϊόντα, μειώνουν τις παγκόσμιες τιμές των αγαθών και δημιουργούν αθέμιτο ανταγωνισμό για τους κατασκευαστές άλλων χωρών.

Η Κίνα, φυσικά, δεν ευθύνεται αποκλειστικά για την αδυναμία της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία έχει πληγεί από την πανδημία, πολέμους και εμπορικές εντάσεις. Αλλά κάνει τα πράγματα χειρότερα σε μια κρίσιμη στιγμή. Έχει περικόψει δραστικά τον δανεισμό στο εξωτερικό και πιέζει τις αναπτυσσόμενες χώρες να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Αντί να προσφέρει πραγματική ελάφρυνση χρέους, η Κίνα συνήθως επεκτείνει τις βραχυπρόθεσμες ανταλλαγές πιστώσεων και τις μετατροπές δανείων.

Η Ζάμπια και η Σρι Λάνκα χρεοκόπησαν σε χρέος δισεκατομμυρίων από ξένους πιστωτές το 2020 και το 2022, αντίστοιχα. Και στις δύο περιπτώσεις, μια έκρηξη κινεζικών δανείων και πιστώσεων ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που ώθησε αυτές τις χώρες σε βαθιά οικονομικά προβλήματα. Αυτό οδήγησε σε διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση χρέους που ήταν δύσκολες και παρατεταμένες εν μέρει λόγω της αδιαφανούς φύσης των κινεζικών πρακτικών δανεισμού, επιδεινώνοντας τις κρίσεις και στις δύο χώρες. Τελικά, η Ζάμπια και η Σρι Λάνκα αναγκάστηκαν να παρατείνουν τις περιόδους αποπληρωμής, πράγμα που σημαίνει ότι οι πόροι που θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί για την οικονομική τους ανάκαμψη, τελικά κατευθύνθηκαν στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του χρέους. Η εκτεταμένη αβεβαιότητα έχει καταστήσει δύσκολη την πρόσβαση αυτών των χωρών σε νέα χρηματοδότηση.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν προειδοποιήσει ότι δεκάδες χώρες σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο - πολλές από τις οποίες έχουν στενές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα - αντιμετωπίζουν τώρα προβλήματα χρέους. Το Πακιστάν έχει βυθιστεί σε βαθιά οικονομική κρίση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει, εν μέρει λόγω της ανάγκης να επιστρέψει δάνεια δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Κίνα για υποδομές και άλλα έργα. Ορισμένα εργοστάσια στη χώρα βρίσκονται σε αδράνεια επειδή δεν μπόρεσαν να αγοράσουν τα απαραίτητα υλικά και επειδή η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να διατηρεί μια σταθερή παροχή ενέργειας.

Στο Λάος, περίπου το μισό από το εξωτερικό χρέος είναι προς την Κίνα, η οποία διέθεσε δάνεια δισεκατομμυρίων δολαρίων για έργα συμπεριλαμβανομένης της σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας Κίνας-Λάος, η οποία έχει περιγραφεί ευρέως ως λευκός ελέφαντας. Το βαρύ χρέος έχει πλήξει το νόμισμα της χώρας, καθιστώντας δυσκολότερο να εξυπηρετήσει το χρέος και αναγκάζοντάς την να εκχωρήσει μέρος της οικονομικής της κυριαρχίας ως αποπληρωμή, επιτρέποντας στην Κίνα να αναλάβει μερίδιο στο ηλεκτρικό της δίκτυο, μεταξύ άλλων.

Ακόμη και ορισμένες πλούσιες χώρες όπως η Γερμανία, η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις λόγω της υπερβολικής τους εξάρτησης από τις συναλλαγές με την Κίνα. Οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα μειώθηκαν κατά 9% πέρυσι - η πιο απότομη πτώση από τότε που η Κίνα εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 - και η οικονομία της Γερμανίας συρρικνώθηκε επίσης εκείνη τη χρονιά. Μεγάλοι εξαγωγείς εμπορευμάτων όπως η Αυστραλία, η Βραζιλία και η Σαουδική Αραβία είναι ευάλωτοι, καθώς οι εξαγωγές ενέργειας, μετάλλων ή γεωργικών προϊόντων στην Κίνα αποτελούν σημαντικό τμήμα των οικονομιών τους.

Οι ΗΠΑ είναι λιγότερο άμεσα εκτεθειμένες. Οι βιομηχανικές εξαγωγές προς την Κίνα αποτελούν λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ της Αμερικής. Ωστόσο, η πληθώρα κινεζικών προϊόντων, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και οι ηλιακοί συλλέκτες αποτελεί απειλή για τους εγχώριους κατασκευαστές, ενώ ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες των ΗΠΑ, όπως η Apple, η General Motors, η Nike, τα Starbucks και η Tesla χάνουν έσοδα από τις πωλήσεις τους στην Κίνα λόγω της χαμηλής ζήτησης, της διατάραξης των αλυσίδων εφοδιασμού ή της αύξησης του ανταγωνισμού από επιδοτούμενες κινεζικές εταιρείες.

Υπάρχουν ανησυχητικοί παραλληλισμοί μεταξύ της σημερινής κατάστασης και της κρίσης χρέους που σάρωσε τις αναπτυσσόμενες χώρες τη δεκαετία του 1980. Πολλά έθνη, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική και την Αφρική, επιβαρύνθηκαν με τεράστια χρέη που έπρεπε να πληρώσουν κυρίως σε δυτικές τράπεζες και διεθνή ιδρύματα όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Απέναντι στην άνοδο των επιτοκίων και την κατακόρυφη πτώση των τιμών στα εμπορεύματα, χώρες όπως το Μεξικό, η Βραζιλία και η Αργεντινή κατέληξαν να χρεοκοπήσουν. Στη συνέχεια, μερικές από αυτές τις χώρες έπρεπε να αντέξουν χρόνια χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης, αυστηρών μέτρων λιτότητας, πτώσης του βιοτικού επιπέδου και πολιτικής αναταραχής.

Η Κίνα, μακράν σήμερα ο μεγαλύτερος δανειστής στον κόσμο, έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο να επιβαρύνει πολλές χώρες με νέα επίπεδα χρέους, συχνά μέσω αδιαφανών ρυθμίσεων, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του 1980. Η κατάσταση πλέον γίνεται επικίνδυνη. Την τελευταία δεκαετία, κατά την οποία η Κίνα χορήγησε περισσότερο χρέος από τη Λέσχη του Παρισιού - μια ομάδα από τις μεγαλύτερες πιστώτριες χώρες του κόσμου - η συνολική αξία των πληρωμών τόκων των 75 φτωχότερων χωρών στον κόσμο τετραπλασιάστηκε και θα ξεπεράσει τις συνολικές ετήσιες τους δαπάνες στην υγεία, την παιδεία και τις υποδομές, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Υπολογίζεται ότι 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε χώρες όπου οι πληρωμές τόκων υπερβαίνουν τις επενδύσεις, είτε στην εκπαίδευση, είτε στην υγεία, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.

Το παράδειγμα της Βενεζουέλας - η οποία παραμένει βυθισμένη σε οικονομική κρίση - έδειξε πού μπορούν να οδηγήσουν αυτές οι συνθήκες: Οικονομική κατάρρευση, καταστολή και ανθρωπιστική καταστροφή.

Σε έναν κόσμο που έχει ήδη κλονιστεί από τον πόλεμο, οι κίνδυνοι που ενέχουν οι κρατικές χρεοκοπίες, η πολιτική αστάθεια και οι επακόλουθες μαζικές μεταναστεύσεις είναι έντονοι. Τους τελευταίους μήνες, άνθρωποι στη Γαλλία, την Πολωνία, την Κένυα, τη Βολιβία, τη Σρι Λάνκα και πολλές άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο έχουν διοργανώσει διαμαρτυρίες για την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι εκκλήσεις προς τις πλούσιες οικονομίες και τις πιστώτριες χώρες να συνεργαστούν για να προσφέρουν ελάφρυνση χρέους, πρόσβαση στην αγορά και άλλους τρόπους για να βοηθήσουν τις πιο εύθραυστες οικονομίες.

Τέτοια μέτρα θα έχουν μόνο περιορισμένο αντίκτυπο, εκτός και εάν η Κίνα βρεθεί να αντιμετωπίζει τις ευθύνες της για την επιδείνωση αυτών των προβλημάτων και την αποτυχία να τα αντιμετωπίσει. Το να βρεθεί η συλλογική αποφασιστικότητα σε διεθνές επίπεδο που απαιτείται για να πειστεί η Κίνα να αλλάξει τους τρόπους που εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα θα είναι δύσκολο. Το κρίσιμο πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε το μέγεθος του προβλήματος.

*Ο Michael Beckley είναι πολιτικός επιστήμονας στο Tufts University, υψηλόβαθμος εταίρος στο American Enterprise Institute και διευθυντής του ασιατικού προγράμματος στο Foreign Policy Research Institute.

© 2024 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"
https://www.capital.gr/arthra/3852674/to-parti-teleiose-gia-tin-kineziki-oikonomia-kai-ta-ftoxa-ethni-aisthanontai-idi-tis-epiptoseis/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο