Ὁ Νίτσε περὶ τοῦ Ἀνθελληνισμοῦ
"Πολλά είναι αυτά που λέγονται και δεν γίνονται, πολλά είναι επίσης αυτά που γίνονται και δεν λέγονται"
Γιατὶ αὐτὸ τὸ θέμα; Γιὰ τρεῖς, προφανεῖς λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἐνεστῶσα οἰκονομική, οὐσιαστικῶς δὲ ἠθικὴ καὶἐθνικὴ κρίση. Ὁ δεύτερος ἡ ἀναλογία τῆς παρούσης κρίσεως πρὸς τὴν οἰκονομικὴν κρίσιν τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδὴ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χαριλάου Τρικούπη, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐδιδάχθημεν ἐλάχιστα ἕως τίποτε. Ὁ τρίτος εἶναι ἡ ἐνυπάρχουσα expressisverbis ἀποκάλυψη ἀνομολογήτων δυτικοευρωπαϊκῶν ἀνθελληνικῶν παθῶν ὑπὸ τοῦ φιλολόγου καὶ φιλοσόφου, τοῦ 19ουἐπίσης αἰῶνος, Friedrich Nietzsche.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ λόγοι θέτουν τὸ θέμα περὶ τοῦ ὑφισταμένου ἤ καὶ ὑφέρποντος , πρακτικῶς δέ, ἐκφραζομένου Ἀνθελληνισμοῦ.
Ἡ ἔναρξις ἐκθέσεως τοῦ θέματος θὰ πρέπει νὰ ἔχει ὡς ἀφετηρίαν τὴν θετικὴν ὄψιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς παγκοσμίου πολιτισμικοῦ κεκτημένου. Ὁ υἱοθετηθεὶς πολιτισμὸς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερα, πολύμορφον , πολύπτυχον καὶ πρωτοπορειακόν ἐπίτευγμα, τὸ ὁποῖον κατέλαβε καὶ κατέχει τὴν θέσιν τοῦ θεμελιώδους πολιτισμικοῦ ὑποδείγματος.
Ὁ ὅρος- καὶ τὸ γεγονός- Ἑλληνισμὸς διατυπώνεται στὴν παγκόσμιο ἱστορία μὲ τρεῖς σύνθετες λέξεις μέσω προθέσεων καὶ παρασύνθετες μὲ δὐο ἀντιτιθέμενες ἔννοιες, δηλωτικὲς καταστάσεων. (Χρησιμοποιῶ τὸν μὲν ὅρο πρόθεσις τόσον ὡς μέρος τοῦ λόγου τῆς ἑλληνικῆς γραμματικης, γνωστοῦ ὡς προθέσεις, ὅσον καὶ πρὸς δήλωσιν τῆς ἐνυπαρχούσης ἐνεργητικῆς ψυχολογικῆς δυναμικῆς ,δηλαδὴ τοῦ ἐνδιάθετου λόγου). Τὸν δὲ ὅρο κατάσταση χρησιμοποιῶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐγκατεστημένης καὶ ἐνεργοποιημένης διὰ λόγου, στάσεως καὶ πράξεως ,ἤτοι συμπεριφορᾶς.
Ἀναφέρομαι , συγκεκριμένως, στοὺς συνθέτους ὅρους μὲ τὶς προθέσεις ἐκ (ἤ ἐξ) , ὅπως στὴν λέξιν Ἐξελληνισμός, τὴν πρόθεσιν ἀντί (ἤ ἀνθ.), ὅπως στὴν λέξη Ἀνθελληνισμός. Ἀλλὰ καὶ στὴν πρόθεσιν ἀπὸ (ἤ ἀφ.), ὅπως στὴν λέξιν Ἀφελληνισμός.
Ἐπὶ πλέον, ἀναφέρομαι σὲ καταστάσεις ἐξωελληνικῶν ροπῶν καὶ σχέσεων πρὸς τὸν Ἑλληνισμόν, οἱ ὁποῖες διατυπώθηκαν, ὡς παρασυνθέματα μὲ τὶς λέξεις φίλος , ὅπως Φιλέλλην καὶ Φιλελληνισμός , καὶ μίσος , ὅπως Μισέλλην , καὶ Μισελληνισμός.
Ἡ λειτουργία ἑκάστου προαναφερθέντος ἐνννοιολογικοῦ ζεύγους σχετίζεται εἴτε μὲ ἐποχὲς κρατικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἰσχυροποιήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ , ὅπως τὸ ζεῦγος , Φιλελληνισμός, Ἐξελληνισμός, ἤ μὲ περιόδους ἐξασθενήσεως, ὅπως ἰσχύει γιὰ τὸ ζεῦγος τῶν καταστάσεων , Ἀνθελληνισμός, Ἀφελληνισμός.
Οἱ ἀνωτέρω καταστάσεις συνοδεύουν, κατὰ τρόπον μοναδικὸν , τὴν διαχρονικὴν ἑλληνικὴν παρουσίαν στὸν παγκόσμιον πολιτισμό. Παρόμοια συστάδα σχέσεων τῶν πολιτισμῶν, ἔναντι ἄλλου πολιτισμοῦ μὲ ἀρχαίαν καταβολήν δὲν παρατηρεῖται , ὅσον γνωρίζω.
Ὁ ὅρος τῆς ἀντικειμενικότητος.
Ἡ παροῦσα ἀνάλυσις ἀποτελεῖ προσπάθειαν προσεγγίσεως καὶ συνειδητοποιήσεως τῆς παρουσίας τοῦ ἀνθελληνικοῦ φαινομένου τοὺς αἰῶνες 19ον καὶ ἑξῆς στὴν Δυτικὴν Εὐρώπην. Τὸ θέμα διὰ λόγους ἐπιστημονικῆς ἀντικειμενικότητας προσεγγίζεται ἀπὸ τὴν ἔξωθεν Ὀπτικὴν, δηλαδὴ τὴν ἀποκλειστικῶς ἐξωελληνικήν.
Ἡ παγκόσμια ἀντίληψις περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀναφέρομαι , συντομώτατα, στὴν βασικὴ ἀφετηρία, στὶς θετικὲς ἐξωελληνικὲς τοποθετήσεις, δίκην σημείων παγίας καὶ παραμονίμου ἀναφορᾶς στὸ παγκόσμιο ἑλληνικὸν πολιτισμικόν ὑπόδειγμα ὡς τὸ ἑλληνικὸν πολιτισμικὸν κεκτημένον.
Πανταχόθεν καὶ πάντοτε ὁμολογεῖται ὅτι οἱ μόνιμες προσλήψεις τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ἐκ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐντάσσονται σὲ ὀκτὼ ἑνότητες , τὴν Γλῶσσαν, τὴν Φιλοσοφίαν, τὴν Ἐπιστήμην, τὴν Τέχνην, τὴν Λογοτεχνίαν, τὴν Ἱστορίαν, τὴν Πολιτικὴν καὶ τὸν Ἀθλητισμόν.
Ἡ γλῶσσα
Εἰς τὰ πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ πρώτη ἔνδειξις τῆς σημαντικότητος τῆς Ἑλλάδοςδύναται νὰ συναχθῆ ἀπὸ τὸν γλωσσικὸν θησαυρόν, τὸν ὁποῖον παρέλαβε ὁ σύγχρονος κόσμος. Ὑπογραμμίζεται δὲ ὅτι ἡσπουδαιότητα τῆς γλωσσικῆς προσλήψεως δὲν ὀφείλεται ἁπλῶς στὸ ἑλληνικὸν λεξιλόγιον, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς τῶν ἐννοιῶν καὶ ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες (συν)υἱοθετήθηκαν μαζὶ μὲ τὴν γλῶσσα, ἀπὸ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον. Ὁμολογεῖται δηλαδὴ ὅτι οἱ ἐνυπάρχουσες ἔννοιες στὶς εὔκαμπτες καὶ λεπτεπίλεπτες ἑλληνικὲς λέξεις ἐνεπλούτισαν τὴν δυτικὴ διανοητικότητα. Οἱ ἰδέες ποὺ προσελήφθησαν διετήρησαν τὴν ἀξίαν τους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.
Ἡ Φιλοσοφία
Ἡ ἑλληνικὴ σκἐψις κυκλοφόρησε εὑρύτατα καὶ ἐλεύθερα, ὁριοθετημένη ἀπὀ καθαρὲς καὶ λογικὲς διάνοιες , ἀδέσμευτες ἀπὸ γραπτὸν ἄθροισμα ἀξιῶν, ἤ ἀπὸ ἕνα ἐπιβληθὲν δόγμα. Αὐτὸ θεωρεῖται ὅτι ὑπῆρξεν, ἴσως, ὁσπουδαιότατος παράγων ὁ ὁποῖος συνέβαλεν ὥστε νὰ γίνουν οἱ ἀντιλήψεις τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος ἕνα διαρκές, εὔχρηστον ἐργαλεῖον πολιτισμοῦ. Ὁμολογεῖται ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀγαποῦσαν τὴν σοφία καὶ τὴν ἐπεδίωξαν ὡς μονοπάτι γιὰ μιὰ σοφὴ ζωή.
(Παραλείπεται, διὰ λόγους οἰκονομίας χώρου, ἡ ἐνταῦθα ἀναφορὰ στὶς λοιπὲς προσλήψεις).
Ἡ διατυπωθεῖσα, κατὰ καιρούς, κριτικὴ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἔχει δύο κατευθύνσεις. Ἡ πρώτη εἶναι πολυπληθής , περιλαμβάνουσα πολλοὺς ἐνθουσιώδεις ἱστορικούς, οἱ ὁποῖοι ἐξιδανικεύουν τοὺς ἀρχαιοελληνικούςθεσμούς καὶ συνήθειες, ἡ δεύτερη , τῶν ἐπικριτῶν, προσάπτει στὸν ἀρχαῖον ἑλληνικὸν πολιτισμόν, ὡς ὑπόβαθρον σκοτεινὲς συνθῆκες, ὅπως π.χ. τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὴν ἀλαζονείαν.Ὼς σπουδαῖον ἀρνητικὸν τεκμήριον προσάγεται λ.χ. τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐχαρακτήριζαν τοὺς ἐκτὸς Ἑλλάδος ὡς <βαρβάρους>, ὅτι ἦσαν σκληροὶ στὶς συμφωνίες καὶ ἔξυπνοι στίς ἐξαπατήσεις, ὅτι εἶχαν προκαταλήψεις καὶ ἦσαν ἐπιρρεπεῖς στὴν προδοσίαν καὶ τὸ ψεῦδος, ἀφοῦ εἶχαν , ἀκόμη, καὶ θεόν, προστάτην τῶν κλεπτῶν καὶ τῶν ψευδολόγων ( ἐννοοῦν τὸν Ἑρμῆ).
Μία συνοπτικὴ παρέκβασις περὶ τοῦ Φιλελληνισμοῦ μου φαίνεται ἀναγκαία. Ἡ ἀφετηρία τῶν θετικῶν σχέσεων τῶν ἀνατολικῶς τῆς Ἑλλάδος πρὸς τοὺς Ἕλληνες καὶ τὸν πολιτισμόν τους δύναται νὰ τεκμηριωθῆ, τὸ βραδύτερον, τὸν 4ον αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ. Δείκτην αὐτῆς τῆς σχέσεως ἀποτελεῖ ἡ περίφημη, άλλὰ καὶ πλήρως παρανοηθεῖσα τὴν ἐποχήν μας, φράσις τοῦ ρητοροδιδασκάλου Ἰσοκράτους ( 436- 338 π.Χ. ) [1]. Ἐκεῖ μαρτυρεῖται ἡ θετικῶς ἀποδεκτὴ πολιτισμικὴ διείσδυσις διὰ τῆς φράσεως << Ἕλληνες καλοῦνται οἱ τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντες...>> κ.λπ. Ἕτερον λαμπρὸν δεῖγμα θετικῆς πολιτισμικῆς ἀποδοχῆς, μετὰ ἕνα αἰῶνα περίπου (περὶ τὸ 250 π.Χ.) εἶναι ἡ πραγματοποιηθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων μετάφρασις τῆς Π.Διαθήκης εἰς τὴν Ἑλληνικήν, στὴν Ἀλεξάνδρειαν τῆς Αἰγύπτου. Κορυφαῖον καὶ μοναδικὸν παγκόσμιον πολιτισμικὸν γεγονὸς συνιστᾶ ἡ πλήρης κατάφασις τοῦ Ἰησοῦ περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ ἀγαθοῦ ὡς ὀργάνου προβολῆς τοῦ ἔργου του [2]. Καὶ πλήρης χρηστικὴ ἐπικράτησις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ δεδομένου εἰς τὴν ἀποσαφήνισιν καὶ ἐκδίπλωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ .
Ταυτοχρόνως ἐκδηλώνεται ὡς ἐθνικοθρησκευτικὸν αἴτημα ἡ ἀπόρριψις τῆς ἑλληνικῆς πολιτισμικῆς ἐπιδράσεως στὸν Ἰουδαϊσμό, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὶς σκληρὲς κατευθύνσεις τοῦ Ταλμούδ.
Τὴν ἰδίαν ἐποχήν, δηλαδὴ τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ φιλικὲς σχέσεις τῶν δυτικῶς τῆς Ἑλλάδος πολιτισμῶν εἶναι ἀνύπαρκτες καὶ τὸ ἑπιβλητικὸν πολιτιστικὸ μέγεθος τῆς Ἑλλάδος δυσάρεστον.
Ἡ ρωμαϊκὴ ρίζα
Σύμφωνα μὲ τὴν ρωμαϊκὴν πικρὴν παρατήρήσιν τοῦ ποιητοῦ Ὁρατίου ( Horatius Flaccus Cointus, 65-8 π.Χ.), ὁ ὁποῖος (εἴκοσι αἰῶνες προηγουμένως, δηλαδὴ ἕνα αἰῶνα περίπου μετὰ τὴν ρωμαϊκὴ κατάληψιν τῆς Ἑλλάδος ) “Grecia capta, ferrum, agres victorem cepit et artes intulit agrestic Latio.”,(μετ. “ Ἡ Ἑλλάδα κατακτηθεῖσα διὰ τοῦ σιδήρου, ὑπέταξε τὸν ἀγροῖκον νικητὴν καὶ εἰσήγαγε τὰς τέχνας εἰς τὸ ἀγροῖκον Λάτιο,”)[i]
Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ δυτικοευρωπαϊκὴ ἀνθελληνικότητα δὲν ἀποτελεῖ μία μοναδικότητα, ἕνα unicum, ἀλλὰ ἔχει βαθύτατες ἱστορικὲς ρίζες , συνιστᾶ δὲ ἕνα δυτικοευρωπακὸν συνεχές, ἕνα continuum ή momentum europaeum, προηγούμενον χρονικῶς τοῦ Φιλελληνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἑπόμενον τούτου !
Ὁ σκοπὸς τῆς παρούσης ἀναλύσεως
Εὑρισκόμενοι εἰς τὸ ὕψιστον σημεῖον πλοκῆς μιᾶς ἐξελισσομένης , νεοελληνικῆς τραγωδίας, ἐντὸς τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι τῶν ἀρχῶν τοῦ 21ου αἰῶνος καὶ τῆς τρίτης χιλιετίας μετὰ Χριστόν, ἔχομεν ἀνάγκην ἀνακτήσεως τῆς ἑλληνικῆς ἀξιοπρεπείας. Καὶ αὐτὸ ἀπαιτεῖ διερεύνησιν καὶ τοῦ ἔξωθεν προερχομένου στερεοτύπου ἀνθελληνικοῦ ψυχισμοῦ.
Friedrich Nietzsche
Ὁ Φριδερῖκος Νίτσε προσφέρεται ὡς αὐτόκλητος, θὰ ἔλεγα, καὶ αὐθεντικὸς δείκτης τῆς ἐπερχομένης καμπῆς τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ κόσμου ἔναντι τῶν Ἑλλήνων. Δύο ἀποσπάσματα περιλαμβανόμενα στὸ πρῶτον καὶ νεανικὸν ἔργον του, δηλαδὴ τὴν Γέννησιν τῆς (θὰ προσέθετα, καὶ τῆς νεοελληνικῆς) Τραγωδίας.
Τὸ πρῶτον ἀπόσπασμα δημοσιεύθηκε πρὸ 142 ἐτῶν (τὸ 1872), περιέχει δὲ μίαν δημοσίαν καὶ συμπαγῆ ἐξομολόγησιν[ii]. Στὴν ἔκδοσιν ὅμως τῆς <<Γεννήσεως τῆς Τραγωδίας >> προτάσσεται καὶ μεταγενέστερον κείμενον τοῦ Νίτσε , ἐπιγραφόμενον << ἀπόπειρα αὐτοκριτικῆς >>, συνταχθὲν 14 ἔτη (1886) , μετὰ τὸ πρῶτον. Ἀπὸ αὐτὸ λαμβάνεται τὸ δεύτερον ἀπόσπασμα.
Πρέπει νὰ ὑπομνησθῆ ὅτι ἡ νεοελληνικὴ Τραγωδία τοῦ 19ου αἰῶνος , ὅπως καὶ ἡ σημερινὴ , τοῦ 21ου, δὲν παραμένουν ἐνδοελληνικὲς ὑποθέσεις, ἐπειδὴ διαδραματίζονται στὴν παγκόσμια ἱστορικὴ Σκηνήν, ἐκδηλώνονται δηλαδὴ μὲ τὴν συμβολὴν πολλῶν ἄλλων κοινωνιῶν.
Παρενθετικῶς, ἀναλυτικὴν μελέτην περὶ τῆς πρώτης χρεωκοπίας ἐπὶ Χαριλάου Τρικούπη, δημοσιεύθηκε πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἀπὸ τὸν Δημήτριον Πουρνάραν σὲ δύο τόμους 600 περίπου σελίδων[iii].
Ἐκ τῆς ἀνωτέρω , πλήρως τεκμηριωμένης μελέτης , ἀνασύρω τὴν ὑπ᾽ ἀριθμὸν 1 ὑποσημείωσιν τῆς σελ.233 τοῦ δευτέρου τόμου[iv], ὅπου γράφονται τὰ ἀκόλουθα:
<<… κατὰ τὸν ῾Νἐον Ἑλληνικὸν Τύπον τῆς Βιέννης, μικρὰ ναυτικὴ ἐπίδειξις θὰ ἤρκει ὅπως ὑποχρεωθοῦν οἱ Ἕλληνες νὰ τηρήσουν τὰς ὑποχρεώσεις των, ἀλλ´ εἶνε ἐλάχιστα πιθανὸν ὅτι ἡ Γερμανικὴ κυβέρνηση θὰ προβῆ εἰς τοιαύτην ἐπέμβασιν >>.
<< Ἠπιώτερον μέσον- προσθέτει - θὰ ἦτο ἡ ὀργάνωσις εὐρω-παϊκοῦ ἐλέγχου ἐπὶ τῶν ἑλληνικῶν οἰκονομικῶν ὑπὸ τῶν ἐνδιαφερομένων Δυνάμεων>>.
Ἡ δὲ ῾ἐφημερίς τῆς Κολωνίας῾, ὑπερβᾶσα ὅλας τὰς συναδέλφους της εἰς πρωσσικὴν ὠμότητα, συνίστα, ὅπως αἱ Δυνάμεις, ἤ καὶ αὐτὴ ἡ Γερμανία μόνη της, κατάσχουν ¨τεμάχιον ἑλληνικοῦ ἐδάφους πρὸς ἀσφάλειαν τῶν χρεῶν>>! Δὲν εἶνε παράδοξον συνεπῶς ὅτι ὁ Τρικούπης ἀπήντα εὐθαρσῶς: Μολὼν λαβέ! >>.
Ὁ ἀνωτέρω δυτικὸς δημοσιογραφικὸς σχολιασμὸς τοῦ 19ου αἰῶνος εἶναι σύστοιχος πρὸς τὰ πρόσφατα καταιγιστικὰ καὶ ἀνευλαβῆ δημοσιεύματα τοῦ ἐντύπου καὶ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Τύπου. Προεχόντως τοῦ γερμανικοῦ περὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν Ἑλλήνων.
Ἡ ἔναντι τῶν Ἑλλήνων δυτικοευρωπαϊκὴ καμπὴ τοῦ 19ου αἰῶνος . Πέρα τῆς ἀναλυτικῆς ἐσωτερικῆς Ὀπτικῆς, δηλαδὴ τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς διαλεκτικῆς τῆς περιόδου τοῦ Χαριλάου Τρικούπη , ὑφίσταται καὶ ἡ ἔξωθεν Ὀπτική, τόσον ἡ προσωπικὴ τοῦ Φρειδ. Νίτσε, ὅσον καὶ τῶν ἀνωνύμως ὑποδηλουμένων.Ἡ ἐπικριτικὴ τῶν Ἑλλήνων Ὀπτική , τὴν ὁποίαν ἀποκαλύπτει ὁ πρὸς ταύτην ἀντιδιαστελλόμενος Νίτσε, εἶναι συνοπτικὴ καὶ περιεκτική, ἀλλὰ καὶ διαχρονικῶς σημαντική, ἐπειδὴ συμπυκνώνει τὴν ψυχολογικὴν στάσιν τῶν δανειστριῶν τῆς χρεωκοπησάσης Ἑλλάδος χωρῶν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης τοῦ 19ου αἰῶνος. Καὶ ὄχι μόνον τότε, δυστυχῶς!
Ἡ ἀναλυτικὴ ἐκδίπλωση τῆς νιτσεϊκῆς ἐξομολογήσεως ὑπογραμμίζει ἐμμέσως τὴν σπουδαιότητά της γιὰ τὴν ὕπαρξιν καὶ ἀνάπτυξιν τῆς εἰρηνικῆς συμβιώσεως τῶν λαῶν τῆς σημερινῆς δυτικοευρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, δεδομένου ὅτι διαλαμβάνει , λήγοντος τοῦ 19ου αἰῶνος, τὶς προεχόντως γερμανικὲς ἀντιλήψεις περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ κεκτημένου. Ἀποκαλύπτει δὲ τὴν πρώιμον μεν, πλειοψηφοῦσαν δε άνθελληνικὴν ἀντίληψιν περὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ προαναγγέλει τὴν ἀφετηρίαν τῆς ἀπεκδύσεως τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Φιλελληνισμοῦ. Ἡ ἐξέλιξις αὐτὴ κορυφώθηκε, παρὰ τὶς φιλελλληνικὲς ἐκφράσεις, διὰ τῶν ἐγκληματικῶν ὁραματισμῶν καὶ πρακτικῶν τοῦ Γ´Ράϊχ ( Ἀδόλφου Χίτλερ).
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὁ Φρειδερῖκος Νίτσε γεννήθηκε τὸ 44ο ἔτος τοῦ 19ου αἰῶνα (1844) καὶ ἀπῆλθεν τοῦ βίου μετὰ 56 ἔτη (1900). Ἡ ἐποχὴ , ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐκδηλώθηκε ἡ σπουδαία φιλολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ δημιουργία του, ὺπῆρξεν ταραχώδης, λόγω τῶν γαλλογερμανικῶν πολεμικῶν συγκρούσεων (1870-71). Σημειωτέον ὅτι τὸ 1870 διὰ τῆς ἑνώσεως τῆς Γερμανίας (Βίσμαρκ) ἐγκαινιάσθηκε στὴν χώρα αὐτὴ νέα πολιτικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἐποχή. Εὶς αὐτὸ ἀναφέρεται, πιθανῶς, ὁ Νίτσε ὅταν γράφει ὅτι << σχεδὸν δὲ κάθε ἐποχὴ καὶ μορφωτικὴ στάθμη ἔπρεπε ….. νὰ ἐπιδιωχθῆ ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες>>.
Τὴν ἴδια περίοδο, ἐπικρατοῦσαν στὴν Ἑλλάδα ἰδιαιτέρως δυσχερεῖς συνθῆκες. Ἡ χώρα εἶχεν ἀποκτήσει προσφάτως (1830), καπόπιν σκληρῶν ἀγώνων ὀκταετοῦς διαρκείας, ἡμιτελῆ κρατικὴν ὑπόστασιν καὶ ἐπάλαιε πρὸς τεράστια ἐθνικά[v], πολιτικά, κοινωνικὰ καὶ συναφῆ προβλήματα ἐπιβιώσεως .
Ἐπὶ πλέον, ἡ χώρα περιστοιχίζετο καὶ ἐπολιορκεῖτο ἀπὸ τὶς ἀνειλικρινεῖς συμπεριφορὲς τῶν καιροσκοπούντων εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, ἑτοίμων πρὸς ἁρπαγὴν παντὸς δυναμένου νὰ ἁρπαγῆ , ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα καλλιτεχνήματα ἕως τὴν αὐτονομίαν καὶ ἀνεξαρτησίαν τοῦ Ἔθνους. Καὶ ὑφίστατο τὴν διαρκῆ χειραγώγησή του δι᾽ ἐντέχνου διοχετεύσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ τέως δυνάστου εἰς τὴν τράπεζαν τῆς διανομῆς τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας! Ἔζει κατάστασιν κηδεμονευομένης χώρας διὰ μέσου ἀλλοδαποῦ ἄρχοντος (Ὄθωνος).
Ἕνα αἰῶνα προηγουμένως ( διαρκούσης τῆς Τουρκοκρατίας), ὁ διάσημος γερμανὸς ποιητὴς καὶ διανοούμενος Ἰωάννης Χριστοφόρος Σίλλερ (1759-1805) ἐξεδηλώθη , καταρώμενος (!) τοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν καθολικὴν πρωτοπορείαν τους.
Ἔλεγε συχνά:
Ἕνα αἰῶνα μετά τὸν Σίλλερ, ἡ ἑλληνικὴ ποιότητα τοῦ <<πρωτοπόρου καὶ (τοῦ) ἀνυπέρβλητου>> ἐπαναφέρεται ἀπὸ τὀν Νίτσε ,μὲ ἄλλην, πληρέστερην καὶ ἐξολογητικὴν συλλογιστικήν, ἀπὸ τὸν Νίτσε.
Ἡ ἑνότητα συνθεωρήσεως ἀρχαίας καὶ νέας τραγωδίας τῶν Ἑλλήνων. Ἡ τυχὸν ἐπισπεύδουσα προκατάληψις ὅτι ὁ Νίτσε , ὡς βαθυστόχαστος φιλόλογος καὶ φιλόσοφος, ἀπασχολεῖται καὶ ἀναφέρεται, ἀποκλειστικῶς, στὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν τραγωδίαν, ἀποδεικνύεται ὕστερα ἀπὸ προσεκτικὴν ἀνάλυσιν ἰδιαιτέρως τοῦ κεφ.15 καὶ τῆς ἀποπείρας αυτοκριτικῆς , ἐσφαλμένη. Ἡ ἑλληνικὴ τραγωδία δὲν ἀπασχολεῖ τὸν Νίτσε μόνον ὡς παρελθόν, ἀλλὰ καὶ ὡς ζωὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ παρόντος , δηλαδὴ τοῦ 19ου αἰῶνος! Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ προαναφερθεῖσα διατύπωσις << Σχεδὸν σὲ κάθε έποχὴ καὶ μορφωτικὴ στάθμη>>.
Ὁ Νίτσε ὑπογραμμίζει τὶς δυτικοευρωπαϊκὲς διαθέσεις ἔναντι τῶν συγχρόνων του Ἑλλήνων καὶ προσφέρει ἑρμηνείαν αὐτῶν τῶν προθέσεων πρὸς τὶς ὁποῖες, ἐμμέσως ,ἀλλὰ σαφῶς, ἀντιπαρατίθεται μὲ ἀποκλειστικὰ (ὑπέρ)θετικοὺςχαρακτηρισμοὺς τῶν Ἑλλήνων.
Ἐκτιμῶν τὸν Ἑλληνισμόν, ὑπὸ τὴν ἀνωτέρω Ὀπτικὴν, βλέπει ἕνα ἑλληνικὸ συνεχές, τὸ ὁποῖον εἶναι ἰδιαιτέρως δυσάρεστον καὶ ἐξοργιστικὸν γιὰ τοὺς δυτικοευρωπαίους, γεννᾶ δὲ ὀξύτατον Ἀνθελληνισμόν, συνοδευόμενον ἀπὸ ἰδιαιτέρως ἀρνητικὲς προθέσεις καὶ ἐνέργειες.
Οἱ λέξεις-κλειδιὰ τοῦ Ἀνθελληνισμοῦ
Ὁ μελετητὴς τοῦ 15ου κεφαλαίου της Γεννήσεως τῆς τραγωδίας ἀνιχνεύει εύχερῶς τὶς ἑπόμενες λέξεις –κλειδιά, ποὺ προσδιορίζουν τὴν ἀντίδρασιν τῶν ὑπονοουμένων χρηστῶν τους.
Αὐτὲς εἶναι: συκοφαντεία [vii], καταπιεσμένη όργὴ [viii] , δοχεῖο (Ingrimm) [ix], Δυσφορία [x], αἰσχρὰ ἐλαττώματα [xi], δηλητήριο[xii] , φθόνος [xiii], ἐξάρτησις τῆς τέχνης.
Εἰς τὰ ἀνωτέρω θὰ πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ δὺο ἀκόμη ψυχολογικοὶ προσδιορισμοί: ἐντροπὴ καὶ φόβος πρὸ τῶν Ἑλλήνων [xiv].
Ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῶν λέξεων συνάγεται ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐννοιῶν. ῎Ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἐννοιῶν ὁδηγούμεθα στὴν ἐπιλογὴ τῆς διαλεκτικῆς. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν στὸ συμπέρασμα. Καὶ τελικῶς στὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν ἐφαρμοστικὴν πρᾶξιν.
Ἡ φαινομενολογία τοῦ Ἀνθελληνισμοῦ
Ἡ ἐμπειρία ὲκ τῆς ἑρμηνείας σοβαρῶν κειμένων ἔχει ὁδηγήσει τοὺς Ἑρμηνευτὲς στὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ χρῆσις γνωστῆς ὁρολογίας, δηλωτικῆς συγκεκριμένου θέματος, εἶναι ἀνεξάρτητη καὶ μὴ ἀπαραίτητη ,ὅταν ὑπάρχουν τὰ ἐπὶ μερους στοιχεῖα ἤ ὁ περιγραφικὸς ὁρισμός του.
Ὁ Νίτσε διαπιστώνει , ὡς συνεχιζόμενον ἱστορικὸν δεδομένον καὶ αἴτιον τῆς ἀποστροφῆς πρὸς τοὺς Ἕλληνες τὴν <<ἐνδότατη ἐξάρτηση κάθε τέχνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ἕως τὸν Σωκράτη>>. Ἡ ἀφετηριακὴ αὐτὴ διαπίστωσις εἶναι ὑποδηλωτικὴ τῆς ἑλληνικῆς πολιτισμικῆς τελειότητας καὶ πέρα τῆς καλλιτεχνικῆς ἁρμονίας. Ἡ καλλιτεχνικὴ ὡραιότητα ὡς μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας περικλείει τὴν κάθε ἀρετή, ἀφοῦ ἀρετή σημαίνει τελειότητα, ὅπως λ.χ. τῆς γνώσεως , τῆς σοφίας κ. π. ἄ. Ὁ Νίτσε ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια τῆς τέχνης μὲ εὐρύτητα, διὰ τοῦτο καὶ διερωτᾶται << Ἴσως ἡ Τέχνη εἶναι , ἐπίσης, ἕνα ἀναγκαῖον ἐνυπάρχον (correlativun) καὶ συμπλήρωμα τῆς ἐπιστήμης;>>
Ὁ Νίτσε συνεχίζει λέγων ὅτι ἡ συνειδητοποίησις τῆς προμνησθείσης ἐξαρτήσεως διεγείρει τὴν ἐπιθυμίαν τῆςἀπεξαρτήσεως ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.
Κατὰ λέξιν << Σχεδὸν σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε πολιτισμικὴ στάθμη, ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες>>. Ἐννοεῖ, προφανῶς, ἀπὸ τὴν πολιτισμικὴν ἐξάρτηση, ἐπειδὴ ἡ συνειδητοποίησις αὐτῆς τῆς ἐξαρτήσεως τοὺς προκαλεῖ << βαθειὰ δυσθυμία>>.
Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ φράση μὲ τὴν ὁποίαν εἰσάγει τὴν διαχρονικότητα τῆς ἀποπείρας ἀπεξαρτήσεως, << σχεδὸν σὲ κάθε ἐποχή>> καὶ <<σχεδὸν σὲ κάθε πολιτισμικὴ στάθμη>>. Ἡ φράσις ἐκφράζει τὴν ἀορίστως ἐπαναλαμβανομένην συμπεριφοράν.
Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ ἀναλογία. Ὁ Νίτσε ἐκτιμᾶ ὅτι ὑφίσταται σχέση ἀναλογίας τῆς ἀνθελληνικῆς συμπεριφορᾶς τῶν Δυτικοευρωπαίων πρὸς τὴν συμπεριφορὰν τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν τὸν Σωκράτη.
Γράφει κατὰ λέξιν:
<< ἔπρεπε νὰ συμπεριφερθοῦμε πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἕλληνες, ὅπως συμπεριφέρθηκαν οἱ Ἀθηναῖοι πρὸς τὸν Σωκράτη>>, δηλαδὴ καταδικαστικά, ἐνοχλημένοι ἀπὸ τὴν ὑπεροχή τους.
Ὁ Σωκράτης , ὅπως εἶναι γνωστόν, καταδικάστηκε, ἐπειδὴ -σύμφωνα μὲ τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν- ἦταν ὁ περισσότερον ἐλεύθερος, περισσότερον δίκαιος καὶ περισσότερον σώφρων ἀπὸ κάθε ἄλλο σύγχρονό του .
Κατὰ λέξιν
<< μηδένα εἶναι τῶν ἀνθρώπων ἐμοῦ ( δηλ. τοῦ Σωκράτους) μήτε ἐλευθεριώτερον μήτε δικαιότερον μήτε σωφρονέστερον >>[3] .
Τὸ σύμπλεγμα τῆς ὑστερήσεως.
Γράφει, κατὰ λέξιν ὁ Νίτσε:
<< ἐπειδὴ ἐνώπιόν τους (ἐννοεῖ τὰ ἑλληνικὰ ἐπιτεύγματα ) κάθε προσωπικὸν δημιούργημα (μας), ποὺ ἦταν κατὰ τὸ φαινόμενον πλήρως πρωτότυπον καὶ εἰλικρινῶς ἀξιοθαύμαστον, ἐμφανιζόταν νὰ χάνει αἰφνιδίως χρῶμα καὶ ζωντάνια, καὶ νὰ συρρικνώνεται σὲ ἕνα ἀποτυχημένον ἀντίγραφον, (σὲ) πραγματικὴν καρικατούραν>>, δηλαδὴ γελοιογραφίαν.
Οἱ δύο Ὀπτικές (ποιοὶ , γιὰ ποιὸν καὶ διατὶ ἀποφασίζουν).
Ψυχολογικὸν πρόβλημα προκαλεῖται λόγω τῆς ὑφισταμένης ἐντάσεως μεταξὺ τῆς ἕλξεως, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ τελειότητα τῶν ἑλληνικῶν ἔργων, καὶ τοῦ μίσους, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ ἀδυναμία ἐπιτυχοῦς μιμήσεως καὶ ὑπερβάσεως. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διαμορφώνει ἐντὸς τῆς ἀνθελληνικῆςκοινωνίας δύο διαμετρικῶς ἀντίρροπες Ὀπτικὲς, μίαν πλειοψηφοῦσαν καὶ μίαν μειοψηφοῦσαν.
Α.Ἡ πλειονοψηφοῦσα Ὀπτική.
Ἡ πλειονοψηφοῦσα ἀντίληψις περὶ τῶν Ἑλλήνων εἶναι σαφέστατα ἀνθελληνική, προβάλλουσα ἐνστάσεις καὶ ἐπικρίσεις κατὰ τῆς τελειότητος τῶν Ἑλλήνων, δηλαδὴ κατὰ τῶν δημιουργῶν πολιτισμοῦ, τὸν ὁποῖον μιμήθηκαν, ἀνεπιτυχῶς.
Ἡ καταπιεσμένη ὀργή
Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ποιοτικῆς ὑστερήσεως προκαλεῖ ἀρνητικά, δηλαδὴ ἀνθελληνικὰ συναισθήματα. Αὐτὰ ἔχουν ὡς συνέπεια νὰ ἐκδηλώνεται, κατὰ χρονικὰ διαστήματα καὶ εὐκαιρίας δοθείσης, ἡ καταπιεσμένη ὀργὴ κατὰ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐπειδὴ μολονότι εἶναι ὀλιγάριθμος, <<τολμᾶ>> νὰ χαρακτηρίζει ἐσαεὶ ὡς <<βαρβαρικὸν>> κάθετι ποὺ δὲν δημιουργήθηκε στὸ χῶρο του.
Διερωτῶνται , ἐπίσης ,ἀπαξιωτικὰ καὶ ἐξεγείρονται κατὰ τῆς ἀπαιτήσεως τῶν , προφανῶς συγχρόνων τους , Ἑλλήνων, δηλαδὴ τοῦ 19ου αἰῶνος, νὰ διεκδικοῦν ἰδιαιτερότητα, καὶ νὰ τυγχάνουν ἰδιαιτέρας ἀντιμετωπίσεως.
Σύμφωνα με τὴν φρασεολογία τοῦ Νίτσε:
<<Διερωτᾶται κάποιος ῾῾ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἄν καὶ εἶχαν νὰ ἐπιδείξουν [α] μιὰν ἐφήμερην ἱστορικὴν λάμψιν, [β] μόνον γελοἰως περιορισμένους θεσμούς, [γ] μόνον μίαν ἀμφίβολην ἠθικήν, καὶ μάλιστα χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἀποκρουστικὰ πάθη, [δ] ἀπαιτοῦν τιμήν, ἡ ὁποία προσιδιάζει στὴ μεγαλοφυϊα μεταξὺ τῆς μάζας>>.
Ἡ λέξις << ἀπαιτοῦν>> ἀποκαλύπτει τὴν ἀξιοπρεπῆ συμπεριφορὰν τῶν Ἑλλήνων τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδὴ εἰς περίοδον χρεωκοπίας !
Εἰς τὰ ἀνωτέρω διαλαμβάνονται ἀναλυτικῶς τὰ ἑπόμενα:
(α) Τὸ ἀρνητικὸν πληθυσμικὸν κριτήριον. Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἕνας ἀριθμητικὰ μικρὸς λαός. Ἡ ἑλληνικὴ ἐπικράτεια ἔφθανεν, τότε, ὀλίγον κάτω τοῦ Ὀλύμπου! Τὸ ἀντικειμενικὸν γεγονὸς τοῦ μικροῦ ἀριθμοῦ πληθυσμοῦ λαμβάνεται ὡς μειονέκτημα, μὴ συνδυαζόμενον πρὸς τὸ μεγαλεῖον. Τῆς σκέψεως αὐτῆς ὑπόκειται ἡ ἀντίληψις ὅτι ἡ ποσότητα ὁρίζει καὶ τὴν ποιότητα, δηλαδὴ τὸ μέγεθος - καὶ κατ᾽ἀναγωγὴν ὁ ἀριθμὸς- εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ποιοτικὸν κριτήριον. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἀπάδει πρὸς τὴν ἀρχαίαν- καὶ ἐλπίζω καὶ τὴν νέαν[xv]- ἑλληνικὴν σκέψιν.
(β) Τὸ κριτήριον τῆς ἀκραίας τολμηρότητος .Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς κατηγορεῖται ὡς δρασύς, ἐπειδὴ ἐτόλμησε νὰ χαρακτηρίσει τοὺς ἄλλους καὶ τὰ δημιουργήματά των ὡς πολιτισμικῶς ἀτελῆ .Κατὰ λέξιν ὡς βάρβαρα. Ἡ ἀρετὴ τῆς τόλμης θεωρεῖται ὡς μειονέκτημα, μολονότι ἡ τόλμη ὑπῆρξεν καίριον γνώρισμα τοῦ Ἕλληνος καὶ κατὰ τὴν περίοδον τοῦ ὑπὲρ τῆς Ἀνεξαρτησίας Ἀγῶνος.
(γ) Τὸ κριτήριον τῆς περιορισμένης χρονικῶς πολιτισμικῆς ἀκμῆς. Οἱ ἐπικριτὲς τονίζουν ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶχε περιορισμένην χρονικῶς πολιτισμικὴν λάμψιν· δὲν εἶχε δηλαδὴ συνέχεια πολιτισμικῆς προσφορᾶς.
Καὶ αὐτὸ τὸ κριτήριον ἀνήκει στὰ ποσοτικά, δηλαδὴ τὴν χρονικὴν διάρκειαν τῆς ἑλληνικῆς προσφορᾶς.
Τὸ λογικὸν σφᾶλμα τῆς ὑποκατάσεως τῆς ποιότητος ἀπὸ τὴν ποσότητα παραθεωρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ βασικῆς σπουδαιότητος πολιτισμικὴ προσφορὰ ἔχει παραμόνιμη ἀξία, ὅταν οὐδεὶς κατώρθωσε νὰ τὴν ὑπερβῆ. Παραμένει ,κατὰ συνέπειαν, ὑπόδειγμα καὶ πολιτισμικὸς κανών.
Ἕνα ὑπομνηστικὸν σχόλιον, διακριτικὸν μεταξὺ βασικῶν ἤ θεμελιωδῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐφαρμογῶν τους, κρίνω ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον νὰ ὑπομνησθῆ εἰς τοὺς μετ᾽ἐπιστήμης σταθμίζοντας τὰ πράγματα. Ἡ ἐξέλιξις τῶν πρακτικῶν ἐφαρμογῶν τῶν βασικῶν θεωρητικῶν ἀρχῶν, δὲν καταργεῖ τὴν ἀνυπέρβλητη ἀξία αὐτῶν τῶν ἀρχῶν . Ἡ ἀρχή, λέγει ἕνα ἀξίωμα, εἶναι τὸ ἥμισυ τοῦ παντός. Δὲν ὑστερεῖ πολιτισμικῶς ὁ λαὸς ὁ ὁποῖος ἀνεκάλυψεν τὶς βασικὲς ἀρχές, οἱ ὁποῖες ἔγιναν παγκόσμιον κτῆμα καὶ στερεὰ βάσις ἀνεξαντλήτου ἀριθμοῦ ἐφαρμογῶν , ἕως σήμερα. Τὸ μωρὸν αὐτὸ ἐπιχείρημα ,περὶ τῆς βραχυχρονίου δῆθεν προσφορᾶς τῶν Ἑλλήνων , χρησιμοποιήθηκε καὶ προσφάτως, ἀπὸ τὰ ἀνθελληνικὰ καὶ στερούμενα γνώσεως καὶ ἐπιγνώσεως κεντροευρωπαϊκὰ καὶ βορειοευρωπαϊκα μέσα ἐνημερώσεως (;).
(δ)Τὸ κριτήριον τῶν ἀτελῶν ἑλληνικῶν θεσμῶν. Χλεύαζονται ἀπὸ τοὺς ἐπικριτὲς οἱ ἑλληνικοὶ θεσμοὶ , χαρακτηριζόμενοι μάλιστα ὡς περιορισμένοι καὶ γελοῖοι. Ὑποθέτω ὅτι ἡ κριτικὴ ἀναφέρεται εἰς τοὺς θεσμοὺς τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδὴ τοῦ νεοϊδρυθέντος ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖον ἠγωνίζετο νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ ὀθωμανικὸ θεσμικὸ πλαίσιο. Τὸ κριτήριον ἔχει προφανῶς ὡς ὑποκείμενον ὅρον συγκρίσεως τὸ δυτικοευρωπαϊκὸν θεσμικὸν πλαίσιον, τὸ ὁποῖον προβάλλει ἐμμέσως ὡς δῆθεν ὑπερκείμενον καὶ συνεπῶς ἀξιομίμητον! Τὸ κριτήριον αὐτὸ ὑποκρύπτει πιθανῶς τὴν γερμανικὴν πικρίαν διὰ τὴν ἀπώλειαν τῆς γερμανικῆς λαβῆς ἐπὶ τῆς πορείας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, μέσω τοῦ ὀθωνικοῦ συστήματος ἐξουσίας.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνέστησεν εἰς τὸν Ὄθωνα νὰ μὴ προχωρήση σὲ βίαιο ἐξευρωπαϊσμον τοῦ κράτους, ἀλλὰ σὲ σταδιακόν.
(ε)Τὸ κριτήριον τῆς ἑλληνικῆς ἀνηθικότητος. Οἱ Ἕλληνες κατηγοροῦνται ὡς λαός ,διεπόμενος δῆθεν ἀπὸ ἀποτρόπαια πάθη, τὰ ὁποῖα δὲν μνημονεύονται. Ἀλλὰ τὰ ἐκ τῆς ἱστορίας γνωστὰ φρικαλέα πάθη τοῦ κρίνοντος λαοῦ ἤ τοῦ συστήματος τῶν ὁμοτρόπων δυτικοευρωπαϊκῶν λαῶν ὑπερβαίνουν εἰς ποσότητα καὶ βαρύτητα τὰ ἀπροσδιόριστα πάθη τοῦ ἐπικρινομένου λαοῦ. Τὰ ἀορίστως καταγγελλόμενα αὐτοαναιροῦνται ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτόμενον ὑπὸ τοῦ Νίτσε βορβορώδη ἀνθελληνικὸν ψυχισμόν.
Ὁ Νίτσε συνεχίζει μὲ ἄμφασιν :
<< ... κάθε δηλητήριον, ὁ φθόνος, ἡ συκοφαντία καὶ ἡ καταπιεσμένη ὀργὴ δὲν ὑπῆρξεν ἐπαρκὲς πρὸς ἐξόντωσιν ἐκείνης τῆς ἀξιοθαύμαστης ὡραιότητας>> ( ἐννοεῖται τῶν Ἑλλήνων ).
Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ έξοντωτικοῦ Ἀνθελληνισμοῦ. Ἡ ἀρνητικὴ ἀξιολόγησις τῶν Ἑλλήνων, ἐν συνδυασμῶ πρὸς τὸ ὀχληρὸ γεγονὸς τῆς ἀδυναμίας ἀπεξαρτήσεως ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ κεκτημένου, ὁδηγεῖ εἰς τὴν στρατηγικὴν ἐπιλογὴν τῆς καταστροφῆς, ὡς τῆς τελικῆς λύσεως τοῦ ἑλληνικοῦ προβλήματος [xvi].
Ἀλλἀ κανεὶς δὲν κατώρθωσε νὰ ἀνακαλύψη τὸ κώνιον ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἕλληνες ,μιὰ γιὰ πάντα (δηλ.ὁριστικά).
Κατὰ λέξη καὶ κατὰ τὸν Νίτσε:
<< Δυστυχῶς ,δὲν ὑπῆρξεν κάποιος τόσον τυχερός, ὥστε νὰ εὕρη τὴ φιάλη τοῦ κωνείου[4] μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ παραμερίσει ἀπὸ μία τέτοια (ἀνθρώπινη) ὀντότητα , ἐπειδὴ κάθε δηλητήριον, ὁ φθόνος, ἡ συκοφαντία καὶ ἡ καταπιεσμένη ὀργὴ ποὺ ἐμπεριεῖχαν [ τὰ χρησιμοποιηθέντα μέσα] δὲν ὑπῆρξεν ἐπαρκὲς πρὸς ἐξόντωσιν ἐκείνης τοῦ αὐτοεπαρκοῦς μεγαλείου >> ( ἐννοεῖται τῶν Ἑλλήνων ).
Μὲ συνέπεια οἱ ἐπίβουλεὐομενοι τοὺς Ἕλληνες νὰ νὰ αἰσθάνωνται ἐντροπὴ καὶ φόβο ἀπέναντι στοὺς Ἕλληνες! xiv
B.Ἡ μειοψηφοῦσα Ὀπτικἠ τοῦ Ἑνός
Καὶ ἡ μειονοψηφοῦσα Ὀπτικὴ περὶ τῆς ἐξαιρέτου σπουδαιότητος τῶν Ἑλλήνων, ἐκφράζεται μὲ τοὺς λόγους τοῦ Νίτσε. Ἡ θέσις του , ὅπως σημειώθηκε, παραμένει σταθερή, δεκατέσσερα χρόνια (1886) μετά τὸ πρῶτον ἔργον του, ὅταν ὁ ἴδιος δημοσίευσε ὡς ἀπάντησιν προφανῶς ἐπικρίσεων- τὴν <<ἀπόπειραν αὐτοκριτικῆς>> τοῦ πρώτου ἔργου του (<<Ἡ Γέννησις τῆς τραγωδίας>>) . Ἐξακολουθεῖ νὰ χαρακτηρίζει τοὺς Ἕλληνες μὲ ὑπερθετικοὺς προσδιορισμούς, δηλαδὴ ὡς << τὸ πιὸ καλοσυγκροτημένο, τὸ πιὸ ὡραῖο, τὸ πιὸ ἀξιοζήλευτο εἶδος ἀνθρώπου μέχρι σήμερα , τὸ πιὸ ἱκανὸ νὰ μᾶς σαγηνεύσει ὑπὲρ τῆς ζωῆς (εἶναι) οἱ Ἕλληνες>>.
Ὁ ἀνωτέρω ἀφορισμὸς σημαίνει συμπερασματικῶς, ὅτι τὸ ἑλληνικὸν εἶδος ἀνθρώπου εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν Νίτσε τοῦ 19ου αἰῶνος τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομικῆς χρεωκοπίας, <<Ἄριστα συγκροτημένον>>, δηλαδὴ ἄρτιον εἶδος ἀνθρώπων.
Ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν Ἑλλήνων ὡς << ἄρτιον εἶδος ἀνθρώπων>> συμπεριλαμβάνει , ὸ ὡραῖον, τὸ ἀξιαγάπητον, συνεπῶς ἑλκυστικὸν καὶ ἀξιομίμητον εἶδος ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα (ἐνν.19ον αἰῶνα), συνιστᾶ δηλαδὴἕνα συνεχὲς γεγονὸς( τελειότητος) .
Ἀποτελεῖ τὸν γοητευτικὸ Λαὸ , ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ σαγηνεύη ὅλους ὑπὲρ τῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἐπενεργεῖ θετικὰ ὑπὲρ τῆς ζωῆς.
Ἡ τελικὴ ἔκβαση :
Τὸ ἀχίλλειον ἅλμα.
Ὁ Νίτσε καταλήγει σὲ μία προφητικοῦ τύπου πρόβλεψιν :
<<Εἶναι βέβαιον ὅτι κάπου κάπου [δηλαδή, σποραδικά] ἐμφανίζεται κάποιος, ποὺ ἀναγνωρίζει τὴν ἀκέραιη ἀλήθεια [δηλ.ὁλόκληρη], ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι ἠνίοχοι [ δηλ. ἡγέτες] κάθε ἐπερχομένου [δηλ. νέου] πολιτισμοῦ. Καὶ ὅτι τόσον τὰ ἅρματα [δηλ. Τὰ ἐργαλεῖα], ὅσνο καὶ τὰ ἄλογα [ δηλαδὴ οἱ προωθητικὲς δυνάμεις] τοῦ ἐπερχομένου πολιτισμοῦ εἶναι πολὺ χαμηλῆς ποιότητος σὲ σχέση μὲ τοὺς ἠνιόχους [ δηλ. τοὺς Ἕλληνες], οἱ ὁποῖοι ἀθλοῦνται [ δηλ. Πειραματίζονται, τολμοῦν]ὁδηγῶντας τὸ ἅρμα [δηλ. τοῦ νέου πολιτισμοῦ] στὴν ἄβυσσο [δηλ. τὸν ἀνεξέλεκτο χῶρο, τὸ χάος], τὴν ὁποίανὑπερβαίνουν μὲ ἀχίλλειον ἅλμα>>.
Τάδε ἔφη, λοιπὸν ὁ Νίτσε περὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἀνθελλήνων
Ἐμεῖς, οἱ Ἕλληνες συλλογικῶς καὶ οἱ Πολιτικοί μας καὶ ἡ Διπλωματία μας εἰδικῶς , ὀφείλουμε νὰ προσθέσουμε εἰς τὴν ἔξωθεν μαρτυρίαν (Νίτσε) τὴν ἐσωτερικὴν ἱστορικὴν μαρτυρίαν καὶ νὰ συνεκτιμήσουμε τὴν σύγχρονη ἐμπειρίαν τῆς ἕως τώρα συμβιώσεώς μας μὲ τοὺς Δυτικοευρωπαίους. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ μετὰ λόγου γνώσεως καὶ ἐπιγνώσεως ἐπιβιωτικὴ πορεία μας.
Ἠλίας Β.Οἰκονόμου, ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
"Πολλά είναι αυτά που λέγονται και δεν γίνονται, πολλά είναι επίσης αυτά που γίνονται και δεν λέγονται"
Γιατὶ αὐτὸ τὸ θέμα; Γιὰ τρεῖς, προφανεῖς λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἐνεστῶσα οἰκονομική, οὐσιαστικῶς δὲ ἠθικὴ καὶἐθνικὴ κρίση. Ὁ δεύτερος ἡ ἀναλογία τῆς παρούσης κρίσεως πρὸς τὴν οἰκονομικὴν κρίσιν τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδὴ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χαριλάου Τρικούπη, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐδιδάχθημεν ἐλάχιστα ἕως τίποτε. Ὁ τρίτος εἶναι ἡ ἐνυπάρχουσα expressisverbis ἀποκάλυψη ἀνομολογήτων δυτικοευρωπαϊκῶν ἀνθελληνικῶν παθῶν ὑπὸ τοῦ φιλολόγου καὶ φιλοσόφου, τοῦ 19ουἐπίσης αἰῶνος, Friedrich Nietzsche.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ λόγοι θέτουν τὸ θέμα περὶ τοῦ ὑφισταμένου ἤ καὶ ὑφέρποντος , πρακτικῶς δέ, ἐκφραζομένου Ἀνθελληνισμοῦ.
Ἡ ἔναρξις ἐκθέσεως τοῦ θέματος θὰ πρέπει νὰ ἔχει ὡς ἀφετηρίαν τὴν θετικὴν ὄψιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς παγκοσμίου πολιτισμικοῦ κεκτημένου. Ὁ υἱοθετηθεὶς πολιτισμὸς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερα, πολύμορφον , πολύπτυχον καὶ πρωτοπορειακόν ἐπίτευγμα, τὸ ὁποῖον κατέλαβε καὶ κατέχει τὴν θέσιν τοῦ θεμελιώδους πολιτισμικοῦ ὑποδείγματος.
Ὁ ὅρος- καὶ τὸ γεγονός- Ἑλληνισμὸς διατυπώνεται στὴν παγκόσμιο ἱστορία μὲ τρεῖς σύνθετες λέξεις μέσω προθέσεων καὶ παρασύνθετες μὲ δὐο ἀντιτιθέμενες ἔννοιες, δηλωτικὲς καταστάσεων. (Χρησιμοποιῶ τὸν μὲν ὅρο πρόθεσις τόσον ὡς μέρος τοῦ λόγου τῆς ἑλληνικῆς γραμματικης, γνωστοῦ ὡς προθέσεις, ὅσον καὶ πρὸς δήλωσιν τῆς ἐνυπαρχούσης ἐνεργητικῆς ψυχολογικῆς δυναμικῆς ,δηλαδὴ τοῦ ἐνδιάθετου λόγου). Τὸν δὲ ὅρο κατάσταση χρησιμοποιῶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐγκατεστημένης καὶ ἐνεργοποιημένης διὰ λόγου, στάσεως καὶ πράξεως ,ἤτοι συμπεριφορᾶς.
Ἀναφέρομαι , συγκεκριμένως, στοὺς συνθέτους ὅρους μὲ τὶς προθέσεις ἐκ (ἤ ἐξ) , ὅπως στὴν λέξιν Ἐξελληνισμός, τὴν πρόθεσιν ἀντί (ἤ ἀνθ.), ὅπως στὴν λέξη Ἀνθελληνισμός. Ἀλλὰ καὶ στὴν πρόθεσιν ἀπὸ (ἤ ἀφ.), ὅπως στὴν λέξιν Ἀφελληνισμός.
Ἐπὶ πλέον, ἀναφέρομαι σὲ καταστάσεις ἐξωελληνικῶν ροπῶν καὶ σχέσεων πρὸς τὸν Ἑλληνισμόν, οἱ ὁποῖες διατυπώθηκαν, ὡς παρασυνθέματα μὲ τὶς λέξεις φίλος , ὅπως Φιλέλλην καὶ Φιλελληνισμός , καὶ μίσος , ὅπως Μισέλλην , καὶ Μισελληνισμός.
Ἡ λειτουργία ἑκάστου προαναφερθέντος ἐνννοιολογικοῦ ζεύγους σχετίζεται εἴτε μὲ ἐποχὲς κρατικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἰσχυροποιήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ , ὅπως τὸ ζεῦγος , Φιλελληνισμός, Ἐξελληνισμός, ἤ μὲ περιόδους ἐξασθενήσεως, ὅπως ἰσχύει γιὰ τὸ ζεῦγος τῶν καταστάσεων , Ἀνθελληνισμός, Ἀφελληνισμός.
Οἱ ἀνωτέρω καταστάσεις συνοδεύουν, κατὰ τρόπον μοναδικὸν , τὴν διαχρονικὴν ἑλληνικὴν παρουσίαν στὸν παγκόσμιον πολιτισμό. Παρόμοια συστάδα σχέσεων τῶν πολιτισμῶν, ἔναντι ἄλλου πολιτισμοῦ μὲ ἀρχαίαν καταβολήν δὲν παρατηρεῖται , ὅσον γνωρίζω.
Ὁ ὅρος τῆς ἀντικειμενικότητος.
Ἡ παροῦσα ἀνάλυσις ἀποτελεῖ προσπάθειαν προσεγγίσεως καὶ συνειδητοποιήσεως τῆς παρουσίας τοῦ ἀνθελληνικοῦ φαινομένου τοὺς αἰῶνες 19ον καὶ ἑξῆς στὴν Δυτικὴν Εὐρώπην. Τὸ θέμα διὰ λόγους ἐπιστημονικῆς ἀντικειμενικότητας προσεγγίζεται ἀπὸ τὴν ἔξωθεν Ὀπτικὴν, δηλαδὴ τὴν ἀποκλειστικῶς ἐξωελληνικήν.
Ἡ παγκόσμια ἀντίληψις περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀναφέρομαι , συντομώτατα, στὴν βασικὴ ἀφετηρία, στὶς θετικὲς ἐξωελληνικὲς τοποθετήσεις, δίκην σημείων παγίας καὶ παραμονίμου ἀναφορᾶς στὸ παγκόσμιο ἑλληνικὸν πολιτισμικόν ὑπόδειγμα ὡς τὸ ἑλληνικὸν πολιτισμικὸν κεκτημένον.
Πανταχόθεν καὶ πάντοτε ὁμολογεῖται ὅτι οἱ μόνιμες προσλήψεις τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ἐκ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐντάσσονται σὲ ὀκτὼ ἑνότητες , τὴν Γλῶσσαν, τὴν Φιλοσοφίαν, τὴν Ἐπιστήμην, τὴν Τέχνην, τὴν Λογοτεχνίαν, τὴν Ἱστορίαν, τὴν Πολιτικὴν καὶ τὸν Ἀθλητισμόν.
Ἡ γλῶσσα
Εἰς τὰ πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ πρώτη ἔνδειξις τῆς σημαντικότητος τῆς Ἑλλάδοςδύναται νὰ συναχθῆ ἀπὸ τὸν γλωσσικὸν θησαυρόν, τὸν ὁποῖον παρέλαβε ὁ σύγχρονος κόσμος. Ὑπογραμμίζεται δὲ ὅτι ἡσπουδαιότητα τῆς γλωσσικῆς προσλήψεως δὲν ὀφείλεται ἁπλῶς στὸ ἑλληνικὸν λεξιλόγιον, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς τῶν ἐννοιῶν καὶ ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες (συν)υἱοθετήθηκαν μαζὶ μὲ τὴν γλῶσσα, ἀπὸ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον. Ὁμολογεῖται δηλαδὴ ὅτι οἱ ἐνυπάρχουσες ἔννοιες στὶς εὔκαμπτες καὶ λεπτεπίλεπτες ἑλληνικὲς λέξεις ἐνεπλούτισαν τὴν δυτικὴ διανοητικότητα. Οἱ ἰδέες ποὺ προσελήφθησαν διετήρησαν τὴν ἀξίαν τους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.
Ἡ Φιλοσοφία
Ἡ ἑλληνικὴ σκἐψις κυκλοφόρησε εὑρύτατα καὶ ἐλεύθερα, ὁριοθετημένη ἀπὀ καθαρὲς καὶ λογικὲς διάνοιες , ἀδέσμευτες ἀπὸ γραπτὸν ἄθροισμα ἀξιῶν, ἤ ἀπὸ ἕνα ἐπιβληθὲν δόγμα. Αὐτὸ θεωρεῖται ὅτι ὑπῆρξεν, ἴσως, ὁσπουδαιότατος παράγων ὁ ὁποῖος συνέβαλεν ὥστε νὰ γίνουν οἱ ἀντιλήψεις τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος ἕνα διαρκές, εὔχρηστον ἐργαλεῖον πολιτισμοῦ. Ὁμολογεῖται ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀγαποῦσαν τὴν σοφία καὶ τὴν ἐπεδίωξαν ὡς μονοπάτι γιὰ μιὰ σοφὴ ζωή.
(Παραλείπεται, διὰ λόγους οἰκονομίας χώρου, ἡ ἐνταῦθα ἀναφορὰ στὶς λοιπὲς προσλήψεις).
Ἡ διατυπωθεῖσα, κατὰ καιρούς, κριτικὴ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἔχει δύο κατευθύνσεις. Ἡ πρώτη εἶναι πολυπληθής , περιλαμβάνουσα πολλοὺς ἐνθουσιώδεις ἱστορικούς, οἱ ὁποῖοι ἐξιδανικεύουν τοὺς ἀρχαιοελληνικούςθεσμούς καὶ συνήθειες, ἡ δεύτερη , τῶν ἐπικριτῶν, προσάπτει στὸν ἀρχαῖον ἑλληνικὸν πολιτισμόν, ὡς ὑπόβαθρον σκοτεινὲς συνθῆκες, ὅπως π.χ. τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὴν ἀλαζονείαν.Ὼς σπουδαῖον ἀρνητικὸν τεκμήριον προσάγεται λ.χ. τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐχαρακτήριζαν τοὺς ἐκτὸς Ἑλλάδος ὡς <βαρβάρους>, ὅτι ἦσαν σκληροὶ στὶς συμφωνίες καὶ ἔξυπνοι στίς ἐξαπατήσεις, ὅτι εἶχαν προκαταλήψεις καὶ ἦσαν ἐπιρρεπεῖς στὴν προδοσίαν καὶ τὸ ψεῦδος, ἀφοῦ εἶχαν , ἀκόμη, καὶ θεόν, προστάτην τῶν κλεπτῶν καὶ τῶν ψευδολόγων ( ἐννοοῦν τὸν Ἑρμῆ).
Μία συνοπτικὴ παρέκβασις περὶ τοῦ Φιλελληνισμοῦ μου φαίνεται ἀναγκαία. Ἡ ἀφετηρία τῶν θετικῶν σχέσεων τῶν ἀνατολικῶς τῆς Ἑλλάδος πρὸς τοὺς Ἕλληνες καὶ τὸν πολιτισμόν τους δύναται νὰ τεκμηριωθῆ, τὸ βραδύτερον, τὸν 4ον αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ. Δείκτην αὐτῆς τῆς σχέσεως ἀποτελεῖ ἡ περίφημη, άλλὰ καὶ πλήρως παρανοηθεῖσα τὴν ἐποχήν μας, φράσις τοῦ ρητοροδιδασκάλου Ἰσοκράτους ( 436- 338 π.Χ. ) [1]. Ἐκεῖ μαρτυρεῖται ἡ θετικῶς ἀποδεκτὴ πολιτισμικὴ διείσδυσις διὰ τῆς φράσεως << Ἕλληνες καλοῦνται οἱ τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντες...>> κ.λπ. Ἕτερον λαμπρὸν δεῖγμα θετικῆς πολιτισμικῆς ἀποδοχῆς, μετὰ ἕνα αἰῶνα περίπου (περὶ τὸ 250 π.Χ.) εἶναι ἡ πραγματοποιηθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων μετάφρασις τῆς Π.Διαθήκης εἰς τὴν Ἑλληνικήν, στὴν Ἀλεξάνδρειαν τῆς Αἰγύπτου. Κορυφαῖον καὶ μοναδικὸν παγκόσμιον πολιτισμικὸν γεγονὸς συνιστᾶ ἡ πλήρης κατάφασις τοῦ Ἰησοῦ περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ ἀγαθοῦ ὡς ὀργάνου προβολῆς τοῦ ἔργου του [2]. Καὶ πλήρης χρηστικὴ ἐπικράτησις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ δεδομένου εἰς τὴν ἀποσαφήνισιν καὶ ἐκδίπλωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ .
Ταυτοχρόνως ἐκδηλώνεται ὡς ἐθνικοθρησκευτικὸν αἴτημα ἡ ἀπόρριψις τῆς ἑλληνικῆς πολιτισμικῆς ἐπιδράσεως στὸν Ἰουδαϊσμό, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὶς σκληρὲς κατευθύνσεις τοῦ Ταλμούδ.
Τὴν ἰδίαν ἐποχήν, δηλαδὴ τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ φιλικὲς σχέσεις τῶν δυτικῶς τῆς Ἑλλάδος πολιτισμῶν εἶναι ἀνύπαρκτες καὶ τὸ ἑπιβλητικὸν πολιτιστικὸ μέγεθος τῆς Ἑλλάδος δυσάρεστον.
Ἡ ρωμαϊκὴ ρίζα
Σύμφωνα μὲ τὴν ρωμαϊκὴν πικρὴν παρατήρήσιν τοῦ ποιητοῦ Ὁρατίου ( Horatius Flaccus Cointus, 65-8 π.Χ.), ὁ ὁποῖος (εἴκοσι αἰῶνες προηγουμένως, δηλαδὴ ἕνα αἰῶνα περίπου μετὰ τὴν ρωμαϊκὴ κατάληψιν τῆς Ἑλλάδος ) “Grecia capta, ferrum, agres victorem cepit et artes intulit agrestic Latio.”,(μετ. “ Ἡ Ἑλλάδα κατακτηθεῖσα διὰ τοῦ σιδήρου, ὑπέταξε τὸν ἀγροῖκον νικητὴν καὶ εἰσήγαγε τὰς τέχνας εἰς τὸ ἀγροῖκον Λάτιο,”)[i]
Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ δυτικοευρωπαϊκὴ ἀνθελληνικότητα δὲν ἀποτελεῖ μία μοναδικότητα, ἕνα unicum, ἀλλὰ ἔχει βαθύτατες ἱστορικὲς ρίζες , συνιστᾶ δὲ ἕνα δυτικοευρωπακὸν συνεχές, ἕνα continuum ή momentum europaeum, προηγούμενον χρονικῶς τοῦ Φιλελληνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἑπόμενον τούτου !
Ὁ σκοπὸς τῆς παρούσης ἀναλύσεως
Εὑρισκόμενοι εἰς τὸ ὕψιστον σημεῖον πλοκῆς μιᾶς ἐξελισσομένης , νεοελληνικῆς τραγωδίας, ἐντὸς τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι τῶν ἀρχῶν τοῦ 21ου αἰῶνος καὶ τῆς τρίτης χιλιετίας μετὰ Χριστόν, ἔχομεν ἀνάγκην ἀνακτήσεως τῆς ἑλληνικῆς ἀξιοπρεπείας. Καὶ αὐτὸ ἀπαιτεῖ διερεύνησιν καὶ τοῦ ἔξωθεν προερχομένου στερεοτύπου ἀνθελληνικοῦ ψυχισμοῦ.
Friedrich Nietzsche
Ὁ Φριδερῖκος Νίτσε προσφέρεται ὡς αὐτόκλητος, θὰ ἔλεγα, καὶ αὐθεντικὸς δείκτης τῆς ἐπερχομένης καμπῆς τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ κόσμου ἔναντι τῶν Ἑλλήνων. Δύο ἀποσπάσματα περιλαμβανόμενα στὸ πρῶτον καὶ νεανικὸν ἔργον του, δηλαδὴ τὴν Γέννησιν τῆς (θὰ προσέθετα, καὶ τῆς νεοελληνικῆς) Τραγωδίας.
Τὸ πρῶτον ἀπόσπασμα δημοσιεύθηκε πρὸ 142 ἐτῶν (τὸ 1872), περιέχει δὲ μίαν δημοσίαν καὶ συμπαγῆ ἐξομολόγησιν[ii]. Στὴν ἔκδοσιν ὅμως τῆς <<Γεννήσεως τῆς Τραγωδίας >> προτάσσεται καὶ μεταγενέστερον κείμενον τοῦ Νίτσε , ἐπιγραφόμενον << ἀπόπειρα αὐτοκριτικῆς >>, συνταχθὲν 14 ἔτη (1886) , μετὰ τὸ πρῶτον. Ἀπὸ αὐτὸ λαμβάνεται τὸ δεύτερον ἀπόσπασμα.
Πρέπει νὰ ὑπομνησθῆ ὅτι ἡ νεοελληνικὴ Τραγωδία τοῦ 19ου αἰῶνος , ὅπως καὶ ἡ σημερινὴ , τοῦ 21ου, δὲν παραμένουν ἐνδοελληνικὲς ὑποθέσεις, ἐπειδὴ διαδραματίζονται στὴν παγκόσμια ἱστορικὴ Σκηνήν, ἐκδηλώνονται δηλαδὴ μὲ τὴν συμβολὴν πολλῶν ἄλλων κοινωνιῶν.
Παρενθετικῶς, ἀναλυτικὴν μελέτην περὶ τῆς πρώτης χρεωκοπίας ἐπὶ Χαριλάου Τρικούπη, δημοσιεύθηκε πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἀπὸ τὸν Δημήτριον Πουρνάραν σὲ δύο τόμους 600 περίπου σελίδων[iii].
Ἐκ τῆς ἀνωτέρω , πλήρως τεκμηριωμένης μελέτης , ἀνασύρω τὴν ὑπ᾽ ἀριθμὸν 1 ὑποσημείωσιν τῆς σελ.233 τοῦ δευτέρου τόμου[iv], ὅπου γράφονται τὰ ἀκόλουθα:
<<… κατὰ τὸν ῾Νἐον Ἑλληνικὸν Τύπον τῆς Βιέννης, μικρὰ ναυτικὴ ἐπίδειξις θὰ ἤρκει ὅπως ὑποχρεωθοῦν οἱ Ἕλληνες νὰ τηρήσουν τὰς ὑποχρεώσεις των, ἀλλ´ εἶνε ἐλάχιστα πιθανὸν ὅτι ἡ Γερμανικὴ κυβέρνηση θὰ προβῆ εἰς τοιαύτην ἐπέμβασιν >>.
<< Ἠπιώτερον μέσον- προσθέτει - θὰ ἦτο ἡ ὀργάνωσις εὐρω-παϊκοῦ ἐλέγχου ἐπὶ τῶν ἑλληνικῶν οἰκονομικῶν ὑπὸ τῶν ἐνδιαφερομένων Δυνάμεων>>.
Ἡ δὲ ῾ἐφημερίς τῆς Κολωνίας῾, ὑπερβᾶσα ὅλας τὰς συναδέλφους της εἰς πρωσσικὴν ὠμότητα, συνίστα, ὅπως αἱ Δυνάμεις, ἤ καὶ αὐτὴ ἡ Γερμανία μόνη της, κατάσχουν ¨τεμάχιον ἑλληνικοῦ ἐδάφους πρὸς ἀσφάλειαν τῶν χρεῶν>>! Δὲν εἶνε παράδοξον συνεπῶς ὅτι ὁ Τρικούπης ἀπήντα εὐθαρσῶς: Μολὼν λαβέ! >>.
Ὁ ἀνωτέρω δυτικὸς δημοσιογραφικὸς σχολιασμὸς τοῦ 19ου αἰῶνος εἶναι σύστοιχος πρὸς τὰ πρόσφατα καταιγιστικὰ καὶ ἀνευλαβῆ δημοσιεύματα τοῦ ἐντύπου καὶ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Τύπου. Προεχόντως τοῦ γερμανικοῦ περὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν Ἑλλήνων.
Ἡ ἔναντι τῶν Ἑλλήνων δυτικοευρωπαϊκὴ καμπὴ τοῦ 19ου αἰῶνος . Πέρα τῆς ἀναλυτικῆς ἐσωτερικῆς Ὀπτικῆς, δηλαδὴ τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς διαλεκτικῆς τῆς περιόδου τοῦ Χαριλάου Τρικούπη , ὑφίσταται καὶ ἡ ἔξωθεν Ὀπτική, τόσον ἡ προσωπικὴ τοῦ Φρειδ. Νίτσε, ὅσον καὶ τῶν ἀνωνύμως ὑποδηλουμένων.Ἡ ἐπικριτικὴ τῶν Ἑλλήνων Ὀπτική , τὴν ὁποίαν ἀποκαλύπτει ὁ πρὸς ταύτην ἀντιδιαστελλόμενος Νίτσε, εἶναι συνοπτικὴ καὶ περιεκτική, ἀλλὰ καὶ διαχρονικῶς σημαντική, ἐπειδὴ συμπυκνώνει τὴν ψυχολογικὴν στάσιν τῶν δανειστριῶν τῆς χρεωκοπησάσης Ἑλλάδος χωρῶν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης τοῦ 19ου αἰῶνος. Καὶ ὄχι μόνον τότε, δυστυχῶς!
Ἡ ἀναλυτικὴ ἐκδίπλωση τῆς νιτσεϊκῆς ἐξομολογήσεως ὑπογραμμίζει ἐμμέσως τὴν σπουδαιότητά της γιὰ τὴν ὕπαρξιν καὶ ἀνάπτυξιν τῆς εἰρηνικῆς συμβιώσεως τῶν λαῶν τῆς σημερινῆς δυτικοευρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, δεδομένου ὅτι διαλαμβάνει , λήγοντος τοῦ 19ου αἰῶνος, τὶς προεχόντως γερμανικὲς ἀντιλήψεις περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ κεκτημένου. Ἀποκαλύπτει δὲ τὴν πρώιμον μεν, πλειοψηφοῦσαν δε άνθελληνικὴν ἀντίληψιν περὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ προαναγγέλει τὴν ἀφετηρίαν τῆς ἀπεκδύσεως τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Φιλελληνισμοῦ. Ἡ ἐξέλιξις αὐτὴ κορυφώθηκε, παρὰ τὶς φιλελλληνικὲς ἐκφράσεις, διὰ τῶν ἐγκληματικῶν ὁραματισμῶν καὶ πρακτικῶν τοῦ Γ´Ράϊχ ( Ἀδόλφου Χίτλερ).
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὁ Φρειδερῖκος Νίτσε γεννήθηκε τὸ 44ο ἔτος τοῦ 19ου αἰῶνα (1844) καὶ ἀπῆλθεν τοῦ βίου μετὰ 56 ἔτη (1900). Ἡ ἐποχὴ , ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐκδηλώθηκε ἡ σπουδαία φιλολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ δημιουργία του, ὺπῆρξεν ταραχώδης, λόγω τῶν γαλλογερμανικῶν πολεμικῶν συγκρούσεων (1870-71). Σημειωτέον ὅτι τὸ 1870 διὰ τῆς ἑνώσεως τῆς Γερμανίας (Βίσμαρκ) ἐγκαινιάσθηκε στὴν χώρα αὐτὴ νέα πολιτικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἐποχή. Εὶς αὐτὸ ἀναφέρεται, πιθανῶς, ὁ Νίτσε ὅταν γράφει ὅτι << σχεδὸν δὲ κάθε ἐποχὴ καὶ μορφωτικὴ στάθμη ἔπρεπε ….. νὰ ἐπιδιωχθῆ ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες>>.
Τὴν ἴδια περίοδο, ἐπικρατοῦσαν στὴν Ἑλλάδα ἰδιαιτέρως δυσχερεῖς συνθῆκες. Ἡ χώρα εἶχεν ἀποκτήσει προσφάτως (1830), καπόπιν σκληρῶν ἀγώνων ὀκταετοῦς διαρκείας, ἡμιτελῆ κρατικὴν ὑπόστασιν καὶ ἐπάλαιε πρὸς τεράστια ἐθνικά[v], πολιτικά, κοινωνικὰ καὶ συναφῆ προβλήματα ἐπιβιώσεως .
Ἐπὶ πλέον, ἡ χώρα περιστοιχίζετο καὶ ἐπολιορκεῖτο ἀπὸ τὶς ἀνειλικρινεῖς συμπεριφορὲς τῶν καιροσκοπούντων εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, ἑτοίμων πρὸς ἁρπαγὴν παντὸς δυναμένου νὰ ἁρπαγῆ , ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα καλλιτεχνήματα ἕως τὴν αὐτονομίαν καὶ ἀνεξαρτησίαν τοῦ Ἔθνους. Καὶ ὑφίστατο τὴν διαρκῆ χειραγώγησή του δι᾽ ἐντέχνου διοχετεύσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ τέως δυνάστου εἰς τὴν τράπεζαν τῆς διανομῆς τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας! Ἔζει κατάστασιν κηδεμονευομένης χώρας διὰ μέσου ἀλλοδαποῦ ἄρχοντος (Ὄθωνος).
Ἕνα αἰῶνα προηγουμένως ( διαρκούσης τῆς Τουρκοκρατίας), ὁ διάσημος γερμανὸς ποιητὴς καὶ διανοούμενος Ἰωάννης Χριστοφόρος Σίλλερ (1759-1805) ἐξεδηλώθη , καταρώμενος (!) τοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν καθολικὴν πρωτοπορείαν τους.
Ἔλεγε συχνά:
- “Καταραμένε Ἕλληνα, ὅπου κι ἄν γυρίσω τὴ σκέψη μου, ὅπου κι ἄν στρέψω τὴν ψυχή μου, σὲ βρίσκω ἐμπρός μου…. Τέχνη λαχταρῶ, ποίηση, θέατρο, ἀρχιτεκτονική, ἐπιστήμη, μαθηματικά, φιλοσοφία, ἰατρική,…. Δημοκρατία, ἰσονομία, ἰσοπολιτεία ἀναζητῶ, ἐσὺ ἐμπρός μου, πρωτοπόρος και ἀνυπέρβλητος ” . [vi]
Ἕνα αἰῶνα μετά τὸν Σίλλερ, ἡ ἑλληνικὴ ποιότητα τοῦ <<πρωτοπόρου καὶ (τοῦ) ἀνυπέρβλητου>> ἐπαναφέρεται ἀπὸ τὀν Νίτσε ,μὲ ἄλλην, πληρέστερην καὶ ἐξολογητικὴν συλλογιστικήν, ἀπὸ τὸν Νίτσε.
Ἡ ἑνότητα συνθεωρήσεως ἀρχαίας καὶ νέας τραγωδίας τῶν Ἑλλήνων. Ἡ τυχὸν ἐπισπεύδουσα προκατάληψις ὅτι ὁ Νίτσε , ὡς βαθυστόχαστος φιλόλογος καὶ φιλόσοφος, ἀπασχολεῖται καὶ ἀναφέρεται, ἀποκλειστικῶς, στὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν τραγωδίαν, ἀποδεικνύεται ὕστερα ἀπὸ προσεκτικὴν ἀνάλυσιν ἰδιαιτέρως τοῦ κεφ.15 καὶ τῆς ἀποπείρας αυτοκριτικῆς , ἐσφαλμένη. Ἡ ἑλληνικὴ τραγωδία δὲν ἀπασχολεῖ τὸν Νίτσε μόνον ὡς παρελθόν, ἀλλὰ καὶ ὡς ζωὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ παρόντος , δηλαδὴ τοῦ 19ου αἰῶνος! Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ προαναφερθεῖσα διατύπωσις << Σχεδὸν σὲ κάθε έποχὴ καὶ μορφωτικὴ στάθμη>>.
Ὁ Νίτσε ὑπογραμμίζει τὶς δυτικοευρωπαϊκὲς διαθέσεις ἔναντι τῶν συγχρόνων του Ἑλλήνων καὶ προσφέρει ἑρμηνείαν αὐτῶν τῶν προθέσεων πρὸς τὶς ὁποῖες, ἐμμέσως ,ἀλλὰ σαφῶς, ἀντιπαρατίθεται μὲ ἀποκλειστικὰ (ὑπέρ)θετικοὺςχαρακτηρισμοὺς τῶν Ἑλλήνων.
Ἐκτιμῶν τὸν Ἑλληνισμόν, ὑπὸ τὴν ἀνωτέρω Ὀπτικὴν, βλέπει ἕνα ἑλληνικὸ συνεχές, τὸ ὁποῖον εἶναι ἰδιαιτέρως δυσάρεστον καὶ ἐξοργιστικὸν γιὰ τοὺς δυτικοευρωπαίους, γεννᾶ δὲ ὀξύτατον Ἀνθελληνισμόν, συνοδευόμενον ἀπὸ ἰδιαιτέρως ἀρνητικὲς προθέσεις καὶ ἐνέργειες.
Οἱ λέξεις-κλειδιὰ τοῦ Ἀνθελληνισμοῦ
Ὁ μελετητὴς τοῦ 15ου κεφαλαίου της Γεννήσεως τῆς τραγωδίας ἀνιχνεύει εύχερῶς τὶς ἑπόμενες λέξεις –κλειδιά, ποὺ προσδιορίζουν τὴν ἀντίδρασιν τῶν ὑπονοουμένων χρηστῶν τους.
Αὐτὲς εἶναι: συκοφαντεία [vii], καταπιεσμένη όργὴ [viii] , δοχεῖο (Ingrimm) [ix], Δυσφορία [x], αἰσχρὰ ἐλαττώματα [xi], δηλητήριο[xii] , φθόνος [xiii], ἐξάρτησις τῆς τέχνης.
Εἰς τὰ ἀνωτέρω θὰ πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ δὺο ἀκόμη ψυχολογικοὶ προσδιορισμοί: ἐντροπὴ καὶ φόβος πρὸ τῶν Ἑλλήνων [xiv].
Ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῶν λέξεων συνάγεται ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐννοιῶν. ῎Ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἐννοιῶν ὁδηγούμεθα στὴν ἐπιλογὴ τῆς διαλεκτικῆς. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν στὸ συμπέρασμα. Καὶ τελικῶς στὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν ἐφαρμοστικὴν πρᾶξιν.
Ἡ φαινομενολογία τοῦ Ἀνθελληνισμοῦ
Ἡ ἐμπειρία ὲκ τῆς ἑρμηνείας σοβαρῶν κειμένων ἔχει ὁδηγήσει τοὺς Ἑρμηνευτὲς στὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ χρῆσις γνωστῆς ὁρολογίας, δηλωτικῆς συγκεκριμένου θέματος, εἶναι ἀνεξάρτητη καὶ μὴ ἀπαραίτητη ,ὅταν ὑπάρχουν τὰ ἐπὶ μερους στοιχεῖα ἤ ὁ περιγραφικὸς ὁρισμός του.
Ὁ Νίτσε διαπιστώνει , ὡς συνεχιζόμενον ἱστορικὸν δεδομένον καὶ αἴτιον τῆς ἀποστροφῆς πρὸς τοὺς Ἕλληνες τὴν <<ἐνδότατη ἐξάρτηση κάθε τέχνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ἕως τὸν Σωκράτη>>. Ἡ ἀφετηριακὴ αὐτὴ διαπίστωσις εἶναι ὑποδηλωτικὴ τῆς ἑλληνικῆς πολιτισμικῆς τελειότητας καὶ πέρα τῆς καλλιτεχνικῆς ἁρμονίας. Ἡ καλλιτεχνικὴ ὡραιότητα ὡς μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας περικλείει τὴν κάθε ἀρετή, ἀφοῦ ἀρετή σημαίνει τελειότητα, ὅπως λ.χ. τῆς γνώσεως , τῆς σοφίας κ. π. ἄ. Ὁ Νίτσε ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια τῆς τέχνης μὲ εὐρύτητα, διὰ τοῦτο καὶ διερωτᾶται << Ἴσως ἡ Τέχνη εἶναι , ἐπίσης, ἕνα ἀναγκαῖον ἐνυπάρχον (correlativun) καὶ συμπλήρωμα τῆς ἐπιστήμης;>>
Ὁ Νίτσε συνεχίζει λέγων ὅτι ἡ συνειδητοποίησις τῆς προμνησθείσης ἐξαρτήσεως διεγείρει τὴν ἐπιθυμίαν τῆςἀπεξαρτήσεως ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.
Κατὰ λέξιν << Σχεδὸν σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε πολιτισμικὴ στάθμη, ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες>>. Ἐννοεῖ, προφανῶς, ἀπὸ τὴν πολιτισμικὴν ἐξάρτηση, ἐπειδὴ ἡ συνειδητοποίησις αὐτῆς τῆς ἐξαρτήσεως τοὺς προκαλεῖ << βαθειὰ δυσθυμία>>.
Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ φράση μὲ τὴν ὁποίαν εἰσάγει τὴν διαχρονικότητα τῆς ἀποπείρας ἀπεξαρτήσεως, << σχεδὸν σὲ κάθε ἐποχή>> καὶ <<σχεδὸν σὲ κάθε πολιτισμικὴ στάθμη>>. Ἡ φράσις ἐκφράζει τὴν ἀορίστως ἐπαναλαμβανομένην συμπεριφοράν.
Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ ἀναλογία. Ὁ Νίτσε ἐκτιμᾶ ὅτι ὑφίσταται σχέση ἀναλογίας τῆς ἀνθελληνικῆς συμπεριφορᾶς τῶν Δυτικοευρωπαίων πρὸς τὴν συμπεριφορὰν τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν τὸν Σωκράτη.
Γράφει κατὰ λέξιν:
<< ἔπρεπε νὰ συμπεριφερθοῦμε πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἕλληνες, ὅπως συμπεριφέρθηκαν οἱ Ἀθηναῖοι πρὸς τὸν Σωκράτη>>, δηλαδὴ καταδικαστικά, ἐνοχλημένοι ἀπὸ τὴν ὑπεροχή τους.
Ὁ Σωκράτης , ὅπως εἶναι γνωστόν, καταδικάστηκε, ἐπειδὴ -σύμφωνα μὲ τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν- ἦταν ὁ περισσότερον ἐλεύθερος, περισσότερον δίκαιος καὶ περισσότερον σώφρων ἀπὸ κάθε ἄλλο σύγχρονό του .
Κατὰ λέξιν
<< μηδένα εἶναι τῶν ἀνθρώπων ἐμοῦ ( δηλ. τοῦ Σωκράτους) μήτε ἐλευθεριώτερον μήτε δικαιότερον μήτε σωφρονέστερον >>[3] .
Τὸ σύμπλεγμα τῆς ὑστερήσεως.
Γράφει, κατὰ λέξιν ὁ Νίτσε:
<< ἐπειδὴ ἐνώπιόν τους (ἐννοεῖ τὰ ἑλληνικὰ ἐπιτεύγματα ) κάθε προσωπικὸν δημιούργημα (μας), ποὺ ἦταν κατὰ τὸ φαινόμενον πλήρως πρωτότυπον καὶ εἰλικρινῶς ἀξιοθαύμαστον, ἐμφανιζόταν νὰ χάνει αἰφνιδίως χρῶμα καὶ ζωντάνια, καὶ νὰ συρρικνώνεται σὲ ἕνα ἀποτυχημένον ἀντίγραφον, (σὲ) πραγματικὴν καρικατούραν>>, δηλαδὴ γελοιογραφίαν.
Οἱ δύο Ὀπτικές (ποιοὶ , γιὰ ποιὸν καὶ διατὶ ἀποφασίζουν).
Ψυχολογικὸν πρόβλημα προκαλεῖται λόγω τῆς ὑφισταμένης ἐντάσεως μεταξὺ τῆς ἕλξεως, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ τελειότητα τῶν ἑλληνικῶν ἔργων, καὶ τοῦ μίσους, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ ἀδυναμία ἐπιτυχοῦς μιμήσεως καὶ ὑπερβάσεως. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διαμορφώνει ἐντὸς τῆς ἀνθελληνικῆςκοινωνίας δύο διαμετρικῶς ἀντίρροπες Ὀπτικὲς, μίαν πλειοψηφοῦσαν καὶ μίαν μειοψηφοῦσαν.
Α.Ἡ πλειονοψηφοῦσα Ὀπτική.
Ἡ πλειονοψηφοῦσα ἀντίληψις περὶ τῶν Ἑλλήνων εἶναι σαφέστατα ἀνθελληνική, προβάλλουσα ἐνστάσεις καὶ ἐπικρίσεις κατὰ τῆς τελειότητος τῶν Ἑλλήνων, δηλαδὴ κατὰ τῶν δημιουργῶν πολιτισμοῦ, τὸν ὁποῖον μιμήθηκαν, ἀνεπιτυχῶς.
Ἡ καταπιεσμένη ὀργή
Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ποιοτικῆς ὑστερήσεως προκαλεῖ ἀρνητικά, δηλαδὴ ἀνθελληνικὰ συναισθήματα. Αὐτὰ ἔχουν ὡς συνέπεια νὰ ἐκδηλώνεται, κατὰ χρονικὰ διαστήματα καὶ εὐκαιρίας δοθείσης, ἡ καταπιεσμένη ὀργὴ κατὰ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐπειδὴ μολονότι εἶναι ὀλιγάριθμος, <<τολμᾶ>> νὰ χαρακτηρίζει ἐσαεὶ ὡς <<βαρβαρικὸν>> κάθετι ποὺ δὲν δημιουργήθηκε στὸ χῶρο του.
Διερωτῶνται , ἐπίσης ,ἀπαξιωτικὰ καὶ ἐξεγείρονται κατὰ τῆς ἀπαιτήσεως τῶν , προφανῶς συγχρόνων τους , Ἑλλήνων, δηλαδὴ τοῦ 19ου αἰῶνος, νὰ διεκδικοῦν ἰδιαιτερότητα, καὶ νὰ τυγχάνουν ἰδιαιτέρας ἀντιμετωπίσεως.
Σύμφωνα με τὴν φρασεολογία τοῦ Νίτσε:
<<Διερωτᾶται κάποιος ῾῾ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἄν καὶ εἶχαν νὰ ἐπιδείξουν [α] μιὰν ἐφήμερην ἱστορικὴν λάμψιν, [β] μόνον γελοἰως περιορισμένους θεσμούς, [γ] μόνον μίαν ἀμφίβολην ἠθικήν, καὶ μάλιστα χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἀποκρουστικὰ πάθη, [δ] ἀπαιτοῦν τιμήν, ἡ ὁποία προσιδιάζει στὴ μεγαλοφυϊα μεταξὺ τῆς μάζας>>.
Ἡ λέξις << ἀπαιτοῦν>> ἀποκαλύπτει τὴν ἀξιοπρεπῆ συμπεριφορὰν τῶν Ἑλλήνων τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδὴ εἰς περίοδον χρεωκοπίας !
Εἰς τὰ ἀνωτέρω διαλαμβάνονται ἀναλυτικῶς τὰ ἑπόμενα:
(α) Τὸ ἀρνητικὸν πληθυσμικὸν κριτήριον. Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἕνας ἀριθμητικὰ μικρὸς λαός. Ἡ ἑλληνικὴ ἐπικράτεια ἔφθανεν, τότε, ὀλίγον κάτω τοῦ Ὀλύμπου! Τὸ ἀντικειμενικὸν γεγονὸς τοῦ μικροῦ ἀριθμοῦ πληθυσμοῦ λαμβάνεται ὡς μειονέκτημα, μὴ συνδυαζόμενον πρὸς τὸ μεγαλεῖον. Τῆς σκέψεως αὐτῆς ὑπόκειται ἡ ἀντίληψις ὅτι ἡ ποσότητα ὁρίζει καὶ τὴν ποιότητα, δηλαδὴ τὸ μέγεθος - καὶ κατ᾽ἀναγωγὴν ὁ ἀριθμὸς- εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ποιοτικὸν κριτήριον. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἀπάδει πρὸς τὴν ἀρχαίαν- καὶ ἐλπίζω καὶ τὴν νέαν[xv]- ἑλληνικὴν σκέψιν.
(β) Τὸ κριτήριον τῆς ἀκραίας τολμηρότητος .Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς κατηγορεῖται ὡς δρασύς, ἐπειδὴ ἐτόλμησε νὰ χαρακτηρίσει τοὺς ἄλλους καὶ τὰ δημιουργήματά των ὡς πολιτισμικῶς ἀτελῆ .Κατὰ λέξιν ὡς βάρβαρα. Ἡ ἀρετὴ τῆς τόλμης θεωρεῖται ὡς μειονέκτημα, μολονότι ἡ τόλμη ὑπῆρξεν καίριον γνώρισμα τοῦ Ἕλληνος καὶ κατὰ τὴν περίοδον τοῦ ὑπὲρ τῆς Ἀνεξαρτησίας Ἀγῶνος.
(γ) Τὸ κριτήριον τῆς περιορισμένης χρονικῶς πολιτισμικῆς ἀκμῆς. Οἱ ἐπικριτὲς τονίζουν ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶχε περιορισμένην χρονικῶς πολιτισμικὴν λάμψιν· δὲν εἶχε δηλαδὴ συνέχεια πολιτισμικῆς προσφορᾶς.
Καὶ αὐτὸ τὸ κριτήριον ἀνήκει στὰ ποσοτικά, δηλαδὴ τὴν χρονικὴν διάρκειαν τῆς ἑλληνικῆς προσφορᾶς.
Τὸ λογικὸν σφᾶλμα τῆς ὑποκατάσεως τῆς ποιότητος ἀπὸ τὴν ποσότητα παραθεωρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ βασικῆς σπουδαιότητος πολιτισμικὴ προσφορὰ ἔχει παραμόνιμη ἀξία, ὅταν οὐδεὶς κατώρθωσε νὰ τὴν ὑπερβῆ. Παραμένει ,κατὰ συνέπειαν, ὑπόδειγμα καὶ πολιτισμικὸς κανών.
Ἕνα ὑπομνηστικὸν σχόλιον, διακριτικὸν μεταξὺ βασικῶν ἤ θεμελιωδῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐφαρμογῶν τους, κρίνω ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον νὰ ὑπομνησθῆ εἰς τοὺς μετ᾽ἐπιστήμης σταθμίζοντας τὰ πράγματα. Ἡ ἐξέλιξις τῶν πρακτικῶν ἐφαρμογῶν τῶν βασικῶν θεωρητικῶν ἀρχῶν, δὲν καταργεῖ τὴν ἀνυπέρβλητη ἀξία αὐτῶν τῶν ἀρχῶν . Ἡ ἀρχή, λέγει ἕνα ἀξίωμα, εἶναι τὸ ἥμισυ τοῦ παντός. Δὲν ὑστερεῖ πολιτισμικῶς ὁ λαὸς ὁ ὁποῖος ἀνεκάλυψεν τὶς βασικὲς ἀρχές, οἱ ὁποῖες ἔγιναν παγκόσμιον κτῆμα καὶ στερεὰ βάσις ἀνεξαντλήτου ἀριθμοῦ ἐφαρμογῶν , ἕως σήμερα. Τὸ μωρὸν αὐτὸ ἐπιχείρημα ,περὶ τῆς βραχυχρονίου δῆθεν προσφορᾶς τῶν Ἑλλήνων , χρησιμοποιήθηκε καὶ προσφάτως, ἀπὸ τὰ ἀνθελληνικὰ καὶ στερούμενα γνώσεως καὶ ἐπιγνώσεως κεντροευρωπαϊκὰ καὶ βορειοευρωπαϊκα μέσα ἐνημερώσεως (;).
(δ)Τὸ κριτήριον τῶν ἀτελῶν ἑλληνικῶν θεσμῶν. Χλεύαζονται ἀπὸ τοὺς ἐπικριτὲς οἱ ἑλληνικοὶ θεσμοὶ , χαρακτηριζόμενοι μάλιστα ὡς περιορισμένοι καὶ γελοῖοι. Ὑποθέτω ὅτι ἡ κριτικὴ ἀναφέρεται εἰς τοὺς θεσμοὺς τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδὴ τοῦ νεοϊδρυθέντος ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖον ἠγωνίζετο νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ ὀθωμανικὸ θεσμικὸ πλαίσιο. Τὸ κριτήριον ἔχει προφανῶς ὡς ὑποκείμενον ὅρον συγκρίσεως τὸ δυτικοευρωπαϊκὸν θεσμικὸν πλαίσιον, τὸ ὁποῖον προβάλλει ἐμμέσως ὡς δῆθεν ὑπερκείμενον καὶ συνεπῶς ἀξιομίμητον! Τὸ κριτήριον αὐτὸ ὑποκρύπτει πιθανῶς τὴν γερμανικὴν πικρίαν διὰ τὴν ἀπώλειαν τῆς γερμανικῆς λαβῆς ἐπὶ τῆς πορείας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, μέσω τοῦ ὀθωνικοῦ συστήματος ἐξουσίας.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνέστησεν εἰς τὸν Ὄθωνα νὰ μὴ προχωρήση σὲ βίαιο ἐξευρωπαϊσμον τοῦ κράτους, ἀλλὰ σὲ σταδιακόν.
(ε)Τὸ κριτήριον τῆς ἑλληνικῆς ἀνηθικότητος. Οἱ Ἕλληνες κατηγοροῦνται ὡς λαός ,διεπόμενος δῆθεν ἀπὸ ἀποτρόπαια πάθη, τὰ ὁποῖα δὲν μνημονεύονται. Ἀλλὰ τὰ ἐκ τῆς ἱστορίας γνωστὰ φρικαλέα πάθη τοῦ κρίνοντος λαοῦ ἤ τοῦ συστήματος τῶν ὁμοτρόπων δυτικοευρωπαϊκῶν λαῶν ὑπερβαίνουν εἰς ποσότητα καὶ βαρύτητα τὰ ἀπροσδιόριστα πάθη τοῦ ἐπικρινομένου λαοῦ. Τὰ ἀορίστως καταγγελλόμενα αὐτοαναιροῦνται ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτόμενον ὑπὸ τοῦ Νίτσε βορβορώδη ἀνθελληνικὸν ψυχισμόν.
Ὁ Νίτσε συνεχίζει μὲ ἄμφασιν :
<< ... κάθε δηλητήριον, ὁ φθόνος, ἡ συκοφαντία καὶ ἡ καταπιεσμένη ὀργὴ δὲν ὑπῆρξεν ἐπαρκὲς πρὸς ἐξόντωσιν ἐκείνης τῆς ἀξιοθαύμαστης ὡραιότητας>> ( ἐννοεῖται τῶν Ἑλλήνων ).
Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ έξοντωτικοῦ Ἀνθελληνισμοῦ. Ἡ ἀρνητικὴ ἀξιολόγησις τῶν Ἑλλήνων, ἐν συνδυασμῶ πρὸς τὸ ὀχληρὸ γεγονὸς τῆς ἀδυναμίας ἀπεξαρτήσεως ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ κεκτημένου, ὁδηγεῖ εἰς τὴν στρατηγικὴν ἐπιλογὴν τῆς καταστροφῆς, ὡς τῆς τελικῆς λύσεως τοῦ ἑλληνικοῦ προβλήματος [xvi].
Ἀλλἀ κανεὶς δὲν κατώρθωσε νὰ ἀνακαλύψη τὸ κώνιον ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἕλληνες ,μιὰ γιὰ πάντα (δηλ.ὁριστικά).
Κατὰ λέξη καὶ κατὰ τὸν Νίτσε:
<< Δυστυχῶς ,δὲν ὑπῆρξεν κάποιος τόσον τυχερός, ὥστε νὰ εὕρη τὴ φιάλη τοῦ κωνείου[4] μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ παραμερίσει ἀπὸ μία τέτοια (ἀνθρώπινη) ὀντότητα , ἐπειδὴ κάθε δηλητήριον, ὁ φθόνος, ἡ συκοφαντία καὶ ἡ καταπιεσμένη ὀργὴ ποὺ ἐμπεριεῖχαν [ τὰ χρησιμοποιηθέντα μέσα] δὲν ὑπῆρξεν ἐπαρκὲς πρὸς ἐξόντωσιν ἐκείνης τοῦ αὐτοεπαρκοῦς μεγαλείου >> ( ἐννοεῖται τῶν Ἑλλήνων ).
Μὲ συνέπεια οἱ ἐπίβουλεὐομενοι τοὺς Ἕλληνες νὰ νὰ αἰσθάνωνται ἐντροπὴ καὶ φόβο ἀπέναντι στοὺς Ἕλληνες! xiv
B.Ἡ μειοψηφοῦσα Ὀπτικἠ τοῦ Ἑνός
Καὶ ἡ μειονοψηφοῦσα Ὀπτικὴ περὶ τῆς ἐξαιρέτου σπουδαιότητος τῶν Ἑλλήνων, ἐκφράζεται μὲ τοὺς λόγους τοῦ Νίτσε. Ἡ θέσις του , ὅπως σημειώθηκε, παραμένει σταθερή, δεκατέσσερα χρόνια (1886) μετά τὸ πρῶτον ἔργον του, ὅταν ὁ ἴδιος δημοσίευσε ὡς ἀπάντησιν προφανῶς ἐπικρίσεων- τὴν <<ἀπόπειραν αὐτοκριτικῆς>> τοῦ πρώτου ἔργου του (<<Ἡ Γέννησις τῆς τραγωδίας>>) . Ἐξακολουθεῖ νὰ χαρακτηρίζει τοὺς Ἕλληνες μὲ ὑπερθετικοὺς προσδιορισμούς, δηλαδὴ ὡς << τὸ πιὸ καλοσυγκροτημένο, τὸ πιὸ ὡραῖο, τὸ πιὸ ἀξιοζήλευτο εἶδος ἀνθρώπου μέχρι σήμερα , τὸ πιὸ ἱκανὸ νὰ μᾶς σαγηνεύσει ὑπὲρ τῆς ζωῆς (εἶναι) οἱ Ἕλληνες>>.
Ὁ ἀνωτέρω ἀφορισμὸς σημαίνει συμπερασματικῶς, ὅτι τὸ ἑλληνικὸν εἶδος ἀνθρώπου εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν Νίτσε τοῦ 19ου αἰῶνος τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομικῆς χρεωκοπίας, <<Ἄριστα συγκροτημένον>>, δηλαδὴ ἄρτιον εἶδος ἀνθρώπων.
Ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν Ἑλλήνων ὡς << ἄρτιον εἶδος ἀνθρώπων>> συμπεριλαμβάνει , ὸ ὡραῖον, τὸ ἀξιαγάπητον, συνεπῶς ἑλκυστικὸν καὶ ἀξιομίμητον εἶδος ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα (ἐνν.19ον αἰῶνα), συνιστᾶ δηλαδὴἕνα συνεχὲς γεγονὸς( τελειότητος) .
Ἀποτελεῖ τὸν γοητευτικὸ Λαὸ , ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ σαγηνεύη ὅλους ὑπὲρ τῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἐπενεργεῖ θετικὰ ὑπὲρ τῆς ζωῆς.
Ἡ τελικὴ ἔκβαση :
Τὸ ἀχίλλειον ἅλμα.
Ὁ Νίτσε καταλήγει σὲ μία προφητικοῦ τύπου πρόβλεψιν :
<<Εἶναι βέβαιον ὅτι κάπου κάπου [δηλαδή, σποραδικά] ἐμφανίζεται κάποιος, ποὺ ἀναγνωρίζει τὴν ἀκέραιη ἀλήθεια [δηλ.ὁλόκληρη], ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι ἠνίοχοι [ δηλ. ἡγέτες] κάθε ἐπερχομένου [δηλ. νέου] πολιτισμοῦ. Καὶ ὅτι τόσον τὰ ἅρματα [δηλ. Τὰ ἐργαλεῖα], ὅσνο καὶ τὰ ἄλογα [ δηλαδὴ οἱ προωθητικὲς δυνάμεις] τοῦ ἐπερχομένου πολιτισμοῦ εἶναι πολὺ χαμηλῆς ποιότητος σὲ σχέση μὲ τοὺς ἠνιόχους [ δηλ. τοὺς Ἕλληνες], οἱ ὁποῖοι ἀθλοῦνται [ δηλ. Πειραματίζονται, τολμοῦν]ὁδηγῶντας τὸ ἅρμα [δηλ. τοῦ νέου πολιτισμοῦ] στὴν ἄβυσσο [δηλ. τὸν ἀνεξέλεκτο χῶρο, τὸ χάος], τὴν ὁποίανὑπερβαίνουν μὲ ἀχίλλειον ἅλμα>>.
Τάδε ἔφη, λοιπὸν ὁ Νίτσε περὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἀνθελλήνων
Ἐμεῖς, οἱ Ἕλληνες συλλογικῶς καὶ οἱ Πολιτικοί μας καὶ ἡ Διπλωματία μας εἰδικῶς , ὀφείλουμε νὰ προσθέσουμε εἰς τὴν ἔξωθεν μαρτυρίαν (Νίτσε) τὴν ἐσωτερικὴν ἱστορικὴν μαρτυρίαν καὶ νὰ συνεκτιμήσουμε τὴν σύγχρονη ἐμπειρίαν τῆς ἕως τώρα συμβιώσεώς μας μὲ τοὺς Δυτικοευρωπαίους. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ μετὰ λόγου γνώσεως καὶ ἐπιγνώσεως ἐπιβιωτικὴ πορεία μας.
Ἠλίας Β.Οἰκονόμου, ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν