«Το ποιο επικίνδυνο από όλα τα ηθικά διλήμματα είναι όταν, είμαστε υποχρεωμένοι να κρύβουμε την αλήθεια για να βοηθήσουμε την αλήθεια να νικήσει»
«Στο τέλος θα θυμόμαστε, όχι τα λόγια των εχθρών μας, αλλά, την σιωπή των φίλων μας»
"Σε έναν κόσμο προπαγάνδας, η αλήθεια είναι πάντα μια συνωμοσία"

Κώστας Σαραντόπουλος: «Βαλτέτσι 1944» Οι Κομμουνιστές έσφαζαν τα παιδιά σαν αρνιά

Δημοκρατικά Τάγματα Θανάτου στην Ελλάδα: «Βαλτέτσι 1944»


ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΣΗΜΕΡΑ: Στη δική τους Δημοκρατία, η ΕΒΡΑΙΑ Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι η δικαστής, που αθώωσε το Γιάννο Παπαντωνίου.

***

Μέχρι το τέλος του 1943, το ΕΑΜ είχε εξολοθρεύσει όλες τις εθνικές ομάδες αντίστασης στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου. Μοναδικοί εγγυητές της ασφάλειας των πολιτών από τις καταδιώξεις του ΕΑΜ, απόμειναν μόνο στις κύριες πόλεις και σε μερικές κωμοπόλεις, οι μονάδες των Ταγμάτων Ασφαλείας, που σχηματίσθηκαν υπό την αδήριτη ανάγκη της προστασίας των πολιτών από την εγκληματική δραστηριότητα του ΕΑΜ. Θα πίστευε κανείς ότι, με την σχεδόν πλήρη τότε επικράτηση του ΕΑΜ στην ύπαιθρο, τα περιοριστικά μέτρα που είχε επιβάλει, στον λαό της υπαίθρου θα χαλάρωναν. Δυστυχώς συνέβη το αντίθετο. Την περίοδο εκείνη οι Γερμανοί είχαν συμπτυχθεί και περιορισθεί στις μεγάλες πόλεις. Οι έξοδοί τους προς την ύπαιθρο περιορίζονταν μέρα με τη μέρα. Από την άλλη πλευρά η θέση του ΕΑΜ είχε εδραιωθεί και δεν φαινόταν στον ορίζοντα καμιά απειλή για να το εκτοπίσει. Και όμως, σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως πλήθαιναν. Οι κρατούμενοι εθεωρούντο από το ΕΑΜ ως πολιτικοί του αντίπαλοι και βασανίζονταν για να καταστούν στο τέλος ρομπότ των οργανωτών του, ή σε άλλες περιπτώσεις να εκτελεστούν.

Στρατόπεδα υπήρχαν παντού. Υπολογίζεται ότι σε κάθε 10-15 χωριά αντιστοιχούσε και ένα στρατόπεδο. Καθημερινώς μέλη της ΟΠΛΑ μετέφεραν εκεί κρατουμένους από διάφορα μέρη (χωριά και πόλεις). Αθώοι κλείνονταν στα στρατόπεδα με το αιτιολογικό ότι ήταν τάχα προδότες, γερμανόφιλοι, φασίστες, αντιδραστικοί και ό,τι άλλο οι τοπικοί υπεύθυνοι σοφίζονταν. Τα στρατόπεδα αυτά κατάντησαν Γολγοθάς και τόπος μαρτυρίου για πολλές χιλιάδες αθώων Ελλήνων. Αναφέρουμε μερικά, κυρίως στην περιοχή της Αρκαδίας και γειτονικούς νομούς, όπως στην Καντήλα (Μπεντενάκι), Βάχλια, Ποστοβίτσα, Αγία Σωτήρα, Βούρβουρα, Μαυρίκι, Κούτρουφα Κυνουρίας, Νέα Επίδαυρος, Άγιος Γεώργιος (Φενεός), Χάραδρος Κυνουρίας κ.ά.

***


Την επιχείρηση εναντίον του Βαλτετσίου, στις 15 Ιουνίου 1944, ανέλαβε η 3η Ταξιαρχία της Γ’ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και συγκεκριμένα το 6ο και το 12ο Σύνταγμα. Έλαβε ακόμη μέρος και το ανεξάρτητο τάγμα Αιγιαλείας. Η συνολική δύναμη πλησίαζε τους 2.500 άνδρες. Το σχέδιο περιελάμβανε και τη μεταφορά των λαφύρων και της λείας που επρόκειτο ν’ αρπάξουν από το πλιάτσικο και τη λεηλασία των βαλτετσιώτικων σπιτιών. Προς τούτο αγγάρευσαν 500 περίπου χωρικούς με τα υποζύγιά τους (κυρίως ημιόνους) από τα γύρω χωριά. Κάθε ημιονηγός θα συνοδευόταν από δύο αντάρτες. Ειδική ομάδα ανταρτών θα επέβλεπε τα είδη τροφίμων και ρουχισμού που θα φορτώνονταν στα ζώα. Έμφαση είχε δοθεί στην αρπαγή γαλακτομικών προϊόντων. Η εντολή ήταν να μαζέψουν όσο περισσότερο τυρί μπορούσαν καθώς και ρούχα και ό,τι άλλο αξιόλογο έβρισκαν. Δικαίως λοιπόν η επίθεση κατά του Βαλτετσίου χαρακτηρίστηκε και ως ληστρική επιδρομή. Άλλη ομάδα ανταρτών θα ανελάμβανε τη μεταφορά των τυχόν τραυματιών και νεκρών της μάχης. Ειδική τέλος ομάδα ανέλαβε την αποστολή να βάλει φωτιά στα σπίτια που είχε αποφασιστεί ότι έπρεπε να καούν. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ δεν άφησε τίποτε στην τύχη, αλλά μελέτησε μεθοδικά όλες τις λεπτομέρειες και τους στόχους της επιχείρησης και κατέστρωσε το σχέδιο της επιθέσεως. Την όλη επιχείρηση αποφάσισε και εκτέλεσε προσωπικά ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης μαζί με το επιτελείο του…

Καμία πρόνοια δεν είχε ληφθεί για την προστασία των αμάχων, ή τουλάχιστον για τη διαφυγή τους σε περίπτωση επιδρομής των ανταρτών. Έτσι ο καθένας φρόντισε για την προστασία της οικογένειάς του και τη δική του, όπως έκρινε πρόσφορο την εφιαλτική εκείνη ώρα. Οι περισσότεροι κατέβηκαν στα κατώγια των σπιτιών τους και κρύφτηκαν στα ασφαλέστερα σημεία, αφού κλειδαμπάρωσαν τις πόρτες. Μετά την εξουδετέρωση των πρώτων αντιστάσεων οι εισβολείς βεβαιώθηκαν ότι οι Βαλτετσιώτες ήταν ουσιαστικά άοπλοι. Έτσι, παράλληλα προς την επίθεση κατά των θυλάκων άμυνας, επιδόθηκαν σε συλλήψεις αμάχων, καθώς και σε λεηλασίες και πυρπολήσεις σπιτιών, όπως προέβλεπε το σχέδιο που είχαν καταστρώσει. Μανιασμένοι και με άγριες φωνές καλούσαν τους ενοίκους των σπιτιών ν’ ανοίξουν τις πόρτες και να βγουν έξω. Όταν πλησίαζαν ένα σπίτι, απέφευγαν να μπούνε πρώτοι μέσα, φοβούμενοι μήπως κτυπηθούν από τυχόν ταμπουρωμένους ένοπλους. Γι’ αυτό υποχρέωναν τους χωρικούς, που είχαν προηγουμένως συλλάβει, να μπαίνουν αυτοί πρώτοι στα σπίτια ως ασπίδα για τη δική τους προστασία. Σε άλλες περιπτώσεις έβαζαν φωτιά στο ισόγειο για ν’ αναγκάσουν όσους κρύβονταν μέσα να εξέλθουν, για να τους συλλάβουν στη συνέχεια. Σ’ αυτήν την επιχείρηση δεν έκαναν καμία διάκριση. Όλοι ήταν εχθροί και έπρεπε να συλληφθούν και να τιμωρηθούν. Η συμπεριφορά τους ήταν βάρβαρη και σκληρή. Νέοι, ηλικιωμένοι, μικρά παιδιά, γυναίκες με μωρά, αντιμετώπισαν την ίδια σκληρότητα. Τούς έβριζαν και τους ξυλοκοπούσαν για να μαρτυρήσουν που είναι οι άντρες των σπιτιών και που κρύβονταν οι…Γερμανοί(!). Στη συνέχεια τους συγκέντρωναν στον Πλάτανο και την εκκλησία. Η περιοχή αυτή δεν άργησε να γεμίσει από γυναικόπαιδα. Η εικόνα ήταν σπαρακτική. Φωνές, απειλές και ξυλοδαρμοί από το ένα μέρος. Κλάματα, διαμαρτυρίες, πανικός και βογγητά από το άλλο. Τα παιδιά μαζεμένα γύρω από τις μητέρες τους τσίριζαν από τον φόβο τους…

Οι αιχμάλωτοι ξεπερνούσαν τα 140 άτομα. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα και μόνο 20 από αυτούς ήταν άντρες που άνηκαν στον Λόχο. Στον Πλάτανο είχαν ξεχωρίσει τους άνδρες αυτούς από τον άμαχο πληθυσμό και τους είχαν δέσει τα χέρια τους πισθάγκωνα. Από τον Πλάτανο και την εκκλησία μετέφεραν όλους τους αιχμαλώτους στα Πάνω Αλώνια, θέση όπου βρίσκεται σήμερα το νέο σχολείο του χωριού. Και εδώ η ίδια εικόνα και ακόμη χειρότερη. Η κακομεταχείριση συνεχίστηκε. Ιδιαίτερα έδερναν και απειλούσαν τους άντρες, καθώς τους ανέκριναν για να μάθουν τον ρόλο του καθενός μέσα στο χωριό…

Η καταλήστευση του χωριού δεν σταμάτησε στο προγραμματισμένο πλιάτσικο. Συμπληρώθηκε και με το ανεξέλεγκτο ατομικό πλιάτσικο, με το οποίο ο κάθε αντάρτης θέλησε να επιβραβεύσει τον εαυτό του για τη συμμετοχή του στην εκστρατεία κατά του Βαλτετσίου. Έτσι ολοκληρώθηκε η καταλήστευση των σπιτιών και από τους αντάρτες με ό,τι χρήσιμο για τον εαυτό τους έβρισκαν εκεί: Χρήματα, κοσμήματα, πολύτιμα αντικείμενα, ενδύματα, υποδήματα κ.λπ. Σε αρκετές περιπτώσεις αφαίρεσαν και τα ρούχα, τα δακτυλίδια και τους σταυρούς από τους αιχμαλώτους και τους νεκρούς. Ακόμη, λεηλατήθηκε και το σχολείο και η εκκλησία. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η εισβολή στο Βαλτέτσι έμοιαζε περισσότερο με επιδρομή ληστών παρά με στρατιωτική επιχείρηση…

Η μάχη κράτησε πάνω από 3½ ώρες. Μετά την εξουδετέρωση και της τελευταίας αντίστασης των ανδρών της φρουράς του Βαλτετσίου και την ολοκλήρωση της λεηλάτησης και της πυρπόλησης των σπιτιών, οι επιδρομείς άρχισαν κατά τις 7.30′ π.μ. να αποχωρούν σταδιακά, αποκομίζοντας 140 περίπου αιχμαλώτους, 400 και πλέον ζώα φορτωμένα με λάφυρα και 15.000 γιδοπρόβατα. Πίσω τους άφησαν θάνατο, ερείπια, πόνο και δάκρυα. Οι νεκροί ήταν 36 άτομα (συν 7 τραυματίες που εξέπνευσαν αργότερα).

***

Ο θάνατος του Μήτσου I. Ράμμου υπήρξε μαρτυρικός. Έγινε μπροστά στα μάτια του νεαρού Γιάννη Α. Σκαλτσά, ο οποίος και τον περιγράφει: Οι ΕΛΑΣίτες είχαν συλλάβει τον Μήτσο Ράμμο και βρίσκονταν έξω από το σπίτι του Αντώνη Καραμάνη. Εκεί αφού τον έδειραν τον διέταξαν να μπει στο κατώι του διπλανού σπιτιού του Γιώργη Δημαράκη (Σμπαρλή), για να δει αν υπάρχουν κρυμμένοι Βαλτετσιώτες. Ο Μήτσος πήγε μέσα στο σκοτεινό υπόγειο και γύρισε λέγοντας ότι δεν είδε ανθρώπους. Την ώρα εκείνη αποπειράθηκε να δραπετεύσει αλλά αμέσως τον συνέλαβαν. Γυρνώντας το βλέμμα του ο Σκαλτσάς είδε έναν αντάρτη να κόβει τον λαιμό του Μήτσου σαν αρνί. Περιφερόμενος ο γράφων στο χωριό ευθύς μετά τη μάχη, για να μάθω για τον πατέρα μου, είδα τον λεβεντόκορμο με τα κατσαρά μαλλιά γείτονα μου Ράμμο σφαγμένο. Του είχαν κόψει το λαιμό. Το τραύμα ήταν μεγάλο και βαθύ και φαίνονταν οι αυχενικοί σπόνδυλοι. Στο ανοιχτό στόμα του οι δήμιοι είχαν τοποθετήσει το ακρωτηριασμένο μόριό του… Οι φονιάδες του είχαν αφαιρέσει τα ρούχα και τα παπούτσια και τον άφησαν μόνο με τα εσώρουχα, όπως το έκαμαν σε όλους σχεδόν τους φονευθέντες Βαλτετσιώτες. Ο φονιάς είναι γνωστός στους επιζώντες σήμερα Βαλτετσιώτες. Δεν συντρέχει λόγος ν’ αναφερθεί το όνομά του. Δεν φταίνε σε τίποτα οι απόγονοί του.

Ασυνήθιστη βαρβαρότητα έδειξαν και στη Γιαννούλα, σύζυγό του Γιώργη Παπαοικονόμου. Όταν η Γιαννούλα είδε ότι επρόκειτο να κάψουν το σπίτι της, διαμαρτυρήθηκε δυναμικά και λογομάχησε με τους αντάρτες. Ένας αντάρτης είπε στη Γιαννούλα να φύγει και να πάει στην εκκλησία, που είναι απέναντι από το σπίτι της και τη συνόδευσε μέχρι τη μικρή πόρτα στη μάντρα του ναού. Εκεί, κάποιος από τους αντάρτες, επιτέθηκε στη Γιαννούλα και την κατακρεούργησε. Την είδαμε νεκρή, αυτή τη μεγαλογυναίκα κάτω από τον μικρό πλάτανο που είναι στο προαύλιο της εκκλησίας. Το μαχαίρι, της είχε κόψει τον λαιμό στο επίπεδο του μήλου του Αδάμ. Το τραύμα ήταν πλατύ και βαθύ. Στο πρόσωπο είχε μερικές αμυχές και μώλωπες, πιθανότατα από ξυλοδαρμό. Τα ρούχα στο πάνω μέρος του σώματός της ήταν ξεσκισμένα. Της είχαν αφαιρέσει και τους μαστούς της. Είναι βέβαιο ότι τη Γιαννούλα δεν την έσφαξαν τη στιγμή που οι αντάρτες μπήκαν στο σπίτι της, αλλά αργότερα, εν ψυχρώ. Ο Γιώργης ο άνδρας της, αιχμαλωτίστηκε έξω από το χωριό. Τα τρία ανήλικα παιδιά τους, Γιαννούλης 15 ετών, Μαρία 13, και Νίκος 11 ετών, τα πήραν στην αιχμαλωσία.

***

Από τις παντρεμένες Βαλτετσιώτισσες που κλείστηκαν στο στρατόπεδο του Άη Γιώργη στον Φενεό, οι τρεις ήταν έγκυοι (η Βασίλω Γ. Στάικου, η Αγγελική Γ. Μπαμή και η Μαρίτσα Γ. Κοκκάλα). Η Βασίλω Στάικου, 34 ετών, εγέννησε εκείνες τις ήμερες στο στρατόπεδο. Όπως μας είπαν, ο ξεναγός μας και ο καλόγερος, το βρέφος έκλαιγε συνεχώς, διότι η μητέρα του από τις στερήσεις και τις κακουχίες δεν είχε αρκετό γάλα για να χορτάσει. Ενοχλημένος από το κλάμα ένας άγριος ΕΛΑΣίτης το άρπαξε από την αγκαλιά της μάνας του, λέγοντας: «Θα το ταΐσω εγώ». Μάταια η Βασίλω προσπάθησε με κλάματα ν’ αντισταθεί σαν τις μάνες των πουλιών, όταν κάποιος τους παίρνει από τη φωλιά τα μικρά τους. Εκείνος το εκσφενδόνισε έξω από τη μάντρα του μοναστηριού, όπου βρήκε τον θάνατο. Κανένας δεν τόλμησε να το περισυλλέξει.

(«Βαλτέτσι 1944» – Κώστας Σαραντόπουλος)

https://www.pare-dose.net/4990?

Σχόλια