Χρήστος Καραγιάννης: Η προδομένη αντίσταση

Δημοκρατικά Τάγματα Θανάτου: «Η προδομένη αντίσταση»


27 Μαρτίου 1944. Μέσ’ από το πυκνό σύδενδρο προβάλλει καινούργια εσοδεία μελλοθανάτων.

Τους φέρνει ο Τζαβέλλας. Κι είναι γιομάτος χαρά γιατί κατόρθωσε ν’ αρπάξη από το φιλήσυχο χωριουδάκι Ταγγαράδες, έξη οικογενειάρχας.

Κινητοποίησε μάλιστα ολόκληρη βαρειά οπλισμένη διμοιρία που τον ενίσχυσε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ μ’ άλλους σαράντα άνδρες. Ο Γεροδήμος ολόχαρος…

Καυχάται πως αυτός μαζί με άλλους πιστούς του χωριού, έφεραν την…«αντίδραση»: Τον πρόεδρο του χωριού Γιώργο Λιαρνακόπσυλο, τον Αντώνη Δαλγτζόγλου πατέρα 5 παιδιών, τον Γιάννη Κιουράνη πατέρα τριών παιδιών, τον Αλέκο Κοντοπίδη και τον γιατρό Γιώργο Xατζηχρήστου… Τους πηγαίνουν στη διοίκηση του τάγματος.

Με κλωτσιές και χαστούκια τους συνοδεύει ο Γεροδήμος. Διατάζει ν’ αρχίσουν αμέσως οι ανακρίσεις, κάμνοντας εξαίρεση στη συνηθισμένη τακτική του. Τους άλλους κρατουμένους, ως τώρα τους κρατούσε λίγες μέρες υποδίκους. Μ’ αυτούς όμως βιάζεται να τελείωση όσο μπορεί πιο γρήγορα.

Τους πάνε στη χαράδρα, 100 μέτρα μακρυά από τη διοίκηση. Τους ξεγυμνώνουν. Κι ο Γεροδήμος όλο και παρακινεί, όλο κι ερεθίζει τους εκτελεστάς… Τα συρματόσχοινα και τα κοντάκια στήνουν χορό στην πλάτη των δύστυχων χωρικών. Κείνοι αγόγγιστα δέχονται όλα, μα δεν μιλούν. Του κάκου, ώρες τώρα, μανιασμένος ο Γεροδήμος προσπαθεί να τους λύση τη γλώσσα. Αποκαμωμένος, δίνει τη θέση σ’ άλλον. Κι ο καπετάν Τρομάρας, ο κοντός αρχιδήμιος, μ’ έναν πήχυ μπόι, μάτια μικρά, φρύδια σμιχτά στρίβοντας, όπως συνήθως, τα τσιγγελωτά του μουστάκια, ανασκουμπώνεται και σαν λυσσασμένος αρχίζει μ’ ακατάπαυστες βουρδουλιές στις πλάτες, στο πρόσωπο, στην κοιλιά να χτυπάη τον πρόεδρο Λιαρνακόπουλο Γιώργο…

Κι ο λαϊκός αυτός ιεροεξεταστής δεν ξέρει πια τι κάνει. Κλωτσιές στην κοιλιά, τούφες τα μαλλιά ξεριζωμένα στις χούφτες του, ψαλλίδισμα αυτιών, ισοπέδωση της μύτης, ξυλιές και βουρδουλιές στην πλάτη, στο πρόσωπο…

Αγριεμένος ο Γεροδήμος βγάζει το μαχαίρι του και του κόβει τη φύση του "ΤΟ ΜΟΡΙΟ-ΠΕΟΣ", την τοποθετεί στο ματωμένο στόμα του, λέγοντας με σαρκασμό: «Κάπνισε σκυλί το πούρο του Τσώρτσιλ σας.

Τραγούδησε τραγούδια εθνικιστικά». Και δίνοντας και τα υπόλοιπα δύο γεννητικά του όργανα στο χέρι: «Ρίξε τα ζάρια για να δης αν θα ‘ρθη ο βασιλιάς σου ο βους»…

Ένας σπαραξικάρδιος σπαραγμός, μια γκριμάτσα αζωγράφιστου πόνου, ένας ξεψυχισμένος ψίθυρος και σωριάζεται με γδούπο στην αιματόβρεχτη λάσπη.

Δύο αντάρτες από τους Ταγγαράδες διατάσσονται να «περιποιηθούν» τον συγχωριανό τους γιατρό Γιώργο Xατζηχρήστου. Αρχίζουν με δισταγμό, μουδιασμένοι… Ο γιατρός είχε σώσει το άρρωστο παιδί του ενός και του αγόρασε όλα τα φάρμακα, επειδή δεν είχε χρήματα… Στην ψυχική κατάσταση που βρίσκονται, συγκλονίζομενοι απ’ αντίθετα ρεύματα αισθημάτων, δεν στοχάζονται δίπλα τους την παρουσία του καπετάν Τρομάρα: «Χαρτογιακάδες… Κρίμα στη διαφώτιση. Μηδενικό στις εξετάσεις που δώσατε σήμερα. Χωριανοί σας. Και ύστερα; Σ’ έσωσε ο γιατρός.

Και μετά; Ο Νίκος ρε ο Ζαχαριάδης, καθάρισε με τη φαλτσέτα τον αδελφικό του φίλο, τον Γεωργοπαπαδάτο κι εσεις μου σπλαχνίζεσθε τούτον τον λιμοκοντόρο; Φτου σας, να μου χαθήτε. Τσακισθήτε να μην αρχίσω από σας».

Οι αντάρτες φεύγουν περίτρομοι… Μόνος τώρα ο Τρομάρας στριφογυρίζει νευρικά γύρω από το θήραμά του… Βγάζει από την τσέπη του έναν μικρό σουγιά. Πλησιάζει, πιάνει τον λάρυγγα του γιατρού. Κείνος αποτραβιέται…

«Φοβήθηκες γιατρέ, απ’ αυτό το μαχαιράκι; Και τί μπορεί να κάνη αυτό; Είν’ ακίνδυνο. Μην το φοβάσαι. Δεν μοιάζει με τα νυστέρια που ξέρεις». Κι επαναλαμβάνει την πρώτη του χειρονομία. Το σουγιαδάκι ξεγδέρνει το δέρμα του λάρυγγα. Ο γιατρός τινάζεται.

«Λίγη ανατομία γιατρέ. Πες μου την ονοματολογία, καθώς θα προχωρώ. Θέλω να μάθω όλα εκείνα τα μέρη του σώματος, μες απ’ τα οποία βγαίνει η φωνή της αντίδρασης. Δεν θα πονέσης. Πώς σπούδασες εσύ; Πονούσαν οι νεκροί σου;». Και χώνει τον σουγιά ξανά…

Ένα μικρό στρώμα κρέατος αποσπάσθηκε άπό τον λαιμό. Ο γιατρός αγωνίζεται να ξεφύγη από τον σφαγέα του. Εκείνος ξαναμπήγει τον «ακίνδυνο». Σχεδόν μισοκόπηκε ο λάρυγγας. Πνιχτές κραυγές πόνου. Χαιρέκακα ο δήμιος γελά. Δένει πισθάγκωνα τα χέρια του γιατρού. Και τον στηλώνει στο βαθούλωμα του κορμού ενός δένδρου.

Άλλο μαχαίρι βγάζει τώρα από τη ζώνη του. Δίκοπο και μακρόστενο. Μ’ ένα σάλτο το χώνει με δύναμη βαθειά μεταξύ ώμου και λαιμού. Και τ’ αφήνει δίχως να το βγάλη. Πίδακες το αίμα κι εκείνος γελά σαρδώνια. Ο γιατρός σφαδάζει, το αίμα τρέχει κι ο Τρομάρας ανάβει το τσιγάρο του ήσυχα-ήσυχα και καπνίζει…

«Ε, τώρα», ακούεται ο Τρομάρας πετάζοντας τη γόπα του, «καιρός να πηγαίνης στα μπαλσαμωμένα σου». Κι αστραπιαία το μαχαίρι αλλάζει θέσι. Ένα άλλο ρυάκι αίματος πλημμυρίζει το υπόλοιπο σώμα. Η καρδιά είν’ η πηγή του… Ένας σωρός αιμόφυρτος στου δένδρου τη ρίζα.

Στριγγή η φωνή του Τρομάρα: «Τους άλλους, τους άλλους. Φέρτε μου κι αυτούς, τώρα που άναψε το γλέντι…».

(«Η προδομένη αντίσταση» – Χρήστος Καραγιάννης)

https://www.pare-dose.net/4990?

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη