Ο Rodger Paul Davies ενημερώνει το Μακάριο για το πραξικόπημα
Rodger Paul Davies (May 7, 1921 – August 19, 1974)
Γνώριζε ο Μακάριος, πως θα γίνει πραξικόπημα;
«Μακάριε, τη Δευτέρα θα γίνει πραξικόπημα»!
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ γνώριζε ή όχι περί του πραξικοπήματος; Ο Νίκος Σαμψών, Πρόεδρος της Κυβέρνησης των κινηματιών, στην εκπομπή «Καυτή καρέκλα» του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα, που μεταδόθηκε στις 6 Αυγούστου 1997, επικαλέστηκε σχετική μαρτυρία του γνωστού επιχειρηματία, μακαρίτη σήμερα, Σταύρου Γαλαταριώτη.
Ο Γαλαταριώτης, λοιπόν, δήλωσε ότι το μεσημέρι της Πέμπτης 12 Ιουλίου 1974, βρισκόταν σε δεξίωση του Βρετανού Ύπατου Αρμοστή, την οποία είχε παραχωρήσει με την ευκαιρία της αποχώρησής του από την Κύπρο. Στη δεξίωση βρισκόταν και ο Αμερικανός πρεσβευτής Ρότζερ Ντέϊβις, ο οποίος δολοφονήθηκε αργότερα. Ο Ντέϊβις, σε συνομιλία του με τον Γαλαταριώτη, τον πληροφόρησε ότι «θα γινόταν πραξικόπημα τη Δευτέρα 15 Ιουλίου». Την πληροφορία αυτή ο Γαλαταριώτης έσπευσε αμέσως να τη διαβιβάσει στον Μακάριο. «Στις 2.30 το απόγευμα», σύμφωνα με τον ίδιο, «έσπευσα στην Αρχιεπισκοπή ζητώντας να συναντηθώ με τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος αναπαυόταν. Τον συνάντησα στις 5.30 μ.μ. και του ανέφερα όλα όσα γνώριζα. Μου είπε ότι δεν πίστευε ότι θα γινόταν πραξικόπημα, αλλά ότι ανέμενε δολοφονική απόπειρα εναντίον του».
Σύμφωνα επίσης με τον Γαλαταριώτη, την επομένη έγινε συνάντηση του Μακαρίου με τον Αμερικανό πρεσβευτή.
«Πώς έζησα Πραξικόπημα και εισβολή στην Πάφο»
1. «Τη νύχτα του Σαββάτου 13 Ιουλίου 1974, παντρευόταν στην Κάτω Πάφο ο Άριστος Καψοσιδέρης. Στο γάμο είχαν έρθει και κάποιοι γνωστοί μου, που μου είπαν «είμαστιν στρατιώτες και στο στρατόπεδόν μας όσοι ενομίζαν ότι είμαστιν με το Μακάριον εδώκαν μας άδειαν και εθκιώξαν μας ούλλους». Αμέσως εγώ ειδοποίησα στη Λευκωσία ότι «τη Δευτέρα θα έχουμε Πραξικόπημα».
Τη Δευτέρα το πρωί πήγα στην τράπεζα, αλλά είχα την έγνοια και την ώρα του Πραξικοπήματος. Είχα καμιά τρακοσαριά άτομα όταν έπιασα τα όπλα που το στρατόπεδο. Πήρα τότε ένα τηλεφώνημα από φίλο, που μου είπε «φύε, γιατί επήραν απόφαση να σε κάμουν μαύρον που το ξύλο μέχρι θανάτου!..» Σηκώθηκα κι έφυγα. Κάποιοι έτρεχαν να με βρουν, αλλά πού;
Πριν το Πραξικόπημα επεκταθεί και στην Πάφο, εγώ έκανα διανομή όπλων στα γραφεία της ΠΕΚ. Παρόντες ήταν ο Κωστάκης Λεάντρου και ο αδελφός του Αντώνης Αντωνίου, τότε φοιτητής και τώρα βουλευτής του ΔΗΚΟ. Εκεί ήταν και ο αστυνομικός λοχίας Χριστοφής, παλιός αντάρτης της ΕΟΚΑ, όπως και ο αστυνομικός Γεώργιος Σεϊμένης. Κάποια στιγμή, ο Χριστοφής μου είπε ότι υπάρχει στον Κόλπο των Κοραλλίων υποσταθμός του ΡΙΚ και να πάμε να τον καταλάβουμε. Συμφώνησα και φώναξα τον Κωστάκη Λοϊζίδη και του είπα να πάρει πέντε άνδρες και να πάει στον ραδιοτεχνίτη Νίκο Νικολαϊδη, για να φροντίσει να λειτουργήσει τον σταθμό. Πήρε αμέσως το τηλέφωνο τον Νικολαϊδη και του διαβίβασε την εντολή. «Θα πιάσουμε τον σταθμό», του είπε «και θα φωνάζουμε ο Μακάριος ζει. Σου στέλλω φρουράν με οπλισμένους και θα πάεις!» Τότε, ήμουν υπεύθυνος δυο λόχων μακαριακών.
Πήγαν πράγματι και φώναζαν το σύνθημα «ο Μακάριος ζει», το οποίο εγώ τους είπα. Επέστρεψαν και ο Νικολαΐδης με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε ότι είχε στο εργαστήριό του έναν πομπό και ότι ήταν δυνατή η μετάδοση από το εργαστήριο μέσω του πομπού αυτού. «Κάμε το έτσι», του είπα, και του έστειλα μερικούς ένοπλους να τον προστατεύουν. Πήρα αμέσως μετά τηλέφωνο στη Μητρόπολη, με πρόθεση να μιλήσω με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Μίλησα με τον Φικάρδο και τον ενημέρωσα για την περίπτωση των Κοραλλίων και του είπα να στείλει στο εργαστήριο Νικολαϊδη 5-6 καθηγητές για εκφωνητές. Στην Μητρόπολη είχαν συγκεντρωθεί πολλοί καθηγητές. Κάποιοι απ’ αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο δικηγόρος Γιαννάκης Ομήρου της ΕΔΕΚ, πήγαν πράγματι στο εργαστήριο Νικολαΐδη. Προηγουμένως, όμως, η ΕΔΕΚ έστειλε 12 άτομα στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό Πάφου και προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Εκεί ήμουν κι εγώ και ο Μαυρογιάκουμος, ο οποίος κάποια στιγμή μου είπε: «Δεν μπορούν να κάμουν τίποτε». Ο Ταντής της ΕΔΕΚ είχε πει στον Μαυρογιάκουμο μόλις έφτασαν οι 12, «έφερά σου τούτα τα παιθκιά να τους δώκεις όπλα».
Ο Μαυρογιάκουμος του έδειξε κάτι κυνηγετικά στη γωνιά και του είπε:
Έφυγαν, χωρίς να πιάσουν έστω τα κυνηγετικά.
Στο μεταξύ, είχε έρθει ο φίλος μου, μακαρίτης σήμερα, Αλέξης, τον οποίο είχα υπεύθυνο της ομάδας στην Πόλη Χρυσοχούς και, σε συνεννόηση με την Ένωση Αγωνιστών Πάφου, του δώσαμε κάποιους άντρες, για να πάνε να καταλάβουν το στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς στην Πόλη. Οι άντρες του Αλέξη στρατοπέδευσαν στην Μεσόγη κάτω από τις χαρουπιές και οι δικοί μας άντρες στο Γυμνάσιο, δίπλα από το Δημόσιο Κήπο. Οι περισσότεροι πέταξαν τα όπλα στα σκαλιά του Γυμνασίου. Στη Χλώρακα, επίσης, είχαν πετάξει τα όπλα στα γραφεία του Παπαχαράλαμπου, ο οποίος και τα μάζεψε. Μετά οι άλλοι παραδόθηκαν. Έδωσαν συνολικά 40 καταθέσεις, στις οποίες τα είπαν όλα «κουτσιά καθαρισμένα», όμως εγώ δεν ήθελα να πειράξω κανένα. Είπαν τα πάντα, γιατί είχαν φοβηθεί».
2. «Ερχόμενος στην Πάφο την ημέρα του Πραξικοπήματος ο Μακάριος, τον είδα. Είχαμε στήσει μπλόκο με δυο άλλους σε δρόμο της Πάφου, όταν έφτασαν εκεί δυο σαλούν αυτοκίνητα. Πλησίασα και είδα τον Ανδρέα Ποταμάρη, που τον ήξερα, και μετά τον Μακάριο.
– Μακαριότατο, του είπα, καλωσορίσετε!.
ΔΙΑΚΟΣ: «Μου ζητούσαν να πάω στο Λονδίνο, για να φέρω πίσω τον Μακάριο!»
1. Μετά την πρώτη τουρκική εισβολή, μακαριακά στοιχεία μου είπαν να κάμω επαφή με τον προϊστάμενο των μακαριακών δυνάμεων, που ήταν ο Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος. Εγώ δεν ήξερα ποιος ήταν ο «προϊστάμενος», ρώτησα σχετικά, αλλά δεν μου είπαν. Αυτοί που με πλησίασαν ήταν ο μάγειρας του Μακαρίου Γιώργος και ο Μιχαλάκης Κωνσταντινίδης, γνωστός ως «Τραλαλάς». Πήγαν στον Μακεδόνα στη Λεμεσό και ο Μακεδόνας τους έφερε κοντά μου. Ήταν 27.7.1974.
Μου ζήτησαν να συναντηθώ με τον Χρυσόστομο ως εκπρόσωπος της ΕΟΚΑ. Εγώ τους είπα να ετοιμάσω ένα μνημόνιο να του δώσουν και αν συμφωνεί με το περιεχόμενό του, τότε να κάνουμε τη συνάντηση.
- -Έτα τζιαμαί, άλλα δεν έχουμε!..
- – Εμείς θέλουμεν αυτόματα, του είπε ο Ταντής.
- – Αυτόματα εν έχω, πηαίννετε εύρετε!..
Έφυγαν, χωρίς να πιάσουν έστω τα κυνηγετικά.
Στο μεταξύ, είχε έρθει ο φίλος μου, μακαρίτης σήμερα, Αλέξης, τον οποίο είχα υπεύθυνο της ομάδας στην Πόλη Χρυσοχούς και, σε συνεννόηση με την Ένωση Αγωνιστών Πάφου, του δώσαμε κάποιους άντρες, για να πάνε να καταλάβουν το στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς στην Πόλη. Οι άντρες του Αλέξη στρατοπέδευσαν στην Μεσόγη κάτω από τις χαρουπιές και οι δικοί μας άντρες στο Γυμνάσιο, δίπλα από το Δημόσιο Κήπο. Οι περισσότεροι πέταξαν τα όπλα στα σκαλιά του Γυμνασίου. Στη Χλώρακα, επίσης, είχαν πετάξει τα όπλα στα γραφεία του Παπαχαράλαμπου, ο οποίος και τα μάζεψε. Μετά οι άλλοι παραδόθηκαν. Έδωσαν συνολικά 40 καταθέσεις, στις οποίες τα είπαν όλα «κουτσιά καθαρισμένα», όμως εγώ δεν ήθελα να πειράξω κανένα. Είπαν τα πάντα, γιατί είχαν φοβηθεί».
2. «Ερχόμενος στην Πάφο την ημέρα του Πραξικοπήματος ο Μακάριος, τον είδα. Είχαμε στήσει μπλόκο με δυο άλλους σε δρόμο της Πάφου, όταν έφτασαν εκεί δυο σαλούν αυτοκίνητα. Πλησίασα και είδα τον Ανδρέα Ποταμάρη, που τον ήξερα, και μετά τον Μακάριο.
– Μακαριότατο, του είπα, καλωσορίσετε!.
ΔΙΑΚΟΣ: «Μου ζητούσαν να πάω στο Λονδίνο, για να φέρω πίσω τον Μακάριο!»
1. Μετά την πρώτη τουρκική εισβολή, μακαριακά στοιχεία μου είπαν να κάμω επαφή με τον προϊστάμενο των μακαριακών δυνάμεων, που ήταν ο Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος. Εγώ δεν ήξερα ποιος ήταν ο «προϊστάμενος», ρώτησα σχετικά, αλλά δεν μου είπαν. Αυτοί που με πλησίασαν ήταν ο μάγειρας του Μακαρίου Γιώργος και ο Μιχαλάκης Κωνσταντινίδης, γνωστός ως «Τραλαλάς». Πήγαν στον Μακεδόνα στη Λεμεσό και ο Μακεδόνας τους έφερε κοντά μου. Ήταν 27.7.1974.
Μου ζήτησαν να συναντηθώ με τον Χρυσόστομο ως εκπρόσωπος της ΕΟΚΑ. Εγώ τους είπα να ετοιμάσω ένα μνημόνιο να του δώσουν και αν συμφωνεί με το περιεχόμενό του, τότε να κάνουμε τη συνάντηση.
Στο υπόμνημα μου έθετα τρεις προϋποθέσεις για ενότητα, που ήταν:
Η απάντηση ήταν πως οι εισηγήσεις μου έγιναν αποδεκτές και διευθετήθηκε συνάντηση στις 29 Ιουλίου ή την 1η Αυγούστου 1974. Ξαναρώτησα ποιος ήταν ο «προϊστάμενος» και μου επανάλαβαν «δεν μπορούμε να σου πούμε, θα τον δεις». Με ρώτησαν αν ήθελα φρουρά και η απάντησή μου ήταν αρνητική.
Στη συνάντηση πήγα με τους Φίλιππο Ιωαννίδη – Πίπο και Μακεδόνα. Ήταν εννιά το βράδυ όταν φτάσαμε στη Λευκωσία, στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή. Ρώτησα αν είναι στο Μετόχι που πηγαίναμε και η απάντηση ήταν «περίμενε και θα δεις». Φτάσαμε στο Μετόχι, που ήταν γεμάτο από ένοπλους. Ανεβήκαμε τη σκάλα,ακολουθήσαμε το διάδρομο και μπήκαμε σ’ ένα δωμάτιο, όπου μας υποδέχτηκε ο Χρυσόστομος.
- α) να επικρατήσει πνεύμα συμφιλίωσης και να σταματήσει το μίσος που υπάρχει,
- β) να παραδοθούν όλα τα όλα στην Εθνική Φρουρά και
- γ) όλοι οι έφεδροι να ενταχθούν στην Εθνική Φρουρά, για την αντιμετώπιση των Τούρκων και ανακοπή συνέχιση της εισβολής.
Η απάντηση ήταν πως οι εισηγήσεις μου έγιναν αποδεκτές και διευθετήθηκε συνάντηση στις 29 Ιουλίου ή την 1η Αυγούστου 1974. Ξαναρώτησα ποιος ήταν ο «προϊστάμενος» και μου επανάλαβαν «δεν μπορούμε να σου πούμε, θα τον δεις». Με ρώτησαν αν ήθελα φρουρά και η απάντησή μου ήταν αρνητική.
Στη συνάντηση πήγα με τους Φίλιππο Ιωαννίδη – Πίπο και Μακεδόνα. Ήταν εννιά το βράδυ όταν φτάσαμε στη Λευκωσία, στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή. Ρώτησα αν είναι στο Μετόχι που πηγαίναμε και η απάντηση ήταν «περίμενε και θα δεις». Φτάσαμε στο Μετόχι, που ήταν γεμάτο από ένοπλους. Ανεβήκαμε τη σκάλα,ακολουθήσαμε το διάδρομο και μπήκαμε σ’ ένα δωμάτιο, όπου μας υποδέχτηκε ο Χρυσόστομος.
Δώσαμε τα χέρια χωρίς να του φιλήσω το χέρι, οπότε μου είπε:
Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε, αφού μας έφεραν ποτό και φρούτα. Το κλίμα ήταν ήρεμο, οπότε ο Χρυσόστομος με ρώτησε:
– Ρε Διάκο, είναι δίκαιο να μας κυβερνά κι εμάς κι εσάς ο Κληρίδης;
- – Δεν το ξέρεις ότι οι διάκονοι (Διάκοι) φιλούν τα χέρια τους δεσποτάδες;
- -Τους δεσποτάδες, όχι τους οπλαρχηγούς, του απάντησα.
Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε, αφού μας έφεραν ποτό και φρούτα. Το κλίμα ήταν ήρεμο, οπότε ο Χρυσόστομος με ρώτησε:
– Ρε Διάκο, είναι δίκαιο να μας κυβερνά κι εμάς κι εσάς ο Κληρίδης;
-Πανιερότατε, του απάντησα, σας έστειλα ένα μνημόνιο. Ο τόπος καίγεται κι εσείς κι εμείς πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή, κι αυτή πρέπει να είναι η δουλειά μας. Είναι ώρα να σκεφτόμαστε αν είναι Πρόεδρος ο Κληρίδης ή ο Μακάριος;
-Να σου κάνω μια πρόταση, μου είπε. Να πάμε μαζί στην Αγγλία και ν’ αναλάβεις να οδηγήσεις τον Μακάριο να έρθει πίσω. Παράλληλα, ν’ αναλάβεις να μην υπάρξει αντίδραση από τους δικούς σας!..
-Πανιερότατε, του είπα, αυτή την ώρα οι Τούρκοι ετοιμάζονται για την τελική τους επίθεση κι εμείς θ’ ασχολούμαστε με αυτά τα πράγματα; Να κάνουμε πρώτα αυτά που λέω στο μνημόνιο και μετά ο Μακάριος, όπως έφυγε θα μπορεί να επιστρέψει. Από το μονοπάτι που έφυγε, μπορεί να έρθει πίσω. Πρώτα να προασπίσουμε την πατρίδα και μετά βλέπουμε.
Συζητούσαμε μέχρι τα μεσάνυχτα και συμφωνήσαμε να παραδοθούν όλα τα όπλα στη Εθνική Φρουρά και να σταματήσουν οι αντεγκλήσεις. Είχα υπόψη μου, ακριβώς, και την αποδυνάμωση της Ε.Φ. και το ότι ο Κληρίδης πήγε στη Γενεύη αποφασισμένος να υπογράψει άρον-άρον αυτά που ήθελε. Ήταν τότε που έγινε κι ένα μίνι πραξικόπημα για σύλληψη του Κληρίδη. Ήταν 2-3 μέρες πριν φύγει για τη Γενεύη, για το κίνημα δε είχε γράψει με κόκκινα γράμματα και μια εφημερίδα.
Εγώ είχα δει τον Κληρίδη και του είπα να μην υπογράψει τίποτε. Είχαν προτείνει τότε οι Τούρκοι καντόνια και ο Κληρίδης φερόταν αποφασισμένος να τα δεχτεί. Δυστυχώς, δεν έγινε καμιά προσπάθεια να ενισχυθεί η Ε.Φ., που αν γινόταν αυτό, τα πράγματα θα ήσαν πολύ διαφορετικά και οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν εύκολα να προχωρήσουν, ούτε τη Λευκωσία, ούτε αλλού. Γι’ αυτό έγινε υποχώρηση και δεν προβλήθηκε αντίσταση ούτε την Μόρφου ούτε στη Λευκωσία, όπου αντιστάθηκε μόνο η ΕΛΔΥΚ και κάποιοι δικοί μας.
Με τον Χρυσόστομο συναντηθήκαμε και δεύτερη φορά μετά τις 15 Αυγούστου, και μου πρότεινε και πάλι να πάω να φέρω τον Μακάριο. Του επανέλαβα κατηγορηματικά πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει.
Για την επιστροφή του Μακαρίου φταίει, βέβαια, και ο Κληρίδης, γιατί αν κρατούσε μια πιο σταθερή στάση, ούτε Μακάριος θα γύριζε, ούτε αυτά που έγιναν θα γίνονταν. Ήτανε σκέτος βουρβουλάς!..
2. Ο Ευθύμιος Καραγιάννης ήταν ο Αρχηγός της Ε.Φ. μετά την πρώτη εισβολή. Με είχαν κατηγορήσει σ’ αυτόν ότι ήμουν «τρομοκράτης», κάποιοι, μάλιστα, σχεδίαζαν να πάνε στη Λεμεσό που έμενα για να με συλλάβουν ή να με σκοτώσουν! Ο Καραγιάννης τους είπε πως η μόνη δύναμη που είχε η Ε.Φ. στη Λεμεσό ήταν ο Διάκος. Ο στρατηγός ζήτησε να με δει. Πήγα και τον βρήκα σ’ ένα αντίσκηνο στο Σταυροβούνι.
Με ρώτησε για το παρελθόν μου, του είπα τα σχετικά και στη συνέχεια με ρώτησε:
– Ρε Διακο, πού σε ξέρουν εσένα ο Καραμανλής και ο Μακάριος;
Του απάντησα ευθέως:
– Τον Καραμανλή δεν το γνωρίζω, πλην του ότι ήταν Πρωθυπουργός της Ελλάδας και ότι πρόδωσε την Κύπρο. Τον Μακάριο, όμως, τον ήξερα καλά και είχαμε κατά καιρούς προσωπικές αψιμαχίες. Αυτός είναι η αιτία καταστροφής της Κύπρου.
-Τώρα εξηγείται, μου είπε, γιατί επί κεφαλής των εναντίον σου ενεργειών είναι ο Καραμανλής και ο Μακάριος..
Του αφηγήθηκα τότε γεγονότα της 15ης Ιουλίου στη Λεμεσό και μου είπε «κατάλαβα».
Ήθελαν Μακάριος και Καραμανλής να με σκοτώσουν, για να επιστρέψει στην Κύπρο ο Μακάριος!..
3. Το καθεστώς Καραμανλή έστειλε, τον Ιούλιο του 1974, ως νέο διοικητή Καταδρομών τον Καλογιάννη, αξιωματικό που είχε αποστρατευτεί το 1967-68 και ήταν μακριά από τα συμβαίνοντα στην Κύπρο και, άρα, ανίδεος περί αυτά. Υπηρέτησε εδώ ως λοχαγός το 1964-65 και τον έβγαλαν το ’74 από τη ναφθαλίνη, για να ηγηθεί των Καταδρομών σε καιρό πολέμου, απλώς γιατί ήταν άνθρωπος του Καραμανλή.
Την ίδια περίοδο, στο Γ΄ Γραφείο του ΓΕΕΦ διορίστηκε κάποιος Ξαρχάς, ο οποίος, όταν εγώ του μιλούσα για τα Κοκκονοχώρια, αυτός μου έλεγε…Κοκκινιά! Κοκκινιά έλεγε, επίσης, τα Κόκκινα! Τα έκανε σκατά και από το Γ΄ Γραφείο τον πήραν διοικητή του 9ου Τακτικού Συγκροτήματος, που μετά την εισβολή έδρευε στη Νήσου, όπου με έστειλε ο νέος Αρχηγός της Ε.Φ. στρατηγός Ευθύμιος Καραγιάννης, για να ξεκουραστώ λίγο, όπως μου είχε πει.
4. Στις 27 Ιουλίου 1974, βλέποντας ότι οι Τούρκοι δεν τηρούσαν την εκεχειρία και συνεχώς επεκτείνονταν και καταλάμβαναν όλο και νέες περιοχές της Κύπρου προκαλώντας πολλά θύματα, πήγα μαζί με τους Κώστα Ιωαννίδη και Γεώργιο Χατζησάββα στον Υπουργό Εξωτερικών του Σαμψών Ντίμη Δημητρίου, στο γραφείο του στον Υπουργείο. Του αναλύσαμε την κατάσταση και την ανησυχία μας για τα χειρότερα, τονίζοντάς του ότι τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαμε να τα αξιοποιήσουμε σε βάρος των Τούρκων στις συνεχιζόμενες «συνομιλίες» της Γενεύης. Δεν επρόκειτο για συνομιλίες, δυστυχώς, αλλά καθαρή προσπάθεια των Τούρκων να κερδίσουν χρόνο για να προετοιμαστούν για τη δεύτερη εισβολή.
Ο Δημητρίου μάς άκουσε με προσοχή και, στην παρουσία μας, έστειλε σχετικό τηλετυπικό μήνυμα στον Γεώργιο Μαύρο, Υπουργό Εξωτερικών της μεταπολιτευτικής Κυβέρνησης Κων.Καραμανλή, υποστηρικτή και προσκυνητή του Γεώργιου Καρούσου. Όταν ο Καρούσος έτυχε να μου μιλήσει γι’ αυτόν, του είπα «αυτός είναι ένας ηλίθιος, ένας παλιάνθρωπος». Τον άκουα που μιλούσε εναντίον της Ελλάδας στο ραδιοσταθμό της Κολωνίας «Ντόιτσε Βέλλε».
Ο Μαύρος απάντησε με μήνυμα στον Δημητρίου ότι «μας συμφέρει να έχουμε θύματα, γιατί έτσι θα μπορούμε να καταγγείλουμε τους Τούρκους στη Γενεύη!» Καιγόταν δηλαδή η Κύπρος, κι αυτοί έκαναν γιορτές και πανηγύρια για Πολυτεχνεία και «επάνοδο στη Δημοκρατία»!
(Συνέντευξη Νίκου Παπαναστασίου με τον Μιχάλη Καλογερόπουλο Διάκο-απόσπασμα)
Κ. ΚΟΜΠΟΚΗΣ: «Ο Ιωαννίδης μού είπε ν’ αφήσω τον Μακάριο να φύγει»…
ΕΦΥΓΕ από μόνος του ο Μακάριος από το Προεδρικό μετά την εκδήλωση του Πραξικοπήματος, ή αφέθηκε να φύγει; Σημαντική περί τούτου – και με ιστορική βαρύτητα – η μαρτυρία του επί κεφαλής των επιτιθεμένων, Ελλαδίτη συνταγματάρχη των Καταδρομών Κωνσταντίνου Κομπόκη, ο οποίος έζησε από πρώτο χέρι τα γεγονότα.
Είπε συγκεκριμένα ο Κομπόκης, στην ένορκη κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου, που διόρισε η Βουλή των Ελλήνων το 1986 και εξέδωσε το πόρισμά της το 1988:
«Είχα ρητή εντολή του Ταξιάρχου Δημήτρη Ιωαννίδη ν’ ανατρέψω τον Μακάριο. Όχι να τον σκοτώσω. Γι’ αυτό και σχεδίασα την επίθεση εκείνο το πρωϊνό κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαφύγει ο Μακάριος, αφήνοντας το πίσω μέρος δυτικώς προς το ποτάμι του Προεδρικού Μεγάρου ελεύθερο. Η εντολή σε μένα δόθηκε μετά τη σύσκεψη στο Πεντάγωνο στην Αθήνα, στις 2 Ιουλίου, όταν με κάλεσε προσωπικά σε άλλο γραφείο ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης και μου είπε να διευκολύνω τον Μακάριο να φύγει. Όταν ετέθη το ερώτημα «τι γίνεται εάν δεν προλάβει να διαφύγει;», η απάντηση του Ιωαννίδη ήταν: «Να τον συλλάβετε και να τον θέσετε υπό αυστηρό περιορισμό».
Την εκδοχή αυτή δέχτηκε στην ολότητά της και χωρίς την αντίθεση κανενός των μελών της η Εξεταστική Επιτροπή και τη συμπεριέλαβε στο πόρισμα που εξέδωσε. Το πόρισμα δημοσιοποιήθηκε το 1988 και οι μόνοι που αντέδρασαν και επιτέθηκαν, με ύβρεις, μάλιστα, ήσαν κάποιοι του στενού κύκλου του Μακαρίου στην Κύπρο, με προεξάρχουσες τις επί κεφαλής του Σωματείου «Πορεία Μακαρίου» δεσποινίδες Ουρανία Κοκκίνου και Βάσω Λοϊζά.
Η εκδοχή από πλευράς μακαριακών, είναι ότι η φυγή Μακαρίου από το βαλλόμενο Προεδρικό έγινε κατορθωτή λόγω της καθυστέρησης που δημιούργησε στα άρματα που κατευθύνονταν στο Προεδρικό από το στρατόπεδό τους στην Κοκκινοτριμιθιά μικρή δύναμη αντιστασιακών υπό τον λοχαγό Τάκη Τσαγγάρη στη διασταύρωση του Μετοχίου Κύκκου. Ο ισχυρισμός αυτός αναφέρθηκε και στην Επιτροπή για το Φάκελο στην Ελλάδα, αλλά δεν έγινε αποδεκτός. Η Επιτροπή επέμεινε στην κατάθεση Κομπόκη, λαβούσα προφανώς υπ’ όψη, όχι μόνο τον σαφή και πειστικό τρόπο με τον οποίο αυτός κατέθεσε, αλλά και το ποιος ήταν. Επρόκειτο για γνωστό φιλοβασιλικό, όπως ήταν και ο Μακάριος. Η αγάπη και των δυο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, αλλά και η σαφής εντολή Ιωαννίδη ν’ αφήσει τον Κύπριο Πρόεδρο να διαφύγει, ήσαν καθοριστικά την κρίσιμη ώρα της επίθεσης κατά του Προεδρικού. Ο συνταγματάρχης Κομπόκης είχε στενό δεσμό με τον υπασπιστή του Βασιλιά, Μιχάλη Αρναούτη και είχε παντρευτεί την Κυρία επί των Τιμών της Βασίλισσας Άννας – Μαρίας, συμμαθήτρια και στενή φίλη της από τη Δανία. Τους είχε, μάλιστα, στεφανώσει ο Αρναούτης.
Ισχυρισμός από πλευράς Νίκου Σαμψών, ότι ο Κομπόκης είχε ειδοποιήσει με σύνδεσμο τον Μακάριο για την περικύκλωση του Προεδρικού σε σχήμα πετάλου και παρέμεινε ανοικτή η δίοδος προς τα δυτικά απορρίπτεται ως απολύτως ανακριβής. Θα ήταν τουλάχιστον αστείο, ένας έμπειρος αξιωματικός και μάλιστα των ΛΟΚ, ν’ αναλάβει να εκτελέσει μια συγκεκριμένη επιχείρηση και ενημερώσει με οποιοδήποτε τρόπο εκείνον στον οποίο θα επιτίθετο.
Ναι, ο Μακάριος γνώριζε για το Πραξικόπημα, αλλά όχι λεπτομέρειες για τον τρόπο ενεργείας των κινηματιών. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με στρατιωτική αντινομία ή, ακόμη, και με ανέκδοτο. Το Πραξικόπημα, όμως, ήταν ένα πολύ τολμηρό και επικίνδυνο εγχείρημα και κάθε άλλο παρά ανέκδοτο μπορεί να ήταν. Ο Μακάριος την «πάτησε» με την ώρα εκδήλωσης του εναντίον του κινήματος. Ούτε ο ίδιος, ούτε οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι το Πραξικόπημα θ’ άρχιζε στις 8.20 το πρωί. Όταν ξημέρωσε η Δευτέρα 15η Ιουλίου και τίποτε δεν έγινε, όλοι στην πλευρά Μακαρίου ανακουφίστηκαν και, ξάγρυπνοι και καταπονημένοι όπως ήσαν, πήγαν για ύπνο. Κι εκεί βρήκε τους περισσότερους η εκδήλωση του Πραξικοπήματος. Ακόμα και η φρουρά του Προεδρικού την κρίσιμη ώρα ήταν περιορισμένη και η επέλαση των τεθωρακισμένων εναντίον του μεγάρου ξάφνιασε κυριολεκτικά. Και ο ίδιος ο Μακάριος όταν άκουσε τους πρώτους πυροβολισμούς, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου, έχοντας τις διαβεβαιώσεις των αδαών καπεταναίων του, δεν ανησύχησε και χρειάστηκε η δραματική παρέμβαση αξιωματικού της φρουράς του ότι κινδυνεύει θανάσιμα, για να σπεύσει εκών-άκων να φύγει. ΟΙ διαβεβαιώσεις που του είχαν δώσει οι «στρατηγοί» του δεν είχαν ίχνος αλήθειας, ακριβώς γιατί στηρίζονταν σε μη αντικειμενικά κριτήρια και σε σκέτους ευσεβοποθισμούς.
Για το ότι σκοπός των πραξικοπηματιών ήταν να μην θιγεί ο Μακάριος κατά την επίθεση στο Προεδρικό, φαίνεται καθαρά και από τα όσα είπε ο «Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας», στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης σε συνέντευξή του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», το 1997.
– Ρε Διακο, πού σε ξέρουν εσένα ο Καραμανλής και ο Μακάριος;
Του απάντησα ευθέως:
– Τον Καραμανλή δεν το γνωρίζω, πλην του ότι ήταν Πρωθυπουργός της Ελλάδας και ότι πρόδωσε την Κύπρο. Τον Μακάριο, όμως, τον ήξερα καλά και είχαμε κατά καιρούς προσωπικές αψιμαχίες. Αυτός είναι η αιτία καταστροφής της Κύπρου.
-Τώρα εξηγείται, μου είπε, γιατί επί κεφαλής των εναντίον σου ενεργειών είναι ο Καραμανλής και ο Μακάριος..
Του αφηγήθηκα τότε γεγονότα της 15ης Ιουλίου στη Λεμεσό και μου είπε «κατάλαβα».
Ήθελαν Μακάριος και Καραμανλής να με σκοτώσουν, για να επιστρέψει στην Κύπρο ο Μακάριος!..
3. Το καθεστώς Καραμανλή έστειλε, τον Ιούλιο του 1974, ως νέο διοικητή Καταδρομών τον Καλογιάννη, αξιωματικό που είχε αποστρατευτεί το 1967-68 και ήταν μακριά από τα συμβαίνοντα στην Κύπρο και, άρα, ανίδεος περί αυτά. Υπηρέτησε εδώ ως λοχαγός το 1964-65 και τον έβγαλαν το ’74 από τη ναφθαλίνη, για να ηγηθεί των Καταδρομών σε καιρό πολέμου, απλώς γιατί ήταν άνθρωπος του Καραμανλή.
Την ίδια περίοδο, στο Γ΄ Γραφείο του ΓΕΕΦ διορίστηκε κάποιος Ξαρχάς, ο οποίος, όταν εγώ του μιλούσα για τα Κοκκονοχώρια, αυτός μου έλεγε…Κοκκινιά! Κοκκινιά έλεγε, επίσης, τα Κόκκινα! Τα έκανε σκατά και από το Γ΄ Γραφείο τον πήραν διοικητή του 9ου Τακτικού Συγκροτήματος, που μετά την εισβολή έδρευε στη Νήσου, όπου με έστειλε ο νέος Αρχηγός της Ε.Φ. στρατηγός Ευθύμιος Καραγιάννης, για να ξεκουραστώ λίγο, όπως μου είχε πει.
4. Στις 27 Ιουλίου 1974, βλέποντας ότι οι Τούρκοι δεν τηρούσαν την εκεχειρία και συνεχώς επεκτείνονταν και καταλάμβαναν όλο και νέες περιοχές της Κύπρου προκαλώντας πολλά θύματα, πήγα μαζί με τους Κώστα Ιωαννίδη και Γεώργιο Χατζησάββα στον Υπουργό Εξωτερικών του Σαμψών Ντίμη Δημητρίου, στο γραφείο του στον Υπουργείο. Του αναλύσαμε την κατάσταση και την ανησυχία μας για τα χειρότερα, τονίζοντάς του ότι τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαμε να τα αξιοποιήσουμε σε βάρος των Τούρκων στις συνεχιζόμενες «συνομιλίες» της Γενεύης. Δεν επρόκειτο για συνομιλίες, δυστυχώς, αλλά καθαρή προσπάθεια των Τούρκων να κερδίσουν χρόνο για να προετοιμαστούν για τη δεύτερη εισβολή.
Ο Δημητρίου μάς άκουσε με προσοχή και, στην παρουσία μας, έστειλε σχετικό τηλετυπικό μήνυμα στον Γεώργιο Μαύρο, Υπουργό Εξωτερικών της μεταπολιτευτικής Κυβέρνησης Κων.Καραμανλή, υποστηρικτή και προσκυνητή του Γεώργιου Καρούσου. Όταν ο Καρούσος έτυχε να μου μιλήσει γι’ αυτόν, του είπα «αυτός είναι ένας ηλίθιος, ένας παλιάνθρωπος». Τον άκουα που μιλούσε εναντίον της Ελλάδας στο ραδιοσταθμό της Κολωνίας «Ντόιτσε Βέλλε».
Ο Μαύρος απάντησε με μήνυμα στον Δημητρίου ότι «μας συμφέρει να έχουμε θύματα, γιατί έτσι θα μπορούμε να καταγγείλουμε τους Τούρκους στη Γενεύη!» Καιγόταν δηλαδή η Κύπρος, κι αυτοί έκαναν γιορτές και πανηγύρια για Πολυτεχνεία και «επάνοδο στη Δημοκρατία»!
(Συνέντευξη Νίκου Παπαναστασίου με τον Μιχάλη Καλογερόπουλο Διάκο-απόσπασμα)
Κ. ΚΟΜΠΟΚΗΣ: «Ο Ιωαννίδης μού είπε ν’ αφήσω τον Μακάριο να φύγει»…
ΕΦΥΓΕ από μόνος του ο Μακάριος από το Προεδρικό μετά την εκδήλωση του Πραξικοπήματος, ή αφέθηκε να φύγει; Σημαντική περί τούτου – και με ιστορική βαρύτητα – η μαρτυρία του επί κεφαλής των επιτιθεμένων, Ελλαδίτη συνταγματάρχη των Καταδρομών Κωνσταντίνου Κομπόκη, ο οποίος έζησε από πρώτο χέρι τα γεγονότα.
Είπε συγκεκριμένα ο Κομπόκης, στην ένορκη κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου, που διόρισε η Βουλή των Ελλήνων το 1986 και εξέδωσε το πόρισμά της το 1988:
«Είχα ρητή εντολή του Ταξιάρχου Δημήτρη Ιωαννίδη ν’ ανατρέψω τον Μακάριο. Όχι να τον σκοτώσω. Γι’ αυτό και σχεδίασα την επίθεση εκείνο το πρωϊνό κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαφύγει ο Μακάριος, αφήνοντας το πίσω μέρος δυτικώς προς το ποτάμι του Προεδρικού Μεγάρου ελεύθερο. Η εντολή σε μένα δόθηκε μετά τη σύσκεψη στο Πεντάγωνο στην Αθήνα, στις 2 Ιουλίου, όταν με κάλεσε προσωπικά σε άλλο γραφείο ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης και μου είπε να διευκολύνω τον Μακάριο να φύγει. Όταν ετέθη το ερώτημα «τι γίνεται εάν δεν προλάβει να διαφύγει;», η απάντηση του Ιωαννίδη ήταν: «Να τον συλλάβετε και να τον θέσετε υπό αυστηρό περιορισμό».
Την εκδοχή αυτή δέχτηκε στην ολότητά της και χωρίς την αντίθεση κανενός των μελών της η Εξεταστική Επιτροπή και τη συμπεριέλαβε στο πόρισμα που εξέδωσε. Το πόρισμα δημοσιοποιήθηκε το 1988 και οι μόνοι που αντέδρασαν και επιτέθηκαν, με ύβρεις, μάλιστα, ήσαν κάποιοι του στενού κύκλου του Μακαρίου στην Κύπρο, με προεξάρχουσες τις επί κεφαλής του Σωματείου «Πορεία Μακαρίου» δεσποινίδες Ουρανία Κοκκίνου και Βάσω Λοϊζά.
Η εκδοχή από πλευράς μακαριακών, είναι ότι η φυγή Μακαρίου από το βαλλόμενο Προεδρικό έγινε κατορθωτή λόγω της καθυστέρησης που δημιούργησε στα άρματα που κατευθύνονταν στο Προεδρικό από το στρατόπεδό τους στην Κοκκινοτριμιθιά μικρή δύναμη αντιστασιακών υπό τον λοχαγό Τάκη Τσαγγάρη στη διασταύρωση του Μετοχίου Κύκκου. Ο ισχυρισμός αυτός αναφέρθηκε και στην Επιτροπή για το Φάκελο στην Ελλάδα, αλλά δεν έγινε αποδεκτός. Η Επιτροπή επέμεινε στην κατάθεση Κομπόκη, λαβούσα προφανώς υπ’ όψη, όχι μόνο τον σαφή και πειστικό τρόπο με τον οποίο αυτός κατέθεσε, αλλά και το ποιος ήταν. Επρόκειτο για γνωστό φιλοβασιλικό, όπως ήταν και ο Μακάριος. Η αγάπη και των δυο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, αλλά και η σαφής εντολή Ιωαννίδη ν’ αφήσει τον Κύπριο Πρόεδρο να διαφύγει, ήσαν καθοριστικά την κρίσιμη ώρα της επίθεσης κατά του Προεδρικού. Ο συνταγματάρχης Κομπόκης είχε στενό δεσμό με τον υπασπιστή του Βασιλιά, Μιχάλη Αρναούτη και είχε παντρευτεί την Κυρία επί των Τιμών της Βασίλισσας Άννας – Μαρίας, συμμαθήτρια και στενή φίλη της από τη Δανία. Τους είχε, μάλιστα, στεφανώσει ο Αρναούτης.
Ισχυρισμός από πλευράς Νίκου Σαμψών, ότι ο Κομπόκης είχε ειδοποιήσει με σύνδεσμο τον Μακάριο για την περικύκλωση του Προεδρικού σε σχήμα πετάλου και παρέμεινε ανοικτή η δίοδος προς τα δυτικά απορρίπτεται ως απολύτως ανακριβής. Θα ήταν τουλάχιστον αστείο, ένας έμπειρος αξιωματικός και μάλιστα των ΛΟΚ, ν’ αναλάβει να εκτελέσει μια συγκεκριμένη επιχείρηση και ενημερώσει με οποιοδήποτε τρόπο εκείνον στον οποίο θα επιτίθετο.
Ναι, ο Μακάριος γνώριζε για το Πραξικόπημα, αλλά όχι λεπτομέρειες για τον τρόπο ενεργείας των κινηματιών. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με στρατιωτική αντινομία ή, ακόμη, και με ανέκδοτο. Το Πραξικόπημα, όμως, ήταν ένα πολύ τολμηρό και επικίνδυνο εγχείρημα και κάθε άλλο παρά ανέκδοτο μπορεί να ήταν. Ο Μακάριος την «πάτησε» με την ώρα εκδήλωσης του εναντίον του κινήματος. Ούτε ο ίδιος, ούτε οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι το Πραξικόπημα θ’ άρχιζε στις 8.20 το πρωί. Όταν ξημέρωσε η Δευτέρα 15η Ιουλίου και τίποτε δεν έγινε, όλοι στην πλευρά Μακαρίου ανακουφίστηκαν και, ξάγρυπνοι και καταπονημένοι όπως ήσαν, πήγαν για ύπνο. Κι εκεί βρήκε τους περισσότερους η εκδήλωση του Πραξικοπήματος. Ακόμα και η φρουρά του Προεδρικού την κρίσιμη ώρα ήταν περιορισμένη και η επέλαση των τεθωρακισμένων εναντίον του μεγάρου ξάφνιασε κυριολεκτικά. Και ο ίδιος ο Μακάριος όταν άκουσε τους πρώτους πυροβολισμούς, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου, έχοντας τις διαβεβαιώσεις των αδαών καπεταναίων του, δεν ανησύχησε και χρειάστηκε η δραματική παρέμβαση αξιωματικού της φρουράς του ότι κινδυνεύει θανάσιμα, για να σπεύσει εκών-άκων να φύγει. ΟΙ διαβεβαιώσεις που του είχαν δώσει οι «στρατηγοί» του δεν είχαν ίχνος αλήθειας, ακριβώς γιατί στηρίζονταν σε μη αντικειμενικά κριτήρια και σε σκέτους ευσεβοποθισμούς.
Για το ότι σκοπός των πραξικοπηματιών ήταν να μην θιγεί ο Μακάριος κατά την επίθεση στο Προεδρικό, φαίνεται καθαρά και από τα όσα είπε ο «Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας», στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης σε συνέντευξή του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», το 1997.
Μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης προκλήθηκε σάλος και ο Γκιζίκης αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις για τα όσα είπε. Δήλωσε συγκεκριμένα:
«Η φράση «εγώ διέταξα την ανατροπή του Μακαρίου» ελέχθη πράγματι, όχι όμως υπό τη στενή έννοια της στρατιωτικής νοοτροπίας και δεοντολογίας. Είχε την έννοια συναινέσεως στην πρόταση των άλλων συνομιλητών μου (Ιωαννίδης, Μπονάνος, Ανδρουτσόπουλος). Είχε την έννοια συναποφασίσεως των τεσσάρων. Έθεσα, όμως, τον ρητό όρο της διαφύλαξης της σωματικής ακεραιότητας του Μακαρίου, περιοριζόμενοι μόνο στην ανατροπή του. Όρος που έγινε αποδεκτός ασυζητητί. Πλέον αυτού, δεν είχα γνώση των λεπτομερειών σχεδιάσεως και εκτελέσεως ανατροπής του Μακαρίου. Η τελική απόφαση ελήφθη 15 μέρες προ της εκτελέσεως του σχεδίου, η δε οριστική μέρα εκτελέσεως του σχεδίου μού εγνωστοποιήθη δυο ημέρες νωρίτερα, δηλαδή το Σάββατο, 13 Ιουλίου 1974».
Για τους μη γνωρίζοντες, ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης ήταν ο αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και επί κεφαλής του Πραξικοπήματος που ανέτρεψε το καθεστώς Παπαδ’οπουλου, τον Νιόβρη του 1973, ο στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος ήταν Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων επί Ιωαννίδη και ο Οδυσσέας Ανδρουτσόπουλος ήταν ο «Πρωθυπουργός» του Ιωαννιδικού καθεστώτος. Επισημαίνεται, ότι Γκιζίκης και Μπονάνος παρέμειναν στις θέσεις τους και μετά τη μεταπολίτευση και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και απολάμβαναν των συντάξεών τους μέχρι θανάτου. Το γιατί, ο καθένας μπορεί να το κρίνει. Να προστεθεί, επίσης, ότι ο Καραμανλής ορκίστηκε Πρωθυπουργός το βράδυ της 23ης Ιουλίου 1974, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, ενώπιον του «Προέδρου» Γκιζίκη, του Προέδρου της Χούντας, δηλαδή. Και για το γεγονός αυτό, η εξήγηση είναι αυτονόητη.
Ενώ, όμως, τα γεγονότα διαδραματίστηκαν όπως πιο πάνω, κατά παράδοξο και ιστορικά ανεπίτρεπτο τρόπο, το ΑΚΕΛ, οι «δημοκρατικοί αντιστασιακοί», οι πάσης φύσεως υμνητές του Μακαρίου και οι προασπιστές των «υποθηκών» του, συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να κατηγορούν ως οργανωτές και εκτελεστές του Πραξικοπήματος τη Χούντα, το στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή και την Οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄! Η ευθύνη της Χούντας είναι βέβαια δεδομένη, αφού το παραδέχτηκε σε απόλυτο βαθμό ο «Πρόεδρος» Γκιζίκης, όπως πιο πάνω αναφέρεται. Ο στρατηγός Γρίβας, όμως, είχε πεθάνει έξη ολόκληρους μήνες πριν από το Πραξικόπημα. Και όχι μόνον τούτο. Τα σχέδια για αποσταθεροποίηση στην Κύπρο και διχοτόμηση της νήσου άρχισαν να εξυφαίνονται αμέσως μετά το θάνατο του στρατηγού. Ακόμα και «τα χέρια» του Μακαρίου, Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄ και Ανδρέας Αζίνας, δήλωσαν όχι μια φορά, ότι «αν ζούσε ο στρατηγός Γρίβας, Πραξικόπημα δεν μπορούσε να γίνει». Κι αυτοί δεν ήσαν οι μόνοι βέροι μακαριακοί που το παραδέχτηκαν. Το ίδιο έπραξαν και πολλοί άλλοι ομοϊδεάτες τους. Κι όμως, η συκοφαντία και η λάσπη εναντίον του Διγενή δεν λέει να τελειώσει. Οι μόνοι που βολεύονται και επιχαίρουν γι’ αυτό είναι οι του ΑΚΕΛ, πιστοί στο «δόγμα» Λένιν ότι, λέγοντας ένα ψέμα πολλές φορές, έστω και ένας μπορεί να σε πιστέψει.
Όσο για την ΕΟΚΑ Β΄, τέτοια Οργάνωση υπήρχε εν όσω ζούσε ο στρατηγός της Γεώργιος Γρίβας. Με το θάνατό του, πολλά στελέχη και μέλη εγκατέλειψαν κάθε δραστηριότητα. Αρκετοί έφυγαν στο εξωτερικό, υπήρχαν όμως κι εκείνοι οι οποίοι έσπευσαν να συνεργαστούν με τη Χούντα των Αθηνών. Με την έκρηξη του Πραξικοπήματος, πολλά από τα πρώην στελέχη και μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ βγήκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν και να στηρίξουν το κίνημα. Υπολόγισαν, βέβαια αφελώς, όπως και ο Νίκος Σαμψών, ο οποίος ετοίμασε, μάλιστα και το διάγγελμα ανακήρυξης της Ένωσης, πράγμα, όμως, που δεν υπήρχε στην ατζέντα.
Η συνεχής, λοιπόν, επανάληψη – από το ΑΚΕΛ κυρίως – του ισχυρισμού ότι «το Πραξικόπημα έκαμε η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β΄» δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο προσπάθεια αλλοίωσης και βιασμού της Ιστορίας, αλλά και επίρριψης όλων των ευθυνών για ό,τι έγινε το 1974, και όχι μόνο, στην εθνικόφρονα παράταξη της Κύπρου. Επισημαίνεται σχετικά, ότι ακόμη και την ηγεσία της ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο φρόντισε να προδώσει το καθεστώς Ιωαννίδη, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και στις 15 Ιουλίου να είναι στη φυλακή. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να προκληθεί σύγχυση με την έκρηξη του Πραξικοπήματος, αλλά και σύγκρουση στη συνέχεια, όταν οι της Χούντας ζητούσαν από ηγετικά στελέχη αυτού που αποκαλείτο ΕΟΚΑ Β΄ μετά το θάνατο του Διγενή, μέχρι και παράδοση όπλων! Το ότι πολλά μέλη της Οργάνωσης στήριξαν το Πραξικόπημα μπορεί να κριθεί ως απόλυτα φυσιολογικό, αφού στρεφόταν εναντίον εκείνου που θεωρείτο ως ο νεκροθάφτης της Ενώσεως και απηνής διώκτης τους. Καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει, ότι μέλη ή στελέχη της ΕΟΚΑ Β΄ γνώριζαν εκ των προτέρων για το Πραξικόπημα. Αντίθετα, με την έκρηξή του πολλοί εξεπλάγησαν και έκαναν ο καθένας ό,τι ήθελε. Όμως, με την έναρξη της εισβολής υπήρξε κάποια συνοχή και σε πολλές περιοχές πολέμησαν εναντίον των Τούρκων συγκροτημένα τμήματα της Οργάνωσης, όπως στη Λευκωσία, Λεμεσό και Λεύκα.
Πώς καταλήφθηκε το αεροδρόμιο Λευκωσίας στο Πραξικόπημα
«ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ δυνάμεις κατά τη μάχη ήταν, από τη μια, η ασφάλεια του αεροδρομίου και, από την άλλη, οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Η ασφάλεια του αεροδρομίου αποτελείτο κυρίως από νεοσύλλεκτους αστυνομικούς, με ελαφρύ οπλισμό. Υπεύθυνος ασφαλείας ήταν ο υπαστυνόμος Χριστάκης Προκοπίου, ο οποίος μετατέθηκε εκεί από την Προεδρική Φρουρά Μακαρίου, όπως και οι πιο πολλοί λοχίες υπεύθυνοι βάρδιας.
Μαζί με τα άλλα του καθήκοντα, ο εκάστοτε λοχίας υπεύθυνος βάρδιας τοποθετούσε ένοπλο αστυνομικό έξω στο δρόμο, μπροστά από το κτήριο του αεροδρομίου, για επιτήρηση του χώρου όταν θα περνούσε από εκεί η αυτοκινητοπομπή που μετέφερε τον Πρόεδρο Μακάριο από και προς τη θερινή του κατοικία στο Τρόοδος. Η επίθεση κατά του αεροδρομίου εκδηλώθηκε λίγα λεπτά μετά που ο Μακάριος πέρασε από εκεί επιστρέφοντας από το Τρόοδος.
Εχθρικές δυνάμεις: Άγνωστος αριθμός στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ, της οποίας το στρατόπεδο ήταν πολύ κοντά στο αεροδρόμιο. Είχαν σύγχρονο οπλισμό και την υποστήριξη αρμάτων μάχης. Τουλάχιστον δυο είχαν καταλάβει θέσεις μέσα στον δίαυλο με τα πυροβόλα τους στραμμένα στο κτήριο χωρίς περαιτέρω εμπλοκή.
Φίλιες δυνάμεις: Το Εφεδρικό Σώμα και η Προεδρική Φρουρά, που δέχτηκαν ταυτόχρονα επιθέσεις και κάθε μια είχε ν’ αντιμετωπίσει τον δικό της εχθρό.
Στο αεροδρόμιο δεν υπήρχαν οποιαδήποτε οχυρωματικά έργα, ούτε και σχέδιο ενεργείας, το οποίο να τεθεί σε εφαρμογή σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του αεροδρομίου από οποιονδήποτε. Για μια χρονική περίοδο, αμέσως πριν και μέχρι την ημέρα του Πραξικοπήματος, δυο άντρες από την Προεδρική Φρουρά Μακαρίου με πολιτική περιβολή παρακολουθούσαν και κατέγραφαν επί καθημερινής βάσης τις μέρα με τη μέρα αυξανόμενες αφίξεις Ελλαδιτών αξιωματικών του στρατού, που, ως είχαν οι πληροφορίες μας, σκοπός της άφιξής τους ήταν να ηγηθούν του Πραξικοπήματος. Οι εν λόγω αξιωματικοί παρουσίαζαν φύλλα πορείας που τους ήθελαν να είναι Κύπριοι πολίτες εν γνώσει της Κυπριακής Δημοκρατίας, πλην όμως χωρίς καμιά αντίδραση, γιατί έτσι ήταν η τότε τακτική που ακολουθείτο για τη στελέχωση της Εθνικής Φρουράς.
Καθήκοντα φρουράς αεροδρομίου το πρωί της 15ης Ιουλίου είχε η βάρδια του λοχία Παντελή Ανδρέου. Το πρωί της ίδιας ημέρας, για τον έλεγχο των Ελλαδιτών αξιωματικών που μας έρχονταν με ψευδώνυμα, ήμουν εγώ και ο αστυνομικός 2387 Δημήτρης Δημητρίου, γνωστός ως Μήτσιος. Μόλις αναλάβαμε καθήκοντα με τον Μήτσιο, μεταφέραμε τα όπλα μας, ήτοι δυο Μ58, τα γνωστά τσέχικα, με δυο γεμιστήρες έκαστο, στο γραφείο του λοχία της βάρδιας Παντελή Ανδρέου για φύλαξη, με εξαίρεση τα πιστόλια μας, που μπορούσαμε να τ’ αποκρύψουμε κάτω από την πολιτική μας περιβολή. Τα πάντα ήσαν ήρεμα, το αεροδρόμιο λειτουργούσε κανονικά με αρκετό κόσμο για τις αναχωρήσεις μέχρι που ρίχτηκαν οι πρώτες ριπές αυτομάτων όπλων από το στρατό, προς εκφοβισμό των επί καθήκοντι φρουρών, οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, καλά έκαναν και παραδόθηκαν αμαχητί, διαφορετικά θα είχαμε πολλούς νεκρούς.
Στο άκουσμα των πυροβολισμών, έτρεξα με τον Μήτσιο στο γραφείο του υπευθύνου της βάρδιας και παραλάβαμε τα όπλα μας από τον Παντελή Ανδρέου. Πήρε και αυτός το δικό του και βγήκαμε έξω και οι τρεις. Τότε, είδαμε τρεις στρατιώτες οπλισμένους με αυτόματα Μ3 να εισέρχονται από την έξοδο επιβατών μέσα στην αίθουσα αφίξεων και καταλάβαμε ότι επρόκειτο περί Πραξικοπήματος. Έκανα προσπάθεια για θεριστική βολή αλλά δεν πέτυχα, γιατί δεν είχα αντιληφθεί ότι το όπλο μου ήταν στη βολή κατά βολή και, μέχρι σήμερα, χαίρομαι που δεν τους σκότωσα. Όταν δεν άκουσα ριπή να φεύγει από το όπλο μου ξαφνιάστηκα, οι δε στρατιώτες όρμησαν έξω από την ίδια πόρτα χωρίς να τους ρίξω άλλον πυροβολισμό. Προηγουμένως άκουσα τους Παντελή και Μήτσιο, που ήθελαν θέσεις μάχης με κάλυψη. Γύρισα πίσω προς το μέρος τους και συμφώνησα με τον Μήτσιο ν’ ανεβούμε στην ταράτσα του κτιρίου, για καλύτερη άμυνα μέχρι να έρθει βοήθεια από τη Λευκωσία, η οποία, όμως, δεν ήρθε ποτέ για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω.
Καταφέραμε να πάμε μέχρι τον πρώτο όροφο. Εκεί ανταλλάξαμε μερικές ριπές αυτομάτων όπλων με στρατιώτες. Σε κάποια φάση, ενώ βρισκόμαστε στο γύρισμα της σκάλας για πιο πάνω, ο τοίχος δίπλα μας τράνταξε από τις ριπές με αποτέλεσμα κομμάτια υλικών να πέσουν πάνω μας. Ο Μήτσιος προχώρησε πιο πάνω κι εγώ πετάχτηκα από τη σκάλα κάτω, χωρίσαμε και ο καθένας θεώρησε τον άλλο σκοτωμένο…
Όταν ήμουν στον πρώτο όροφο, πρόσεξα ότι στον δίαυλο υπήρχαν δυο άρματα μάχης. Γνωρίζοντας ότι με μια χούφτα σφαίρες ήταν αδύνατο να σταματήσουμε ολόκληρο στρατό, αφού δεν είχαμε οποιαδήποτε βοήθεια από αλλού, έκαμα τη σκέψη να σταματήσω, αλλά δίσταζα να το πράξω. Όταν κατέβηκα κάτω, συναντήθηκα με τον επί καθήκοντι ηλεκτρολόγο του αεροδρομίου, ο οποίος με παρότρυνε και σταμάτησα, «για να μην μείνουν τα κοπελλούθκια μου ορφανά», όπως μου είπε χαρακτηριστικά. Σημειωτέον ότι ο ίδιος προηγουμένως, για να μας βοηθήσει να βγούμε στην ταράτσα, ξεκλείδωσε την πόρτα της σκάλας. Μαζί με τον ηλεκτρολόγο κατεβήκαμε σε μιαν υπόγεια αποθήκη, όπου έριξα τα όπλα μου και την αστυνομική μου ταυτότητα.
Όταν βγήκα πάνω, ως απλός πολίτης πλέον, επειδή δεν ήξερα πού να πάω, προχώρησα προς ένα σημείο όπου άκουα ομιλίες. Εκεί είδα πολίτες να κάθονται στο πάτωμα φρουρούμενοι από ένοπλους στρατιώτες και διατάχθηκα να κάνω το ίδιο. Όλους τους πολίτες, τους υποχρέωσαν να κάθονται στο πάτωμα κατά ομάδες υπό την απειλή των όπλων. Αμέσως μετά, και αφού δεν υπήρχε πλέον καμιά αντίσταση, μάζεψαν όλους τους πολίτες στην αίθουσα στην πρόσοψη του κτηρίου και ένας αξιωματικός της ΕΛΔΥΚ, από τις σκάλες που οδηγούν στον εξώστη και σε σημείο που να φαίνεται απ’ όλους, μας απηύθυνε το λόγο, για να μας πει, μεταξύ άλλων, ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Ενώ μας μιλούσε, προς μεγάλη μου χαρά, είδα τον φίλο που τον Μήτσιο με τα χέρια ψηλά, να τον κατεβάζουν από την ίδια σκάλα, οπότε ο αξιωματικός διέκοψε την ομιλία του, για να μας πει ότι ο Μήτσιος είχε σκοτώσει ένα δικό του λοχία. Τον Μήτσιο, έμαθα μετά από τον ίδιο ότι τον μετέφεραν στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και, αφού τον έδεσαν πάνω σε καρέκλα, μαζί με την καρέκλα τον έσερναν πίσω από αυτοκίνητο μέσα στο γήπεδο του στρατοπέδου!..
Στην ίδια αίθουσα, σ’ ένα από τα γραφεία των αεροπορικών εταιριών, είδα τους συλληφθέντες αστυνομικούς στριμωγμένους στο πάτωμα να φρουρούνται από ένοπλους στρατιώτες. Η σκέψη μου να το σκάσω μαζί με άλλους πολίτες όταν θα μας άφηναν ελεύθερους, διεκόπη όταν υπάλληλος των Κυπριακών Αερογραμμών, τον οποίο γνώριζα καλά, με κίνηση του χεριού του με υπέδειξε σε κάποιον υπολοχαγό, ο οποίος με συνέλαβε και με οδήγησε εκεί που ήταν οι άλλοι συλληφθέντες αστυνομικοί αφού ακούμπησε την κάνη του όπλου του στη ράχη μου.
Απώλειες: Ένα λοχίας της ΕΛΔΥΚ εξακριβωμένα νεκρός. Από την Αστυνομία, τραυματίας ο αστυφύλακας 529 Παναγιώτης Ερμογένους. Σε πρόσφατη επικοινωνία που είχα μαζί του για τις συνθήκες τραυματισμού του, μου εξήγησε ότι, όταν διετάχθη μαζί με άλλους αστυνομικούς να πετάξουν τα όπλα κάτω και να υψώσουν τα χέρια τους, αυτός, προφανώς από σύγχυση, ενώ ύψωσε τα χέρια συνέχισε να κρατεί το πιστόλι και τον πυροβόλησε ένας στρατιώτης στο σβέρκο. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ο υπεύθυνος ασφαλείας του αεροδρομίου Χριστάκης Προκοπίου, έκαμε ανεπιτυχή προσπάθεια για μεταφορά του στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αλλά, επειδή καθ’ οδόν συνάντησαν οδόφραγμα από πραξικοπηματίες, τους επέστρεψαν πίσω. Παραλήφθηκε από στρατιώτες του αυστριακού αποσπάσματος του ΟΗΕ και έτυχε νοσηλείας στη νοσοκομειακή τους μονάδα, όπου και κρατήθηκε μέχρι και το πέρας της πρώτης φάσης του πολέμου με τους Τούρκους.
Η κράτησή μας στο αεροδρόμιο διήρκεσε μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Ακολούθως μας μετέφεραν με δυο κλούβες υπό τη συνοδεία ισάριθμων αρμάτων μάχης στις Κεντρικές Φυλακές, όπου και παρέμεινα μέχρι την ημέρα της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου. Ενώ μας μετέφεραν, παρά τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη, οι κλούβες σταμάτησαν και πέταξαν τον Μήτσιο όπως ένα σακί στη μια από αυτές – δυστυχώς όχι σ’ αυτήν που ήμουν εγώ, για να έχω την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του, κυρίως ως προς το τι θα λέγαμε σε περίπτωση πολεμικής ανάκρισης».
(Λουκάς Λουκά, τότε αστυνομικός 1106 και μετέπειτα αξιωματικός, για τη Μάχη του αεροδρομίου Λευκωσίας την ημέρα του Πραξικοπήματος – Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου).
ΣΧΟΛΙΟ: Ο κ. Λ. Λουκά στη μαρτυρία του είναι κατηγορηματικός: Στο αεροδρόμιο δεν υπήρχαν οποιαδήποτε οχυρωματικά έργα, ούτε και σχέδιο ενεργείας το οποίο να τεθεί σε εφαρμογή σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του από οποιονδήποτε. Επίσης: Έφταναν συνέχεια αξιωματικοί από την Ελλάδα, με σκοπό «να ηγηθούν του Πραξικοπήματος». Τα δυο αυτά, όμως, γεγονότα, εγείρουν αβίαστα το ερώτημα: Εφόσον η πλευρά Μακαρίου γνώριζε ότι έρχονταν συνέχεια αξιωματικοί για να κάμουν Πραξικόπημα, τότε γιατί δεν υπήρχε ένα πρόχειρο έστω σχέδιο γι’ αντιμετώπισή του ; Κάποιος θα πρέπει να δώσει μια εξήγηση γι’ αυτό. Αν, παρ’ ελπίδα, δεν βρεθεί, η Ιστορία ασφαλώς θα δώσει την ετυμηγορία της.
«Η φράση «εγώ διέταξα την ανατροπή του Μακαρίου» ελέχθη πράγματι, όχι όμως υπό τη στενή έννοια της στρατιωτικής νοοτροπίας και δεοντολογίας. Είχε την έννοια συναινέσεως στην πρόταση των άλλων συνομιλητών μου (Ιωαννίδης, Μπονάνος, Ανδρουτσόπουλος). Είχε την έννοια συναποφασίσεως των τεσσάρων. Έθεσα, όμως, τον ρητό όρο της διαφύλαξης της σωματικής ακεραιότητας του Μακαρίου, περιοριζόμενοι μόνο στην ανατροπή του. Όρος που έγινε αποδεκτός ασυζητητί. Πλέον αυτού, δεν είχα γνώση των λεπτομερειών σχεδιάσεως και εκτελέσεως ανατροπής του Μακαρίου. Η τελική απόφαση ελήφθη 15 μέρες προ της εκτελέσεως του σχεδίου, η δε οριστική μέρα εκτελέσεως του σχεδίου μού εγνωστοποιήθη δυο ημέρες νωρίτερα, δηλαδή το Σάββατο, 13 Ιουλίου 1974».
Για τους μη γνωρίζοντες, ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης ήταν ο αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και επί κεφαλής του Πραξικοπήματος που ανέτρεψε το καθεστώς Παπαδ’οπουλου, τον Νιόβρη του 1973, ο στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος ήταν Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων επί Ιωαννίδη και ο Οδυσσέας Ανδρουτσόπουλος ήταν ο «Πρωθυπουργός» του Ιωαννιδικού καθεστώτος. Επισημαίνεται, ότι Γκιζίκης και Μπονάνος παρέμειναν στις θέσεις τους και μετά τη μεταπολίτευση και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και απολάμβαναν των συντάξεών τους μέχρι θανάτου. Το γιατί, ο καθένας μπορεί να το κρίνει. Να προστεθεί, επίσης, ότι ο Καραμανλής ορκίστηκε Πρωθυπουργός το βράδυ της 23ης Ιουλίου 1974, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, ενώπιον του «Προέδρου» Γκιζίκη, του Προέδρου της Χούντας, δηλαδή. Και για το γεγονός αυτό, η εξήγηση είναι αυτονόητη.
Ενώ, όμως, τα γεγονότα διαδραματίστηκαν όπως πιο πάνω, κατά παράδοξο και ιστορικά ανεπίτρεπτο τρόπο, το ΑΚΕΛ, οι «δημοκρατικοί αντιστασιακοί», οι πάσης φύσεως υμνητές του Μακαρίου και οι προασπιστές των «υποθηκών» του, συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να κατηγορούν ως οργανωτές και εκτελεστές του Πραξικοπήματος τη Χούντα, το στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή και την Οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄! Η ευθύνη της Χούντας είναι βέβαια δεδομένη, αφού το παραδέχτηκε σε απόλυτο βαθμό ο «Πρόεδρος» Γκιζίκης, όπως πιο πάνω αναφέρεται. Ο στρατηγός Γρίβας, όμως, είχε πεθάνει έξη ολόκληρους μήνες πριν από το Πραξικόπημα. Και όχι μόνον τούτο. Τα σχέδια για αποσταθεροποίηση στην Κύπρο και διχοτόμηση της νήσου άρχισαν να εξυφαίνονται αμέσως μετά το θάνατο του στρατηγού. Ακόμα και «τα χέρια» του Μακαρίου, Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄ και Ανδρέας Αζίνας, δήλωσαν όχι μια φορά, ότι «αν ζούσε ο στρατηγός Γρίβας, Πραξικόπημα δεν μπορούσε να γίνει». Κι αυτοί δεν ήσαν οι μόνοι βέροι μακαριακοί που το παραδέχτηκαν. Το ίδιο έπραξαν και πολλοί άλλοι ομοϊδεάτες τους. Κι όμως, η συκοφαντία και η λάσπη εναντίον του Διγενή δεν λέει να τελειώσει. Οι μόνοι που βολεύονται και επιχαίρουν γι’ αυτό είναι οι του ΑΚΕΛ, πιστοί στο «δόγμα» Λένιν ότι, λέγοντας ένα ψέμα πολλές φορές, έστω και ένας μπορεί να σε πιστέψει.
Όσο για την ΕΟΚΑ Β΄, τέτοια Οργάνωση υπήρχε εν όσω ζούσε ο στρατηγός της Γεώργιος Γρίβας. Με το θάνατό του, πολλά στελέχη και μέλη εγκατέλειψαν κάθε δραστηριότητα. Αρκετοί έφυγαν στο εξωτερικό, υπήρχαν όμως κι εκείνοι οι οποίοι έσπευσαν να συνεργαστούν με τη Χούντα των Αθηνών. Με την έκρηξη του Πραξικοπήματος, πολλά από τα πρώην στελέχη και μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ βγήκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν και να στηρίξουν το κίνημα. Υπολόγισαν, βέβαια αφελώς, όπως και ο Νίκος Σαμψών, ο οποίος ετοίμασε, μάλιστα και το διάγγελμα ανακήρυξης της Ένωσης, πράγμα, όμως, που δεν υπήρχε στην ατζέντα.
Η συνεχής, λοιπόν, επανάληψη – από το ΑΚΕΛ κυρίως – του ισχυρισμού ότι «το Πραξικόπημα έκαμε η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β΄» δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο προσπάθεια αλλοίωσης και βιασμού της Ιστορίας, αλλά και επίρριψης όλων των ευθυνών για ό,τι έγινε το 1974, και όχι μόνο, στην εθνικόφρονα παράταξη της Κύπρου. Επισημαίνεται σχετικά, ότι ακόμη και την ηγεσία της ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο φρόντισε να προδώσει το καθεστώς Ιωαννίδη, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και στις 15 Ιουλίου να είναι στη φυλακή. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να προκληθεί σύγχυση με την έκρηξη του Πραξικοπήματος, αλλά και σύγκρουση στη συνέχεια, όταν οι της Χούντας ζητούσαν από ηγετικά στελέχη αυτού που αποκαλείτο ΕΟΚΑ Β΄ μετά το θάνατο του Διγενή, μέχρι και παράδοση όπλων! Το ότι πολλά μέλη της Οργάνωσης στήριξαν το Πραξικόπημα μπορεί να κριθεί ως απόλυτα φυσιολογικό, αφού στρεφόταν εναντίον εκείνου που θεωρείτο ως ο νεκροθάφτης της Ενώσεως και απηνής διώκτης τους. Καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει, ότι μέλη ή στελέχη της ΕΟΚΑ Β΄ γνώριζαν εκ των προτέρων για το Πραξικόπημα. Αντίθετα, με την έκρηξή του πολλοί εξεπλάγησαν και έκαναν ο καθένας ό,τι ήθελε. Όμως, με την έναρξη της εισβολής υπήρξε κάποια συνοχή και σε πολλές περιοχές πολέμησαν εναντίον των Τούρκων συγκροτημένα τμήματα της Οργάνωσης, όπως στη Λευκωσία, Λεμεσό και Λεύκα.
Πώς καταλήφθηκε το αεροδρόμιο Λευκωσίας στο Πραξικόπημα
«ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ δυνάμεις κατά τη μάχη ήταν, από τη μια, η ασφάλεια του αεροδρομίου και, από την άλλη, οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Η ασφάλεια του αεροδρομίου αποτελείτο κυρίως από νεοσύλλεκτους αστυνομικούς, με ελαφρύ οπλισμό. Υπεύθυνος ασφαλείας ήταν ο υπαστυνόμος Χριστάκης Προκοπίου, ο οποίος μετατέθηκε εκεί από την Προεδρική Φρουρά Μακαρίου, όπως και οι πιο πολλοί λοχίες υπεύθυνοι βάρδιας.
Μαζί με τα άλλα του καθήκοντα, ο εκάστοτε λοχίας υπεύθυνος βάρδιας τοποθετούσε ένοπλο αστυνομικό έξω στο δρόμο, μπροστά από το κτήριο του αεροδρομίου, για επιτήρηση του χώρου όταν θα περνούσε από εκεί η αυτοκινητοπομπή που μετέφερε τον Πρόεδρο Μακάριο από και προς τη θερινή του κατοικία στο Τρόοδος. Η επίθεση κατά του αεροδρομίου εκδηλώθηκε λίγα λεπτά μετά που ο Μακάριος πέρασε από εκεί επιστρέφοντας από το Τρόοδος.
Εχθρικές δυνάμεις: Άγνωστος αριθμός στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ, της οποίας το στρατόπεδο ήταν πολύ κοντά στο αεροδρόμιο. Είχαν σύγχρονο οπλισμό και την υποστήριξη αρμάτων μάχης. Τουλάχιστον δυο είχαν καταλάβει θέσεις μέσα στον δίαυλο με τα πυροβόλα τους στραμμένα στο κτήριο χωρίς περαιτέρω εμπλοκή.
Φίλιες δυνάμεις: Το Εφεδρικό Σώμα και η Προεδρική Φρουρά, που δέχτηκαν ταυτόχρονα επιθέσεις και κάθε μια είχε ν’ αντιμετωπίσει τον δικό της εχθρό.
Στο αεροδρόμιο δεν υπήρχαν οποιαδήποτε οχυρωματικά έργα, ούτε και σχέδιο ενεργείας, το οποίο να τεθεί σε εφαρμογή σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του αεροδρομίου από οποιονδήποτε. Για μια χρονική περίοδο, αμέσως πριν και μέχρι την ημέρα του Πραξικοπήματος, δυο άντρες από την Προεδρική Φρουρά Μακαρίου με πολιτική περιβολή παρακολουθούσαν και κατέγραφαν επί καθημερινής βάσης τις μέρα με τη μέρα αυξανόμενες αφίξεις Ελλαδιτών αξιωματικών του στρατού, που, ως είχαν οι πληροφορίες μας, σκοπός της άφιξής τους ήταν να ηγηθούν του Πραξικοπήματος. Οι εν λόγω αξιωματικοί παρουσίαζαν φύλλα πορείας που τους ήθελαν να είναι Κύπριοι πολίτες εν γνώσει της Κυπριακής Δημοκρατίας, πλην όμως χωρίς καμιά αντίδραση, γιατί έτσι ήταν η τότε τακτική που ακολουθείτο για τη στελέχωση της Εθνικής Φρουράς.
Καθήκοντα φρουράς αεροδρομίου το πρωί της 15ης Ιουλίου είχε η βάρδια του λοχία Παντελή Ανδρέου. Το πρωί της ίδιας ημέρας, για τον έλεγχο των Ελλαδιτών αξιωματικών που μας έρχονταν με ψευδώνυμα, ήμουν εγώ και ο αστυνομικός 2387 Δημήτρης Δημητρίου, γνωστός ως Μήτσιος. Μόλις αναλάβαμε καθήκοντα με τον Μήτσιο, μεταφέραμε τα όπλα μας, ήτοι δυο Μ58, τα γνωστά τσέχικα, με δυο γεμιστήρες έκαστο, στο γραφείο του λοχία της βάρδιας Παντελή Ανδρέου για φύλαξη, με εξαίρεση τα πιστόλια μας, που μπορούσαμε να τ’ αποκρύψουμε κάτω από την πολιτική μας περιβολή. Τα πάντα ήσαν ήρεμα, το αεροδρόμιο λειτουργούσε κανονικά με αρκετό κόσμο για τις αναχωρήσεις μέχρι που ρίχτηκαν οι πρώτες ριπές αυτομάτων όπλων από το στρατό, προς εκφοβισμό των επί καθήκοντι φρουρών, οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, καλά έκαναν και παραδόθηκαν αμαχητί, διαφορετικά θα είχαμε πολλούς νεκρούς.
Στο άκουσμα των πυροβολισμών, έτρεξα με τον Μήτσιο στο γραφείο του υπευθύνου της βάρδιας και παραλάβαμε τα όπλα μας από τον Παντελή Ανδρέου. Πήρε και αυτός το δικό του και βγήκαμε έξω και οι τρεις. Τότε, είδαμε τρεις στρατιώτες οπλισμένους με αυτόματα Μ3 να εισέρχονται από την έξοδο επιβατών μέσα στην αίθουσα αφίξεων και καταλάβαμε ότι επρόκειτο περί Πραξικοπήματος. Έκανα προσπάθεια για θεριστική βολή αλλά δεν πέτυχα, γιατί δεν είχα αντιληφθεί ότι το όπλο μου ήταν στη βολή κατά βολή και, μέχρι σήμερα, χαίρομαι που δεν τους σκότωσα. Όταν δεν άκουσα ριπή να φεύγει από το όπλο μου ξαφνιάστηκα, οι δε στρατιώτες όρμησαν έξω από την ίδια πόρτα χωρίς να τους ρίξω άλλον πυροβολισμό. Προηγουμένως άκουσα τους Παντελή και Μήτσιο, που ήθελαν θέσεις μάχης με κάλυψη. Γύρισα πίσω προς το μέρος τους και συμφώνησα με τον Μήτσιο ν’ ανεβούμε στην ταράτσα του κτιρίου, για καλύτερη άμυνα μέχρι να έρθει βοήθεια από τη Λευκωσία, η οποία, όμως, δεν ήρθε ποτέ για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω.
Καταφέραμε να πάμε μέχρι τον πρώτο όροφο. Εκεί ανταλλάξαμε μερικές ριπές αυτομάτων όπλων με στρατιώτες. Σε κάποια φάση, ενώ βρισκόμαστε στο γύρισμα της σκάλας για πιο πάνω, ο τοίχος δίπλα μας τράνταξε από τις ριπές με αποτέλεσμα κομμάτια υλικών να πέσουν πάνω μας. Ο Μήτσιος προχώρησε πιο πάνω κι εγώ πετάχτηκα από τη σκάλα κάτω, χωρίσαμε και ο καθένας θεώρησε τον άλλο σκοτωμένο…
Όταν ήμουν στον πρώτο όροφο, πρόσεξα ότι στον δίαυλο υπήρχαν δυο άρματα μάχης. Γνωρίζοντας ότι με μια χούφτα σφαίρες ήταν αδύνατο να σταματήσουμε ολόκληρο στρατό, αφού δεν είχαμε οποιαδήποτε βοήθεια από αλλού, έκαμα τη σκέψη να σταματήσω, αλλά δίσταζα να το πράξω. Όταν κατέβηκα κάτω, συναντήθηκα με τον επί καθήκοντι ηλεκτρολόγο του αεροδρομίου, ο οποίος με παρότρυνε και σταμάτησα, «για να μην μείνουν τα κοπελλούθκια μου ορφανά», όπως μου είπε χαρακτηριστικά. Σημειωτέον ότι ο ίδιος προηγουμένως, για να μας βοηθήσει να βγούμε στην ταράτσα, ξεκλείδωσε την πόρτα της σκάλας. Μαζί με τον ηλεκτρολόγο κατεβήκαμε σε μιαν υπόγεια αποθήκη, όπου έριξα τα όπλα μου και την αστυνομική μου ταυτότητα.
Όταν βγήκα πάνω, ως απλός πολίτης πλέον, επειδή δεν ήξερα πού να πάω, προχώρησα προς ένα σημείο όπου άκουα ομιλίες. Εκεί είδα πολίτες να κάθονται στο πάτωμα φρουρούμενοι από ένοπλους στρατιώτες και διατάχθηκα να κάνω το ίδιο. Όλους τους πολίτες, τους υποχρέωσαν να κάθονται στο πάτωμα κατά ομάδες υπό την απειλή των όπλων. Αμέσως μετά, και αφού δεν υπήρχε πλέον καμιά αντίσταση, μάζεψαν όλους τους πολίτες στην αίθουσα στην πρόσοψη του κτηρίου και ένας αξιωματικός της ΕΛΔΥΚ, από τις σκάλες που οδηγούν στον εξώστη και σε σημείο που να φαίνεται απ’ όλους, μας απηύθυνε το λόγο, για να μας πει, μεταξύ άλλων, ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Ενώ μας μιλούσε, προς μεγάλη μου χαρά, είδα τον φίλο που τον Μήτσιο με τα χέρια ψηλά, να τον κατεβάζουν από την ίδια σκάλα, οπότε ο αξιωματικός διέκοψε την ομιλία του, για να μας πει ότι ο Μήτσιος είχε σκοτώσει ένα δικό του λοχία. Τον Μήτσιο, έμαθα μετά από τον ίδιο ότι τον μετέφεραν στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και, αφού τον έδεσαν πάνω σε καρέκλα, μαζί με την καρέκλα τον έσερναν πίσω από αυτοκίνητο μέσα στο γήπεδο του στρατοπέδου!..
Στην ίδια αίθουσα, σ’ ένα από τα γραφεία των αεροπορικών εταιριών, είδα τους συλληφθέντες αστυνομικούς στριμωγμένους στο πάτωμα να φρουρούνται από ένοπλους στρατιώτες. Η σκέψη μου να το σκάσω μαζί με άλλους πολίτες όταν θα μας άφηναν ελεύθερους, διεκόπη όταν υπάλληλος των Κυπριακών Αερογραμμών, τον οποίο γνώριζα καλά, με κίνηση του χεριού του με υπέδειξε σε κάποιον υπολοχαγό, ο οποίος με συνέλαβε και με οδήγησε εκεί που ήταν οι άλλοι συλληφθέντες αστυνομικοί αφού ακούμπησε την κάνη του όπλου του στη ράχη μου.
Απώλειες: Ένα λοχίας της ΕΛΔΥΚ εξακριβωμένα νεκρός. Από την Αστυνομία, τραυματίας ο αστυφύλακας 529 Παναγιώτης Ερμογένους. Σε πρόσφατη επικοινωνία που είχα μαζί του για τις συνθήκες τραυματισμού του, μου εξήγησε ότι, όταν διετάχθη μαζί με άλλους αστυνομικούς να πετάξουν τα όπλα κάτω και να υψώσουν τα χέρια τους, αυτός, προφανώς από σύγχυση, ενώ ύψωσε τα χέρια συνέχισε να κρατεί το πιστόλι και τον πυροβόλησε ένας στρατιώτης στο σβέρκο. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ο υπεύθυνος ασφαλείας του αεροδρομίου Χριστάκης Προκοπίου, έκαμε ανεπιτυχή προσπάθεια για μεταφορά του στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αλλά, επειδή καθ’ οδόν συνάντησαν οδόφραγμα από πραξικοπηματίες, τους επέστρεψαν πίσω. Παραλήφθηκε από στρατιώτες του αυστριακού αποσπάσματος του ΟΗΕ και έτυχε νοσηλείας στη νοσοκομειακή τους μονάδα, όπου και κρατήθηκε μέχρι και το πέρας της πρώτης φάσης του πολέμου με τους Τούρκους.
Η κράτησή μας στο αεροδρόμιο διήρκεσε μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Ακολούθως μας μετέφεραν με δυο κλούβες υπό τη συνοδεία ισάριθμων αρμάτων μάχης στις Κεντρικές Φυλακές, όπου και παρέμεινα μέχρι την ημέρα της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου. Ενώ μας μετέφεραν, παρά τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη, οι κλούβες σταμάτησαν και πέταξαν τον Μήτσιο όπως ένα σακί στη μια από αυτές – δυστυχώς όχι σ’ αυτήν που ήμουν εγώ, για να έχω την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του, κυρίως ως προς το τι θα λέγαμε σε περίπτωση πολεμικής ανάκρισης».
(Λουκάς Λουκά, τότε αστυνομικός 1106 και μετέπειτα αξιωματικός, για τη Μάχη του αεροδρομίου Λευκωσίας την ημέρα του Πραξικοπήματος – Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου).
ΣΧΟΛΙΟ: Ο κ. Λ. Λουκά στη μαρτυρία του είναι κατηγορηματικός: Στο αεροδρόμιο δεν υπήρχαν οποιαδήποτε οχυρωματικά έργα, ούτε και σχέδιο ενεργείας το οποίο να τεθεί σε εφαρμογή σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του από οποιονδήποτε. Επίσης: Έφταναν συνέχεια αξιωματικοί από την Ελλάδα, με σκοπό «να ηγηθούν του Πραξικοπήματος». Τα δυο αυτά, όμως, γεγονότα, εγείρουν αβίαστα το ερώτημα: Εφόσον η πλευρά Μακαρίου γνώριζε ότι έρχονταν συνέχεια αξιωματικοί για να κάμουν Πραξικόπημα, τότε γιατί δεν υπήρχε ένα πρόχειρο έστω σχέδιο γι’ αντιμετώπισή του ; Κάποιος θα πρέπει να δώσει μια εξήγηση γι’ αυτό. Αν, παρ’ ελπίδα, δεν βρεθεί, η Ιστορία ασφαλώς θα δώσει την ετυμηγορία της.
https://appelaios.com/2023/07/06/%ce%b9%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%b9%ce%bf%cf%82-1974/
Δεν υπάρχουν σχόλια: