Κάθε φορά που η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε πρόκληση – από παραβιάσεις στο Αιγαίο μέχρι διπλωματικά επεισόδια – ακούγεται το ίδιο επιχείρημα: «Γιατί δεν απαντάμε τώρα; Γιατί δεχόμαστε ταπεινώσεις;». ακολουθούν οχετοί περί προδοτών, κατευναστών κλπ. Οι περισσότεροι εκ των υβριζόντων στάζουν μέλι για το ΟΧΙ του ’40 και τον Ι. Μεταξά.
Το επιχείρημα της άμεσης απάντησης παραβλέπει δύο πράγματα:
- 1) Η στρατηγική σημασία του χρόνου. Η άμεση απάντηση μπορεί να ικανοποιεί το θυμικό, αλλά οδηγεί σε σύγκρουση σε στιγμή που ο αντίπαλος ίσως έχει το πλεονέκτημα.
- 2) Η σημασία της νομιμοποίησης. Όταν η Ελλάδα εμφανίζεται ως αμυνόμενη και όχι ως επιτιθέμενη, αποκτά διεθνή υποστήριξη και συσπειρώνει τον λαό.
Η Ιστορία δείχνει ότι η υπομονή και η επιλογή του κατάλληλου χρόνου φέρνει συχνά καλύτερα αποτελέσματα από μια βεβιασμένη αντίδραση.
Μια διδακτική ιστορία
Στις 15 Αυγούστου 1940, το υποβρύχιο «Ντελφίνο» του ιταλικού στόλου χτύπησε το ελληνικό καταδρομικό «Έλλη» έξω από το λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της Παναγίας.
Η επίθεση ήταν ξεκάθαρη πρόκληση, αλλά η κυβέρνηση Μεταξά δεν αντέδρασε με πολεμική αναμέτρηση. Αντιθέτως, επέλεξε να «καταπιεί» την προσβολή, περιοριζόμενη σε διαβήματα και έρευνες, μολονότι ήταν προφανές ότι πίσω από την επίθεση κρυβόταν η Ιταλία.
Πολλοί τότε αν υπήρχε η σημερινή ελευθεροτυπία θα χαρακτήριζαν τη στάση αυτή υποχωρητική. Γιατί η Ελλάδα δεν ύψωσε το λάβαρο του πολέμου; Γιατί δεν ανταπέδωσε άμεσα, αποδεικνύοντας ότι δεν δέχεται ταπεινώσεις;
Η απάντηση δεν είναι συναισθηματική, αλλά ψυχρά στρατηγική.
Η Ελλάδα του 1940 δεν ήταν σε θέση να ανοίξει μόνη της μέτωπο εναντίον μιας μεγάλης δύναμης όπως η Ιταλία. Η στρατιωτική προετοιμασία βρισκόταν σε εξέλιξη, οι συμμαχίες αβέβαιες και η γεωπολιτική σκακιέρα ρευστή.
Ο Μεταξάς γνώριζε ότι μια άμεση πολεμική απάντηση θα οδηγούσε σε πόλεμο υπό τους χειρότερους δυνατούς όρους, με τον ιταλικό στόλο να ελέγχει τη Μεσόγειο και τον ελληνικό στρατό ακόμη σε στάδιο οργάνωσης.
Η επιλογή ήταν να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Αυτή ήρθε δύο μήνες αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου, όταν η Ιταλία έδωσε το πρόσχημα με το τελεσίγραφο. Η Ελλάδα, σε θέση αμυνόμενου, απέκτησε όχι μόνο στρατιωτικό πλεονέκτημα –με την άμυνα στα βουνά της Ηπείρου– αλλά και πολιτική νομιμοποίηση: σύσσωμη η κοινωνία, η Εκκλησία και οι διεθνείς σύμμαχοι στάθηκαν στο πλευρό της.
Βουνά ή θάλασσα;
Η σύγκριση με μια υποθετική ναυτική απόβαση στην Ιταλία ή τα Δωδεκάνησα είναι αποκαλυπτική. Ο ελληνικός στόλος δεν είχε τη δύναμη να μεταφέρει δυνάμεις, να συντηρήσει αποβάσεις ή να συγκρουστεί με το ιταλικό ναυτικό, που τότε θεωρούνταν από τα ισχυρότερα της Ευρώπης.
Αντιθέτως, στα βουνά της Αλβανίας, οι συνθήκες ευνοούσαν την ελληνική πλευρά:
- ➡️ το έδαφος ήταν γνώριμο και φιλικό στην αμυντική τακτική,
- ➡️ η λογιστική υποστήριξη ήταν εφικτή μέσω της ενδοχώρας,
- ➡️ ο ελληνικός στρατός ήταν ανθεκτικός στις κακουχίες και στηριζόταν σε τοπικούς πληθυσμούς,
- ➡️ οι Ιταλοί δεν είχαν το ηθικό ή την οργάνωση για να διαχειριστούν έναν χειμερινό πόλεμο στα Βαλκάνια.
Η έκβαση το απέδειξε: η Ελλάδα όχι μόνο απέκρουσε την εισβολή αλλά και αντεπιτέθηκε, καταλαμβάνοντας αλβανικά εδάφη. Λίγα χρόνια αργότερα μια ελληνική ταξιαρχία υπό τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο μετείχε στην απόβαση των συμμάχων στην Ιταλία και κατέλαβε το Ρίμινι. Τους πολέμους έχει σημασία να τους κερδίζεις και όχι να τους κηρύττεις.
Συμπέρασμα
Ο τορπιλισμός της «Έλλης» ήταν πράξη βαρβαρότητας που δεν έμεινε ατιμώρητη· απλώς η απάντηση δεν δόθηκε στο λιμάνι της Τήνου, αλλά στα βουνά της Πίνδου. Εκεί, όπου οι Έλληνες πολέμησαν με το πλεονέκτημα του εδάφους, του ηθικού και της ιστορικής νομιμότητας…
https://www.liberal.gr/k-stoypas/patridemporoi-gkriniarides-kai-torpilismos-tis-ellis