Η CIA είχε συντάξει το 1973 απόρρητη έκθεση για την προσωπικότητα και τις απόψεις του Ιωαννίδη.
Η ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ/ΦΑΣΙΣΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΤΟ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΙΩΝΙΣΤΟΦΑΣΙΣΜΟΣ: 1944‒2014
Κεφάλαιο 6: Το κίνημα του Ιωαννίδη και ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ
Την 1 Ιουνίου 1973, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κατήργησε τη Βασιλεία και αποφάσισε να πραγματοποιήσει βήματα προς τη ‘φιλελευθεροποίηση’ του δικτατορικού καθεστώτος. Μετά από το δημοψήφισμα του 1973, που, υπό την πίεση του καθεστώτος, οδήγησε στην καταψήφιση της Βασιλείας, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, ο οποίος είχε σημαντική πολιτική εμπειρία ως υπουργός στην κυβέρνηση Σοφούλη (1949) και στην κυβέρνηση Παπάγου (1952).
Σύμφωνα με την εντολή του Παπαδόπουλου, η αποστολή της κυβέρνησης Μαρκεζίνη ήταν να επιφέρει ορισμένες ‘δημοκρατικές’ μεταρρυθμίσεις και να διεξαγάγει βουλευτικές εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκ μέρους της ΕΡΕ, και ο Γεώργιος Παπανδρέου, εκ μέρους της Ένωσης Κέντρου, έσπευσαν να δηλώσουν ότι δεν δέχονταν να συμμετάσχουν σ’ εκείνες τις εκλογές, ενώ ο Ηλίας Ηλιού, εκ μέρους της ΕΔΑ, ακολούθησε πιο διαλλακτική στάση.
Τότε ο Γεώργιος Ράλλης, καθ’ υπόδειξη του Κ. Καραμανλή από το Παρίσι, έγραψε στην εφημερίδα Βραδυνή ότι τα κόμματα έπρεπε να συμμετάσχουν στις προαναφερθείσες εκλογές εάν παρέχονταν επαρκείς εγγυήσεις για το αδιάβλητο αυτών.
Μεταξύ των προσώπων που συμπεριέλαβε στην κυβέρνησή του ο Μαρκεζίνης, ήταν ο οικονομολόγος Νικόλαος Μομφεράτος (οικονομικός σύμβουλος του Κ. Καραμανλή στην περίοδο 1959-1963) και ο μεγαλοεισοδηματίας Λάμπρος Ευταξίας (παλαιός βουλευτής, υπουργός και χρηματοδότης της ΕΡΕ και στενός φίλος του Κ. Καραμανλή), τους οποίους –όπως γράφει ο ίδιος ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης στο βιβλίο του Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος– χρησιμοποιούσε ως συνδέσμους με τον Κ. Καραμανλή, που ζούσε «αυτοεξόριστος» στο Παρίσι.
Ο Μαρκεζίνης προσπάθησε να λάβει ορισμένα μέτρα ‘φιλελευθεροποίησης’ του δικτατορικού καθεστώτος, όπως η κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, η παροχή αμνηστίας σε πολιτικούς κρατουμένους, η χαλάρωση της λογοκρισίας, η προκήρυξη εκλογών, κ.λπ. Όμως η κυβέρνηση Μαρκεζίνη συνέπεσε με την έκρηξη του Πολέμου Γιόμ Κιπούρ στη Μέση Ανατολή.
Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ ήταν κρίσιμης σημασίας για την ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ χρειάζονταν η Ελλάδα να προσφέρει κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επιτυχία των σχεδίων της αμερικανο-ισραηλινής πλευράς στη Μέση Ανατολή και βεβαίως, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ, είχαν ανάγκη η Ελλάδα να έχει τη μέγιστη δυνατή πολιτική σταθερότητα. Η επιλογή του δικτάτορα Παπαδόπουλου να αρχίσει, μέσω της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, την εφαρμογή προγράμματος ‘φιλελευθεροποίησης’ του δικτατορικού καθεστώτος του και ιδίως η άρνηση του Παπαδόπουλου να επιτρέψει την προσγείωση αμερικανικών αεροπλάνων στα στρατιωτικά αεροδρόμια Ελευσίνας και Σούδας, τα οποία θα λάμβαναν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό των Ισραηλινών, προκάλεσαν σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ της αμερικανο-ισραηλινής πλευράς και της Ελλάδας.
Στις 25 Νοεμβρίου 1973, Δημήτριος Ιωαννίδης, σε συνεννόηση με τη CIA και επικεφαλής πολλών αξιωματικών, ανέτρεψε τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και έθεσε τον Παπαδόπουλο και τον Μαρκεζίνη σε περιορισμό. Στη δικτατορική κυβέρνηση του Παπαδόπουλου, ο Ιωαννίδης διετέλεσε αρχηγός της ΕΑΤ-ΕΣΑ και διευθυντής του υπουργείου εθνικής άμυνας.
Η CIA είχε συντάξει το 1973 απόρρητη έκθεση για την προσωπικότητα και τις απόψεις του Ιωαννίδη.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2002, η εφημερίδα Το Βήμα δημοσίευσε αποσπάσματα από την προαναφερθείσα έκθεση της CIA για τον Ιωαννίδη. Μεταξύ άλλων, εκείνη η έκθεση ανέφερε τα εξής: «Ο Ιωαννίδης άρχισε την καριέρα του ως αξιωματικός στην εθνικιστική αντάρτικη οργάνωση του Ζέρβα […] Ο στρατηγός λέει πως ανέλαβε την ΕΣΑ για να ελέγχει την κατάσταση. Μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του βασιλέα Κωνσταντίνου, τον Δεκέμβριο του 1967, ανέλαβε την ευθύνη για την παρακολούθηση ενεργών αλλά και απόστρατων αξιωματικών. Απέκτησε επίσης σημαντική ισχύ στη λήψη αποφάσεων για τις μεταθέσεις αξιωματικών σε θέσεις-κλειδιά […] Ο Ιωαννίδης ήταν ανέκαθεν ένας από τους πιθανότερους αντιπάλους του Παπαδόπουλου […] Η αντίθεση του Ιωαννίδη προς τον Παπαδόπουλο ξεκινάει τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1968, όταν τάχθηκε εναντίον του δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα. Από τότε, και ειδικά από τον Απρίλιο του 1970, άρχισε να επικρίνει όλο και περισσότερο τον τρόπο διακυβέρνησης του Παπαδόπουλου, τις κατηγορίες για διαφθορά, τον νεποτισμό, την ανάμειξη εκ νέου των πολιτικών και την έμμονη ενασχόληση του Παπαδόπουλου με το πολιτικό του μέλλον. Ο Ιωαννίδης τα έβλεπε όλα αυτά ως υποχωρήσεις από τους στόχους και το πνεύμα της επανάστασης του 1967 […] Ο Ιωαννίδης έχει εκφράσει τη γνώμη πως ο Παπαδόπουλος έμεινε στην εξουσία πολύ λίγο χρόνο για να μπορεί να προχωρήσει σε δημοκρατικά πειράματα και πως χρειάζεται ένα μεγαλύτερο διάστημα, 10 ή 20 ετών, ώστε να καθαρίσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα από τους λεκέδες του παλιού κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο Ιωαννίδης έχει δηλώσει ότι οι βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να διεξαχθούν στην Ελλάδα στο ορατό μέλλον, τουλάχιστον ώσπου οι κομμουνιστές να σταματήσουν να αποτελούν ελκυστική πρόταση για τους Έλληνες και οι παλιοί πολιτικοί ηγέτες να γεράσουν αρκετά ώστε να μην μπορούν να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή. […] Ο Ιωαννίδης δηλώνει ότι είναι σταθερά φιλοαμερικανός και θα κρατήσει την ίδια στάση ώσπου να απογοητευθεί από την αμερικανική υποστήριξη στο καθεστώς του. Τάχθηκε υπέρ της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο του Βιετνάμ και πιστεύεται ότι θέλει να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να πλήξει τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ».
Η δικτατορική κυβέρνηση του Ιωαννίδη προσέφερε στις ΗΠΑ και το Ισραήλ την κρίσιμη υποστήριξη που χρειάζονταν στον Πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ. Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ ήταν μια πολύ σημαντική και πολύπλοκη επιχείρηση για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Το 1973, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Η επίσημη εκδοχή του Πολέμου του Γιόμ Κιπούρ έχει ως εξής: στις 6 Οκτωβρίου 1973, ενώ το Ισραήλ εόρταζε την ιερότερη ιουδαϊκή θρησκευτική εορτή, δηλαδή τη «Γιόμ Κιπούρ», ο πρόεδρος και αρχιστράτηγος της Αιγύπτου, Ανουάρ αλ-Σαντάτ (Anear as-Sadat), και ο πρόεδρος της Συρίας, Χαφέζ αλ-Άσαντ (Hafez al-Assad), από κοινού, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Οι αιγυπτιακές Ένοπλες Δυνάμεις διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ και προέλασαν μερικά μίλια στην κατεχόμενη από τους Ισραηλινούς Χερσόνησο του Σινά. Όμως, χάρη στην ικανή στρατιωτική διοίκηση του Ισραηλινού στρατηγού Αριέλ Σαρόν (Ariel Sharon), οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ και περικύκλωσαν την Τρίτη Στρατιά της Αιγύπτου. Τελικά, οι αρχικές συμφωνίες για την κατάπαυση του πυρός μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, που υπεγράφησαν το 1974 και το 1975, οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ στις 26 Μαρτίου 1979 στην Ουάσινγκτον.
Όμως ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ είχε και μια πολύπλοκη παρασκηνιακή διάσταση. Αυτήν την παρασκηνιακή διάσταση ανέλυσε εκτενώς σε ειδική έκθεσή του προς το Σοβιετικό Πολιτικό Γραφείο (με ημερομηνία Ιανουάριος 1975) ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στο Κάιρο, Βλαντιμίρ Βινογκράντοβ (Vladimir M. Vinogradov), ο οποίος ήταν ένας από τους ικανότερους διπλωμάτες και γνώστες της πολιτικής κατάστασης στη Μέση Ανατολή που διέθετε η ΕΣΣΔ.
Σύμφωνα με την έκθεση του Βινογκράντοβ, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ ήταν στην ουσία του μια μυστική συμπαιγνία των ηγετών των ΗΠΑ, της Αιγύπτου και του Ισραήλ, με σκηνοθέτη τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιντζερ (Henry Kissinger). Συγκεκριμένα, με αυτόν τον πόλεμο, ο καθένας απ’ αυτούς τους δρώντες προωθούσε τη δική του πολιτική ατζέντα.Το σχέδιο του Σαντάτ είχε ως εξής: πριν από τον πόλεμο, το κύρος και η δημόσια εικόνα του Σαντάτ, εντός και εκτός Αιγύπτου, βρίσκονταν στο ναδίρ. Ο Σαντάτ, ο οποίος είχε υπάρξει ο λιγότερο καλλιεργημένος και ο λιγότερο χαρισματικός μεταξύ των στενών συνεργατών του Νάσερ, ήταν τώρα απομονωμένος και χρειαζόταν απεγνωσμένα έναν ελεγχόμενο πόλεμο με το Ισραήλ που δεν θα οδηγούσε σε ήττα της Αιγύπτου. Ένας τέτοιος πόλεμος θα εκτόνωνε τις πιέσεις στις αιγυπτιακές Ένοπλες Δυνάμεις και θα ενίσχυε την εξουσία του καθεστώτος Σαντάτ. Οι ΗΠΑ έδωσαν πράσινο φως στα πολεμικά σχέδια του Σαντάτ, ενώ η ΕΣΣΔ, παρ’ ότι η Αίγυπτος βρισκόταν υπό σοβιετική στρατιωτική προστασία, ήταν αντίθετη στην έκρηξη νέων πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Έτσι, ο Σαντάτ εγκατέλειψε το σοβιετικό στρατόπεδο και στράφηκε προς τις ΗΠΑ∙ άλλωστε, ο Σαντάτ απεχθανόταν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Αυτό που επιζητούσε ο Σαντάτ δεν ήταν το να νικήσει, αλλά το να μην ηττηθεί. Η δικαιολογία του για την αδυναμία του να νικήσει είχε προετοιμαστεί: θα έριχνε το φταίξιμο στον σοβιετικό εξοπλισμό. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι εντολές που δόθηκαν στις αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις ήταν ιδιαίτερα συντηρητικές: διατάχθηκαν να διασχίσουν τη Διώρυγα του Σουέζ και ύστερα να διατηρήσουν το προγεφύρωμα, δίνοντας έτσι χρόνο στις ΗΠΑ να επέμβουν στρατιωτικά.
Το σχέδιο των ΗΠΑ είχε ως εξής: στο πλαίσιο της απόαποικιοποίησης της Μέσης Ανατολής, οι ΗΠΑ είχαν υποστεί γεωπολιτικές και οικονομικές απώλειες στη Μέση Ανατολή, μια πολύ σημαντική γεωπολιτικά και γεωοικονομικά περιοχή, λόγω του πετρελαίου, της Διώρυγας του Σουέζ και του πληθυσμού της. Συγχρόνως, παρ’ ότι το Ισραήλ υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ, οι Άραβες γείτονές του γίνονταν όλο και ισχυρότεροι. Για τους προαναφερθέντες λόγους, οι ΗΠΑ ήθελαν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν το Ισραήλ αλλά συγχρόνως ήθελαν να υποχρεώσουν το Ισραήλ να ακολουθήσει διαλλακτικότερη και πιο ευέλικτη πολιτική προς τους Άραβες. Επίσης, οι ΗΠΑ επεδίωκαν την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας τους με αραβικές χώρες, ειδικά στο ζήτημα του πετρελαίου. Για να πραγματοποιήσουν τους προαναφερθέντες στόχους τους, οι ΗΠΑ χρειάζονταν μια ευκαιρία για να ‘σώσουν’ το Ισραήλ, ώστε να κάμψουν την αλαζονεία του, και μια ευκαιρία για να αφήσουν τους Αιγυπτίους να πραγματοποιήσουν ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες σε βάρος του Ισραήλ, ώστε να οδηγήσουν την Αίγυπτο –τη μεγαλύτερη αραβική στρατιωτική δύναμη– στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να είναι υπερβολικά ταπεινωμένη (αφού δεν θα είχε ηττηθεί), ούτε υπερβολικά φιλόδοξη (αφού δεν θα είχε νικήσει). Συνεπώς, οι ΗΠΑ θα ωφελούνταν από έναν περιορισμένο, ελεγχόμενο πόλεμο του Σαντάτ εναντίον του Ισραήλ.
Το σχέδιο του Ισραήλ ήταν το εξής: η ηγεσία του Ισραήλ έπρεπε να βοηθήσει τις ΗΠΑ, τον κύριο υποστηρικτή και εγγυητή της ύπαρξης και της ασφάλειας του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ είχαν ανάγκη να ενισχύσουν τη θέση τους στη Μέση Ανατολή. Η ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ισραηλινής κυβέρνησης– σήμαινε αυτομάτως βελτίωση της θέσης και του Ισραήλ. Η Αίγυπτος αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο στον αραβικό κόσμο, δεδομένου ότι ο Σαντάτ δεν έβλεπε θετικά ούτε τον σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ ούτε τα προοδευτικά πολιτικά κινήματα που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της χώρας του, κι έτσι, με τους κατάλληλους χειρισμούς, θα μπορούσε να αλλάξει στρατόπεδο. Επίσης, εάν η Συρία έμενε μόνη της, χωρίς την Αίγυπτο, θα μπορούσε να καμφθεί στρατιωτικά. Ακολουθώντας το προαναφερθέν σκεπτικό, οι Ισραηλινοί και οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επιτρέψουν στον Σαντάτ να καταλάβει τη Διώρυγα του Σουέζ, αλλά το Ισραήλ και οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους τα ορεινά περάσματα Μίτλα και Γκίντι, διατηρώντας έτσι μια ισχυρή γραμμή άμυνας. Αυτό ήταν άλλωστε, το Σχέδιο Ρότζερς (Rogers Plan) του 1970, το οποίο ήταν αποδεκτό από το Ισραήλ.
Όμως το σχέδιο για την έκρηξη ενός ελεγχόμενου πολέμου μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ βγήκε εκτός ελέγχου όταν η ΕΣΣΔ –παρ’ ότι ήταν αντίθετη στην πολεμική πρωτοβουλία της Αιγύπτου– ενεπλάκη στον πόλεμο στο πλευρό της Αιγύπτου, όταν τα ρωσικά όπλα αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικά και όταν οι αιγυπτιακές Ένοπλες Δυνάμεις αποδείχθηκαν πιο αποφασιστικές και πιο αποτελεσματικές από τις αρχικές εκτιμήσεις των πολιτικών ηγεσιών της Αιγύπτου, του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Παρά τις προειδοποιήσεις της Μόσχας, ο Σαντάτ διέπραξε στρατηγικά σφάλματα που επέτρεψαν στις δυνάμεις του Ισραηλινού στρατηγού Σαρόν να περικυκλώσουν την Τρίτη Στρατιά της Αιγύπτου και να διασχίσουν τη Διώρυγα του Σουέζ. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη ‘σώσει’ το Ισραήλ από την αιγυπτιακή επίθεση, παρέχοντας σημαντικές στρατιωτικές υποδομές και εξοπλισμό.
Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ ‘έσωσαν’ και την Αίγυπτο από την προέλαση των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, και, σε αντάλλαγμα, η Αίγυπτος επέτρεψε στις ΗΠΑ να καταφέρουν σκληρό στρατιωτικό πλήγμα σε βάρος της Συρίας.Υπό το πρίσμα της ανωτέρω ανάλυσης, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ απεδείχθη πολύ σημαντικός για την ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Μεταξύ των προσώπων που συμπεριέλαβε στην κυβέρνησή του ο Μαρκεζίνης, ήταν ο οικονομολόγος Νικόλαος Μομφεράτος (οικονομικός σύμβουλος του Κ. Καραμανλή στην περίοδο 1959-1963) και ο μεγαλοεισοδηματίας Λάμπρος Ευταξίας (παλαιός βουλευτής, υπουργός και χρηματοδότης της ΕΡΕ και στενός φίλος του Κ. Καραμανλή), τους οποίους –όπως γράφει ο ίδιος ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης στο βιβλίο του Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος– χρησιμοποιούσε ως συνδέσμους με τον Κ. Καραμανλή, που ζούσε «αυτοεξόριστος» στο Παρίσι.
Ο Μαρκεζίνης προσπάθησε να λάβει ορισμένα μέτρα ‘φιλελευθεροποίησης’ του δικτατορικού καθεστώτος, όπως η κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, η παροχή αμνηστίας σε πολιτικούς κρατουμένους, η χαλάρωση της λογοκρισίας, η προκήρυξη εκλογών, κ.λπ. Όμως η κυβέρνηση Μαρκεζίνη συνέπεσε με την έκρηξη του Πολέμου Γιόμ Κιπούρ στη Μέση Ανατολή.
Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ ήταν κρίσιμης σημασίας για την ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ χρειάζονταν η Ελλάδα να προσφέρει κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επιτυχία των σχεδίων της αμερικανο-ισραηλινής πλευράς στη Μέση Ανατολή και βεβαίως, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ, είχαν ανάγκη η Ελλάδα να έχει τη μέγιστη δυνατή πολιτική σταθερότητα. Η επιλογή του δικτάτορα Παπαδόπουλου να αρχίσει, μέσω της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, την εφαρμογή προγράμματος ‘φιλελευθεροποίησης’ του δικτατορικού καθεστώτος του και ιδίως η άρνηση του Παπαδόπουλου να επιτρέψει την προσγείωση αμερικανικών αεροπλάνων στα στρατιωτικά αεροδρόμια Ελευσίνας και Σούδας, τα οποία θα λάμβαναν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό των Ισραηλινών, προκάλεσαν σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ της αμερικανο-ισραηλινής πλευράς και της Ελλάδας.
Στις 25 Νοεμβρίου 1973, Δημήτριος Ιωαννίδης, σε συνεννόηση με τη CIA και επικεφαλής πολλών αξιωματικών, ανέτρεψε τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και έθεσε τον Παπαδόπουλο και τον Μαρκεζίνη σε περιορισμό. Στη δικτατορική κυβέρνηση του Παπαδόπουλου, ο Ιωαννίδης διετέλεσε αρχηγός της ΕΑΤ-ΕΣΑ και διευθυντής του υπουργείου εθνικής άμυνας.
Η CIA είχε συντάξει το 1973 απόρρητη έκθεση για την προσωπικότητα και τις απόψεις του Ιωαννίδη.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2002, η εφημερίδα Το Βήμα δημοσίευσε αποσπάσματα από την προαναφερθείσα έκθεση της CIA για τον Ιωαννίδη. Μεταξύ άλλων, εκείνη η έκθεση ανέφερε τα εξής: «Ο Ιωαννίδης άρχισε την καριέρα του ως αξιωματικός στην εθνικιστική αντάρτικη οργάνωση του Ζέρβα […] Ο στρατηγός λέει πως ανέλαβε την ΕΣΑ για να ελέγχει την κατάσταση. Μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του βασιλέα Κωνσταντίνου, τον Δεκέμβριο του 1967, ανέλαβε την ευθύνη για την παρακολούθηση ενεργών αλλά και απόστρατων αξιωματικών. Απέκτησε επίσης σημαντική ισχύ στη λήψη αποφάσεων για τις μεταθέσεις αξιωματικών σε θέσεις-κλειδιά […] Ο Ιωαννίδης ήταν ανέκαθεν ένας από τους πιθανότερους αντιπάλους του Παπαδόπουλου […] Η αντίθεση του Ιωαννίδη προς τον Παπαδόπουλο ξεκινάει τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1968, όταν τάχθηκε εναντίον του δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα. Από τότε, και ειδικά από τον Απρίλιο του 1970, άρχισε να επικρίνει όλο και περισσότερο τον τρόπο διακυβέρνησης του Παπαδόπουλου, τις κατηγορίες για διαφθορά, τον νεποτισμό, την ανάμειξη εκ νέου των πολιτικών και την έμμονη ενασχόληση του Παπαδόπουλου με το πολιτικό του μέλλον. Ο Ιωαννίδης τα έβλεπε όλα αυτά ως υποχωρήσεις από τους στόχους και το πνεύμα της επανάστασης του 1967 […] Ο Ιωαννίδης έχει εκφράσει τη γνώμη πως ο Παπαδόπουλος έμεινε στην εξουσία πολύ λίγο χρόνο για να μπορεί να προχωρήσει σε δημοκρατικά πειράματα και πως χρειάζεται ένα μεγαλύτερο διάστημα, 10 ή 20 ετών, ώστε να καθαρίσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα από τους λεκέδες του παλιού κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο Ιωαννίδης έχει δηλώσει ότι οι βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να διεξαχθούν στην Ελλάδα στο ορατό μέλλον, τουλάχιστον ώσπου οι κομμουνιστές να σταματήσουν να αποτελούν ελκυστική πρόταση για τους Έλληνες και οι παλιοί πολιτικοί ηγέτες να γεράσουν αρκετά ώστε να μην μπορούν να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή. […] Ο Ιωαννίδης δηλώνει ότι είναι σταθερά φιλοαμερικανός και θα κρατήσει την ίδια στάση ώσπου να απογοητευθεί από την αμερικανική υποστήριξη στο καθεστώς του. Τάχθηκε υπέρ της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο του Βιετνάμ και πιστεύεται ότι θέλει να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να πλήξει τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ».
Η δικτατορική κυβέρνηση του Ιωαννίδη προσέφερε στις ΗΠΑ και το Ισραήλ την κρίσιμη υποστήριξη που χρειάζονταν στον Πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ. Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ ήταν μια πολύ σημαντική και πολύπλοκη επιχείρηση για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Το 1973, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Η επίσημη εκδοχή του Πολέμου του Γιόμ Κιπούρ έχει ως εξής: στις 6 Οκτωβρίου 1973, ενώ το Ισραήλ εόρταζε την ιερότερη ιουδαϊκή θρησκευτική εορτή, δηλαδή τη «Γιόμ Κιπούρ», ο πρόεδρος και αρχιστράτηγος της Αιγύπτου, Ανουάρ αλ-Σαντάτ (Anear as-Sadat), και ο πρόεδρος της Συρίας, Χαφέζ αλ-Άσαντ (Hafez al-Assad), από κοινού, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Οι αιγυπτιακές Ένοπλες Δυνάμεις διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ και προέλασαν μερικά μίλια στην κατεχόμενη από τους Ισραηλινούς Χερσόνησο του Σινά. Όμως, χάρη στην ικανή στρατιωτική διοίκηση του Ισραηλινού στρατηγού Αριέλ Σαρόν (Ariel Sharon), οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ και περικύκλωσαν την Τρίτη Στρατιά της Αιγύπτου. Τελικά, οι αρχικές συμφωνίες για την κατάπαυση του πυρός μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, που υπεγράφησαν το 1974 και το 1975, οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ στις 26 Μαρτίου 1979 στην Ουάσινγκτον.
Όμως ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ είχε και μια πολύπλοκη παρασκηνιακή διάσταση. Αυτήν την παρασκηνιακή διάσταση ανέλυσε εκτενώς σε ειδική έκθεσή του προς το Σοβιετικό Πολιτικό Γραφείο (με ημερομηνία Ιανουάριος 1975) ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στο Κάιρο, Βλαντιμίρ Βινογκράντοβ (Vladimir M. Vinogradov), ο οποίος ήταν ένας από τους ικανότερους διπλωμάτες και γνώστες της πολιτικής κατάστασης στη Μέση Ανατολή που διέθετε η ΕΣΣΔ.
Σύμφωνα με την έκθεση του Βινογκράντοβ, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ ήταν στην ουσία του μια μυστική συμπαιγνία των ηγετών των ΗΠΑ, της Αιγύπτου και του Ισραήλ, με σκηνοθέτη τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιντζερ (Henry Kissinger). Συγκεκριμένα, με αυτόν τον πόλεμο, ο καθένας απ’ αυτούς τους δρώντες προωθούσε τη δική του πολιτική ατζέντα.Το σχέδιο του Σαντάτ είχε ως εξής: πριν από τον πόλεμο, το κύρος και η δημόσια εικόνα του Σαντάτ, εντός και εκτός Αιγύπτου, βρίσκονταν στο ναδίρ. Ο Σαντάτ, ο οποίος είχε υπάρξει ο λιγότερο καλλιεργημένος και ο λιγότερο χαρισματικός μεταξύ των στενών συνεργατών του Νάσερ, ήταν τώρα απομονωμένος και χρειαζόταν απεγνωσμένα έναν ελεγχόμενο πόλεμο με το Ισραήλ που δεν θα οδηγούσε σε ήττα της Αιγύπτου. Ένας τέτοιος πόλεμος θα εκτόνωνε τις πιέσεις στις αιγυπτιακές Ένοπλες Δυνάμεις και θα ενίσχυε την εξουσία του καθεστώτος Σαντάτ. Οι ΗΠΑ έδωσαν πράσινο φως στα πολεμικά σχέδια του Σαντάτ, ενώ η ΕΣΣΔ, παρ’ ότι η Αίγυπτος βρισκόταν υπό σοβιετική στρατιωτική προστασία, ήταν αντίθετη στην έκρηξη νέων πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Έτσι, ο Σαντάτ εγκατέλειψε το σοβιετικό στρατόπεδο και στράφηκε προς τις ΗΠΑ∙ άλλωστε, ο Σαντάτ απεχθανόταν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Αυτό που επιζητούσε ο Σαντάτ δεν ήταν το να νικήσει, αλλά το να μην ηττηθεί. Η δικαιολογία του για την αδυναμία του να νικήσει είχε προετοιμαστεί: θα έριχνε το φταίξιμο στον σοβιετικό εξοπλισμό. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι εντολές που δόθηκαν στις αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις ήταν ιδιαίτερα συντηρητικές: διατάχθηκαν να διασχίσουν τη Διώρυγα του Σουέζ και ύστερα να διατηρήσουν το προγεφύρωμα, δίνοντας έτσι χρόνο στις ΗΠΑ να επέμβουν στρατιωτικά.
Το σχέδιο των ΗΠΑ είχε ως εξής: στο πλαίσιο της απόαποικιοποίησης της Μέσης Ανατολής, οι ΗΠΑ είχαν υποστεί γεωπολιτικές και οικονομικές απώλειες στη Μέση Ανατολή, μια πολύ σημαντική γεωπολιτικά και γεωοικονομικά περιοχή, λόγω του πετρελαίου, της Διώρυγας του Σουέζ και του πληθυσμού της. Συγχρόνως, παρ’ ότι το Ισραήλ υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ, οι Άραβες γείτονές του γίνονταν όλο και ισχυρότεροι. Για τους προαναφερθέντες λόγους, οι ΗΠΑ ήθελαν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν το Ισραήλ αλλά συγχρόνως ήθελαν να υποχρεώσουν το Ισραήλ να ακολουθήσει διαλλακτικότερη και πιο ευέλικτη πολιτική προς τους Άραβες. Επίσης, οι ΗΠΑ επεδίωκαν την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας τους με αραβικές χώρες, ειδικά στο ζήτημα του πετρελαίου. Για να πραγματοποιήσουν τους προαναφερθέντες στόχους τους, οι ΗΠΑ χρειάζονταν μια ευκαιρία για να ‘σώσουν’ το Ισραήλ, ώστε να κάμψουν την αλαζονεία του, και μια ευκαιρία για να αφήσουν τους Αιγυπτίους να πραγματοποιήσουν ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες σε βάρος του Ισραήλ, ώστε να οδηγήσουν την Αίγυπτο –τη μεγαλύτερη αραβική στρατιωτική δύναμη– στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να είναι υπερβολικά ταπεινωμένη (αφού δεν θα είχε ηττηθεί), ούτε υπερβολικά φιλόδοξη (αφού δεν θα είχε νικήσει). Συνεπώς, οι ΗΠΑ θα ωφελούνταν από έναν περιορισμένο, ελεγχόμενο πόλεμο του Σαντάτ εναντίον του Ισραήλ.
Το σχέδιο του Ισραήλ ήταν το εξής: η ηγεσία του Ισραήλ έπρεπε να βοηθήσει τις ΗΠΑ, τον κύριο υποστηρικτή και εγγυητή της ύπαρξης και της ασφάλειας του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ είχαν ανάγκη να ενισχύσουν τη θέση τους στη Μέση Ανατολή. Η ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ισραηλινής κυβέρνησης– σήμαινε αυτομάτως βελτίωση της θέσης και του Ισραήλ. Η Αίγυπτος αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο στον αραβικό κόσμο, δεδομένου ότι ο Σαντάτ δεν έβλεπε θετικά ούτε τον σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ ούτε τα προοδευτικά πολιτικά κινήματα που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της χώρας του, κι έτσι, με τους κατάλληλους χειρισμούς, θα μπορούσε να αλλάξει στρατόπεδο. Επίσης, εάν η Συρία έμενε μόνη της, χωρίς την Αίγυπτο, θα μπορούσε να καμφθεί στρατιωτικά. Ακολουθώντας το προαναφερθέν σκεπτικό, οι Ισραηλινοί και οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επιτρέψουν στον Σαντάτ να καταλάβει τη Διώρυγα του Σουέζ, αλλά το Ισραήλ και οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους τα ορεινά περάσματα Μίτλα και Γκίντι, διατηρώντας έτσι μια ισχυρή γραμμή άμυνας. Αυτό ήταν άλλωστε, το Σχέδιο Ρότζερς (Rogers Plan) του 1970, το οποίο ήταν αποδεκτό από το Ισραήλ.
Όμως το σχέδιο για την έκρηξη ενός ελεγχόμενου πολέμου μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ βγήκε εκτός ελέγχου όταν η ΕΣΣΔ –παρ’ ότι ήταν αντίθετη στην πολεμική πρωτοβουλία της Αιγύπτου– ενεπλάκη στον πόλεμο στο πλευρό της Αιγύπτου, όταν τα ρωσικά όπλα αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικά και όταν οι αιγυπτιακές Ένοπλες Δυνάμεις αποδείχθηκαν πιο αποφασιστικές και πιο αποτελεσματικές από τις αρχικές εκτιμήσεις των πολιτικών ηγεσιών της Αιγύπτου, του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Παρά τις προειδοποιήσεις της Μόσχας, ο Σαντάτ διέπραξε στρατηγικά σφάλματα που επέτρεψαν στις δυνάμεις του Ισραηλινού στρατηγού Σαρόν να περικυκλώσουν την Τρίτη Στρατιά της Αιγύπτου και να διασχίσουν τη Διώρυγα του Σουέζ. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη ‘σώσει’ το Ισραήλ από την αιγυπτιακή επίθεση, παρέχοντας σημαντικές στρατιωτικές υποδομές και εξοπλισμό.
Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ ‘έσωσαν’ και την Αίγυπτο από την προέλαση των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, και, σε αντάλλαγμα, η Αίγυπτος επέτρεψε στις ΗΠΑ να καταφέρουν σκληρό στρατιωτικό πλήγμα σε βάρος της Συρίας.Υπό το πρίσμα της ανωτέρω ανάλυσης, ο Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ απεδείχθη πολύ σημαντικός για την ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.