Η ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ/ΦΑΣΙΣΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΤΟ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΙΩΝΙΣΤΟΦΑΣΙΣΜΟΣ: 1944‒2014
Κεφάλαιο 2: Η επίδραση του Ψυχρού Πολέμου στην εξέλιξη του φασιστικού και του νεοναζιστικού φαινομένου
Μετά από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ και ειδικότερα το ΝΑΤΟ οργάνωσαν στη Δυτική Ευρώπη ένα μυστικό και χωρίς επίσημη νομιμοποίηση παρακρατικό, αντικομμουνιστικό δίκτυο «αποσταθεροποιητικής δραστηριότητας» γνωστό με την κωδική ονομασία «Stay Behind» («μείνε πίσω», δηλαδή οπισθοφυλακή).
Το δίκτυο έδρασε σε διάφορες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και γενικότερα του «Δυτικού Μπλοκ» με διαφορετική ονομασία και μέσω διαφορετικών φορέων στην καθεμιά:
- ως «Gladio» (Ξίφος) στην Ιταλία, ως «Κόκκινη Προβιά» και ως «Λόχος Ορεινών Καταδρομών» (ΛΟΚ) στην Ελλάδα, ως «Operation Stay Behind» και ως «Auxiliary Units» (Βοηθητικές Μονάδες) στη Μεγάλη Βρετανία, «O&I» στην Ολλανδία, ως «Plan Bleu», ως «La Rose des Vents» και ως «Arc-en-ciel» στη Γαλλία, ως «S.D.R.A.VIII» και ως «S.T.C./Mob.» στο Βέλγιο, ως «ROC» στη Νορβηγία, ως «Nihtilä-Haahti plan» στη Φινλανδία, ως «Arla gryning» και ως «Informationsbyrån» στη Σουηδία, ως «Absalon» στη Δανία, ως «OWSGV» στην Αυστρία, ως «Project-26» (Σχέδιο-26) στην Ελβετία, ως «Ergenekon» στην Τουρκία και ως «Regional Force Surveillance Units» στην Αυστραλία (βλ. στη Βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος της παρούσας μελέτης τα εξής βιβλία: Colby, 1978· Ganser, 2005· Gijsels, 1991·Willems, 1991).
Η πρώτη αποκάλυψη του δικτύου «Stay Behind» ξεκίνησε από την Ιταλία, όπου λειτουργούσε με την επωνυμία Gladio. Ο ιταλικός βραχίων του ΝΑΤΟϊκού παρακρατικού δικτύου «Stay Behind» οργανώθηκε υπό την εποπτεία του Πάολο Ταβιάνι (Paolo Taviani), υπουργού άμυνας της Ιταλίας από το 1953 έως το 1958. Ωστόσο, η ύπαρξη του δικτύου Gladio ήρθε στη δημοσιότητα όταν ο τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti), το αποκάλυψε στην ιταλική Βουλή των Αντιπροσώπων στις 24 Οκτωβρίου 1990, αν και ο ακροδεξιός τρομοκράτης Βιντσέντσο Βιντσιγκουέρα (Vincenzo Vinciguerra) είχε ήδη αποκαλύψει την ύπαρξη του Gladio κατά τη διάρκεια της δίκης του το 1984. Ο Έντουαρντ Χέρμαν (Edward S. Herman) –ο οποίος είναι διακεκριμένος αναλυτής σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια (University of Pennsylvania)– έχει γράψει, αναλύοντας την απόκρυψη της Δυτικής τρομοκρατίας, ότι «και ο πρόεδρος της Ιταλίας, Φραντσέσκο Κοσίγκα (Francesco Cossiga), και ο πρωθυπουργός Τζούλιο Αντρεότι είχαν αναμειχθεί στην οργάνωση Gladio και στη συγκάλυψη» (βλ. Herman, 1991).
Τζούλιο Αντρεότι
Ο Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Τζούλιο Αντρεότι παραδέχθηκε δημόσια την ύπαρξη και τη δράση της οργάνωσης Gladio στις 24 οκτωβρίου 1990, και είπε, συγκεκριμένα, ότι ήταν μια «δομή πληροφοριών, ανταπάντησης και διασφάλισης» η οποία διέθετε κρύπτες όπλων και εφεδρείες αξιωματικών. Επίσης, υπέβαλε έναν κατάλογο 622 πολιτών που, κατά τη γνώμη του, ήταν μέλη της Gladio προς την «Επιτροπή Στράτζι» (Commissione Stragi), η οποία ήταν μια κοινοβουλευτική επιτροπή, υπό την προεδρία του γερουσιαστή Τζιοβάνι Πελεγκρίνο (Giovanni Pellegrino), υπεύθυνη για τη διερεύνηση των βομβιστικών ενεργειών που έλαβαν χώρα στην Ιταλία κατά την ταραχώδη περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ο Αντρεότι διαβεβαίωσε ότι είχαν εξαρθρωθεί 127 κρύπτες όπλων της Gladio και δήλωσε ότι η Gladio δεν είχε ανάμειξη στις βομβιστικές ενέργειες που έλαβαν χώρα στην Ιταλία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ωστόσο, περαιτέρω στοιχεία που ήρθαν στο φως απέδειξαν ότι φασίστες συνδεδεμένοι με τη Gladio είχαν ανάμειξη στη βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα το 1969, στη βομβιστική επίθεση στο Πετεάνο το 1972 με πρωταγωνιστή τον Βιντσέντσο Βιντσιγκουέρα, και στη σφαγή της Μπολόνια το 1980, στην οποία αξιωματικοί της ιταλικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (SISMI) καταδικάστηκαν για παραπλάνηση της διαδικασίας διερεύνησης της υπόθεσης, μαζί με τον αρχηγό της ιταλικής μασονικής στοάς P2 («Propaganda Due»), Λίτσιο Τζελι (Licio Gelli), ο οποίος είχε καταστήσει τη μασονική στοά P2 μια ανεξέλεγκτη παρακρατική φασιστική οργάνωση.
Σύμφωνα με τον Αντρεότι, η ιταλική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών εντάχθηκε το 1964 στη Συμμαχική Μυστική Επιτροπή (Allied Clandestine Committee), η οποία είχε ιδρυθεί το 1957 από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ελλάδα, και η οποία ήταν υπεύθυνη για τη διοίκηση της ιταλικής Gladio. Επίσης, ο Αντρεότι δήλωσε ότι το δίκτυο «Stay Behind» στην Ευρώπη τέθηκε υπό την ευρεία εποπτεία του ΝΑΤΟ το 1959. Όμως ο κατάλογος μελών της Gladio που έδωσε ο Αντρεότι δεν ήταν πλήρης. Για παράδειγμα, δεν περιελάμβανε τον Αντόνιο Αρκόντε (Antonio Arconte), ο οποίος αποκάλυψε ότι η οργάνωση Gladio είχε στενούς δεσμούς και με την ιταλική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (την τότε SID) και με τη στρατηγική του ΝΑΤΟ.
Το 2000, μια αναφορά κοινοβουλευτικής επιτροπής του «Gruppo Democratici di Sinistra l’ Ulivo» (του περιβόητου Συνασπισμού της Ελιάς με πρόεδρο τον Ρομάνο Πρόντι) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «στρατηγική της έντασης» (μέσω φασιστικών οργανώσεων και ακροδεξιάς τρομοκρατίας) είχε υποστηριχθεί από τις ΗΠΑ «για να αποκλείσουν το PCI [Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας] και σε κάποιον βαθμό και το PSI [Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας] από το να κατακτήσουν την εκτελεστική εξουσία στη χώρα». Επίσης, το 2000, σε έκθεσή της, η ιταλική Γερουσία συμπέρανε ότι «εκείνες οι σφαγές, εκείνες οι βόμβες, εκείνες οι στρατιωτικές ενέργειες είχαν οργανωθεί ή προωθηθεί ή υποστηριχθεί από ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα στους θεσμούς του ιταλικού κράτους και, όπως έχει ανακαλυφθεί πιο πρόσφατα, από ανθρώπους συνδεδεμένους με τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών». Η έγκυρη βρετανική εφημερίδα The Guardian, στο φύλλο της 24ηςΙουνίου 2000, δημοσίευσε εκτενές ρεπορτάζ για την προαναφερθείσα έκθεση της ιταλικής Γερουσίας και ειδικότερα έγραψε τα εξής: σύμφωνα με την έκθεση της ιταλικής Γερουσίας,
«οι μυστικοί πράκτορες των ΗΠΑ ήταν πληροφορημένοι εκ των προτέρων για διάφορες δεξιές τρομοκρατικές βομβιστικές ενέργειες, περιλαμβανομένων της βομβιστικής ενέργειας στην Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο τον Δεκέμβριο του 1969 και της βομβιστικής ενέργειας στην Πιάτσα ντέλα Λότζια στη Μπρέσια πέντε χρόνια αργότερα, αλλά δεν έκαναν τίποτε για να προειδοποιήσουν τις ιταλικές αρχές ούτε για να αποτρέψουν τις επιθέσεις από το να συμβούν».
Επίσης, σύμφωνα με το προαναφερθέν ρεπορτάζ της εφημερίδαςThe Guardian, η έκθεση της ιταλικής Γερουσίας αναφέρει ότι Πίνο Ραούτι (Pino Rauti), αρχηγός του κόμματος «MSI Fiamma-Tricolore», ο οποίος παλαιότερα είχε ιδρύσει τη φασιστική ανατρεπτική οργάνωση «Όρντινε Νουόβο» (Ordine Nuovo), δηλαδή «Νέα Τάξη», λάμβανε τακτική χρηματοδότηση από έναν αξιωματικό του τμήματος τύπου της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Ρώμη.
Ορισμένα στελέχη της Gladio δήλωσαν ότι ορισμένες από τις τρομοκρατικές ενέργειες που διέπραξαν μέλη της Gladio έγιναν χωρίς την επίσημη έκκριση της διοίκησης του δικτύου. Για παράδειγμα, ο Ιταλός στρατηγός Τζεράλντο Σραβάλε (Geraldo Serravalle), αρχηγός της Gladio από το 1971 έως το 1974, είπε το 1990 σε τηλεοπτικό πρόγραμμα ότι τώρα πλέον θεωρεί ότι η ανατίναξη εν πτήση του αεροπλάνου Argo 16 στις 23 Νοεμβρίου 1973 ήταν ενέργεια μελών της Gladio που αρνούνταν να παραδώσουν τις κρύπτες με τα όπλα τους (βλ. σχετικά δημοσίευμα στην εφημερίδα The Independent, 1 Δεκεμβρίου 1990).
Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάλυση του ρόλου του ακροδεξιού/φασιστικού παρακράτους στη δολοφονία του Ιταλού πρωθυπουργού Άλντο Μόρο (Aldo Moro) τον Μάιο του 1978 από την αριστερής ταυτότητας τρομοκρατική οργάνωση «Ερυθρές Ταξιαρχίες» του Μάριο Μορέτι (Mario Moretti), υπό σκοτεινές συνθήκες. Ο τότε αρχηγός των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος κατηγορήθηκε για αμέλεια, ήταν μέλος της φασιστικής μασονικής στοάς P2. Με τη δολοφονία του μετριοπαθούς Χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργού Μόρο, δόθηκε τέλος στο σχέδιό του για τον λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» μεταξύ του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας (PCI). Μετά από τη δολοφονία του Μόρο, πρωθυπουργός αναδείχθηκε ο Φραντσέσκο Κοσίγκα, μέλος της ακροδεξιάς τάσης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και ένθερμος ‘ατλαντιστής’ στο ΝΑΤΟ, για τον οποίο φημολογείται ότι είχε άμεση εμπλοκή στο σχέδιο δολοφονίας του Μόρο.
Μπορεί η πράξη της δολοφονίας του Μόρο να βαρύνει την αριστερής ταυτότητας τρομοκρατική οργάνωση «Ερυθρές Ταξιαρχίες», αλλά οι κυρίως ωφελημένοι από τη δολοφονία του μόρο ήταν η ιταλική ακροδεξιά τάση των Χριστιανοδημοκρατών και η αντικομμουνιστική παρακρατική οργάνωση Gladio. Σχετικά με τη δολοφονία του Άλντο Μόρο από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες», τα συμπεράσματα του εθνικού γραμματέα του κόμματος «Χριστιανική Δημοκρατία», Φλαμίνιο Πίκολι (Flaminio Piccoli), και του ιταλικού υπουργείου εσωτερικών ήταν σαφή: «Ο Μόρο πλήρωσε με τη ζωή του την προσπάθεια να αποδεσμεύσει την Ιταλία από την “υπό εποπτεία ελευθερία” στην τροχιά των ΗΠΑ και επειδή αρνήθηκε να αποκλείσει την είσοδο του ΙΚΚ [Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος] στην κυβερνητική πλειοψηφία, παρά την πίεση του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ» (βλ. περιοδικό Panorama, 8 Αυγούστου 1978).
Το γεγονός ότι οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ήταν ‘αριστερή’ τρομοκρατική οργάνωση δεν αντιβαίνει προς το γεγονός ότι, με τη δολοφονία του Μόρο, εξυπηρέτησε την πολιτική της CIA και της ιταλικής ακροδεξιάς.
Άλλωστε, η ίδια η CIA χρησιμοποιεί και ‘αριστερές’ τρομοκρατικές οργανώσεις για να πραγματοποιήσει δικούς της σκοπούς. Στις 3 Ιουλίου 1981, αποκαλύφθηκε και δημοσιεύθηκε το απόρρητο ντοκουμέντο με τίτλο Εγχειρίδιο για τις Μυστικές Υπηρεσίες, το οποίο συντάχθηκε το 1970 από τον αρχηγό του στρατιωτικού επιτελείου των ΗΠΑ, και στο οποίο αναφέρονται τα εξής:
«Αν οι φιλικές [προς τις ΗΠΑ] κυβερνήσεις δείχνουν αδυναμία ή ανικανότητα μπροστά στην κομμουνιστική εξέγερση», τότε τίθεται σε λειτουργία το πρόγραμμα «σταθεροποίησης», που περιλαμβάνει «διείσδυση ειδικών πρακτόρων» σε ομάδες, οι οποίες «υπό τον έλεγχο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών αρχίζουν βίαιες και άλλες πράξεις. Στην περίπτωση αυτή, η χρήση ακροαριστερών οργανώσεων μπορεί να οδηγήσει στον ζητούμενο στόχο».Επίσης, στις 29 Σεπτεμβρίου 1978, στο περιοδικό L’ Europeo, o Ουίλιαμ Γιάρμποροου (William Yarborough), στρατηγός τριών αστέρων της CIA, δήλωσε:
«Η λεγόμενη τυφλή τρομοκρατία είναι μια τακτική επεξεργασμένη από τη CΙΑ, σε συνεργασία με διάφορους ατλαντικούς οργανισμούς. Η τακτική αυτή χρησιμοποιείται κυρίως ως βασικό στοιχείο για διάφορα προγράμματα, που έχουν σκοπό να αποσταθεροποιήσουν τις κυβερνήσεις και να πείσουν τον πληθυσμό να συμφωνήσει με την εγκαθίδρυση ισχυρού αστυνομικού κράτους».Τον Μάιο του 1978, ο δημοσιογράφος Μίνο Πεκορέλι (Mino Pecorelli) δήλωσε ότι η δολοφονία του Άλντο Μόρο –άσχετα αν εκτελέστηκε από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες»– είχε σχεδιαστεί από μια «λαμπρή υπερδύναμη» και ήταν εμπνευσμένη από τη «λογική της Γιάλτας». Με άλλα λόγια, οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» προσέφεραν ουσιαστικά εκδούλευση στην ιταλική ακροδεξιά τάση των Χριστιανοδημοκρατών και στην αντικομμουνιστική παρακρατική οργάνωση Gladio. Μάλιστα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μόνιμης ιταλικής διακομματικής επιτροπής για την τρομοκρατία, η «γιάφκα» των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» στην οποία κρατήθηκε όμηρος ο Άλντο Μόρο από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» μέχρι τη δολοφονία του ήταν ιδιοκτησίας των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών.
Ο αποκαλυπτικός δημοσιογράφος Μίνο Πεκορέλι –ο οποίος περιλαμβανόταν στον κατάλογο μελών της φασιστικής μασονικής στοάς P2, που ανακαλύφθηκε το 1980– δολοφονήθηκε στις 20 Μαρτίου 1979 (βλ. σχετικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα The Guardian, 9 Μαΐου 2003). Η δολοφονία του Πεκορέλι συνδέθηκε άμεσα με τον Ιταλό πρωθυπουργό Τζούλιο Αντρεότι, ο οποίος καταδικάστηκε γι’ αυτήν σε φυλάκιση 20 ετών το 2002, αλλά η ποινή του ακυρώθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο το 2003.
Η «σφαγή της Μπολόνια» –όπως έμεινε στην ιστορία η βομβιστική επίθεση που πραγματοποιήθηκε στον Κεντρικό Σταθμό της Μπολόνια στις 2 Αυγούστου 1980 και προκάλεσε 85 νεκρούς και περισσότερους από 200 τραυματίες– είναι μια από τις υποθέσεις που προσέφεραν ορισμένα από τα πιο αδιάσειστα στοιχεία για την παρακρατική δραστηριότητα ακροδεξιών/φασιστών τρομοκρατών στο πλαίσιο της οργάνωσης Gladio. Σύμφωνα με την ιταλική κοινοβουλευτική επιτροπή για την τρομοκρατία, η βόμβα που χρησιμοποιήθηκε στη σφαγή της Μπολόνια προέρχεται από το οπλοστάσιο της Gladio (βλ. σχετική ανάλυση και ρεπορτάζ στην εφημερίδα The Guardian, 16 Ιανουαρίου 1991). Τον Νοέμβριο του 1995, οι φασίστες τρομοκράτες Βαλέριο Φιοραβάντι (Valerio Fioravanti) και Φραντσέσκα Μάμπρο (Francesca Mambro) –μέλη της φασιστικής οργάνωσης «Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες» (Nuclei Armati Revoluzionari, NAR)– καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη επειδή κρίθηκαν ένοχοι για τη σφαγή που έγινε στη Μπολόνια το 1980. Η φασιστική οργάνωση «Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες» δρούσε σε συνεργασία με την οργάνωση «Banda della Magliana» (δηλαδή η Μπάντα της γειτονιάς Μαλιάνα, από την οποία προέρχονταν τα περισσότερα ιδρυτικά μέλη της). Η οργάνωση «Banda della Magliana» ήταν μια συμμορία με στενούς δεσμούς με τη Μαφία και είχε ανάμειξη σε πολλά πολιτικά γεγονότα που αφορούσαν στη «στρατηγική της έντασης» που ακολουθούσαν οι ΝΑΤΟϊκοί παρακρατικοί ακροδεξιοί/φασιστικοί παράγοντες της Gladio, π.χ. είχε ανάμειξη στην υπόθεση Άλντο Μόρο, στη δολοφονία το 1979 του δημοσιογράφου Μίνο Πεκορέλι, στον οποίο ήδη αναφέρθηκα προηγουμένως, καθώς και στη δολοφονία του λεγόμενου «τραπεζίτη του Θεού» Ρομπέρτο Κάλβι (Roberto Calvi) το 1982.
Ο Κάλβι ήταν ο πρόεδρος της τράπεζας Banco Ambrosiano και δρούσε ως σύνδεσμος μεταξύ της φασιστικής μασονικής στοάς P2 και του Βατικανού. Ο Τζέλι –ο οποίος ήταν ο «Σεβάσμιος Διδάσκαλος» της στοάς P2– κατηγορήθηκε από την ιταλική Δικαιοσύνη ότι ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία του Κάλβι, με το σκεπτικό ότι ο Τζέλι θεωρούσε τον Κάλβι υπεύθυνο κατάχρησης χρημάτων που ανήκαν στο κύκλωμα της στοάς P2 και στη Μαφία και επειδή ήθελε να εξασφαλίσει ότι ο Κάλβι δεν θα εκβίαζε μέλη της στοάς P2 και του «Ινστιτούτου Θρησκευτικών Έργων» του Βατικανού, των οποίων ήταν χρηματοοικονομικός σύμβουλος και τραπεζίτης. Τελικά, το κατηγορητήριο σε βάρος του Τζέλι για τη δολοφονία του Κάλβι δεν μπόρεσε να στηριχθεί, και ο Τζέλι απηλλάγη των κατηγοριών.
Η δράση του Τζέλι είχε βαθύ πολιτικό παρασκήνιο, εφόσον, από πολλές πηγές, αναφέρεται ότι διαχειριζόταν, για λογαριασμό του Βατικανού, πρόγραμμα μυστικής χρηματοδότησης της φιλοδυτικής πολωνικής συνδικαλιστικής οργάνωσης «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα (Lech Walesa). Η οργάνωση «Αλληλεγγύη» ήταν η πρώτη μη-κομμουνιστική πολιτική παράταξη-συνδικαλιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε σε χώρα-μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας, και άρα η δράση του Τζέλι είχε πολύ μεγάλη σημασία για το Δυτικό Μπλοκ. Ωστόσο, ο Τζέλι μαζί με δύο αξιωματικούς των ιταλικών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών (SISMI) κρίθηκε ένοχος για παραπλάνηση έρευνας στην υπόθεση της σφαγής της Μπολόνια.Αριστερά, στη φωτογραφία, ο Λίτσιο Τζέλι, Σεβάσμιος Διδάσκαλος της μυστικής (sui generis και παρακρατικής) φασιστικής μασονικής Στοάς P2 (Πε Ντούε), φέρων το περιλαίμιο του 33ου βαθμού του «Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου». Δεξιά του, στέκεται ο φίλος του, Μαρσέλ Σαπίρα (Marcel Schapira), Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του «Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου» για τη Ρουμανία.
Στην περαιτέρω αποκάλυψη του δικτύου «Stay Behind» έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι έρευνες που διεξήγαγαν οι Βελγικές Αρχές για την εξιχνίαση πολιτικών εγκλημάτων και φαινομένων ακροδεξιάς τρομοκρατίας. Οι διασυνδέσεις μεταξύ του δικτύου «Stay Behind», φασιστικών/νεοναζιστικών κινημάτων και ακροδεξιάς τρομοκρατίας στο Βέλγιο περιλαμβάνουν τις ακόλουθες υποθέσεις:
Το 1950, δολοφονήθηκε ο Ζιλιέν Λαχό (Julien Lahaut), αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Βελγίου. Αυτή η πολιτική δολοφονία είχε μεγάλη εθνική και διεθνή σημασία. Εξ αρχής, δημοσιογράφοι έγραψαν για την ανάμειξη του βελγικού βραχίονα του δικτύου «Stay Behind» στην εν λόγω πολιτική δολοφονία. Πολλές φορές μέλη του Βελγικού Κοινοβουλίου έθεσαν το ζήτημα της διερεύνησης της δολοφονίας του Λαχό. Ωστόσο, μόνο πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι ο δολοφόνος του Λαχό ήταν ο Φρανσουά Γκουσέν (François Goossens), παρακρατικός ακροδεξιός υποστηρικτής του Βέλγου Βασιλέα Λεοπόλδου III (Leopold III). Στις 19 Νοεμβρίου 1949, ο Λεοπόλδος ΙΙΙ συναντήθηκε προσωπικά με τον Χίτλερ και συμφώνησε μαζί του μυστική συνεργασία. Μετά από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η βελγική κοινωνία διχάστηκε μεταξύ Λεοπολδιστών, οπαδών του Λεοπόλδου ΙΙΙ, και αντι-Λεοπολδιστών, που κατηγορούσαν τον Λεοπόλδο ΙΙΙ ως προδότη. Τελικά, στο δημοψήφισμα που διενεργήθηκε το 1950 σχετικά με το μέλλον του Βασιλέα Λεοπόλδου ΙΙΙ, 57% των ψηφοφόρων ψήφισαν υπέρ του. Οι αντι-Λεοπολδιστές ήταν κυρίως μέλη των σοσιαλιστών και Βαλόνοι, ενώ οι Λεοπολδιστές ήταν κυρίως χριστιανοδημοκράτες και Φλαμανδοί. Οι αντι-Λεοπολδιστές αντέδρασαν στην επιστροφή του Λεοπόλδου ΙΙΙ στο Βέλγιο το 1950 με μια από τις βιαιότερες γενικές απεργίες στην ιστορία του Βελγίου. Η δολοφονία του Ζιλιέν Λαχό ήταν ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα, που σήμαινε ότι η κυρίαρχη βελγική ελίτ και το ΝΑΤΟ είχαν αποφασίσει ότι, παρά το χιτλερικό παρελθόν του Λεοπόλδου ΙΙΙ, ο Λεοπόλδος ΙΙΙ ήταν μέρος του πολιτικού status quo που είχαν αποφασίσει να υποστηρίξουν στο Βέλγιο και ότι η βελγική Αριστερά έπρεπε να ελεγχθεί ώστε να ενταχθεί στο σύστημα ισορροπιών του Ψυχρού Πολέμου.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1973, μια αναφορά της βελγικής μυστικής υπηρεσίας Brigade de Surveillance et de Renseignement περιέγραψε σχέδιο πραξικοπήματος από συγκεκριμένα «χρηματοοικονομικά δίκτυα και ακροδεξιές οργανώσεις», κατονομάζοντας ως μέλη αυτού του σχεδίου, μεταξύ άλλων, τον Εμίλ Λεσέρφ (Emile Lecerf) –ο οποίος ήταν ο διευθυντής του περιοδικού Nouvelle Europe magazine (NEM), μέλος του ακροδεξιού μετώπου Front de la Jeunesse (FJ) και ο πολιτικός μέντορας του Φρανσίς Ντοσόν (Francis Dossogne), ο οποίος αργότερα ηγήθηκε του Front de la Jeunesse– και τον Πολ Λατινίς (Paul Latinus) –ο οποίος ίδρυσε την εξτρεμιστική νεοναζιστική ομάδα Westland New Post, στην οποία ήταν έντονο το στίγμα του βελγικού βραχίονα του δικτύου «Stay Behind», και τελικά, το 1981, βρήκε για λίγους μήνες καταφύγιο στη Χιλή του δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ (Augusto Pinochet), πριν ‘αυτοκτονήσει’ το 1984.
Η βία της συμμορίας Νιζβέλ (Nijvel), η οποία διέπραττε δολοφονίες και ληστείες στη βελγική επαρχία Μπραμπάν (Brabant) μεταξύ 1982 και 1985, συνδέθηκε το 1985 από πολλούς δημοσιογράφους με μια συνωμοσία μεταξύ του S.D.R.A.VIII (στρατιωτικός βελγικός βραχίων του δικτύου «Stay Behind»), της Βελγικής Χωροφυλακής (Gendarmerie) S.D.R.A. VI (παραστρατιωτική αστυνομική δύναμη η οποία καταργήθηκε το 2001), της νεοναζιστικής ομάδας Westland New Post, και της μυστικής υπηρεσίας του αμερικανικού Πενταγώνου (Defense Intelligence Agency-DIA). Παρ’ ότι η εξεταστική επιτροπή που συνέστησε το Βελγικό Κοινοβούλιο για τη διερεύνηση των σφαγών που διέπραξε η συμμορία Νιζβέλ δεν έφερε στο φως ισχυρές αποδείξεις για την προαναφερθείσα συνωμοσία, έπεισε, ωστόσο, το Βελγικό Κοινοβούλιο να θεσπίσει μια μόνιμη επιτροπή εποπτείας των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών για να αντιμετωπίσει υπαρκτούς κινδύνους από το ακροδεξιό παρακράτος και την παρακρατική δράση μυστικών πρακτόρων.
Ο ιεροκήρυκας Λικ Ζουρέ (Luc Jouret), ο οποίος μαζί με τον Ζοζέφ ντι Μάμπρο (Joseph di Mambro) ίδρυσε τη μυστικιστική σέκτα «Τάγμα του Ναού του Ηλίου», βοήθησε τον ακροδεξιό ακτιβιστή Ζαν Θιριάρ (Jean Thiriart) να οργανώσει μια διάσπαση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βελγίου στη δεκαετία του 1970, ιδρύοντας «Parti Communautaire Européen», ένα «ναζιστικο-μαοϊκό» κόμμα, το οποίο διαδέχθηκε την ακροδεξιά οργάνωση Jeune Europe. Σύμφωνα με τον Μπρούνο Φουσερό (Bruno Fouchereau), ειδικό συνεργάτη της έγκυρης εφημερίδας LeMonde Diplomatique και συγγραφέα του βιβλίου La mafia des sectes (Η μαφία των σεκτών), αυτό το ναζιστικό-μαοϊκό κόμμα, όπως και η νεοναζιστική οργάνωση Westland New Post, ελέγχονταν από το S.D.R.A.VIII, δηλαδή από τον στρατιωτικό βελγικό βραχίονα του δικτύου «Stay Behind».
Στη γαλλική πολιτική ζωή, ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο ρόλος του Φρανσουά ντε Γκροσούβρ (François de Grossouvre), ο οποίος υπήρξε ο επικεφαλής του γαλλικού βραχίονα του δικτύου «Stay Behind», και ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν (François Mitterrand) σε θέματα εθνικής ασφαλείας και σε άλλα ευαίσθητα θέματα. Ο Γκροσούβρ συμμετείχε σε όλες τις προεκλογικές εκστρατείες του Μιτεράν από το 1965 και μετά. Το 1985, επισήμως έπαυσε να αποτελεί σύμβουλο του προέδρου Μιτεράν και άρχισε να εργάζεται ως διεθνής σύμβουλος για τον έμπορο όπλων Μαρσέλ Ντασό (Marcel Dassault), αν και συνέχισε να διατηρεί γραφείο στο Ανάκτορο των Ιλισίων (δηλαδή στο γαλλικό προεδρικό μέγαρο). Ο Γκροσούβρ αυτοκτόνησε στις 7 Απριλίου 1994 (βλ. την εφημερίδα New York Times, 12 Απριλίου 1994).
Στις 22 Νοεμβρίου 1990, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα καταδίκης της Gladio, και γενικότερα καταδίκασε «την ύπαρξη επί 40 χρόνια μιας μυστικής παράλληλης υπηρεσίας πληροφοριών» και «την οργάνωση ενόπλων επιχειρήσεων σε διάφορες χώρες-μέλη της Κοινότητας», η οποία οργάνωση «διέφυγε όλων των δημοκρατικών ελέγχων και έχει διοικηθεί από τις μυστικές υπηρεσίες των εμπλεκομένων κρατών σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ».
Το 2005, εκδόθηκε η πρώτη επιστημονική μελέτη για τη Gladio από τον Ντάνιελ Γκάνσερ (Daniele Ganser), ο οποίος, το 2010, ανέλαβε θέση ανώτερου ερευνητή στο Κέντρο Μελετών Ασφαλείας (Center for Security Studies) στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (Federal Institute of Technology) στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Το βιβλίο του Γκάνσερ υπό τον τίτλο Οι Μυστικοί Στρατοί του ΝΑΤΟ: Επιχείρηση Gladio και Τρομοκρατία στη Δυτική Ευρώπη αποτελεί μια επιστημονικά θεμελιωμένη μελέτη του τρόπου λειτουργίας της Gladio.
Οι ΗΠΑ και ειδικότερα οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν τον υπόκοσμο και στην Ιαπωνία για να χειραγωγήσουν την ιαπωνική πολιτική ζωή και να καταπολεμήσουν την Αριστερά και το εργατικό κίνημα στην Ιαπωνία. Συγκεκριμένα, η CIA βασίστηκε στις συμμορίες της Γιακούζα για να καταστείλει την ιαπωνική ριζοσπαστική Αριστερά και ιαπωνικά οικολογικά κινήματα από το 1945 και μετά. Η οργάνωση Γιακούζα (στα ιαπωνικά σημαίνει ‘σκουπίδια’) προέρχεται από μια ομάδα Σαμουράι που το 1612 πέρασε στην παρανομία. Εκείνη η ομάδα των παράνομων Σαμουράι εξελίχθηκε, τον 18ο αιώνα ενώθηκε με διάφορες εγκληματικές ομάδες και τον 20ό αιώνα έφθασε να αποτελεί την ισχυρότερη εγκληματική οργάνωση της Ιαπωνίας με ισχυρούς δεσμούς με την ιαπωνική Δεξιά. Η ιαπωνική Δεξιά και ειδικότερα το «Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα» της Ιαπωνίας βασίστηκαν στην παράνομη, παρακρατική δραστηριότητα της Γιακούζα για να αποτρέψουν τη δημιουργία ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ιαπωνία. Οι βίαιες συγκρούσεις της Γιακούζα με τα ιαπωνικά συνδικάτα αποτελούν σημαντικό φαινόμενο στην πολιτική ιστορία της Ιαπωνίας τον 20ό αιώνα. Όπως έχει εξηγήσει ο βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος τωνNew York Times, Τιμ Ουάινερ (Tim Weiner), σε ειδικό βιβλίο του, από το 1955 και μετά, η Γιακούζα σε συνεργασία με τη CIA άρχισε να ασκεί ουσιαστικό και αποφασιστικό έλεγχο στο «Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα» της Ιαπωνίας και σε πολλές οικονομικές δραστηριότητες (βιομηχανία, μεταφορές, τουρισμός, ΜΜΕ, διασκέδαση), καθώς βεβαίως και στην πορνεία και τον τζόγο (βλ. Weiner, 2008).