ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
***
Η ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ/ΦΑΣΙΣΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΤΟ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΙΩΝΙΣΤΟΦΑΣΙΣΜΟΣ: 1944‒2014
Κεφάλαιο 1: Ο ελληνικός φασισμός στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, στην Ελλάδα, έδρασαν οργανώσεις με διακηρυγμένη φασιστική και ακόμη ναζιστική ιδεολογική ταυτότητα – όπως: το ανασυσταθέν Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδος, η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ), η Εθνικοσοσιαλιστική Φρουρά Ελλάδος, η Οργάνωσις Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ), η Ένωσις Φίλων Χίτλερ, η Εθνική Κοινωνική Επανάστασις, κ.ά.
Το 1942, ο Σπυρίδων Γαλάτης, μέλος του «ουλαμού καταστροφών» της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων), κατασκεύασε και τοποθέτησε τη βόμβα που ανατίναξε το κτίριο της δωσιλογικής ΕΣΠΟ, στην οδό Πατησίων. Η ΕΣΠΟ, την περίοδο της μεγάλης πείνας, στρατολογούσε νέους εργάτες για την πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας και επεδίωκε να δημιουργήσει λεγεώνα Ελλήνων εθελοντών για να πολεμήσουν στο ρωσικό μέτωπο στο πλευρό των Γερμανών. Κατά την προαναφερθείσα βομβιστική επίθεση στο κτίριο της ΕΣΠΟ, σκοτώθηκαν ο αρχηγός της, Σπυρίδων Στεροδήμου, συνεργάτες του και Γερμανοί της μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (GEP). Μετά από αυτό το γεγονός, η ΕΣΠΟ διαλύθηκε.
Τον Απρίλιο του 1943, ο Ιωάννης Ράλλης ανέλαβε πρωθυπουργός της διορισμένης από τους Ναζί κυβέρνησης της «Ελληνικής Πολιτείας», προκαλώντας τη δυσαρέσκεια ακόμη και του Βασιλέα Γεωργίου Β’, ο οποίος, μαζί με την κυβέρνηση Τσουδερού, είχε εγκαταλείψει τη χώρα μετά από τη ναζιστική κατάκτηση. Ως κατοχικός πρωθυπουργός, ο Ιωάννης Ράλλης οργάνωσε τα «Τάγματα Ασφαλείας», των οποίων ο σκοπός ήταν η άμυνα της υπαίθρου και η αντιμετώπιση των ενόπλων κομμουνιστών του ΕΑΜ και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων. Παρ’ ότι και ο Ράλλης εκτιμούσε, το 1943, ότι οι Σύμμαχοι, κι όχι το Τρίτο Ράιχ, θα κέρδιζαν τελικά τον πόλεμο, φρονούσε ότι η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, υπό την καθοδήγηση της Βέρμαχτ (γερμ. Deutsche Wehrmacht = γερμανική αμυντική δύναμη), όπως ονομάζονταν επίσημα οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, ήταν απαραίτητη για να αποτραπεί η επικράτηση των κομμουνιστών στην Ελλάδα. Τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας έφεραν στολή Μακεδονομάχου και γι’ αυτό έγιναν γνωστά ως «Γερμανοτσολιάδες». Ωστόσο, το επίσημο όνομα των τακτικών μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν «Τάγματα Ευζώνων».
Όπως όλες οι υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού της Ελλάδας, έτσι και τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν υπό τη διοίκηση των Γερμανών κατακτητών. Επικαλούμενα ως αιτία της δράσης τους την ανάγκη αποτροπής του κομμουνιστικού κινδύνου, τα Τάγματα Ασφαλείας συμμετείχαν σε πολλές εγκληματικές ενέργειες και έγιναν ιδιαιτέρως μισητά στους δημοκρατικούς Έλληνες.
Σύμφωνα με τον τότε Γερμανό στρατιωτικό διοικητή της Ελλάδας, στρατηγό Αλεξάντερ Λερ (Alexander Löhr), σκοπός της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας, εκτός από την «εξοικονόμηση γερμανικού αίματος», ήταν «να χρησιμοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, για να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας». Αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε με τη συγκρότηση δύο μορφών παραστρατιωτικών ομάδων: (α) εννέα «Τάγματα Ευζώνων» οργανωμένα από τη δωσιλογική κυβέρνηση Ράλλη, συνολικής δύναμης 5.725 ανδρών, και (β) είκοσι δύο εθελοντικά τάγματα, αυτοτελώς συγκροτημένα, συνολικής δύναμης 16.625 ανδρών.
Γενικός προϊστάμενος ήταν ο στρατηγός Βάλτερ Σιμάνα (Walter Schimana), διοικητής των SS και της γερμανικής αστυνομίας και de facto κυβερνήτης της κατεχόμενης Ελλάδας από τον Οκτώβριο του 1943 έως και την αποχώρηση των Ναζί, τον Οκτώβριο του 1944. Σε αναφορά του προς το Γενικό Επιτελείο των SS, με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου 1944, εκτιμά ότι τα μεν εθελοντικά τάγματα «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργή καταπολέμηση των συμμοριών» από τη Βέρμαχτ, τα δε ευζωνικά τμήματα «πολέμησαν τον κομμουνισμό και τις συμμορίες του ΕΛΑΣ με αξιοσημείωτη επιτυχία». Τις εκτιμήσεις του Σιμάνα συμμερίστηκε στην υπηρεσιακή του απάντηση, στις 10 Νοεμβρίου 1944, ο Χάινριχ Χίμλερ (Heinrich Himmler), ο οποίος απέστειλε το εξής τηλεγράφημα: «Σας εκφράζω τα συγχαρητήριά μου, επειδή κατορθώσατε να οργανώσετε τα υγιή και νομοταγή στοιχεία του ελληνικού λαού στα τμήματα των Ελλήνων εθελοντών καθώς και των Ευζώνων, και να τα οδηγήσετε σε άψογη συνεργασία με τα δικά μας γερμανικά τμήματα στον αγώνα κατά των Μπολσεβίκων συνωμοτών μέχρι την τελευταία μέρα».
Όταν απέτυχε η εναντίον του Χίτλερ δολοφονική απόπειρα, στις 20 Ιουλίου 1944, ο αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου, συνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόγκωνας, έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα προς τον Χίτλερ: «Οι 5.000 αξιωματικοί και άνδρες των ελληνικών εθελοντικών τμημάτων της Πελοποννήσου, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της όπισθεν αυτών, εκφράζουν την βαθυτάτην αγανάκτησίν των δια την εναντίον σας απόπειραν, σχεδιασθείσαν και επιχειρηθείσαν υπό υποκειμένων, τα οποία δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα του αγώνος κατά του κομμουνισμού και των πλουτοκρατών συνεργατών του. Εκφράζουν την χαράν των δια την θαυμαστήν διάσωσίν σας, και κλίνουν με ευγνωμοσύνην το γόνυ ενώπιον του παντοδυνάμου Θεού, όστις ήπλωσε προσταυετικήν χείρα επάνω εις την ζωήν σας, δια να σας διαφυλάξει εις το Γερμανικόν Έθνος και εις την εν τω αγώνι κατά της κομουνιστικής πανώλης ηνωμένην Ευρώπην. Από της ιεράς γης της αρχαίας Σπάρτης, εκ της οποίας προήλθεν η δραξ των ηρώων του Λεωνίδου, η οποία έσωσε τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν, υψούται η προσευχή μας: “Κύριε, διαφύλασσε τον Φύρερ”». Οι επίσημες ευχαριστίες του Χίμλερ εκ μέρους του Χίτλερ προς τον Παπαδόγκωνα δημοσιεύθηκαν στην κατοχική εφημερίδα Αλήθεια της Τρίπολης, στο φύλλο της 6ης Αυγούστου 1944. Επίσης, η κατοχική εφημερίδαΚαθημερινή, στο φύλλο της 13ης Αυγούστου 1944, δημοσίευσε τις επίσημες ευχαριστίες του Χίτλερ και του Χίμλερ προς τον αρχηγό των Ταγματασφαλιτών Πελοποννήσου, συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα.
Η εφημερίδα Καθημερινή, στις 13 Αυγούστου 1944, δημοσιεύει τις ευχαριστίες του Χίτλερ και του Χίμλερ, αρχηγού των SS και υπουργού εσωτερικών του Ράιχ, προς τον αρχηγό των Ταγματασφαλιτών Πελοποννήσου, συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα.
Στη Βόρεια Ελλάδα, αξιοσημείωτη δράση, εκ μέρους των Ταγμάτων Ασφαλείας, ανέπτυξε ο Γεώργιος Πούλος, απότακτος αντισυνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού. Ο Γεώργιος Πούλος ήταν αντισυνταγματάρχης Μηχανικού ήδη κατά την περίοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου και υποστηρικτής των Βενιζελικών. Στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, έγινε μέλος της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάς). Η ΕΕΕ ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1927, αλλά έκανε την πρώτη της εμφάνιση τέσσερεις μήνες αργότερα, στις 4 Ιουνίου 1927, όταν εξέδωσε «Έκκληση προς τον ελληνικόν λαόν», στην οποία προπαγάνδιζε την αυτοδικία κατά των κομμουνιστών, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η πάταξη των «πονηρών και υπούλων κομμουνιστών» δεν έπρεπε να αφήνεται μόνο στα κρατικά όργανα, αλλά οι πολίτες όφειλαν «να εξεγερθώσι σύσσωμοι και συντρίψωσι ολοκληρωτικώς τους ταραξίας» (βλ. εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος, 5 Ιουνίου 1927, και εφημερίδα Μακεδονικά Νέα, 5 Ιουνίου 1927).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΕΕ συγκροτήθηκε με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και στηρίχθηκε κυρίως από μέλη του βενιζελικού πολιτικού χώρου. Ιδρυτικά μέλη της ΕΕΕ ήταν ο Αλέξανδρος Ουσταπασίδης, που είχε αναλάβει προσωρινός πρόεδρος, και οι εξής: Χρήστος Νικολαϊδης, Γεώργιος Πατερίδης, Αναστάσιος Πολυχρονιάδης, Δημήτριος Χαριτόπουλος, Ιωάννης Παπαδόπουλος, Μιχαήλ Τσομλεκτσόγλου, Ηλίας Παυλίδης, Ιορδάνης Κανιόγλου, Σταύρος Σταυριανός, Διογένης Σισμάνογλου, Κλεάνθης Νικολαϊδης, Αβραάμ Παπαδόπουλος, Μιχαήλ Εμμανουηλίδης και Γεώργιος Κοσμίδης (βλ. Αρχείο Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Αρχείο Διαθηκών-Σωματείων Νο. 794, ημερομηνία αναγνώρισης 5 Φεβρουαρίου 1927, Καταστατικόν 20 Ιανουαρίου 1927). Πρόεδρος της ΕΕΕ ανέλαβε στη συνέχεια ο ράπτης Γεώργιος Κοσμίδης, έχοντας τον Δημήτριο Χαριτόπουλο ως Γενικό Γραμματέα. Ο δημοσιογράφος Νικόλαος Φαρδής, ο οποίος ήταν αρχισυντάκτης της εφημερίδας Μακεδονία, πρόβαλλε από την εφημερίδα του τις αντικομμουνιστικές και αντιεβραϊκές κοινωνικο-πολιτικές δράσεις της ΕΕΕ. Η οργάνωση ΕΕΕ λάμβανε χρηματοδοτούνταν συστηματικά από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και από μεγάλες τράπεζες. Ειδικότερα, όπως έγραψε η εφημερίδα Μακεδονικά Νέα στις 27 Ιουνίου 1933, η ΕΕΕ απολάμβανε «ανεπίσημον μεν πλην στοργικήν ενίσχυσιν εκ μέρους των αρχών και ορισμένων στρατιωτικών παραγόντων», και επίσης, όπως έγραψε σε επιστολή του ο Αναστάσιος Νταλίπης προς τον Φίλιππο Δραγούμη, η ΕΕΕ λάμβανε «διάφορα κονδύλια» από «τον Δήμο Θεσσαλονίκης, το υπουργείο Προνοίας και τις Τράπεζες Εθνική και Εκδοτική» (βλ. Χονδροματίδης, 2001).
Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, ο Γεώργιος Πούλος, μέλος της ΕΕΕ, προσέφερε εθελοντικώς τις υπηρεσίες του στους Ναζί. Ο Πούλος έγινε συνεργάτης της υπηρεσίας SS-Sonderkommando, δηλαδή της γερμανικής αντικατασκοπείας στην Ελλάδα. Σκοπός αυτής της υπηρεσίας ήταν η δημιουργία δικτύων πληροφοριοδοτών («χαφιέδων») στα μετόπισθεν του ΕΛΑΣ. Επίσης, με την υποστήριξη της γερμανικής Sicherheitsdienst (Υπηρεσία Ασφαλείας) και χάρη στη δράση χαφιέδων, όπως ο Ζωγράφος, ο Μαρινάκης, ο Σκανδάλης και ο Κοσμίδης, αναβίωσε και αναδιοργανώθηκε η φασιστική οργάνωση ΕΕΕ στη Θεσσαλονίκη, μέσω της οποίας ο Πούλος ανέπτυξε ευρεία προπαγανδιστική δράση υπέρ των Ναζί και εναντίον του «κομμουνιστικού κινδύνου». Στις 23 Μαΐου 2009, η εφημερίδα Καθημερινή, σε άρθρο της για τις διώξεις των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα εξής: «Ο απότακτος αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Πούλος, που στην Κατοχή πολέμησε στο πλευρό των Γερμανών, ηγούμενος εθελοντικού “Τάγματος Ασφαλείας” […] έλαβε από τα χέρια του στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης και Β. Αιγαίου, Μαξ Μέρτεν, ως “επιβράβευση” για τις “καλές υπηρεσίες” του, τα κλειδιά του κοσμηματοπωλείου των αδερφών Ισαάκ και Ρόμπερτ Μποτόν επί της οδού Μητροπόλεως και Βασ. Κωνσταντίνου. Ρευστοποιώντας άμεσα τα τιμαλφή, αποκόμισε κέρδος 15.000 χρυσών λιρών».
Η παραστρατιωτική ομάδα του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Πούλου (μέλους της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ) παρελαύνει μαζί με Γερμανούς ναζί με τρομπέτες.
Το 1943, ο Πούλος εντάχθηκε στο δεύτερο σύνταγμα Bradenburg και διεξήγε επιχειρήσεις στην περιοχή Γιαννιτσών και Πτολεμαΐδας. Την ίδια χρονιά, μέλη της παραστρατιωτικής ομάδας Πούλου έκαψαν το φίλα προσκείμενο προς το ΕΑΜ χωριό Ερμάκια. Επίσης, η ομάδα Πούλου ενισχύθηκε με 90 ακόμη εθελοντές Κρητικούς του Σούμπερτ. Την Άνοιξη του 1944, ο Πούλος επιχειρεί εναντίον του τομέα ευθύνης της 10ηςΜεραρχίας του ΕΛΑΣ. Στις 6 Απριλίου 1944, μονάδα της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ επιτίθεται στην ομάδα του Πούλου στο Βέρμιο, σκοτώνοντας 83 άνδρες του. Το καλοκαίρι του 1944, η ομάδα Πούλου ενισχύθηκε από το 5ο Τάγμα Ασφαλείας του Μαλτέζου και εξαπέλυσε σκληρές επιθέσεις εναντίον χωριών και οικογενειών που υποστήριζαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Στα Γιαννιτσά, η ομάδα Πούλου εκτέλεσε 75 Έλληνες ως αντίποινα για την εκτέλεση ενός Γερμανού στρατιώτη από τον ΕΛΑΣ. Στον Χορτιάτη, η ομάδα Πούλου, με συνεργάτες τους τα SS, συγκέντρωσαν κατοίκους σε διάφορα οικήματα τα οποία έκαψαν με εμπρηστική σκόνη, ενώ όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν τους εκτελούσαν με στημένα πυροβόλα. Στο χωρίο Σκυλίτσι, η ομάδα Πούλου πραγματοποίησε εκτελέσεις αδιακρίτως. Σε χωριά της Καστοριάς, η ομάδα Πούλου, με επικεφαλής τον Κακλαμάνη, επέβαλε κεφαλικό φόρο, και όποιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να τον πληρώσουν εκτελούνταν.
Μετά από την κατάρρευση του γερμανικού μετώπου στην ΕΣΣΔ, ο Πούλος ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια και συνέχισε να πολεμά στο πλευρό τους. Ο Πούλος συνελήφθη από τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Αυστρία και μεταφέρθηκε, μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο παιδιά τους, στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Κορνβεστάιμ (Kornwestheim). Τελικά, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, και, το 1947, καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία από το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, και εκτελέστηκε.
Μετά από την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο δωσίλογος πρώην πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης συνελήφθη και δικάστηκε για προδοσία. Στη δίκη του, τον Φεβρουάριο του 1945, την υπεράσπισή του ανέλαβαν ο υιός του και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γεώργιος Ράλλης, και ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, πατέρας του μετέπειτα πολιτικού Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Στη διάρκεια της δίκης, οι συνήγοροι του Ιωάννη Ράλλη, Γεώργιος Ράλλης και Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ισχυρίστηκαν ότι ο κατηγορούμενος προσέφερε σημαντικές εθνικές υπηρεσίες προς την Ελλάδα, όσο ήταν πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, με το να αποσοβήσει τον λιμό των Ελλήνων, δίδοντας καθημερινά έναν μισθό, και με το να σώσει πολλούς Έλληνες από το γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα και να βοηθήσει τη διαφυγή πολλών πολιτικών και άλλων σημαινόντων προσώπων στη Μέση Ανατολή. Το δικαστήριο έκρινε τον Ιωάννη Ράλλη ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά. Ο Ιωάννης Ράλλης πέθανε στη φυλακή τον Οκτώβριο του 1946.
Η αλήθεια για το ήθος της δωσιλογικής κυβέρνησης Ιωάννη Ράλλη και των Ταγμάτων Ασφαλείας εξεφράσθη επισήμως από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό του Λονδίνου, ο οποίος, σε εκπομπή του, στις 16 Ιουλίου 1944, μετέδωσε τα εξής: «Ο Ι. Ράλλης, μαστροπός των ευγενεστέρων εθνικών παραδόσεων, στρατολογεί τους γενιτσάρους του και τους οπλίζει με τα όπλα που του δίνει ο πλέον θανάσιμος εχθρός του Ελληνισμού. Ο Ράλλης θα πληρώσει με το αίμα του […] Καλούμε τον ελληνικό λαό να κρατήσει σημείωσιν των ονομάτων εκείνων που τυχόν θα παραμείνουν εις τα Τάγματα. Η ώρα της τιμωρίας πλησιάζει. Ο κατάλογος θα είναι χρήσιμος». Επίσης, στις 17 Ιανουαρίου 1944, το ραδιοφωνικό πρόγραμμα «Φωνή της Αμερικής» μετέδωσε τα εξής: «Όσοι υπηρετούν εις τα Τάγματα Ασφαλείας είναι ένοχοι εσχάτης προδοσίας».
Ένα ακόμη πρωταγωνιστικό πρόσωπο στην ιστορία του ελληνικού εξτρεμιστικού εθνικισμού και της ελληνικής ακροδεξιάς αυτής της περιόδου ήταν ο Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος είχε το ψευδώνυμο «Διγενής». Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, τον Ιούνιο του 1941, ο τότε αντισυνταγματάρχης Πεζικού Γρίβας ίδρυσε, στην Αθήνα, τη «Στρατιωτική Οργάνωση Γρίβα», η οποία μετονομάστηκε σε οργάνωση «Χ» τον Μάρτιο του 1943. Εξ ου και τα μέλη αυτής της οργάνωσης έγιναν γνωστά ως «Χίτες». Η οργάνωση «Χ» διακρινόταν για το ισχυρό μίσος της προς τους κομμουνιστές, για δολοφονίες υποστηρικτών και μελών του ΕΑΜ –συχνά με τη συνεργασία δυνάμεων της Χωροφυλακής και της Εθνοφρουράς– καθώς και για τον έντονο φιλοβασιλικό προσανατολισμό της.
Το 1943, η «Χ» απέκτησε στενές επαφές με τη δωσιλογική κυβέρνηση, η οποία επισημοποιήθηκε με την υπογραφή πρωτοκόλλου συνεργασίας επτά «εθνικών οργανώσεων» (ήτοι των οργανώσεων: «Χ», ΡΑΝ, Εθνική Δράση, ΕΔΕΣ Αθήνας, ΕΔΕΜ, ΕΚΟ, Τρίαινα) με την Υπηρεσία Πληροφοριών του υπουργείου άμυνας της κατοχικής δωσιλογικής κυβέρνησης (βλ. Κωστόπουλος, 2005, σελ. 52). Ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας συμφωνίας συνεργασίας, όποτε τα μπλόκα των Ταγμάτων Ασφαλείας συνελάμβαναν ενόπλους που ανήκαν σε κάποια από τις προαναφερθείσες επτά οργανώσεις, τους άφηναν ελεύθερους και τους επέστρεφαν τον οπλισμό τους (βλ. Κωστόπουλος, 2005, σελ. 55). Επίσης, πολλά μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν συγχρόνως και μέλη της οργάνωσης «Χ» (βλ. Κωστόπουλος, 2005, σελ. 54).
Από πολλές μαρτυρίες στη δίκη των δωσιλόγων, πληροφορούμαστε ότι η οργάνωση «Χ» προμηθευόταν γερμανικά όπλα μέσω της κυβέρνησης Ιωάννη Ράλλη. Ειδικότερα, στην κατάθεσή του, ο Κ. Ροδοκανάκης του ΕΔΕΣ δήλωσε: «Κατά το πλείστον τα όπλα αυτά τα επήρεν η “Χ” κατ’ Αύγουστον ή Σεπτέμβριον του 1944» (βλ. Αποστόλου, 1945, σελ. 67).
Στο βιβλίο Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, 1943-1950, το οποίο επιμελήθηκε ο ιστορικός Ντέιβιντ Κλόουζ (David H. Close), διαβάζουμε: «Σε μερικές περιοχές όπως η Κρήτη, η νότια Πελοπόννησος και η Θεσσαλία, οι αντικομμουνιστικές συμμορίες ήταν περισσότερες από τις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας μέχρι το τέλος του 1946 ή και αργότερα ακόμα. […] Οι επίσημες δυνάμεις ασφαλείας βοηθούσαν τις δεύτερες [δηλαδή τις ακροδεξιές συμμορίες] διανέμοντάς τους όπλα σε μεγάλες ποσότητες (15.000 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1946 σύμφωνα με αγγλικούς υπολογισμούς), από τις κρυψώνες όπλων του ΕΛΑΣ που ανακαλύπτονταν. […] Οι συμμορίες διατηρούσαν συνήθως φιλικές σχέσεις με τις επίσημες δυνάμεις, κι ανάμεσά τους γινόταν συνεχής ανταλλαγή μελών. Μερικοί συμμορίτες όπως οι Κατσαρέας, Ζάρας και Αντόν Τσαούς ήταν παλιοί αξιωματικοί του στρατού ή της αστυνομίας, ενώ άλλοι πήραν αργότερα στρατιωτικούς βαθμούς» (Κλόουζ, 2000, σελ. 206). Στο ίδιο βιβλίο, διαβάζουμε: «Πολλές οργανώσεις και συμμορίες ενθαρρύνονταν από πράκτορες της “Χ” να συνάψουν σχέσεις με τη δική τους οργάνωση. Η “Χ” στρατολογούσε επίσης άφθονα μέλη από τις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας. Τον Σεπτέμβριο, λόγου χάρη, αναφέρθηκε ότι ανήκαν στη “Χ” 500 χωροφύλακες της Θεσσαλονίκης, που φρουρούσαν για λογαριασμό της μεγάλες ποσότητες όπλων. Ο Γρίβας, ο αρχηγός της “Χ”, συνεργαζόταν στενά με τον Κωνσταντίνο Βεντήρη ο οποίος, σύμφωνα με την αμερικανική πρεσβεία, ήταν αρχηγός του “εσωτερικού μυστικού κύκλου” του Γενικού Επιτελείου» (βλ. Κλόουζ, 2000, σελ. 207). Επίσης, στο προαναφερθέν βιβλίο, παρατίθενται τα ακόλουθα στοιχεία: «Ακόμη πιο εκτεταμένη υπήρξε η ‘ιδιωτική’ απονομή δικαιοσύνης από τις ένοπλες παρακρατικές συμμορίες της άκρας Δεξιάς –με ειδικά υψηλές επιδόσεις στην περιοχή της Πελοποννήσου και της Θεσσαλίας– οι οποίες ανήκαν στο ομοσπονδιακού χαρακτήρος “κόμμα των Χιτών” του κυπριακής καταγωγής Συνταγματάρχη Γ. Γρίβα. Οι περιορισμένες δυνάμεις της Χωροφυλακής και της Εθνοφρουράς, όταν δεν πραγματοποιούσαν κοινές επιχειρήσεις με τις συμμορίες αυτές, εφρόντιζαν να μην παρεμβαίνουν στο έργο τους» (βλ. Κλόουζ, 2000, σελ 226).
Ο ιστορικός και δημοσιογράφος Μαρκ Μαζάουερ (Mark Mazower), στο βιβλίο του υπό τον τίτλο Στην Ελλάδα του Χίτλερ, γράφει: «Στους δρόμους κάτω από το ναό του Θησείου, οι ένοπλοι της "Χ" αντάλλασσαν πυρά με τα περίπολα του ΕΛΑΣ κι έπαιρναν μέρος σε σημαίνουσες επιχειρήσεις πλάι στα Τάγματα Ασφαλείας. “Σήμερα είναι με τους Γερμανούς, αύριο, όταν ξανάρθει ο ευλογημένος ο βασιλιάς, μ’ αυτούς που θα τον φέρουν πίσω”. Έτσι εκτιμούσε το πιστεύω τους ένας παρατηρητής» (βλ. Mazower, 1994, σελ. 378).
Ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Λίνκολν Μακ Βιγκ (Lincoln Mac Veagh), σε απόρρητη έκθεσή του με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1945, έγραφε σχετικά με την οργάνωση «Χ»: «Καθώς μεγάλωνε ο έλεγχος των κομμουνιστών πάνω στον ΕΛΑΣ, η “Χ” γινόταν όλο και περισσότερο μια καθαρά αντικομμουνιστική οργάνωση. Λέγεται ότι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, δίνοντάς τους πληροφορίες για τα πιθανά μέρη που βρίσκονται οι κομμουνιστές ηγέτες, και την ίδια στιγμή δεχόταν κάποια όπλα από τις γερμανικές αρχές, με τα οποία διεξήγε κατά καιρούς οδομαχίες κατά των Ελασιτών. Όσο μειωνόταν ο έλεγχος των Γερμανών πάνω στην Αθήνα, αυξάνονταν οι σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και “Χ”, κι αυτό ήταν σε βάρος της “Χ”» (βλ. Chouliaras and Georgakas, 1985).
Η οργάνωση «Χ» ήταν στην ουσία μια ακροδεξιά συμμορία. Σύμφωνα με τον Κρις Γουντχάουζ, 5ο Βαρόνο του Τέρινγκτον (Terrington) –ο οποίος πολέμησε στην Ελλάδα εναντίον των Ναζί από τον Οκτώβριο του 1942 μέχρι το τέλος της Γερμανικής Κατοχής, ως υπαρχηγός αρχικά και στη συνέχεια ως αρχηγός της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής– η οργάνωση «Χ» δεν έχει θέση στον κατάλογο των αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά αποτελεί εγκληματική οργάνωση. Γράφει, συγκεκριμένα, ο Γουντχάουζ στο βιβλίο του με τίτλο Το Μήλο της Έριδος (Apple ofDiscord): «Μια οργάνωση, για την οποία πολλά έχουν λεχθεί από την εποχή της Κατοχής, με την επωνυμία “Χ”. Αυτή η οργάνωση, που έγινε αργότερα γνωστή σαν όργανο “αμέσου δράσεως” της μοναρχικής Δεξιάς, κάτω από την ηγεσία του συνταγματάρχη Γρίβα, έχει ισχυρισθεί ότι ήταν αντιστασιακό κίνημα κατά την Κατοχή. Αν ο ισχυρισμός αυτός αλήθευε, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν η μοναδική οργάνωση της Δεξιάς που δρούσε στην Αθήνα. Στην πραγματικότητα, όμως, το όνομά της ήταν άγνωστο, ακόμα και λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί. Αλλά και τότε, πάλι, το όνομα αυτό δεν σήμαινε τίποτα, που να είχε σχέση με Αντίσταση. Μόνο στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια απόκτησε μια ορισμένη σημασία: την απαίσια σημασία μιας Κου Κλουξ Κλαν. Κι αυτή επομένως η οργάνωση δεν έχει θέση σ’ αυτή την παρουσίαση (των αντιστασιακών οργανώσεων)» (βλ. Γουντχάουζ, 1976). Ας σημειωθεί ότι ο Γουντχάουζ διετέλεσε επίσης βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας κατά τα χρονικά διαστήματα 1959-1966 και 1970-1974 και επισκέπτης καθηγητής –ειδικός για ελληνικά ζητήματα– στο Nuffield College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Η οργάνωση «Χ» του Γρίβα έδειξε τον τρομοκρατικό της χαρακτήρα τρεις μόλις ημέρες μετά από την απελευθέρωση της Ελλάδας, όταν μια ομάδα Χιτών πυροβόλησε αδιακρίτως εναντίον μιας διαδήλωσης και σκότωσε επτά πολίτες. Ο Περικλής Ροδάκης, στο βιβλίο του Δεκέμβρης 1944, περιγράφει το πολιτικό κλίμα και τη δράση των Χιτών στα τέλη του 1944 ως εξής: «Οι συγκρούσεις των εξοπλισμένων από τους Άγγλους πια δεξιών ομάδων (χθεσινών συνεργατών των Γερμανών) και ειδικά της “Χ”, γίνονται καθημερινό φαινόμενο στην Αθήνα. Στις 15/11/1944, μια διαδήλωση με αίτημα την τιμωρία των προδοτών και την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες του κατακτητή, χτυπήθηκε στην πλατεία Ομονοίας από “Χίτες”. Αποτέλεσμα 7 νεκροί και πολλοί τραυματίες» (βλ. Ροδάκης, 1984).
Ο Γρίβας και η τρομοκρατική οργάνωση «Χ», της οποίας υπήρξε ο ιδρυτής και αρχηγός, κατόρθωσαν να ‘ξεπλύνουν’ από πάνω τους χαρακτηρισμούς του ληστή και του τρομοκράτη –παρ’ ότι επιδόθηκαν συστηματικά σε ληστρικές και τρομοκρατικές επιθέσεις τόσο στην ελληνική ύπαιθρο όσο και στην Αθήνα– με δύο κυρίως τρόπους: Πρώτον, τον Δεκέμβριο του 1944, οι Χίτες πολέμησαν μαζί με αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις και Ταγματασφαλίτες στην Αθήνα εναντίον του ΕΑΜ. Επειδή, λοιπόν, το Ελληνικό Κράτος και οι Άγγλοι θεώρησαν ότι χρειάζονταν τη βοήθεια των Χιτών για να πολεμήσουν εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΑΜ, που επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν κομμουνιστικό καθεστώς στην Ελλάδα, όχι μόνο το Ελληνικό Κράτος, μετά από την απελευθέρωση, δεν κατήργησε την οργάνωση «Χ», αλλά της προσέφερε ασυλία και έμμεση νομιμοποίηση και συνεργάστηκε μαζί της. Δεύτερον, το 1946, ο Γρίβας παραιτήθηκε από την ενεργό υπηρεσία, και, το 1959, η Βουλή των Ελλήνων τον προήγαγε, από αντισυνταγματάρχη, σε αντιστράτηγο, και του απένειμε ειδική σύνταξη.
Επίσης, τον Ιούνιο του 1964, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου έστειλε τον Γρίβα στην Κύπρο ως επικεφαλής μιας μεραρχίας 5.000 στρατιωτών και του ανέθεσε την αρχηγία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και στη συνέχεια και της Εθνικής Φρουράς. Τον Νοέμβριο του 1967, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις της Κύπρου υπό τη διοίκηση του Γρίβα επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της Λάρνακας, με αποτέλεσμα το θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων. Η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε αυτήν την εγκληματική και πολιτικά ανόητη ενέργεια του Γρίβα και απείλησε να εισβάλει στην Κύπρο. Τελικά, η ελληνική μεραρχία αποσύρθηκε από το νησί με απόφαση της ελληνικής χούντας του Γεωργίου Παπαδόπουλου και ο Γρίβας ανακλήθηκε. Το καλοκαίρι του 1971, ο Γρίβας επέστρεψε μυστικά στην Κύπρο και ίδρυσε την ένοπλη οργάνωση «ΕΟΚΑ Β’» (ΕΟΚΑ= Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών). Σε συνεργασία με την ελληνική χούντα, η ΕΟΚΑ Β’ υπονόμευσε συστηματικά τον Πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο.
Μια ακόμη ακροδεξιά οργάνωση που έμεινε στην ιστορία ήταν εκείνη του Ευαγγέλου Μαγγανά. Ο Ευάγγελος Μαγγανάς ήταν αγρότης στο επάγγελμα και ηγετική φυσιογνωμία του εθνικιστικού χώρου στη Μεσσηνία. Μετά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) –με την οποία η τότε κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα και το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΑΜ) συμφώνησαν για τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις πολιτικές ελευθερίες– ο Μαγγανάς συνέχισε τις επιθέσεις του εναντίον των κομμουνιστών και συγκρότησε γι’ αυτόν τον σκοπό ένοπλη ομάδα. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης, στο φύλλο της 22 Ιανουαρίου 1946, κατηγόρησε τον Μαγγανά για αρκετά εγκλήματα και ακόμη έγραψε ότι, στα τέλη του 1945, ο Μαγγανάς, ενώ είχε καταδικαστεί ερήμην σε ισόβια κάθειρξη και είχε συλληφθεί από τις αρχές, δραπέτευσε με τη βοήθεια χωροφυλάκων.
Η ενέργεια που έκανε πανελληνίως γνωστό τον Μαγγανά ήταν η κατάληψη από τον ίδιο και την ομάδα του ολόκληρης της πόλης της Καλαμάτας στις 20 Ιανουαρίου 1946. Τον Ιανουάριο του 1946, οι ακροδεξιοί της Καλαμάτας ήταν ήδη εξαγριωμένοι λόγω των εξής γεγονότων: στις 16 Ιανουαρίου 1946, κομμουνιστές αντάρτες δολοφόνησαν σε ενέδρα, στον δρόμο Σπάρτης-Κροκεών, τον αρχηγό της οργάνωσης «Χ» Λακωνίας, δικηγόρο Γεώργιο Κοντοβουνήσιο, τον εξάχρονο υιό του και δύο συνοδούς του· η εφαρμογή του νόμου της κυβέρνησης Σοφούλη «περί αποσυμφορήσεως φυλακών» είχε ως αποτέλεσμα την αποφυλάκιση πολλών αριστερών κρατουμένων από τις τοπικές φυλακές, εξαγριώνοντας ακόμη περισσότερο τους ακροδεξιούς κατοίκους της Καλαμάτας. Σε ανταπάντηση προς την επίθεση των Αριστερών εναντίον του αρχηγού της «Χ» Λακωνίας, ένοπλοι Δεξιοί στην Καλαμάτα επιτέθηκαν με περίστροφα και χειροβομβίδες στο καφενείο του Κατσαρού όπου σύχναζαν αριστεροί, σκοτώνοντας δύο άτομα και τραυματίζοντας άλλα τέσσερα. Ακολούθησαν περαιτέρω συμπλοκές μεταξύ Αριστερών και Δεξιών. Οι αστυνομικές αρχές συνέλαβαν αρκετούς Δεξιούς ως υπόπτους για τη δολοφονική επίθεση στο καφενείο του Κατσαρού, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις Δεξιών κατοίκων της Καλαμάτας.
Στις 20 Ιανουαρίου, έχοντας συγκεντρώσει πολυπληθή παραστρατιωτική δύναμη, ο Μαγγανάς κατέλαβε ολόκληρη την πόλη της Καλαμάτας (βλ. Μαργαρίτης, 2000). Άνδρες του Μαγγανά απελευθέρωσαν, από τις φυλακές του Α’ Αστυνομικού Τμήματος, όπου κρατούνταν, τους συλληφθέντες που κατηγορούνταν για την επίθεση στο καφενείο του Κατσαρού καθώς και κρατουμένους δωσιλόγους.
Συγκλονισμένη από την είδηση της κατάληψης της πόλης της Καλαμάτας από την ομάδα Μαγγανά, η κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη κήρυξε στρατιωτικό νόμο στη Μεσσηνία και τη Λακωνία και έστειλε στην Καλαμάτα τμήματα του Ελληνικού Στρατού υπό τη διοίκηση του στρατιωτικού διοικητή Πελοποννήσου, Ν. Παπαδόπουλου, καθώς και το αντιτορπιλικό «Κρήτη». Ωστόσο, στις 21 Ιανουαρίου, αφού πήρε μαζί της περίπου 100 αιχμαλώτους ως ‘ανθρώπινη ασπίδα’, η ομάδα Μαγγανά αποχώρησε από την Καλαμάτα και κατέφυγε στα γύρω βουνά. Επιτροπή που συγκροτήθηκε από τοπικούς παράγοντες κατάφερε να πείσει την ομάδα Μαγγανά να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, όπως και έγινε.
Μετά από την κατάληψη της Καλαμάτας, ο Μαγγανάς επικηρύχθηκε από το Ελληνικό Κράτος με το ποσό των 10 εκατομμυρίων δραχμών και, στις 27 Φεβρουαρίου 1946, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από Έκτακτο Στρατοδικείο, αλλά εκείνος συνέχιζε την εγκληματική δραστηριότητά του σε άλλες περιοχές της Μεσσηνίας. Τελικά, στις 22 Μαΐου 1946, ο Μαγγανάς συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Τελικώς, ο Μαγγανάς –παρ’ ότι το Έκτακτο Στρατοδικείο τον είχε ήδη καταδικάσει σε θάνατο– οδηγήθηκε σε δίκη το 1947 από το Α’ Κακουργιοδικείο Πειραιά, έχοντας την αμέριστη στήριξη πολλών παραγόντων της Δεξιάς, η οποία, στο μεταξύ, είχε αναλάβει την κυβέρνηση, εφόσον το «Λαϊκό Κόμμα» νίκησε στις εθνικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 και πρωθυπουργός έγινε ο αρχηγός του «Λαϊκού Κόμματος», Κωνσταντίνος Τσαλδάρης.
Η πρώτη δίκη του Μαγγανά άρχισε στις 24 Απριλίου 1947 στο Α’ Κακουργιοδικείο Πειραιά, το οποίο τελικά τον αθώωσε στις 24 Μαΐου του επομένου έτους (βλ. εφημερίδα Εμπρός, 25 Μαΐου 1948). Ακολούθησε δεύτερη δίκη του στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1948, αλλά αθωώθηκε και πάλι, αφού οι μάρτυρες κατηγορίας φοβήθηκαν να προσέλθουν στο δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στις δίκες του Μαγγανά, υπήρχε ισχυρή παρουσία Δεξιών υποστηρικτών του, οι οποίοι διαδήλωναν υπέρ του, και η οργάνωση «Χ» προσέφερε ορισμένους από τους καλύτερους δικηγόρους της ως συνηγόρους του Μαγγανά (βλ. περιοδικό Ιστορικές Σελίδες, τεύχος 21, σελ 42). Επίσης, στη Βουλή των Ελλήνων, ορισμένοι βουλευτές της Δεξιάς υποστήριξαν ευθέως και απροκάλυπτα ότι η δράση του Μαγγανά είχε εθνικό χαρακτήρα, δείχνοντας αφενός ότι η διάκριση μεταξύ ‘κράτους’ και ‘παρακράτους’ ήταν ασαφής, αφετέρου ότι, στο νεοελληνικό κράτος, η λειτουργία του θεσμού της Δικαιοσύνης ήταν προβληματική και αναξιόπιστη.