Ιούνιος 1953: Σοβιετικά τανκς πνίγουν στο αίμα την εξέγερση των εργατών στην Ανατολική Γερμανία. 

Γίνονταν απεργίες στους «σοσιαλιστικούς παραδείσους»; 

Κανονικά απαγορεύονταν, αυστηρώς και δια (σοσιαλιστικού) ροπάλου, καθώς υπήρχε η αρχή πως «μόνο αντεπαναστάτες κάνουν απεργία στη Δημοκρατία των Εργατών». Υπό αυτές τις συνθήκες, σπάνια τολμούσαν κάποιοι να διεκδικήσουν και να απεργήσουν, κι όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ακολουθούσε αιματηρή κρατική καταστολή. Όπως συνέβη στο Βερολίνο και σ’ ολόκληρη την Ανατολική Γερμανία, τον ματωμένο Ιούνιο του 1953. 

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή... 

Μετά την υποτιθέμενη «απελευθέρωση» της Γερμανίας, οι Σοβιετικές αρχές κατοχής όρισαν κάποια ανδρείκελα, να παριστάνουν τους κυβερνήτες της -υποτίθεται!- ανεξάρτητης Ανατολικής Γερμανίας. Παράλληλα, λαφυραγώγησαν την χώρα, μεταφέροντας ολόκληρα εργοστάσια (κι ό,τι άλλο μπορούσε να μεταφερθεί...) στην Σοβιετία και επέβαλαν κατάσχεση του 20% της ετήσιας παραγωγής, ως «πολεμικές επανορθώσεις», προκαλώντας την χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης του λαού. Ύστερα, τα κατοχικά ανδρείκελα ανέλαβαν την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού», υπό το άγρυπνο βλέμμα των σοβιετικών αρχών κατοχής. 

Κι όταν κάποιοι σύμβουλοι επισήμαναν στον Στάλιν τον κίνδυνο εξέγερσης, αυτός τους απάντησε γελώντας σαρκαστικά: 

  • «Εξέγερση; Βρε αυτοί δεν διασχίζουν ούτε το δρόμο αν δεν ανάψει πράσινο». 

Κι όμως έγινε, αλλά όταν έγινε, αυτός είχε αποδημήσει εις Κύριον προ τριμήνου. 

Η θρυαλλίδα της εξέγερσης των Γερμανών εργατών, ήταν η εντατικοποίηση της εργασίας, με την επιβολή αύξησης 10% στις ποσοστώσεις παραγωγής, χωρίς φυσικά αντίστοιχη αύξηση αποδοχών. Για να το κάνουμε λιανά, αυτό σήμαινε ότι οι εργάτες έπρεπε να δουλεύουν περισσότερο, για την ίδια αμοιβή. Στις 16 Ιουνίου 1953, έκπληκτοι οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου είδαν 10.000 απεργούς οικοδόμους να κάνουν πορεία στους δρόμους ζητώντας την απόσυρση της αύξησης των ποσοστώσεων. 

Μόλις οι εργάτες έφτασαν έξω από το υπουργείο Εργασίας, τα οικονομικά αιτήματα μετατράπηκαν σε πολιτικά και το σύνθημα που κυριάρχησε ήταν το «Freiheit wollen wir» (Θέλουμε Ελευθερία)! Την επόμενη μέρα, 17 Ιουνίου, η απεργία είχε εξελιχθεί σε πανεθνική εξέγερση, καθώς περίπου ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι πήραν μέρος στις διαδηλώσεις, σε 373 μικρές και μεγάλες πόλεις!

Αυτά που ακολούθησαν, δεν είχαν προηγούμενο: οι αστυνομικοί του καθεστώτος εξαφανίζονταν ή αφοπλίζονταν, ενώ οι εξεγερμένοι πολίτες κατέλαβαν ραδιοφωνικούς σταθμούς και εργοστάσια, πυρπόλησαν κυβερνητικά κτίρια και την έδρα της μισητής Στάζι (υπηρεσίας ασφαλείας) και απελευθέρωσαν πολιτικούς κρατούμενους από τις φυλακές. Οι υπουργοί και οι λοιποί κομματικοί - κυβερνητικοί παράγοντες ήταν άφαντοι και το καθεστώς κατέρρεε. 

Αφού κρύφτηκαν οι μαριονέτες, επενέβησαν οι πραγματικοί αφέντες (κατακτητές) της Α. Γερμανίας. Έτσι, ο Σοβιετικός στρατιωτικός διοικητής του Βερολίνου, κήρυξε στρατιωτικό νόμο, έβγαλε τα τανκς στους δρόμους και οι Σοβιετικοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ κατά των εργατών, που ήταν «οπλισμένοι» με πέτρες. Τουλάχιστον 55 διαδηλωτές σκοτώθηκαν, εκατοντάδες τραυματίστηκαν, ενώ περίπου 1.500 συνελήφθησαν. Αρκετοί απ’ αυτούς δικάστηκαν από έκτακτα στρατοδικεία, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. 

Τις επόμενες ημέρες, η εξέγερση συνεχίστηκε στις επαρχιακές πόλεις. Ύστερα από σκληρή και ανελέητη καταστολή, ο Σοβιετικός στρατός επέβαλε την «Pax Sovietica» και η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έληξε τυπικά στις 30 Ιουνίου 1953. Προπαγανδιστικά, το κομμουνιστικό καθεστώς αντιμετώπισε την εξέγερση με τον αναμενόμενο τρόπο. Την χαρακτήρισε «απόπειρα φασιστικής και ιμπεριαλιστικής υπονόμευσης του σοσιαλισμού», τους δε εξεγερμένους «προβοκάτορες της καπιταλιστικής Γερμανίας», «πράκτορες της Δύσης και του Αντενάουερ», «εχθρούς του λαού» και λοιπά ηχηρά παρόμοια. 

Αυτά να τα θυμάστε καλά, όταν ακούτε αριστερούς υποκριτές να φωνάζουν: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»! 

Πηγή: 
Anne Applebaum, «Σιδηρούν Παραπέτασμα».