Η Κοφίνου βρίσκεται 40 χιλιόμετρα νότια της Λευκωσίας στο σταυροδρόμι δύο στρατηγικής σημασίας αυτοκινητοδρόμων: Λευκωσίας – Λεμεσού και Λάρνακας – Λεμεσσού. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 150 μέτρων και τα χρόνια της δεκαετίας του ’60 κατοικείτο αποκλειστικά από Τουρκοκυπρίους (725 κάτοικοι στην απογραφή του 1960).
Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, η Κοφίνου εξελίχθηκε σε ισχυρό στρατιωτικό προπύργιο των Τουρκοκυπρίων. Ήταν μία διαρκής εστία επεισοδίων στην περιοχή και συχνά ένοπλοι Τουρκοκύπριοι απέκοπταν τις δύο οδικές αρτηρίες, όταν δεν πυροβολούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα.
Η κυπριακή κυβέρνηση απευθύνθηκε στις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά η επέμβασή τους καθυστερούσε. Στις 15 Νοεμβρίου 1967 με διαταγή του Μακαρίου η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα ανέλαβε αυτή να αποκαταστήσει την τάξη. Η «Επιχείρηση Γρόνθος», όπως ονομάστηκε, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και όχι αστυνομικό, όπως θα έπρεπε.
Η κυπριακή κυβέρνηση απευθύνθηκε στις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά η επέμβασή τους καθυστερούσε. Στις 15 Νοεμβρίου 1967 με διαταγή του Μακαρίου η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα ανέλαβε αυτή να αποκαταστήσει την τάξη. Η «Επιχείρηση Γρόνθος», όπως ονομάστηκε, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και όχι αστυνομικό, όπως θα έπρεπε.
Ο Γρίβας κινητοποίησε πολύ ισχυρές δυνάμεις, με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Πρώτα επιτέθηκε στο μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος (685 Τουρκοκύπριοι κάτοικοι και 525 Ελληνοκύπριοι) και κατέλαβε σχεδόν χωρίς μάχη την τουρκοκυπριακή συνοικία. Στη συνέχεια στράφηκε κατά τις γειτονικής Κοφίνου. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και 9 τραυματίστηκαν, ενώ οι απώλειες της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν ένας νεκρός και δύο τραυματίες.
Οι επιχειρήσεις στον Άγιο Θεόδωρο και την Κοφίνου προκάλεσαν σοβαρή πολιτική κρίση. Η Τουρκία χαρακτήρισε «στυγερή πρόκληση» τα αιματηρά επεισόδια και απείλησε με στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και με πόλεμο την Ελλάδα. Με την παρέμβαση των Αμερικανών, που εκδηλώθηκε με την αποστολή του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς στο τρίγωνο Αθήνας – Άγκυρας – Λευκωσίας, η κρίση διευθετήθηκε με μια οδυνηρή υποχώρηση της Ελλάδας. Υπό την πίεση Αμερικανών, Βρετανών και Καναδών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την τύχη της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αλλά και του επίορκου Μακαρίου, αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελλαδική μεραρχία, που είχε στείλει μυστικά μετά τα γεγονότα του 1963 – 1964.
Έτσι, η Κύπρος αφέθηκε έκθετη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιούλιο του 1974. Άμεση συνέπεια της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας ήταν η ανακήρυξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης», με την οποία οι Τουρκοκύπριοι εμφανίσθηκαν πλέον όχι ως μειονότητα ή απλή κοινότητα, αλλά ως μια οργανωμένη πολιτική οντότητα.
Μετά την τουρκική εισβολή, οι τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου και του Αγίου Θεοδώρου μετακινήθηκαν στα Κατεχόμενα και σήμερα τα δύο χωριά κατοικούνται από αμιγή ελληνοκυπριακό πληθυσμό.
Και πάμε τώρα στην κατάρριψη του ιστορικου ψέυδους που διακινείται από τότε...
Ο Μακάριος και ο υπουργός εξωτερικών Π. Γεωρκάτζης όχι μόνο γνώριζαν για τις επικείμενες επιχειρήσεις, αλλά αυτοί τις ζήτησαν ανακινώντας πρώτοι το θέμα!(έγγραφα από υπουργείο εσωτερικών της Κύπρου προς ΓΕΕΦ που ζητούν την συνδρομή του, έγγραφα προς την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ που προειδοποιούν για την ανάληψη επιχειρήσεων κτλ)
Αρωγός της Κυπριακής κυβέρνησης στην εξαπόλυση των επιχειρήσεων, σύμφωνα με αδιάσειστα στοιχεία, αποτέλεσε η χουντική ηγεσία, η οποία εν τέλει ΔΙΕΤΑΞΕ τον Γρίβα να επιτεθεί (πολλά έγγραφα το αποδεικνύουν).
Και οι δύο πλευρές ενημερώνονταν λεπτομερώς από τον Γρίβα (υπάρχουν τα σήματα), τόσο για την έναρξη, όσο και για την πορεία των επιχειρήσεων.
Ο Γρίβας, σύμφωνα με σωρεία επιστολών του προς την κυβέρνηση και τους χουντικούς, αρνήθηκε ΕΠΙΜΟΝΑ την επέμβαση της εθνοφρουράς στο ασήμαντο προγεφύρωμα, επικαλούμενος (όπως φάνηκε ορθώς) τις διεθνείς επιπλοκές και τους κινδύνους για την ενισχυμένη μεραρχία που έδρευε στην Κύπρο χάρις στην πρωτοβουλία του Γεωργίου Παπανδρέου. Οργάνωσε τις επιθέσεις μόνο όταν διατάχθηκε από τους Απριλιανούς (τον Σπαντιδάκη συγκεκριμένα).
Ο Βασιλεύς δεν γνώριζε, όταν ενημερώθηκε από τον Γρίβα, αντέδρασε, η αλήθεια είναι, ασθενώς.
Φαίνεται από ενδείξεις ότι την ενισχυμένη μεραρχία στην Κύπρο δεν την ήθελαν ούτε οι Συνταγματάρχες (θεωρούσαν ότι δυναμιτίζει την περιοχή),αλλά ούτε και ο ο Μακάριος (φοβόταν ότι θα τον ανέτρεπε).
Ο Γρίβας, αν και όχι ανοιχτά, ήταν κατά των Απριλιανών.
Ο Καραμανλής στο Παρίσι γνώριζε για την επικείμενη κρίση (ανταλλαγή επιστολών με τον Βασιλέα).
Ο έντιμος Έλλην Γρίβας δέχτηκε να αναλάβει όλη την ευθύνη των επιθέσεων ως εξιλαστήριο θύμα, για να διευκολύνει την κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις και να μην θιχτεί η μεραρχία.
Οι επιχειρήσεις στον Άγιο Θεόδωρο και την Κοφίνου προκάλεσαν σοβαρή πολιτική κρίση. Η Τουρκία χαρακτήρισε «στυγερή πρόκληση» τα αιματηρά επεισόδια και απείλησε με στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και με πόλεμο την Ελλάδα. Με την παρέμβαση των Αμερικανών, που εκδηλώθηκε με την αποστολή του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς στο τρίγωνο Αθήνας – Άγκυρας – Λευκωσίας, η κρίση διευθετήθηκε με μια οδυνηρή υποχώρηση της Ελλάδας. Υπό την πίεση Αμερικανών, Βρετανών και Καναδών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την τύχη της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αλλά και του επίορκου Μακαρίου, αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελλαδική μεραρχία, που είχε στείλει μυστικά μετά τα γεγονότα του 1963 – 1964.
Έτσι, η Κύπρος αφέθηκε έκθετη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιούλιο του 1974. Άμεση συνέπεια της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας ήταν η ανακήρυξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης», με την οποία οι Τουρκοκύπριοι εμφανίσθηκαν πλέον όχι ως μειονότητα ή απλή κοινότητα, αλλά ως μια οργανωμένη πολιτική οντότητα.
Μετά την τουρκική εισβολή, οι τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου και του Αγίου Θεοδώρου μετακινήθηκαν στα Κατεχόμενα και σήμερα τα δύο χωριά κατοικούνται από αμιγή ελληνοκυπριακό πληθυσμό.
Και πάμε τώρα στην κατάρριψη του ιστορικου ψέυδους που διακινείται από τότε...
Ο Μακάριος και ο υπουργός εξωτερικών Π. Γεωρκάτζης όχι μόνο γνώριζαν για τις επικείμενες επιχειρήσεις, αλλά αυτοί τις ζήτησαν ανακινώντας πρώτοι το θέμα!(έγγραφα από υπουργείο εσωτερικών της Κύπρου προς ΓΕΕΦ που ζητούν την συνδρομή του, έγγραφα προς την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ που προειδοποιούν για την ανάληψη επιχειρήσεων κτλ)
Αρωγός της Κυπριακής κυβέρνησης στην εξαπόλυση των επιχειρήσεων, σύμφωνα με αδιάσειστα στοιχεία, αποτέλεσε η χουντική ηγεσία, η οποία εν τέλει ΔΙΕΤΑΞΕ τον Γρίβα να επιτεθεί (πολλά έγγραφα το αποδεικνύουν).
Και οι δύο πλευρές ενημερώνονταν λεπτομερώς από τον Γρίβα (υπάρχουν τα σήματα), τόσο για την έναρξη, όσο και για την πορεία των επιχειρήσεων.
Ο Γρίβας, σύμφωνα με σωρεία επιστολών του προς την κυβέρνηση και τους χουντικούς, αρνήθηκε ΕΠΙΜΟΝΑ την επέμβαση της εθνοφρουράς στο ασήμαντο προγεφύρωμα, επικαλούμενος (όπως φάνηκε ορθώς) τις διεθνείς επιπλοκές και τους κινδύνους για την ενισχυμένη μεραρχία που έδρευε στην Κύπρο χάρις στην πρωτοβουλία του Γεωργίου Παπανδρέου. Οργάνωσε τις επιθέσεις μόνο όταν διατάχθηκε από τους Απριλιανούς (τον Σπαντιδάκη συγκεκριμένα).
Ο Βασιλεύς δεν γνώριζε, όταν ενημερώθηκε από τον Γρίβα, αντέδρασε, η αλήθεια είναι, ασθενώς.
Φαίνεται από ενδείξεις ότι την ενισχυμένη μεραρχία στην Κύπρο δεν την ήθελαν ούτε οι Συνταγματάρχες (θεωρούσαν ότι δυναμιτίζει την περιοχή),αλλά ούτε και ο ο Μακάριος (φοβόταν ότι θα τον ανέτρεπε).
Ο Γρίβας, αν και όχι ανοιχτά, ήταν κατά των Απριλιανών.
Ο Καραμανλής στο Παρίσι γνώριζε για την επικείμενη κρίση (ανταλλαγή επιστολών με τον Βασιλέα).
Ο έντιμος Έλλην Γρίβας δέχτηκε να αναλάβει όλη την ευθύνη των επιθέσεων ως εξιλαστήριο θύμα, για να διευκολύνει την κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις και να μην θιχτεί η μεραρχία.
https://x.com/NAppelaios/status/1989414238516035969

Δημοσίευση σχολίου