Νικόλαος Λάος: "Άξονες χαρτογράφησης των παραγόντων διαμόρφωσης της πολιτικής των ΗΠΑ"


Για να κατανοήσουμε τη διεθνή πολιτική και οικονομική... συμπεριφορά των ΗΠΑ, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι ΗΠΑ δεν αποτελούν ένα ενιαίο «μπλοκ» δυνάμεων, αλλά μάλλον ένα πολύπλοκο, βαθιά πλουραλιστικό σύστημα δυνάμεων, οι οποίες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια συμφέροντα και ποιες αντιλήψεις θα ασκήσουν τη σημαντικότερη επίδραση στην τελική διαμόρφωση και εφαρμογή της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αυτό διαπιστώνεται αν παρακολουθήσουμε και αναλύσουμε μεθοδικά τα κατά καιρούς δημοσιεύματα και κυρίαρχα ρεύματα σκέψης που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των σημαντικότερων ινστιτούτων - δεξαμενών σκέψης των ΗΠΑ, όπως το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations), το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (Centre for Strategic and International Studies) και το Επιχειρηματικό Συμβούλιο για τη Διεθνή Κατανόηση (Business Council for International Understanding). Ειδικά τα τρία προαναφερθέντα ινστιτούτα αποτελούν την επιτομή της αμερικανικής ελίτ, συγκεντρώνοντας τα σημαντικότερα μέλη των διαφορετικών «σχολών σκέψης» και των διαφορετικών επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων.

Στη συνέχεια, θα αναφερθώ σε ορισμένα πρόσωπα-κλειδιά, «στρατηγικούς συμβούλους» προέδρων των ΗΠΑ, διότι οι συγκεκριμένοι «στρατηγικοί σύμβουλοι» δεν ασκούν απλώς αποφασιστική επιρροή, αλλά, συγχρόνως, γαλουχούν ολόκληρες «στρατιές» επιγόνων –κληρονόμων της σκέψης και της κουλτούρας τους– μέσα στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ. Επίσης, θα αναφερθώ συνοπτικά στη στάση του επιχειρηματικού κόσμου των ΗΠΑ απέναντι σε μείζονος σημασίας τρέχοντα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα.

Στρατηγικοί σύμβουλοι

Χένρι Κίσιντζερ (Henry Kis sin ger) 

Διετέλεσε σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και υπουργός Εξωτερικών των προέδρων Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ. Εκπροσωπεί την κλασική σχολή του πολιτικού ρεαλισμού. Εστιάζει σταθερά στο στόχο της προστασίας και της προώθησης των συμφερόντων των ΗΠΑ στο εξωτερικό μέσω της δημιουργίας συστημάτων ισορροπίας δυνάμεων.

Το κεντρικό κριτήριο με βάση το οποίο αξιολογεί μια χώρα είναι ο ρόλος της και η σημασία της στο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων που θέλει να οικοδομήσει. Γι’ αυτό ασχολείται πολύ λίγο με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής των χωρών. Δεν δυσκολεύτηκε, όταν το έκρινε χρήσιμο, σύμφωνα τη λογική της ισορροπίας δυνάμεων, να διαμορφώσει στενότερες σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και διαφόρων αυταρχικών καθεστώτων, όπως, λόγου χάρη, εκείνα της Ινδονησίας, του Ιράν και της Χιλής. Επίσης, με την ίδια λογική, υιοθέτησε μια χαλαρότερη πολιτική μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης και σφυρηλάτησε το άνοιγμα, για πρώτη φορά, των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της κομουνιστικής Κίνας.

Το 1982, ο Κίσιντζερ, μαζί με τον Μπρεντ Σκόουκροφτ (Brent Scowcroft), ο οποίος είχε διατελέσει Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των προέδρων Φορντ και Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, ίδρυσαν, στη Νέα Υόρκη, την εταιρεία Kissinger Associates Inc., η οποία προσφέρει στους πελάτες της πολιτικές και οικονομικές συμβουλές και σχέσεις με κυβερνήσεις ανά τον κόσμο.

Το 1999, ο Μακ Μακλάρτι (Mack McLarty III), επιχειρηματίας και προσωπάρχης του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Κλίντον, έγινε εταίρος της προαναφερθείσας εταιρείας, η οποία, μάλιστα, μετονομάστηκε σε Kissinger McLarty Associates. Η πολιτική «γραμμή» την οποία προωθεί αυτή η ομάδα φαίνεται από το πελατολόγιο της εταιρείας – όσο αυτό είναι φανερό· π.χ., είναι γνωστό ότι έχει προσφέρει κατά καιρούς σημαντικές υπηρεσίες προς το εβραϊκό λόμπι, το τουρκικό λόμπι και το κινεζικό λόμπι. Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, αυτή η ομάδα υποστηρίζει την εγκαθίδρυση ενός διεθνούς καθεστώτος ρύθμισης του εύρους των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών των κύ ριων νομισμάτων.
 
Ζμπίγκνιεβ Μπρζεζίνσκι (Zbigniew Brzezinski) 

Εκπροσωπεί την πολιτική σχολή του νεορρεαλισμού κι έχει περισσότερο φιλελεύθερες θέσεις –σύμφωνα με την αμερικανική έννοια του όρου– απ’ ό,τι ο Κίσιντζερ. Πιστεύει ότι οι ΗΠΑ, παράλληλα προς την προώθηση των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών σχεδίων τους, πρέπει να εμπλέκονται ενεργά στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος ξένων χωρών, ώστε να διαχέουν πολιτικά συστήματα που συμφωνούν με τις κυρίαρχες πολιτικές νοοτροπίες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.

Ως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζίμι Κάρτερ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Σάχη στο Ιράν, στην ενίσχυση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν κατά τον πόλεμό τους εναντίον των Σοβιετικών και στην πραγματοποίηση συμφωνιών πώλησης σημαντικών οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ προς τη Σαουδική Αραβία.

Ισχυροί παράγοντες του εβραϊκού λόμπι διαφώνησαν με την απόφαση Κάρτερ - Μπρζεζίνσκι να πωλήσει όπλα –ειδικά πολεμικά αεροσκάφη F-15– στη Σαουδική Αραβία, αλλά αυτή πολιτική υποστηρίχθηκε έντονα από τον αμερικανο-αραβικό πετρελαϊκό άξονα. Ως λομπίστας στην Ουάσιγκτον, έχει προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες προς τα συμφέροντα του σαουδαραβικού λόμπι, του ιαπωνικού λόμπι και του λόμπι του Βατικανού – θεωρεί ότι το Βατικανό, έχοντας προσεταιριστεί και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, μπορεί να αναπτύξει μια διαθρησκειακή διπλωματία, η οποία είναι πολύ σημαντική για την πραγματοποίηση στρατηγικών στόχων της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ.

Η πολιτική του προσέγγιση τον καθιστά ένθερμο υποστηρικτή της «αραβικής άνοιξης», της σκλήρυνσης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Ρωσία του Πούτιν, της ανάπτυξης πολιτικής ρητορικής φιλικής προς τον αραβο-ισλαμικό κόσμο και της υιοθέτησης μιας περισσότερο επικοινωνιακά «εκλεπτυσμένης» και «προσεκτικής» στάσης από πλευράς ΗΠΑ προς το Ισραήλ – ώστε να μην διακυβεύονται οι σχέσεις με αραβο-ισλαμικές ελίτ. Ασκεί σημαντική επιρροή στον πρόεδρο Ομπάμα.

Τζόζεφ Νάι Τζούνιορ (Joseph Nye, Jr.) 

Πρώην βοηθός υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για υποθέσεις διεθνούς ασφαλείας επί προεδρίας Κλίντον και στενός πολιτικός συνεργάτης και σύμβουλος του προέδρου Ομπάμα, ανήκει στη «γραμμή» Μπρζεζίνσκι.

Τη δεκαετία του 1990, ανέπτυξε τη θεωρία της «ήπιας ισχύος» (soft power), η οποία άσκησε σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της πολιτικής των κυβερνήσεων Κλίντον και Ομπάμα. Με τον όρο ήπια δύναμη, ο Νάι εννοεί ότι η διεθνής ισχύς, άρα και η διεθνής απήχηση, αποδοχή και επιρροή της αμερικανικής κουλτούρας και ιδεολογίας και των αμερικανικών θεσμών, προσφέρει στις ΗΠΑ ένα σημαντικό πλεο νέκτημα στη διαμόρφωση πολιτικών συμπεριφορών, σχέσεων και θεσμών στο διεθνές σύστημα.

Γενικά, εκείνος που κατορθώνει να κυριαρχεί στη διαμόρφωση του τρόπου σκέψης, των νοοτροπιών και των αξιών που προσδιορίζουν τις πολιτικές και οικονομικές συμπεριφορές των μελών του διεθνούς συστήματος κατέχει τεράστιο πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό για τη διεθνή ηγεσία, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει υποχρεωτικά στον καταναγκασμό ή στη δωροδοκία.

Στο πλαίσιο της θεωρίας της «ήπιας δύναμης», οι ΗΠΑ προωθούν πρωτοβουλίες όπως η «αραβική άνοιξη», υποστηρίζουν την ανάπτυξη φιλικού προς τις ίδιες και το ΝΑΤΟ δικτύου Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και ινστιτούτων –ως εργαλείων επέκτασης της «ήπιας δύναμης» των ΗΠΑ–, αναπτύσσουν μια πολιτική ρητορική επικεντρωμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα –δικαιολογώντας έτσι ηθικά στρατιωτικές επεμβάσεις–, ασκούν αυστηρή κριτική στη Ρωσία και προωθούν απελευθερώσεις αγορών.

Άλλωστε, ο Τζόζεφ Νάι Τζούνιορ και ο Ρόμπερτ Κίοχαν (Robert Keohane) είναι οι δη μιουργοί της θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού (neoliberalism) στο ακαδημαϊκό πεδίο των διεθνών σχέσεων.

Ο Νάι έχει υποστηρίξει την επιβολή περιορισμών –κυρίως μέσω φόρων– στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αλλά έχει απορρίψει τη θεωρία της κλιματικής αλλαγής, τουλάχιστον όπως αυτή παρουσιάζεται από τους κυρίαρχους εκπροσώπους των οικολογικών κινημάτων. Παγκοσμιοποίηση και επιχειρηματικός πολιτισμός

Για ορισμένους θεωρητικούς της πολιτικής οικονομίας, η παγκοσμιοποίηση σηματοδοτεί έναν ευπρόσδεκτο περιορισμό της δύναμης του κράτους καθαυτού ως πολιτικού και οικονομικού θεσμού. Για ορισμένους άλλους θεωρητικούς της πολιτικής οικονομίας, οι οποίοι διάκεινται πιο φιλικά προς την έννοια του κράτους, η παγκοσμιοποίηση είναι μια δυσάρεστη υπονόμευση της κρατικής κυριαρχίας στην οποία βασίζεται η κλασική αντίληψη των διακρατικών σχέσεων.

Για τον Ρόμπερτ Κοξ (Robert Cox), το θεμελιωτή της λεγόμενης «Βρετανικής Σχολής της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας», η παγκοσμιοποίηση παγιώνει την ανάδυση της «υπερεθνικής διευθυντικής τάξης» (transnational managerial class).

Η στάση του επιχειρηματικού καπιταλισμού απέναντι στο κράτος δεν είναι ενιαία. Καταρχάς, υπάρχει εκείνο το μέρος του επιχειρηματικού καπιταλισμού για το οποίο ο ρόλος του κράτους πρέπει να είναι περιορισμένος κατά βάση στην εξασφάλιση του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου για την απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και, φυσικά, πρέπει να βοηθά τον επιχειρηματικό καπιταλισμό στην επέκτασή του πέρα από τα εθνικά σύνορα – μέσω μιας πολιτικής ανοιχτών αγορών σε διεθνή κλίμακα. Επίσης, αυτό το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο θα ήθελε την εγκαθίδρυση νομισματικής πειθαρχίας μεταξύ των νομισματικών ζωνών του αμερικανικού δολαρίου, του ευρώ και του ιαπωνικού γιεν και, σε επόμενο στάδιο, τη συγχώνευση αυτών των τριών νομισματικών ζωνών σ’ ένα ενιαίο (de facto παγκόσμιο) νόμισμα – η καπιταλιστική εκδοχή του «τροτσκιστικού διεθνισμού»...

Ένα άλλο μέρος του επιχειρηματικού καπιταλισμού περιμένει ακόμη περισσότερα από το κράτος, γι’ αυτό και υποστηρίζει ένα σύστημα κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Συγκεκριμένα, προσδοκά από τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική του κράτους να αποτρέψει μια καθίζηση της συνολικής ζήτησης, η οποία δεν θα επέτρεπε να απορροφήσει η αγορά την παραγωγή των επιχειρηματικών συγκροτημάτων στις ελεγχόμενες από αυτά τιμές.

Δεύτερον, αυτή η μερίδα του επιχειρηματικού καπιταλισμού ζητεί χρήσιμες δημόσιες επενδύσεις χάριν της διευκόλυνσης της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης: Το κράτος, επιτελώντας τη λειτουργία του προγραμματισμού στο πλαίσιο του βιομηχανικού συστήματος, «κοινωνικοποιεί» μεγάλο μέρος του κόστους της ιδιωτικής επιχείρησης, π.χ., μεγάλες προσπάθειες εκπαίδευσης, οι οποίες, μάλιστα, θα εφοδιάσουν τις επιχειρήσεις με τους κατάλληλους ανθρώπινους πόρους, σοβαρές τεχνολογικές προσπάθειες κ.λπ. καταβάλλονται από το κράτος και το κόστος τους καλύπτεται από τους πολίτες.

Στο πλαίσιο, μάλιστα, της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης του κοινωνικού προγραμματισμού, μεγάλες επιχειρήσεις έφτασαν στο σημείο να ασκούν αποφασιστική επιρροή στα ζητήματα της εθνικής ασφαλείας και της εξωτερικής πολιτικής.Ένα τρίτο μέρος του επιχειρηματικού καπιταλισμού, η λεγόμενη τάξη των εθνικών καπιταλιστών, αποτελείται, αφενός, από εκείνους που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος ως ασπίδα προστασίας από τη διεθνή παραγωγή και γι’ αυτό συχνά είναι υπέρμαχοι του οικονομικού προστατευτισμού και, αφετέρου, από εκείνους που εκμεταλλεύονται κενά που αφήνει η διεθνής παραγωγή – και άρα αυτοί οι δεύτεροι δεν είναι καν εκτεθειμένοι σε διεθνή ανταγωνισμό. Όμως, ούτε το διεθνές κεφάλαιο μπορεί να εξασφαλίσει την απόλυτη υπεροχή του επί του εθνικού κεφαλαίου σε όλες τις χώρες-κλειδιά του μητροπολιτικού καπιταλισμού ούτε το εθνικό κεφάλαιο μπορεί να αναστρέψει τη διεθνοποίηση του κράτους και να ανασυστήσει ένα μερκαντιλιστικό κόσμο. Άλλωστε, ένας μερκαντιλιστικός κόσμος μονομερών αποφάσεων και διμερών συμφωνιών ενέχει σοβαρούς κινδύνους εκδήλωσης οικονομικών πολέμων, οι οποίοι μπορεί να προκαλέσουν μείωση του παραγόμενου πλούτου και του βιοτικού επιπέδου σε παγκόσμια κλίμακα.

Στην αμερικανική Δεξιά, τελευταία, φαίνεται να κυριαρχεί μια κριτική στάση. Ο Νιουτ Γκίνγκριτς (Newt Gingrich), ηγετικό στέλεχος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και ο 58ος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, τον Ιούνιο του 1995 έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Αμοιβαίο εμπόριο: ούτε ελεύθερο εμπόριο ούτε προστατευτισμός».

Συνεπώς, υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ στο εσωτερικό τους πρέπει να προωθήσουν το σύστημα της ελεύθερης οικονομικής αγοράς, ενώ, σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να παγκοσμιοποιήσουν την ελεύθερη αγορά με όρους αμοιβαιότητας και απειλής ανταπόδοσης μέτρων οικονομικού εθνικισμού, ώστε να ενσωματώσουν άλλες χώρες στο αμερικανικό οικονομικό μοντέλο.

Ωστόσο, η ανησυχία της αμερικανικής πολιτικο-οικονομικής ελίτ απέναντι στο διαφαινόμενο οικονομικό εθνικισμό της Ρωσίας επιτείνεται, όπως έγραψε πρόσφατα ο Robert Fisk στην εφημερίδα Independent, από το σενάριο δημιουργίας μιας νέας κοινής πετρελαϊκής νομισματικής μονάδας από Ρωσία, Κίνα, Γαλλία και χώρες του Περσικού Κόλπου, γεγονός που θα αποδυνάμωνε δραματικά το δολάριο, που μέχρι σήμερα αποτελεί το κυρίαρχο πετρελαϊκό νόμισμα.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 15/12/11

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη