Τουρκία: «Ξεχνάω ότι είμαι φοβισμένη όταν γράφω»
Ετζέ Τεμελκουράν
Έχει τον αέρα που συναντάς όταν περιφέρεσαι στο κέντρο της Σμύρνης και στις ωραίες γειτονιές της Πόλης. Ή σε κάποιο καφέ στο Αμστερνταμ. Τα ρούχα της θυμίζουν κάτι από Ανατολή, η ίδια, όμως, είναι κοσμοπολίτις. Ισως και εξ ανάγκης, αφού οι θέσεις της ως δημοσιογράφου και πολιτικής αναλύτριας δεν είναι πολύ αρεστές στην Τουρκία του Ερντογάν. Η Ετζέ Τεμελκουράν βρέθηκε στην Αθήνα, προσκεκλημένη των εκδόσεων Καστανιώτη, με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του αφηγήματός της «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία».
Το εκτενές ρεπορτάζ της Τεμελκουράν, αυτή η παραμυθητική ανατομία της Τουρκίας, είναι ο τρόπος της να μιλήσει για τη χώρα της. «Η ικανότητά μας να λέμε ιστορίες· η ικανότητά μας να μετατρέπουμε σε ιστορία αυτό που συνέβη· αυτό είναι κάτι μαγικό με τους Τούρκους.
Ένας λόγος που πιστεύω ότι η Τουρκία έχει επιβιώσει έως τώρα είναι πως ο λαός μπορεί να πει την ιστορία όσων πέρασε με πολύ δημιουργικό και, τις περισσότερες φορές, αστείο τρόπο. Είναι και η ικανότητά μας να σκαρφιζόμαστε και να λέμε ανέκδοτα», μου λέει η Τουρκάλα συγγραφέας στην «Κ» όταν τη συναντώ στο καφέ του «Ιανού» της Σταδίου.
Στο «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία», η Ετζέ Τεμελκουράν χωρίζει έξυπνα το υλικό της σε τρεις μεγάλες ενότητες, που ακολουθούν τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση και την εισαγωγή: η πρώτη, είναι το χθες· η δεύτερη, το σήμερα· η τρίτη, το αύριο. Αυτό, από μόνο του δεν προσδίδει καμία πρωτοτυπία, ωστόσο η έννοια –και η θέση– που διατρέχει το βιβλίο της Τεμελκουράν δεν είναι άλλη από το αγαπημένο ρητό των Τούρκων: το χθες είναι χθες, το σήμερα είναι σήμερα, το αύριο είναι αύριο.
Είχε ειπωθεί διά στόματος Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, από του βήματος του αμερικανικού Πανεπιστημίου Κορνέλ, στις 7 Οκτωβρίου του 2003. «Ο Ντεμιρέλ δεν αμφέβαλε ούτε στιγμή πως αυτή η ταυτολογία, που η φαιδρότητά της έγινε απόλυτα κατανοητή στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, είναι ο τρόπος ζωής μας. Το ξαναγράψιμο της ιστορίας, ξανά και ξανά, είναι ένας εύκολος τρόπος προκειμένου να μη δίνεις αναφορά για όσα έχεις διαπράξει, αφού μπορείς να ξεμπερδέψεις με ένα “έλα, μωρέ, το χθες είναι χθες”. Η διαρκής λησμονιά επιβάλλει σε κάθε λαό την αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν, διότι το... χθες είναι χθες – έλα, μωρέ», λέει.
Η κουβέντα στρέφεται στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος καταλαμβάνει περίοπτη θέση στις σελίδες της Τεμελκουράν. «Ο Ερντογάν ήταν λαϊκιστής, before it was cool. Παρ’ όλα αυτά, ο “λαϊκισμός” πλέον δεν είναι λέξη αρκετή. Κάνει τα πράγματα να φαίνονται λιγότερο επικίνδυνα απ’ όσο είναι. Ο “λαϊκισμός” έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και στην Τουρκία και στην Ε.Ε. Κοιτώντας, όμως, λιγάκι πίσω, θα δούμε ότι μερικές φορές πρέπει κανείς να είναι σαφής και να μιλήσει για φασισμό. Στην Τουρκία, μας πήρε χρόνο να το πούμε αυτό, κι όμως, είναι φασισμός, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, δεν βγαίνει μόνον σε... στολή. Ο Ερντογάν ήταν εκεί τόσα χρόνια, μιλούσε ορθάνοιχτα, δεν έκρυβε τίποτα. Είναι αποπροσανατολιστικό να λέμε ότι ο απλώς άλλαξε πολιτική», λέει η Τεμελκουράν.
«Ηταν οπορτουνιστής από αρχής», συνεχίζει η συγγραφέας. «Είχε το προφίλ του cool δημοκράτη με το άνοιγμά του στη Μέση Ανατολή, ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Αυτή πολιτική έχει καταρρεύσει παταγωδώς στο Μεσανατολικό, αλλά τ’ απομεινάρια της διοικούν την Τουρκία. Βέβαια, ο Ερντογάν ανέκαθεν επέλεγε ό,τι εξυπηρετούσε τους σκοπούς του. Αν η δημοκρατία τον εξυπηρετήσει κάποτε, να είστε βέβαιος ότι θα τη χρησιμοποιήσει».
Η Ετζέ Τεμελκουράν μιλάει με σιγουριά. Εχει τη δυναμική ηρεμία εκείνης που έχει περάσει πολλές ώρες σπάζοντας το κεφάλι της για να καταλάβει τη χώρα της, τους συμπολίτες της, τους ηγέτες της. Εκείνο, ωστόσο, που συνοδεύει αυτή τη σιγουριά κλέβει, εντέλει, την παράσταση. Είναι ο δικός της πατριωτισμός – εκείνος που σε κάνει να θυμώνεις από αγάπη. Διαβάζοντας το βιβλίο της, είσαι σχεδόν σίγουρος ότι η τρέλα και η γενική, μαζική θλίψη συνεργάζονται για να δώσουν το θυμωμένο από αγάπη ρεπορτάζ της. Ισως φταίει ότι η μητρική της γλώσσα, η τουρκική, έχει τις ίδιες χορογραφίες με την ελληνική...
«Ολος ο κόσμος αλλάζει, αλλάζει η Ευρώπη, αλλάζει η Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ, προφανώς αλλάζει και η Τουρκία, όλος ο κόσμος βαδίζει στην τρέλα – κάποτε έλεγα ότι ήταν η μελαγχολία το κοινό μοτίβο, αλλά αυτή η εποχή έχει τελειώσει. Αλλάζει όλο το σύστημα της δημοκρατίας, το είδαμε στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στην Τυνησία. Ο κόσμος αντιστάθηκε, αλλά ακόμα δεν γνωρίζει τι ακριβώς αποζητά. Κοιτάξτε, η Τουρκία και η Μέση Ανατολή έχουν βομβαρδιστεί από πολιτικά εγκλήματα, είναι κοινωνίες εξαντλημένες. Οι Έλληνες ξέρετε τι θα πει εξάντληση. Δεν είναι ότι αποδέχεσαι τη μοίρα σου, απλώς είσαι εξουθενωμένος», ακούω στην απομαγνητοφώνηση την Ετζέ Τεμελκουράν να λέει, ενώ ταυτόχρονα χάνει και η ίδια λιγάκι τα λόγια της, από κούραση κι εκείνη, όπως εξομολογείται.
«Πάντως, πρέπει να σας πω, η τουρκική λαϊκή πίστη, ότι ένα φιλί μπορεί να σε κάνει να τα ξεχάσεις όλα, έχει ανασταλεί. Νιώθεις ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σε σκοτώσει. Δεν είναι εύκολο να φιλήσεις κάποιον σήμερα στην Τουρκία», προσθέτει η Ετζέ Τεμελκουράν, λίγο προτού σταματήσει για να πιει λίγο νερό.
Επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν
«Ανέκαθεν η Τουρκία πίστευε ότι ήταν μοναχική. Η τουρκική ψυχή, από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία, ένιωθε πάντοτε ότι περικυκλωνόταν από εχθρούς. Οι πιο κοντινοί μας γείτονες είναι τόσο μακρινοί... Η εξωτερική πολιτική χτιζόταν πάνω σε αυτή την ιδέα. Ο λαός μαθαίνει αυτή την ιδέα από το Δημοτικό. Ο Ερντογάν, εν προκειμένω, έκανε και κάτι καλό: άνοιξε τα σύνορα προς τη Μέση Ανατολή. Ασφαλώς, υποκρινόταν τον υπερασπιστή της πολυπολιτισμικότητας. Αυτό, μάλιστα, τον έκανε διεθνώς αγαπητό. Στην αρχή ήταν με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες· για όσο βέβαια τον εξυπηρετούσαν. Ξαφνικά, άλλαξε γνώμη, δεν τους χρειαζόταν πια· τώρα έχει στραφεί στους εθνικιστές. Αλλάζει το αφήγημα κατά το δοκούν. Ο νεο-οθωμανισμός, όμως, ήταν πάντοτε εκεί, αλλά ήταν πασπαλισμένος με διάφορα αφηγήματα, που επηρέαζαν τους διανοουμένους, ιδίως της Δύσης, όπως ο Σλαβόι Ζίζεκ. Αλλά ας μην παρεκτραπούμε...».
Συγκρατώντας, αμφότεροι, τη ροπή να... παρεκτραπούμε επί του διορατικού σταρ διανοουμένου, στρέφω τη συζήτηση στο Κουρδικό. Οι λόγοι, εκτός από πολιτικοί, είναι και λογοτεχνικοί. Είναι εκείνη η ενότητα του βιβλίου με την αφηγηματική δεινότητα της Ετζέ Τεμελκουράν σε πλήρη ανάπτυξη – μια έξοχη στιγμή της. Η δεύτερη είναι εκείνη που αναφέρεται στον πόλεμο που δέχτηκε από τα trolls των social media για τις ιδέες της περί Κουρδικού, Ερντογάν, δικαιωμάτων των γυναικών, ελευθερίας της έκφρασης. Είναι κάτι που δεν θέλει γενικώς να κουβεντιάζει – και το υποβιβάζει. «Νομίζω ότι πολλοί έχουν εμπειρία από πόλεμο στα social media. Δεν σκεφτήκαμε, όμως, ποτέ τι θα γίνει εάν καταρρεύσει το Twitter, που είναι απλώς μια επιχείρηση. Τι θα συμβεί με τη νεοαποκτηθείσα δεξιότητά μας να συνοψίζουμε τα πάντα σε 140 χαρακτήρες; Τι θα γίνει με την ταυτότητα μας; Διότι έχουμε μια ταυτότητα ακόμη κι εκεί», αναφέρει.
Επιστρέφουμε αμέσως στο Κουρδικό, για το οποίο λέει στην «Κ» ότι «κανείς δεν είναι αθώος. Είναι εξαιρετικά επώδυνο αυτό. Ολόκληρες γενιές θυσιάστηκαν για την ειρήνη και άλλοι τόσοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην επίτευξή της. Είναι φαύλος κύκλος. Επιστρέφουμε διαρκώς στο σημείο μηδέν. Νομίζω ότι οι νέες γενιές έχουν εξαντληθεί από αυτήν τη διαμάχη. Και, ταυτόχρονα, το Κουρδικό βλέπουμε ότι μετατρέπεται περισσότερο σε πρόβλημα της Μέσης Ανατολής, δεδομένο που μπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο».
Οι γενοκτονίες
«Εντούτοις, να μην ξεχνάμε», συνεχίζει η Ετζέ Τεμελκουράν, «ότι δεν έχει σημασία τι λέει ή τι δεν λέει μια κυβέρνηση για τους πολέμους και τις γενοκτονίες. Εκείνο που μετράει είναι πώς αισθάνεται η κοινωνία για το παρελθόν της. Στο βιβλίο μου για το Αρμενικό, “Deep Mountain”, προσπάθησα να μιλήσω στους Τούρκους για τους Αρμενίους – χωρίς να χρησιμοποιήσω τη λέξη από “γ”. Δεν είναι ότι την αρνήθηκα. H τουρκική κοινωνία, όμως, δεν έχει αντισώματα σε αυτήν τη λέξη. Αν, ωστόσο, τους πεις την ιστορία χωρίς αυτήν, θα σε ακούσουν. Οταν μετατρέπεις σε ιστορία την Ιστορία, τότε εκείνη γίνεται πιο προσβάσιμη. Η τουρκική κοινωνία φοβάται να γνωρίζει, φοβάται την ενοχή, παρότι το Κοράνι, σε σχέση με τον Χριστιανισμό που έχει την εξομολόγηση, δεν ενθαρρύνει τις ενοχές. Έτσι, η ζωή είναι ευκολότερη. Και καμιά φορά υγιέστερη. Θα μπορούσαμε να συζητάμε για ώρες...». Μισής ώρας συνομιλία με την Ετζέ Τεμελκουράν είναι ένα ολόκληρο παραμύθι, «παρότι πεταγόμαστε από το ένα θέμα στο άλλο, αλλά έτσι κάνουν οι δημοσιογράφοι», όπως λέει γελώντας.
Στο «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία», η δική της κατανόηση της τουρκικής κοινωνίας είναι χειρονομία προς τον αναγνώστη – συμπατριώτη της ή Δυτικό και, πιο ειδικά, Ελληνα. «Με συγκινεί που βρίσκομαι στην Ελλάδα», λέει. «Είμαι από τη Σμύρνη ή Ιζμίρ. Οταν οι Σμυρνιοί πίνουν ρακή ή ούζο –όπως θες πες το–, λίγα ποτηράκια μετά γυρίζουν το κεφάλι τους προς την Ελλάδα, και κάθε φορά λένε το ίδιο πράγμα, με την ίδια πάντοτε έκπληξη: “Είναι τόσο κοντά”. Και τότε, που γίνονται λίγο πιο ανθρώπινοι, σκέφτονται ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να είμαστε εχθροί». Τη στιγμή που βουρκώνει, πατάω το «stop». «Τι θα γίνει μ’ αυτήν τη χώρα μας;», αναρωτιέται διαρκώς η Ετζέ Τεμελκουράν στο βιβλίο της. Μνημονεύει, όμως, την απάντηση που της έδωσε Τούρκος πολιτικός, τον οποίον δεν κατονομάζει.
«Γλυκύτατη νεαρή μου κυρία», της είπε στην αρχή της δημοσιογραφικής της καριέρας, «αυτή η χώρα διαθέτει μια δικλίδα ασφαλείας, που κανείς δεν φαίνεται ικανός να εντοπίσει. Αυτή η χώρα θα πάει καλά, πολύ καλά. Θα ανασυγκροτείται πάντα την ύστατη στιγμή!». Προσπαθώ να σκεφτώ τι μου θυμίζει...
Ετζέ Τεμελκουράν, «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία», μτφρ. Ελένη και Μαρία Παξινού, επιμ.: Μαρία Μαυροματάκη, εκδ. Καστανιώτη 2017, σελ. 294.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ
Ετζέ Τεμελκουράν: «Ξεχνάω ότι είμαι φοβισμένη όταν γράφω»
Θαρραλέα δημοσιογράφος, πολιτική αρθρογράφος και συγγραφέας, η Τουρκάλα Ετζέ Τεμελκουράν βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένη των Εκδόσεων Καστανιώτη, προκειμένου να παρουσιάσει το τελευταίο της βιβλίο Τουρκία-Παραφροσύνη και Μελαγχολία, μια διεισδυτική, ευρυμαθή και ιδιαιτέρως προσωπική ματιά στην τουρκική ιστορία. Την συναντήσαμε.
ΕΡ-Γιατί έγινες δημοσιογράφος; Και γιατί επέλεξες να εστιάσεις στα θέματα όπου εστιάζεις- τη γενοκτονία των Αρμενίων, το κουρδικό, άλλα κοινωνικά ζητήματα;
Πάντοτε ήθελα να γίνω συγγραφέας, ήμουν αποφασισμένη να γίνω συγγραφέας από τα 8 μου. Όταν, λοιπόν, σπούδαζα Νομική στο Πανεπιστήμιο, πίστευα ότι το πλησιέστερο στη συγγραφή είναι η δημοσιογραφία. Έτσι, έγινα δημοσιογράφος, ξεκινώντας να δουλεύω από 19 χρονών. Ενεπλάκην σ’ αυτά τα ζητήματα, γιατί θεωρούσα πως το να γράφω σημαίνει να υποστηρίζω μια πλευρά της κοινωνία: υποστηρίζεις την πλευρά αυτών που δεν έχουν φωνή. Προσπάθησα, επομένως, να δώσω φωνή σε όσους δεν είχαν φωνή. Στην πραγματικότητα δε βρίσκω κάποιο άλλο λόγο να γράφω, ιδίως αν μιλάμε στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας. Υπάρχει αυτή η αντίληψη, ότι η δημοσιογραφία είναι ουδέτερη, με την οποία δε συμφωνώ.
ΕΡ-Ούτε κι εγώ.
Μπορεί να είναι αντικειμενική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Αν είσαι δημοσιογράφος, εκ φύσεως δεν μπορείς να αντιτίθεσαι στην κριτική στάση. Στη χώρα μου ήταν προφανές πως αυτές ήταν οι κοινότητες που δεν είχαν φωνή: οι άνεργοι, οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, τα παιδιά. Γι’ αυτό ήθελα πάντα να γράφω γι’ αυτούς- και όχι μόνο αυτό, αλλά και να μεταφέρω τον πόνο τους σε εκείνους, οι οποίοι ήταν απρόθυμοι ν’ ακούσουν. Προσπαθούσα, λοιπόν, να βρω τον τρόπο να αφηγηθώ μια ιστορία που είναι επιδραστική. Έτσι συνέβη, και μ’ αυτό τον τρόπο εξελίσσεσαι σε πολιτική προσωπικότητα. Κάποιες φορές το μετανιώνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορώ να μη γράφω γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
ΕΡ-Κι έπειτα έχουμε την ιστορία της Τουρκίας, που είναι…
… Περίπλοκη.
ΕΡ-Πολύ. Αυτή την ιστορία θίγεις στο πιο πρόσφατο βιβλίο σου Τουρκία- Παραφροσύνη και Μελαγχολία. Περιγράφει ο τίτλος την ψυχική κατάσταση της τουρκικής κοινωνίας;
Δεν αντικατοπτρίζει την τωρινή ψυχική κατάσταση μόνο, αλλά και τη γενικότερη ψυχική κατάσταση στην Τουρκία στην ουσία της. Νομίζω ότι είναι μια παράφρων και μελαγχολική χώρα. Η παραφροσύνη είναι πολύ ορατή τώρα, αλλά η μελαγχολία όχι. Η μελαγχολία προκύπτει όταν αρχίζεις να αφηγείσαι την ιστορία. Η παραφροσύνη, αντίθετα, βρίσκεται παντού στα διεθνή Μ.Μ.Ε. Καθένας την έχει υπόψη του πλέον.
ΕΡ-Κι έπειτα έχουμε τη γεωγραφία.
Ο μπελάς μας που δεν τελειώνει ποτέ.
ΕΡ-Σύμφωνα με τον Ιμπν Χαλντούν «γεωγραφία ίσον μοίρα». Πώς, λοιπόν, έχει καθορίσει η γεωγραφία τη μοίρα της Τουρκίας, τους Τούρκους, την τουρκική νοοτροπία;
Είναι σαν να βρίσκεσαι διαρκώς πάνω σε μια γέφυρα. Δε ζεις σε μια γέφυρα για πολύ, την περνάς. Είναι αυτό το διαρκές πέρασμα της γέφυρας, η διαρκής αντίφαση, η απόλυτη κίνηση. Κι αυτή η χώρα πάντα θέλει να κινηθεί προς τη Δύση, αλλά τραβιέται προς τα πίσω, προς την Ανατολή. Είναι σαν κυλιόμενη σκάλα, στην πραγματικότητα δε φτάνει ποτέ κάπου. Περίπου έτσι είναι η Τουρκία, νομίζω. Αυτή καθημερινότητα είναι πολύ εξαντλητική. Η ζωή, όπου τίποτα δε συμβαίνει, είναι ήδη κάπως περίπλοκη.
ΕΡ-Προς ποια κατεύθυνση κινείται τώρα, λοιπόν; Κι όχι μόνο την τελευταία δεκαπενταετία, κατά την οποία ο Ερντογάν, το κόμμα του, η πολιτική, η ρητορική, η αισθητική, η ηθική τους επικρατούν;
Δεν είμαι σίγουρη. Τμήμα της κοινωνίας ήθελε προφανώς να συμβεί αυτό και είναι ακόμα γραπωμένοι σ’ αυτή την εχθρική και βίαιη κατάσταση. Η κατεύθυνση, ωστόσο, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Αλλάζει σύμφωνα με τα πολιτικά συμφέροντα της πολιτικής εξουσίας αυτή τη στιγμή. Τη μια μέρα είναι έτσι, την άλλη αλλιώς. Είναι εντελώς απρόβλεπτη. Κι η μη προβλεψιμότητά της την κάνει ακόμη χειρότερη.
Σε αυτή τη φάση, για παράδειγμα, δε θεωρώ ότι υπάρχει μια εδραιωμένη εξωτερική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική, αλλά και η εγχώρια, έχουν γίνει η διαρκής διαχείριση μιας κρίσης. Η Τουρκία, επομένως, συνήθισε δυστυχώς να ζει σε καθεστώς κρίσης. Είναι σχεδόν σαν εθισμένη στην αδρεναλίνη τώρα. Και το τρέχον καθεστώς είναι εθισμένο στην αδρεναλίνη. Απολύτως.
ΕΡ-Κι όμως απολαμβάνει της υποστήριξης τουλάχιστον του μισού του πληθυσμού.
Λίγο λιγότερο από αυτό. Αν μιλάς βάσει του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, αυτό διεξήχθη υπό πολύ καταπιεστικό καθεστώς. Υπήρχε τεράστια απάτη κατά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας και στη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων. Αν το παιχνίδι ήταν δίκαιο, θα ήταν πολύ περισσότεροι από τους μισούς αυτοί που είπαν «όχι». Κι αυτό είναι καλό για την Τουρκία σ’ αυτή τη φάση, το ότι δηλαδή η πλειονότητα των κατοίκων της χώρας δεν υποστηρίζει το καθεστώς, δε συμφωνεί μ’ αυτή. Όσο για τους υπόλοιπους, που το υποστήριζαν, δεν μπορούν να θεωρηθούν υποστηρικτές, γιατί ζούμε σε μια κατάσταση, όπου, αν δεν κάνεις κάτι τέτοιο, μπορεί να στιγματιστείς ή να χάσεις τη δoυλειά σου εύκολα. Το αποτέλεσμα, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό.
ΕΡ-Πώς, παρόλα αυτά, ερμηνεύεις την κυριαρχία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης;
Το πολιτικό έδαφος ήταν έτοιμο για μια τέτοια πολιτική δύναμη, και ιδίως μετά τη δεκαετία του ’80, κατά την οποία η χώρα είχε υποχρεωθεί να γίνει άγονη διανοητικά και πολιτικά. Είχε, λοιπόν, προλειανθεί το έδαφος για έναν τέτοιο ηγέτη, που θα αναμόχλευε τα εθνικιστικά και τα θρησκευτικά αισθήματα, προκειμένου να αρπάξει την εξουσία και να τη διατηρήσει. Το όποιο ποσοστό υποστηρίζει, επομένως, τον Ερντογάν δεν είναι μόνο υποστηρικτές, αλλά και κλώνοι του. Μια από τις «επιτυχίες» του Ερντογάν ήταν ότι άλλαξε την υφή του ανθρώπου στην Τουρκία, την υφή της κοινωνίας.
ΕΡ-Από ποια άποψη;
Αποσυναρμολόγησε το θεμελιώδες σύστημα αξιών: το καλό και το κακό, το άσχημο και το όμορφο, το σωστό και το λάθος. Όλα αυτά άλλαξαν θέσεις. Είναι τόσο ανακατεμένα τώρα. Η χώρα είναι μπερδεμένη με την πιο βαθιά έννοια της λέξης. Ο Ερντογάν κυβερνά μια μπερδεμένη χώρα. Είναι πολύ ευκολότερο κάτι τέτοιο, όταν μπορείς να προκαλέσεις τη σύγχυση στους ανθρώπους. Αλλά δεν πρόκειται για επινόηση ή κάποια ικανότητα του Ερντογάν μόνο. Ο κόσμος χαρακτηρίζεται από τέτοιους ηγέτες στις μέρες μας, που λειτουργούν στη βάση του σοκ και της σύγχυσης. Όλοι γινόμαστε μάρτυρες του τι κάνει ο Τραμπ. Φαντάσου, λοιπόν, μια χώρα που κυβερνάται από τον Τραμπ επί 15 χρόνια. Τότε αποκτάς μια ιδέα του πώς αισθάνονται οι Τούρκοι αυτή τη στιγμή.
ΕΡ-Είναι όχι μόνο μπερδεμένοι, αλλά και αμνησιακοί.
Ακριβώς. Η Τουρκία έχει να επιβιώσει από υπερβολικά πολλά τραύματα. Η χώρα, επομένως, δεν είχε το χρόνο να στοχαστεί πάνω στο ό,τι έχει συμβεί. Σήμερα, ιδίως, αν κάποιος μιλούσε για το αρμενικό, το κουρδικό ή το ελληνικό ζήτημα, θα του απαντούσαν «άσε με ήσυχο, προσπαθούμε να επιβιώσουμε εδώ». Κι αυτό δε θα ήταν εντελώς λανθασμένο, είναι αληθεια. Είναι λες και η Ιστορία είναι ένας κύκλος. Όσοι δεν υποστηρίζουν τον Ερντογάν, φεύγουν από την Τουρκία, όπως και όσοι αναγκάστηκαν να κάνουν το ίδιο σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της Τουρκίας.
ΕΡ-Η μνήμη, πάντως, είναι ένας κρίσιμος παράγοντας.
Η μνήμη, και κυρίως η επανασυγγραφή της Ιστορίας. Ο Ερντογάν και το κόμμα του έχουν εισαγάγει νέες μνήμες που δεν τις ξέραμε.
ΕΡ-Όπως;
Όταν μιλάμε για τη μακελειό στο Σίβας, το οποίο συνέβη το 1992, σου εμφανίζουν ένα άλλο μακελειό. Ή, αυτό που συμβαίνει τώρα, η επινόηση της Ιστορίας. Η Τουρκία στέλνει στρατεύματα στο Κατάρ, και ειπώθηκε ότι έχουμε βαθείς αδερφικούς δεσμούς με τη συγκεκριμένη χώρα. Δεν έχουμε κανενός είδους σύνδεση με το Κατάρ. Μέσα σε μια νύχτα δημιουργήθηκε αυτό το πράγμα, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η αποστολή στρατευμάτων εκεί.
ΕΡ-Και πώς έγινε αντιληπτό το γεγονός αυτό από την κοινή γνώμη;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κοινή γνώμη, γιατί δεν υπάρχουν Μ.Μ.Ε., ούτε και κάποια πληροφορία. Συνεπώς δεν ξέρουμε ποια είναι η κοινή γνώμη. Δε γνωρίζουμε καν πόσοι στρατιώτες στάλθηκαν στο Κατάρ. Η γενικότερη αίσθηση, πάντως, θα ήταν εξάντληση, σύγχυση και λήθη, βασικά. Όσο για τις αποφάσεις, αυτές δε λαμβάνονται στη Βουλή, αλλά στο Λευκό Παλάτι, οπότε κανένας δεν ξέρει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
ΕΡ-Ήταν η εξέγερση στο Πάρκο Γκεζί 4 χρόνια πριν η τελευταία σοβαρή αναλαμπή ελπίδας; Τι άφησε;
Ήταν ένα παράδειγμα σε μικρογραφία του τι είδους κοινωνία λείπει στους ανθρώπους. Υπήρχε εχθρότητα και πόλωση, οπότε στο Πάρκο Γκεζί φάνηκε τι είδους κοινωνία ανυπομονούσαν να εμφανιστεί. Οι άνθρωποι δεν «εξαερώνονται», ούτε εξαφανίζονται ξαφνικά. Εξακολουθούν να ζουν στην Τουρκία, αλλά δεν έχουν τον τρόπο να δείξουν τι θέλουν. Η Βουλή έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, το δικαστικό σύστημα τους έχει διαψεύσει και οι δρόμοι έχουν γίνει πολύ επικίνδυνοι, αν σχεδιάζεις να διαδηλώσεις. Λες και όλο το σύστημα είναι «κλειδωμένο». Δεν είναι εύκολο να βρεις διέξοδο.
ΕΡ-Αναφέρεις πως υπάρχει λίγος χώρος για ανθρώπους όπως εσύ στην Τουρκία. Πόσο μεγάλος είναι αυτός ο λίγος χώρος; Ποια είναι τα περιθώρια, εντός των οποίων κάποιος μπορεί να λειτουργήσει με το ελάχιστο ρίσκο;
Δεν υπάρχει ασφαλές μέρος. Ακόμα, όμως, κι αν πάρεις το ρίσκο, η φωνή σου περιθωριοποιείται. Όλοι όσοι έγραφαν κριτικά άρθρα ή ρεπορτάζ είναι τώρα στο περιθώριο. Ο μόνος τρόπος που μπορούν να κάνουν τη φωνή τους ν’ ακουστεί είναι μικρές ιστοσελίδες, κι αυτές δεν τις επισκέπτονται οι καθημερινοί άνθρωποι στην Τουρκία. Επομένως, ο κύκλος των ανθρώπων που γράφει και διαβάζει συρρικνώνεται διαρκώς. Ακόμα και το να κάνεις “retweet” μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Τα social media είναι το μόνο μέρος, όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να μιλάνε. Αν θες να μάθεις τι συμβαίνει στην Τουρκία σε καθημερινή βάση, μπες στο twitter.
ΕΡ-Παρόλα αυτά, δεν το έχεις βάλει κάτω. Δεν έχεις αποφασίσει να φύγεις μόνιμα.
Όχι μόνιμα. Ποτέ.
ΕΡ-Αν και έχεις επαρκώς στοχοποιηθεί, παρενοχληθεί, απειληθεί ή απαξιωθεί. Από πού πηγάζει όλο αυτό το κουράγιο;
Δεν είναι κουράγιο. Ξεχνάω ότι είμαι φοβισμένη όταν γράφω. Δεν είμαι άνθρωπος με κουράγιο. Είμαι δειλή, στην πραγματικότητα, αλλά το ξεχνάω όταν γράφω.
ΕΡ-Πού βασίζεις την αισιόδοξη εκτίμηση πως η επόμενη δεκαετία θα είναι των Κούρδων;
Βάσιζα αυτή την εκτίμηση στην προ του πραξικοπήματος περίοδο. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξη τώρα. Ούτε για τους Κούρδους, ούτε για την Τουρκία. Μετά το πραξικόπημα, σχεδόν όλες οι φυσιογνωμίες από την κουρδική πλευρά, οι οποίες είχαν φωνή, φυλακίστηκαν. Και το κουρδικό έχει εξελιχθεί σε μεσανατολικό, έχει περιπλακεί λόγω Συρίας, κι έχουν εμπλακεί σ’ αυτό περισσότεροι «παίκτες». Γιγάντιοι. Θα μπορούσε να έχει υπάρξει ειρήνη, μια αλλιώτικη Τουρκία, μια διαφορετική δημοκρατία. Δε φαίνεται, όμως, πως κάτι τέτοιο θα συμβεί πολύ σύντομα.
ΕΡ-Σε ανησυχεί, επίσης, πολύ η κατάσταση των γυναικών.
Για άλλη μια φορά μαθαίνουμε από την τουρκική εμπειρία ότι δεν υπάρχει ζωή για τις γυναίκες μετά το κοσμικό κράτος. Και η κοσμικότητα στις μέρες δέχεται πολύ σοβαρή επίθεση. Αυτή η κυβέρνηση θέλει μια πειθήνια κοινωνία. Όταν σχεδιάζεις μια κοινωνία, πάντα ξεκινάς με τις γυναίκες. Είναι πολύ εστιασμένη στις γυναίκες- τις νεαρές, κυρίως. Θέλει ομοιόμορφες, υπάκουες γυναίκες. Αυτό επιδιώκει. Κι όσες ασκούν κριτική στο καθεστώς, μάχονται για τη ζωή τους.
ΕΡ-Πόσα κοινά έχεις από άποψη νοοτροπίας ή γνώσης της Ιστορίας με τους Έλληνες, ή κάποιους από αυτούς; Πόσο εξοικειωμένη με την ελληνική πραγματικότητα είσαι, γενικότερα;
Έχω κοινά με εκείνους κι από τις δύο πλευρές που δεν είναι εθνικιστές. Βιώνω κάτι από τον ίδιο πόνο- του να βρίσκομαι τόσο κοντά, κι όμως τόσο μακριά. Θα θεωρούσα τον εαυτό μου έναν από αυτούς. Κατάγομαι από το Ιζμίρ- την αποκαλείτε «Σμύρνη»-, κι όταν είσαι από το Ιζμίρ το νιώθεις αυτό ακόμα πιο βαθιά. Είναι σαν να είμαστε ένας λαός χωρισμένος από τη θάλασσα. Έχουν υπάρξει προσπάθειες τη δεκαετία του ’70, του ’80, του ‘90 να γίνει αυτή σχέση πιο στενή, αλλά τώρα μοιάζει με μια πολύ μακρινή, αφελή ιδέα. Ο κόσμος τρελαίνεται και, δυστυχώς, ζούμε στο πιο όμορφο, αλλά και πιο τρελό, κομμάτι του.
ΕΡ-Περιγράφεις την έννοια της «πατρίδας» με έναν πολύ εύγλωττο, λυρικό τρόπο, ως ένα τραπέζι, γύρω από το οποίο κάθεσαι με αγαπημένους γελώντας, ενώ περιβάλλεστε από το κενό. Αναφέρεσαι αποκλειστικά στην Τουρκία, ή αποτελεί μια γενικότερη αντίληψη των πραγμάτων;
Δεν αφορά μόνο στην Τουρκία. Αναφέρεται στην πατρίδα για όλους. Ήταν μια έμπνευση από την ταινία του Αγγελόπουλου Μια αιωνιότητα και μια μέρα. Τώρα το τραπέζι είναι διασκορπισμένο για πολλούς στην Τουρκία. Όλοι όσοι ήταν γύρω από το δικό μου τραπέζι έχουν άλλα τραπέζια σε άλλες χώρες. Αυτή είναι η νέα πατρίδα, το αποσυναρμολογημένο τραπέζι.
ΕΡ-Ο στόχος θα ήταν η επανασύνδεση γύρω από το ίδιο τραπέζι, ή, ίσως, να επεκταθούν τα τραπέζια;
Ακριβώς!
Ευχαριστώ θερμά την Ετζέ Τεμελκουράν για το χρόνο που, παρά την κούρασή της, μου διέθεσε, όπως επίσης και τους Ισμήνη Κουρούπη και Γρηγόρη Μπέκο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, για την πολύτιμη συμβολή τους στον προγραμματισμό της συνέντευξης.
Τα βιβλία της Ετζέ Τεμελκουράν Η μαγική πνοή των γυναικών και Τουρκία- Παραφροσύνη και Μελαγχολία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Εναντιοδρομίες
Ετζέ Τεμελκουράν
Έχει τον αέρα που συναντάς όταν περιφέρεσαι στο κέντρο της Σμύρνης και στις ωραίες γειτονιές της Πόλης. Ή σε κάποιο καφέ στο Αμστερνταμ. Τα ρούχα της θυμίζουν κάτι από Ανατολή, η ίδια, όμως, είναι κοσμοπολίτις. Ισως και εξ ανάγκης, αφού οι θέσεις της ως δημοσιογράφου και πολιτικής αναλύτριας δεν είναι πολύ αρεστές στην Τουρκία του Ερντογάν. Η Ετζέ Τεμελκουράν βρέθηκε στην Αθήνα, προσκεκλημένη των εκδόσεων Καστανιώτη, με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του αφηγήματός της «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία».
Το εκτενές ρεπορτάζ της Τεμελκουράν, αυτή η παραμυθητική ανατομία της Τουρκίας, είναι ο τρόπος της να μιλήσει για τη χώρα της. «Η ικανότητά μας να λέμε ιστορίες· η ικανότητά μας να μετατρέπουμε σε ιστορία αυτό που συνέβη· αυτό είναι κάτι μαγικό με τους Τούρκους.
Ένας λόγος που πιστεύω ότι η Τουρκία έχει επιβιώσει έως τώρα είναι πως ο λαός μπορεί να πει την ιστορία όσων πέρασε με πολύ δημιουργικό και, τις περισσότερες φορές, αστείο τρόπο. Είναι και η ικανότητά μας να σκαρφιζόμαστε και να λέμε ανέκδοτα», μου λέει η Τουρκάλα συγγραφέας στην «Κ» όταν τη συναντώ στο καφέ του «Ιανού» της Σταδίου.
Στο «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία», η Ετζέ Τεμελκουράν χωρίζει έξυπνα το υλικό της σε τρεις μεγάλες ενότητες, που ακολουθούν τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση και την εισαγωγή: η πρώτη, είναι το χθες· η δεύτερη, το σήμερα· η τρίτη, το αύριο. Αυτό, από μόνο του δεν προσδίδει καμία πρωτοτυπία, ωστόσο η έννοια –και η θέση– που διατρέχει το βιβλίο της Τεμελκουράν δεν είναι άλλη από το αγαπημένο ρητό των Τούρκων: το χθες είναι χθες, το σήμερα είναι σήμερα, το αύριο είναι αύριο.
Είχε ειπωθεί διά στόματος Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, από του βήματος του αμερικανικού Πανεπιστημίου Κορνέλ, στις 7 Οκτωβρίου του 2003. «Ο Ντεμιρέλ δεν αμφέβαλε ούτε στιγμή πως αυτή η ταυτολογία, που η φαιδρότητά της έγινε απόλυτα κατανοητή στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, είναι ο τρόπος ζωής μας. Το ξαναγράψιμο της ιστορίας, ξανά και ξανά, είναι ένας εύκολος τρόπος προκειμένου να μη δίνεις αναφορά για όσα έχεις διαπράξει, αφού μπορείς να ξεμπερδέψεις με ένα “έλα, μωρέ, το χθες είναι χθες”. Η διαρκής λησμονιά επιβάλλει σε κάθε λαό την αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν, διότι το... χθες είναι χθες – έλα, μωρέ», λέει.
Η κουβέντα στρέφεται στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος καταλαμβάνει περίοπτη θέση στις σελίδες της Τεμελκουράν. «Ο Ερντογάν ήταν λαϊκιστής, before it was cool. Παρ’ όλα αυτά, ο “λαϊκισμός” πλέον δεν είναι λέξη αρκετή. Κάνει τα πράγματα να φαίνονται λιγότερο επικίνδυνα απ’ όσο είναι. Ο “λαϊκισμός” έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και στην Τουρκία και στην Ε.Ε. Κοιτώντας, όμως, λιγάκι πίσω, θα δούμε ότι μερικές φορές πρέπει κανείς να είναι σαφής και να μιλήσει για φασισμό. Στην Τουρκία, μας πήρε χρόνο να το πούμε αυτό, κι όμως, είναι φασισμός, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, δεν βγαίνει μόνον σε... στολή. Ο Ερντογάν ήταν εκεί τόσα χρόνια, μιλούσε ορθάνοιχτα, δεν έκρυβε τίποτα. Είναι αποπροσανατολιστικό να λέμε ότι ο απλώς άλλαξε πολιτική», λέει η Τεμελκουράν.
«Ηταν οπορτουνιστής από αρχής», συνεχίζει η συγγραφέας. «Είχε το προφίλ του cool δημοκράτη με το άνοιγμά του στη Μέση Ανατολή, ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Αυτή πολιτική έχει καταρρεύσει παταγωδώς στο Μεσανατολικό, αλλά τ’ απομεινάρια της διοικούν την Τουρκία. Βέβαια, ο Ερντογάν ανέκαθεν επέλεγε ό,τι εξυπηρετούσε τους σκοπούς του. Αν η δημοκρατία τον εξυπηρετήσει κάποτε, να είστε βέβαιος ότι θα τη χρησιμοποιήσει».
Η Ετζέ Τεμελκουράν μιλάει με σιγουριά. Εχει τη δυναμική ηρεμία εκείνης που έχει περάσει πολλές ώρες σπάζοντας το κεφάλι της για να καταλάβει τη χώρα της, τους συμπολίτες της, τους ηγέτες της. Εκείνο, ωστόσο, που συνοδεύει αυτή τη σιγουριά κλέβει, εντέλει, την παράσταση. Είναι ο δικός της πατριωτισμός – εκείνος που σε κάνει να θυμώνεις από αγάπη. Διαβάζοντας το βιβλίο της, είσαι σχεδόν σίγουρος ότι η τρέλα και η γενική, μαζική θλίψη συνεργάζονται για να δώσουν το θυμωμένο από αγάπη ρεπορτάζ της. Ισως φταίει ότι η μητρική της γλώσσα, η τουρκική, έχει τις ίδιες χορογραφίες με την ελληνική...
«Ολος ο κόσμος αλλάζει, αλλάζει η Ευρώπη, αλλάζει η Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ, προφανώς αλλάζει και η Τουρκία, όλος ο κόσμος βαδίζει στην τρέλα – κάποτε έλεγα ότι ήταν η μελαγχολία το κοινό μοτίβο, αλλά αυτή η εποχή έχει τελειώσει. Αλλάζει όλο το σύστημα της δημοκρατίας, το είδαμε στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στην Τυνησία. Ο κόσμος αντιστάθηκε, αλλά ακόμα δεν γνωρίζει τι ακριβώς αποζητά. Κοιτάξτε, η Τουρκία και η Μέση Ανατολή έχουν βομβαρδιστεί από πολιτικά εγκλήματα, είναι κοινωνίες εξαντλημένες. Οι Έλληνες ξέρετε τι θα πει εξάντληση. Δεν είναι ότι αποδέχεσαι τη μοίρα σου, απλώς είσαι εξουθενωμένος», ακούω στην απομαγνητοφώνηση την Ετζέ Τεμελκουράν να λέει, ενώ ταυτόχρονα χάνει και η ίδια λιγάκι τα λόγια της, από κούραση κι εκείνη, όπως εξομολογείται.
«Πάντως, πρέπει να σας πω, η τουρκική λαϊκή πίστη, ότι ένα φιλί μπορεί να σε κάνει να τα ξεχάσεις όλα, έχει ανασταλεί. Νιώθεις ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σε σκοτώσει. Δεν είναι εύκολο να φιλήσεις κάποιον σήμερα στην Τουρκία», προσθέτει η Ετζέ Τεμελκουράν, λίγο προτού σταματήσει για να πιει λίγο νερό.
Επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν
«Ανέκαθεν η Τουρκία πίστευε ότι ήταν μοναχική. Η τουρκική ψυχή, από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία, ένιωθε πάντοτε ότι περικυκλωνόταν από εχθρούς. Οι πιο κοντινοί μας γείτονες είναι τόσο μακρινοί... Η εξωτερική πολιτική χτιζόταν πάνω σε αυτή την ιδέα. Ο λαός μαθαίνει αυτή την ιδέα από το Δημοτικό. Ο Ερντογάν, εν προκειμένω, έκανε και κάτι καλό: άνοιξε τα σύνορα προς τη Μέση Ανατολή. Ασφαλώς, υποκρινόταν τον υπερασπιστή της πολυπολιτισμικότητας. Αυτό, μάλιστα, τον έκανε διεθνώς αγαπητό. Στην αρχή ήταν με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες· για όσο βέβαια τον εξυπηρετούσαν. Ξαφνικά, άλλαξε γνώμη, δεν τους χρειαζόταν πια· τώρα έχει στραφεί στους εθνικιστές. Αλλάζει το αφήγημα κατά το δοκούν. Ο νεο-οθωμανισμός, όμως, ήταν πάντοτε εκεί, αλλά ήταν πασπαλισμένος με διάφορα αφηγήματα, που επηρέαζαν τους διανοουμένους, ιδίως της Δύσης, όπως ο Σλαβόι Ζίζεκ. Αλλά ας μην παρεκτραπούμε...».
Συγκρατώντας, αμφότεροι, τη ροπή να... παρεκτραπούμε επί του διορατικού σταρ διανοουμένου, στρέφω τη συζήτηση στο Κουρδικό. Οι λόγοι, εκτός από πολιτικοί, είναι και λογοτεχνικοί. Είναι εκείνη η ενότητα του βιβλίου με την αφηγηματική δεινότητα της Ετζέ Τεμελκουράν σε πλήρη ανάπτυξη – μια έξοχη στιγμή της. Η δεύτερη είναι εκείνη που αναφέρεται στον πόλεμο που δέχτηκε από τα trolls των social media για τις ιδέες της περί Κουρδικού, Ερντογάν, δικαιωμάτων των γυναικών, ελευθερίας της έκφρασης. Είναι κάτι που δεν θέλει γενικώς να κουβεντιάζει – και το υποβιβάζει. «Νομίζω ότι πολλοί έχουν εμπειρία από πόλεμο στα social media. Δεν σκεφτήκαμε, όμως, ποτέ τι θα γίνει εάν καταρρεύσει το Twitter, που είναι απλώς μια επιχείρηση. Τι θα συμβεί με τη νεοαποκτηθείσα δεξιότητά μας να συνοψίζουμε τα πάντα σε 140 χαρακτήρες; Τι θα γίνει με την ταυτότητα μας; Διότι έχουμε μια ταυτότητα ακόμη κι εκεί», αναφέρει.
Επιστρέφουμε αμέσως στο Κουρδικό, για το οποίο λέει στην «Κ» ότι «κανείς δεν είναι αθώος. Είναι εξαιρετικά επώδυνο αυτό. Ολόκληρες γενιές θυσιάστηκαν για την ειρήνη και άλλοι τόσοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην επίτευξή της. Είναι φαύλος κύκλος. Επιστρέφουμε διαρκώς στο σημείο μηδέν. Νομίζω ότι οι νέες γενιές έχουν εξαντληθεί από αυτήν τη διαμάχη. Και, ταυτόχρονα, το Κουρδικό βλέπουμε ότι μετατρέπεται περισσότερο σε πρόβλημα της Μέσης Ανατολής, δεδομένο που μπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο».
Οι γενοκτονίες
«Εντούτοις, να μην ξεχνάμε», συνεχίζει η Ετζέ Τεμελκουράν, «ότι δεν έχει σημασία τι λέει ή τι δεν λέει μια κυβέρνηση για τους πολέμους και τις γενοκτονίες. Εκείνο που μετράει είναι πώς αισθάνεται η κοινωνία για το παρελθόν της. Στο βιβλίο μου για το Αρμενικό, “Deep Mountain”, προσπάθησα να μιλήσω στους Τούρκους για τους Αρμενίους – χωρίς να χρησιμοποιήσω τη λέξη από “γ”. Δεν είναι ότι την αρνήθηκα. H τουρκική κοινωνία, όμως, δεν έχει αντισώματα σε αυτήν τη λέξη. Αν, ωστόσο, τους πεις την ιστορία χωρίς αυτήν, θα σε ακούσουν. Οταν μετατρέπεις σε ιστορία την Ιστορία, τότε εκείνη γίνεται πιο προσβάσιμη. Η τουρκική κοινωνία φοβάται να γνωρίζει, φοβάται την ενοχή, παρότι το Κοράνι, σε σχέση με τον Χριστιανισμό που έχει την εξομολόγηση, δεν ενθαρρύνει τις ενοχές. Έτσι, η ζωή είναι ευκολότερη. Και καμιά φορά υγιέστερη. Θα μπορούσαμε να συζητάμε για ώρες...». Μισής ώρας συνομιλία με την Ετζέ Τεμελκουράν είναι ένα ολόκληρο παραμύθι, «παρότι πεταγόμαστε από το ένα θέμα στο άλλο, αλλά έτσι κάνουν οι δημοσιογράφοι», όπως λέει γελώντας.
Στο «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία», η δική της κατανόηση της τουρκικής κοινωνίας είναι χειρονομία προς τον αναγνώστη – συμπατριώτη της ή Δυτικό και, πιο ειδικά, Ελληνα. «Με συγκινεί που βρίσκομαι στην Ελλάδα», λέει. «Είμαι από τη Σμύρνη ή Ιζμίρ. Οταν οι Σμυρνιοί πίνουν ρακή ή ούζο –όπως θες πες το–, λίγα ποτηράκια μετά γυρίζουν το κεφάλι τους προς την Ελλάδα, και κάθε φορά λένε το ίδιο πράγμα, με την ίδια πάντοτε έκπληξη: “Είναι τόσο κοντά”. Και τότε, που γίνονται λίγο πιο ανθρώπινοι, σκέφτονται ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να είμαστε εχθροί». Τη στιγμή που βουρκώνει, πατάω το «stop». «Τι θα γίνει μ’ αυτήν τη χώρα μας;», αναρωτιέται διαρκώς η Ετζέ Τεμελκουράν στο βιβλίο της. Μνημονεύει, όμως, την απάντηση που της έδωσε Τούρκος πολιτικός, τον οποίον δεν κατονομάζει.
«Γλυκύτατη νεαρή μου κυρία», της είπε στην αρχή της δημοσιογραφικής της καριέρας, «αυτή η χώρα διαθέτει μια δικλίδα ασφαλείας, που κανείς δεν φαίνεται ικανός να εντοπίσει. Αυτή η χώρα θα πάει καλά, πολύ καλά. Θα ανασυγκροτείται πάντα την ύστατη στιγμή!». Προσπαθώ να σκεφτώ τι μου θυμίζει...
Ετζέ Τεμελκουράν, «Τουρκία. Παραφροσύνη και μελαγχολία», μτφρ. Ελένη και Μαρία Παξινού, επιμ.: Μαρία Μαυροματάκη, εκδ. Καστανιώτη 2017, σελ. 294.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ
http://www.kathimerini.gr/915296/article/proswpa/proskhnio/o-fasismos-den-vgainei-monon-se-stolh
Ετζέ Τεμελκουράν: «Ξεχνάω ότι είμαι φοβισμένη όταν γράφω»
Θαρραλέα δημοσιογράφος, πολιτική αρθρογράφος και συγγραφέας, η Τουρκάλα Ετζέ Τεμελκουράν βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένη των Εκδόσεων Καστανιώτη, προκειμένου να παρουσιάσει το τελευταίο της βιβλίο Τουρκία-Παραφροσύνη και Μελαγχολία, μια διεισδυτική, ευρυμαθή και ιδιαιτέρως προσωπική ματιά στην τουρκική ιστορία. Την συναντήσαμε.
ΕΡ-Γιατί έγινες δημοσιογράφος; Και γιατί επέλεξες να εστιάσεις στα θέματα όπου εστιάζεις- τη γενοκτονία των Αρμενίων, το κουρδικό, άλλα κοινωνικά ζητήματα;
Πάντοτε ήθελα να γίνω συγγραφέας, ήμουν αποφασισμένη να γίνω συγγραφέας από τα 8 μου. Όταν, λοιπόν, σπούδαζα Νομική στο Πανεπιστήμιο, πίστευα ότι το πλησιέστερο στη συγγραφή είναι η δημοσιογραφία. Έτσι, έγινα δημοσιογράφος, ξεκινώντας να δουλεύω από 19 χρονών. Ενεπλάκην σ’ αυτά τα ζητήματα, γιατί θεωρούσα πως το να γράφω σημαίνει να υποστηρίζω μια πλευρά της κοινωνία: υποστηρίζεις την πλευρά αυτών που δεν έχουν φωνή. Προσπάθησα, επομένως, να δώσω φωνή σε όσους δεν είχαν φωνή. Στην πραγματικότητα δε βρίσκω κάποιο άλλο λόγο να γράφω, ιδίως αν μιλάμε στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας. Υπάρχει αυτή η αντίληψη, ότι η δημοσιογραφία είναι ουδέτερη, με την οποία δε συμφωνώ.
ΕΡ-Ούτε κι εγώ.
Μπορεί να είναι αντικειμενική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Αν είσαι δημοσιογράφος, εκ φύσεως δεν μπορείς να αντιτίθεσαι στην κριτική στάση. Στη χώρα μου ήταν προφανές πως αυτές ήταν οι κοινότητες που δεν είχαν φωνή: οι άνεργοι, οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, τα παιδιά. Γι’ αυτό ήθελα πάντα να γράφω γι’ αυτούς- και όχι μόνο αυτό, αλλά και να μεταφέρω τον πόνο τους σε εκείνους, οι οποίοι ήταν απρόθυμοι ν’ ακούσουν. Προσπαθούσα, λοιπόν, να βρω τον τρόπο να αφηγηθώ μια ιστορία που είναι επιδραστική. Έτσι συνέβη, και μ’ αυτό τον τρόπο εξελίσσεσαι σε πολιτική προσωπικότητα. Κάποιες φορές το μετανιώνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορώ να μη γράφω γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
ΕΡ-Κι έπειτα έχουμε την ιστορία της Τουρκίας, που είναι…
… Περίπλοκη.
ΕΡ-Πολύ. Αυτή την ιστορία θίγεις στο πιο πρόσφατο βιβλίο σου Τουρκία- Παραφροσύνη και Μελαγχολία. Περιγράφει ο τίτλος την ψυχική κατάσταση της τουρκικής κοινωνίας;
Δεν αντικατοπτρίζει την τωρινή ψυχική κατάσταση μόνο, αλλά και τη γενικότερη ψυχική κατάσταση στην Τουρκία στην ουσία της. Νομίζω ότι είναι μια παράφρων και μελαγχολική χώρα. Η παραφροσύνη είναι πολύ ορατή τώρα, αλλά η μελαγχολία όχι. Η μελαγχολία προκύπτει όταν αρχίζεις να αφηγείσαι την ιστορία. Η παραφροσύνη, αντίθετα, βρίσκεται παντού στα διεθνή Μ.Μ.Ε. Καθένας την έχει υπόψη του πλέον.
ΕΡ-Κι έπειτα έχουμε τη γεωγραφία.
Ο μπελάς μας που δεν τελειώνει ποτέ.
ΕΡ-Σύμφωνα με τον Ιμπν Χαλντούν «γεωγραφία ίσον μοίρα». Πώς, λοιπόν, έχει καθορίσει η γεωγραφία τη μοίρα της Τουρκίας, τους Τούρκους, την τουρκική νοοτροπία;
Είναι σαν να βρίσκεσαι διαρκώς πάνω σε μια γέφυρα. Δε ζεις σε μια γέφυρα για πολύ, την περνάς. Είναι αυτό το διαρκές πέρασμα της γέφυρας, η διαρκής αντίφαση, η απόλυτη κίνηση. Κι αυτή η χώρα πάντα θέλει να κινηθεί προς τη Δύση, αλλά τραβιέται προς τα πίσω, προς την Ανατολή. Είναι σαν κυλιόμενη σκάλα, στην πραγματικότητα δε φτάνει ποτέ κάπου. Περίπου έτσι είναι η Τουρκία, νομίζω. Αυτή καθημερινότητα είναι πολύ εξαντλητική. Η ζωή, όπου τίποτα δε συμβαίνει, είναι ήδη κάπως περίπλοκη.
ΕΡ-Προς ποια κατεύθυνση κινείται τώρα, λοιπόν; Κι όχι μόνο την τελευταία δεκαπενταετία, κατά την οποία ο Ερντογάν, το κόμμα του, η πολιτική, η ρητορική, η αισθητική, η ηθική τους επικρατούν;
Δεν είμαι σίγουρη. Τμήμα της κοινωνίας ήθελε προφανώς να συμβεί αυτό και είναι ακόμα γραπωμένοι σ’ αυτή την εχθρική και βίαιη κατάσταση. Η κατεύθυνση, ωστόσο, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Αλλάζει σύμφωνα με τα πολιτικά συμφέροντα της πολιτικής εξουσίας αυτή τη στιγμή. Τη μια μέρα είναι έτσι, την άλλη αλλιώς. Είναι εντελώς απρόβλεπτη. Κι η μη προβλεψιμότητά της την κάνει ακόμη χειρότερη.
Σε αυτή τη φάση, για παράδειγμα, δε θεωρώ ότι υπάρχει μια εδραιωμένη εξωτερική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική, αλλά και η εγχώρια, έχουν γίνει η διαρκής διαχείριση μιας κρίσης. Η Τουρκία, επομένως, συνήθισε δυστυχώς να ζει σε καθεστώς κρίσης. Είναι σχεδόν σαν εθισμένη στην αδρεναλίνη τώρα. Και το τρέχον καθεστώς είναι εθισμένο στην αδρεναλίνη. Απολύτως.
ΕΡ-Κι όμως απολαμβάνει της υποστήριξης τουλάχιστον του μισού του πληθυσμού.
Λίγο λιγότερο από αυτό. Αν μιλάς βάσει του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, αυτό διεξήχθη υπό πολύ καταπιεστικό καθεστώς. Υπήρχε τεράστια απάτη κατά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας και στη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων. Αν το παιχνίδι ήταν δίκαιο, θα ήταν πολύ περισσότεροι από τους μισούς αυτοί που είπαν «όχι». Κι αυτό είναι καλό για την Τουρκία σ’ αυτή τη φάση, το ότι δηλαδή η πλειονότητα των κατοίκων της χώρας δεν υποστηρίζει το καθεστώς, δε συμφωνεί μ’ αυτή. Όσο για τους υπόλοιπους, που το υποστήριζαν, δεν μπορούν να θεωρηθούν υποστηρικτές, γιατί ζούμε σε μια κατάσταση, όπου, αν δεν κάνεις κάτι τέτοιο, μπορεί να στιγματιστείς ή να χάσεις τη δoυλειά σου εύκολα. Το αποτέλεσμα, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό.
ΕΡ-Πώς, παρόλα αυτά, ερμηνεύεις την κυριαρχία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης;
Το πολιτικό έδαφος ήταν έτοιμο για μια τέτοια πολιτική δύναμη, και ιδίως μετά τη δεκαετία του ’80, κατά την οποία η χώρα είχε υποχρεωθεί να γίνει άγονη διανοητικά και πολιτικά. Είχε, λοιπόν, προλειανθεί το έδαφος για έναν τέτοιο ηγέτη, που θα αναμόχλευε τα εθνικιστικά και τα θρησκευτικά αισθήματα, προκειμένου να αρπάξει την εξουσία και να τη διατηρήσει. Το όποιο ποσοστό υποστηρίζει, επομένως, τον Ερντογάν δεν είναι μόνο υποστηρικτές, αλλά και κλώνοι του. Μια από τις «επιτυχίες» του Ερντογάν ήταν ότι άλλαξε την υφή του ανθρώπου στην Τουρκία, την υφή της κοινωνίας.
ΕΡ-Από ποια άποψη;
Αποσυναρμολόγησε το θεμελιώδες σύστημα αξιών: το καλό και το κακό, το άσχημο και το όμορφο, το σωστό και το λάθος. Όλα αυτά άλλαξαν θέσεις. Είναι τόσο ανακατεμένα τώρα. Η χώρα είναι μπερδεμένη με την πιο βαθιά έννοια της λέξης. Ο Ερντογάν κυβερνά μια μπερδεμένη χώρα. Είναι πολύ ευκολότερο κάτι τέτοιο, όταν μπορείς να προκαλέσεις τη σύγχυση στους ανθρώπους. Αλλά δεν πρόκειται για επινόηση ή κάποια ικανότητα του Ερντογάν μόνο. Ο κόσμος χαρακτηρίζεται από τέτοιους ηγέτες στις μέρες μας, που λειτουργούν στη βάση του σοκ και της σύγχυσης. Όλοι γινόμαστε μάρτυρες του τι κάνει ο Τραμπ. Φαντάσου, λοιπόν, μια χώρα που κυβερνάται από τον Τραμπ επί 15 χρόνια. Τότε αποκτάς μια ιδέα του πώς αισθάνονται οι Τούρκοι αυτή τη στιγμή.
ΕΡ-Είναι όχι μόνο μπερδεμένοι, αλλά και αμνησιακοί.
Ακριβώς. Η Τουρκία έχει να επιβιώσει από υπερβολικά πολλά τραύματα. Η χώρα, επομένως, δεν είχε το χρόνο να στοχαστεί πάνω στο ό,τι έχει συμβεί. Σήμερα, ιδίως, αν κάποιος μιλούσε για το αρμενικό, το κουρδικό ή το ελληνικό ζήτημα, θα του απαντούσαν «άσε με ήσυχο, προσπαθούμε να επιβιώσουμε εδώ». Κι αυτό δε θα ήταν εντελώς λανθασμένο, είναι αληθεια. Είναι λες και η Ιστορία είναι ένας κύκλος. Όσοι δεν υποστηρίζουν τον Ερντογάν, φεύγουν από την Τουρκία, όπως και όσοι αναγκάστηκαν να κάνουν το ίδιο σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της Τουρκίας.
ΕΡ-Η μνήμη, πάντως, είναι ένας κρίσιμος παράγοντας.
Η μνήμη, και κυρίως η επανασυγγραφή της Ιστορίας. Ο Ερντογάν και το κόμμα του έχουν εισαγάγει νέες μνήμες που δεν τις ξέραμε.
ΕΡ-Όπως;
Όταν μιλάμε για τη μακελειό στο Σίβας, το οποίο συνέβη το 1992, σου εμφανίζουν ένα άλλο μακελειό. Ή, αυτό που συμβαίνει τώρα, η επινόηση της Ιστορίας. Η Τουρκία στέλνει στρατεύματα στο Κατάρ, και ειπώθηκε ότι έχουμε βαθείς αδερφικούς δεσμούς με τη συγκεκριμένη χώρα. Δεν έχουμε κανενός είδους σύνδεση με το Κατάρ. Μέσα σε μια νύχτα δημιουργήθηκε αυτό το πράγμα, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η αποστολή στρατευμάτων εκεί.
ΕΡ-Και πώς έγινε αντιληπτό το γεγονός αυτό από την κοινή γνώμη;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κοινή γνώμη, γιατί δεν υπάρχουν Μ.Μ.Ε., ούτε και κάποια πληροφορία. Συνεπώς δεν ξέρουμε ποια είναι η κοινή γνώμη. Δε γνωρίζουμε καν πόσοι στρατιώτες στάλθηκαν στο Κατάρ. Η γενικότερη αίσθηση, πάντως, θα ήταν εξάντληση, σύγχυση και λήθη, βασικά. Όσο για τις αποφάσεις, αυτές δε λαμβάνονται στη Βουλή, αλλά στο Λευκό Παλάτι, οπότε κανένας δεν ξέρει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
ΕΡ-Ήταν η εξέγερση στο Πάρκο Γκεζί 4 χρόνια πριν η τελευταία σοβαρή αναλαμπή ελπίδας; Τι άφησε;
Ήταν ένα παράδειγμα σε μικρογραφία του τι είδους κοινωνία λείπει στους ανθρώπους. Υπήρχε εχθρότητα και πόλωση, οπότε στο Πάρκο Γκεζί φάνηκε τι είδους κοινωνία ανυπομονούσαν να εμφανιστεί. Οι άνθρωποι δεν «εξαερώνονται», ούτε εξαφανίζονται ξαφνικά. Εξακολουθούν να ζουν στην Τουρκία, αλλά δεν έχουν τον τρόπο να δείξουν τι θέλουν. Η Βουλή έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, το δικαστικό σύστημα τους έχει διαψεύσει και οι δρόμοι έχουν γίνει πολύ επικίνδυνοι, αν σχεδιάζεις να διαδηλώσεις. Λες και όλο το σύστημα είναι «κλειδωμένο». Δεν είναι εύκολο να βρεις διέξοδο.
ΕΡ-Αναφέρεις πως υπάρχει λίγος χώρος για ανθρώπους όπως εσύ στην Τουρκία. Πόσο μεγάλος είναι αυτός ο λίγος χώρος; Ποια είναι τα περιθώρια, εντός των οποίων κάποιος μπορεί να λειτουργήσει με το ελάχιστο ρίσκο;
Δεν υπάρχει ασφαλές μέρος. Ακόμα, όμως, κι αν πάρεις το ρίσκο, η φωνή σου περιθωριοποιείται. Όλοι όσοι έγραφαν κριτικά άρθρα ή ρεπορτάζ είναι τώρα στο περιθώριο. Ο μόνος τρόπος που μπορούν να κάνουν τη φωνή τους ν’ ακουστεί είναι μικρές ιστοσελίδες, κι αυτές δεν τις επισκέπτονται οι καθημερινοί άνθρωποι στην Τουρκία. Επομένως, ο κύκλος των ανθρώπων που γράφει και διαβάζει συρρικνώνεται διαρκώς. Ακόμα και το να κάνεις “retweet” μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Τα social media είναι το μόνο μέρος, όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να μιλάνε. Αν θες να μάθεις τι συμβαίνει στην Τουρκία σε καθημερινή βάση, μπες στο twitter.
ΕΡ-Παρόλα αυτά, δεν το έχεις βάλει κάτω. Δεν έχεις αποφασίσει να φύγεις μόνιμα.
Όχι μόνιμα. Ποτέ.
ΕΡ-Αν και έχεις επαρκώς στοχοποιηθεί, παρενοχληθεί, απειληθεί ή απαξιωθεί. Από πού πηγάζει όλο αυτό το κουράγιο;
Δεν είναι κουράγιο. Ξεχνάω ότι είμαι φοβισμένη όταν γράφω. Δεν είμαι άνθρωπος με κουράγιο. Είμαι δειλή, στην πραγματικότητα, αλλά το ξεχνάω όταν γράφω.
ΕΡ-Πού βασίζεις την αισιόδοξη εκτίμηση πως η επόμενη δεκαετία θα είναι των Κούρδων;
Βάσιζα αυτή την εκτίμηση στην προ του πραξικοπήματος περίοδο. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξη τώρα. Ούτε για τους Κούρδους, ούτε για την Τουρκία. Μετά το πραξικόπημα, σχεδόν όλες οι φυσιογνωμίες από την κουρδική πλευρά, οι οποίες είχαν φωνή, φυλακίστηκαν. Και το κουρδικό έχει εξελιχθεί σε μεσανατολικό, έχει περιπλακεί λόγω Συρίας, κι έχουν εμπλακεί σ’ αυτό περισσότεροι «παίκτες». Γιγάντιοι. Θα μπορούσε να έχει υπάρξει ειρήνη, μια αλλιώτικη Τουρκία, μια διαφορετική δημοκρατία. Δε φαίνεται, όμως, πως κάτι τέτοιο θα συμβεί πολύ σύντομα.
ΕΡ-Σε ανησυχεί, επίσης, πολύ η κατάσταση των γυναικών.
Για άλλη μια φορά μαθαίνουμε από την τουρκική εμπειρία ότι δεν υπάρχει ζωή για τις γυναίκες μετά το κοσμικό κράτος. Και η κοσμικότητα στις μέρες δέχεται πολύ σοβαρή επίθεση. Αυτή η κυβέρνηση θέλει μια πειθήνια κοινωνία. Όταν σχεδιάζεις μια κοινωνία, πάντα ξεκινάς με τις γυναίκες. Είναι πολύ εστιασμένη στις γυναίκες- τις νεαρές, κυρίως. Θέλει ομοιόμορφες, υπάκουες γυναίκες. Αυτό επιδιώκει. Κι όσες ασκούν κριτική στο καθεστώς, μάχονται για τη ζωή τους.
ΕΡ-Πόσα κοινά έχεις από άποψη νοοτροπίας ή γνώσης της Ιστορίας με τους Έλληνες, ή κάποιους από αυτούς; Πόσο εξοικειωμένη με την ελληνική πραγματικότητα είσαι, γενικότερα;
Έχω κοινά με εκείνους κι από τις δύο πλευρές που δεν είναι εθνικιστές. Βιώνω κάτι από τον ίδιο πόνο- του να βρίσκομαι τόσο κοντά, κι όμως τόσο μακριά. Θα θεωρούσα τον εαυτό μου έναν από αυτούς. Κατάγομαι από το Ιζμίρ- την αποκαλείτε «Σμύρνη»-, κι όταν είσαι από το Ιζμίρ το νιώθεις αυτό ακόμα πιο βαθιά. Είναι σαν να είμαστε ένας λαός χωρισμένος από τη θάλασσα. Έχουν υπάρξει προσπάθειες τη δεκαετία του ’70, του ’80, του ‘90 να γίνει αυτή σχέση πιο στενή, αλλά τώρα μοιάζει με μια πολύ μακρινή, αφελή ιδέα. Ο κόσμος τρελαίνεται και, δυστυχώς, ζούμε στο πιο όμορφο, αλλά και πιο τρελό, κομμάτι του.
ΕΡ-Περιγράφεις την έννοια της «πατρίδας» με έναν πολύ εύγλωττο, λυρικό τρόπο, ως ένα τραπέζι, γύρω από το οποίο κάθεσαι με αγαπημένους γελώντας, ενώ περιβάλλεστε από το κενό. Αναφέρεσαι αποκλειστικά στην Τουρκία, ή αποτελεί μια γενικότερη αντίληψη των πραγμάτων;
Δεν αφορά μόνο στην Τουρκία. Αναφέρεται στην πατρίδα για όλους. Ήταν μια έμπνευση από την ταινία του Αγγελόπουλου Μια αιωνιότητα και μια μέρα. Τώρα το τραπέζι είναι διασκορπισμένο για πολλούς στην Τουρκία. Όλοι όσοι ήταν γύρω από το δικό μου τραπέζι έχουν άλλα τραπέζια σε άλλες χώρες. Αυτή είναι η νέα πατρίδα, το αποσυναρμολογημένο τραπέζι.
ΕΡ-Ο στόχος θα ήταν η επανασύνδεση γύρω από το ίδιο τραπέζι, ή, ίσως, να επεκταθούν τα τραπέζια;
Ακριβώς!
Ευχαριστώ θερμά την Ετζέ Τεμελκουράν για το χρόνο που, παρά την κούρασή της, μου διέθεσε, όπως επίσης και τους Ισμήνη Κουρούπη και Γρηγόρη Μπέκο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, για την πολύτιμη συμβολή τους στον προγραμματισμό της συνέντευξης.
Τα βιβλία της Ετζέ Τεμελκουράν Η μαγική πνοή των γυναικών και Τουρκία- Παραφροσύνη και Μελαγχολία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Εναντιοδρομίες
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου