Το παγωμένο εκείνο απόγευμα στις 5 Φλεβάρη του 1934, 10.000 φίλαθλοι είχαν κατακλύσει το γήπεδο του Παναθηναϊκού για να παρακολουθήσουν τον αγώνα Ελλάδα-Βουλγαρία. Ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι εναντίον των Βουλγάρων, μόλις 21 χρόνια από τους Βαλκανικούς πολέμους και λιγότερο από 30 χρόνια από τον Μακεδονικό εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα, εξάπτει το πατριωτικό φρόνημα των Ελλήνων, δημιουργώντας ιδιαίτερο φανατισμό στην κερκίδα. Όλοι περίμεναν μια μεγάλη νίκη, πόσο μάλλον όταν ο «εχθρός» είχε τέσσερις συνεχόμενες επικρατήσεις εις βάρος της Ομάδας.
Μια σύσπαση στο πρόσωπο του Ντερμόνσκι, του εξαιρετικού τερματοφύλακα της Βουλγαρίας, πρόδωσε την αγωνία του καθώς είδε τον παίκτη της αντίπαλης ομάδας με το ισχυρότερο σουτ να ετοιμάζεται να βάλει κατά της εστίας του. Από ένστικτο έπεσε στη γωνία του τέρματός του, αλλά το μόνο που αισθάνθηκε ήταν τον αέρα να «γλύφει» το κεφάλι του καθώς η μπάλα πέρασε σαν βολίδα δίπλα του και τίναξε τα δίχτυα. Οι παίκτες με τα κυανόλευκα έτρεξαν να αγκαλιάσουν τον Τανιελιάν («Δανελιάν» όπως ήταν γραμμένο στο φύλλο του αγώνα) και το στάδιο γέμισε από τις ουρανομήκεις ζητωκραυγές των Ελλήνων φιλάθλων. Το γκολ του, που έδωσε τελικά τη νίκη στην ελληνική ομάδα, είχε σπάσει ένα σερί 11 συνεχόμενων ηττών από το 1930 σε όλους τους αγώνες και 4 συνεχόμενων ηττών από τη Βουλγαρία.
Ο Τανιέλ Τανιελιάν γεννήθηκε το 1909 στην πόλη Μαρζβάν της Μικράς Ασίας. Γλιτώνοντας ως εκ θαύματος από τη Γενοκτονία του 1915, η οικογένειά του μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη και το 1922 στη Θεσσαλονίκη. Στην γενέθλια πόλη του είχε πάει στο νηπιαγωγείο του αμερικανικού κολεγίου «Ανατόλια», έτσι όταν αυτό μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Τανιελιάν συνέχισε εκεί τις σπουδές του αποφοιτώντας το 1930. Από μικρή ηλικία είχε μεγάλη αγάπη για τον αθλητισμό, έκανε κολύμβηση και έπαιζε ποδόσφαιρο και μπάσκετ στην Αρμενική Θεσσαλονίκης. Οι επιδόσεις και το ταλέντο του τον βάζουν στο στόχαστρο της καλύτερης ομάδας της εποχής του και πρωταθλητή Ελλάδος 1928, Άρη Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά μετεγγράφεται από την Αρμενική στον Άρη, και τότε αρχίζει η καριέρα του.
Από το 1929 αρχίζει να παίζει σε μερικά φιλικά παιχνίδια του Άρη και στο τέλος της ίδιας χρονιάς ως αλλαγή σε κάποια επίσημα. Από το πασχαλινό τουρνουά Αθηνών το 1930 καθιερώνεται ως βασικός στο χώρο του κέντρου. Έχει πλούσια σωματικά προσόντα και αστείρευτες δυνάμεις. Αγωνίζεται στα παιχνίδια του πρωταθλήματος μπάσκετ Ελλάδος την περίοδο 1930-31 και εντυπωσιάζει. Το 1930 η ομάδα του δεν κατακτάει το πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο, αλλά ο Τανιελιάν κατορθώνει κάτι που τη σημερινή ημέρα φαντάζει απίστευτο• κερδίζει ως αθλητής της ομάδας μπάσκετ του Άρη την πρώτη θέση στο πανελλήνιο πρωτάθλημα μπάσκετ και στέφεται πρωταθλητής. Ο μόλις 21 ετών παίκτης είναι βασικό στέλεχος της ομάδας μπάσκετ του Άρη, μιας ομάδας που εκείνη την εποχή στελεχώνεται από τους Τανιέλ Τανιελιάν και Πατρίκ Μπελιάν. Στις 16 Απριλίου 1930 ο Τανιέλ σημειώνει ένα ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι σήμερα στον ελληνικό αθλητισμό. Περνάει ως αλλαγή σε αγώνα ποδοσφαίρου εναντίον της ΑΕΚ και διακρίνεται, ενώ λίγες ώρες πριν είχε αγωνιστεί με την ίδια επιτυχία σε αγώνα μπάσκετ εναντίον της Νήαρ Ήστ στην Καισαριανή.
Από το 1931 είναι βασικός και αναντικατάστατος στην πρώτη ομάδα ως μέσος διακρινόμενος και στα αμυντικά και στα επιθετικά του καθήκοντα. Έχει πάθος, δύναμη και αποφασιστικότητα, ενώ ήταν φημισμένος για τα φαρμακερά του σουτ έξω από την περιοχή των αντιπάλων. Πραγματοποιώντας εκπληκτικές εμφανίσεις στο κύπελλο του 1931 παίζει στον άτυχο για την ομάδα του τελικό εναντίον της ΑΕΚ.
Το 1932 κερδίζει το πρωτάθλημα Ελλάδος και στο ποδόσφαιρο, ενώ χαρακτηρίζεται από τον Τύπο της εποχής ως παίκτης-κλειδί για τον Άρη, αφού με την επίδοσή του και τις αστείρευτες φυσικές του δυνάμεις ρυθμίζει το παιχνίδι της ομάδας του.
Οι εξαιρετικές του εμφανίσεις με τον Άρη του ανοίγουν την πόρτα της Εθνικής Ελλάδος κάνοντας ντεμπούτο το 1933 εναντίον της Βουλγαρίας για το βαλκανικό κύπελλο. Στο δεύτερό του ματς δίνει τη νίκη στην Ελλάδα επί του ίδιου αντιπάλου με σκορ 1-0. Στις 25 Μαρτίου παίζει στο Μιλάνο εναντίον της Ιταλίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου κυπέλλου. Η Ελλάδα χάνει 4-0 από τους, μετέπειτα, δις πρωταθλητές κόσμου. Ο Τανιελιάν μαρκάρει τον τεράστιο Τζουζέπε Μεάτσα καταφέρνοντας να τον περιορίσει σημαντικά. Στο 78΄η Εθνική κερδίζει πέναλτι. Χρόνια αργότερα, ένας μεγάλος παίκτης εκείνης της εποχής, ο Μηγιάκης του Παναθηναϊκού, δήλωσε: «Ο τερματοφύλακας της Ιταλίας ήταν εκπληκτικός. Έτσι, όταν κερδίσαμε το πέναλτι αποφασίστηκε να το εκτελέσει ο Δανιελιάν, που ήταν φοβερός εκτελεστής. Δυστυχώς, και ο ίδιος ο παίκτης μας φοβήθηκε τον Ιταλό τερματοφύλακα και το βάρεσε τεχνικά στο δεξί Γ της εστίας, αλλά η μπάλα πέρασε ελάχιστα άουτ!». Ο Τανιελιάν έπαιξε σε ακόμα έξι αγώνες της Εθνικής μέχρι το 1935, συνολικά είχε οχτώ εμφανίσεις και ένα γκολ, μια επίδοση πολύ καλή αν πάρουμε ως δεδομένο ότι εκείνα τα χρόνια οι εθνικές ομάδες έπαιζαν 3-4 ματς το χρόνο.
Το 1937 παίρνει μετεγγραφή για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, όπου αγωνίζεται μέχρι το 1940. Θεωρείται το μεγαλύτερο όνομα στην ιστορία του ιστορικού σωματείου της Θεσσαλονίκης προπολεμικά.
Παρά τη μεγάλη του καριέρα και τις αυξημένες υποχρεώσεις που είχε με τις ομάδες του, ο Τανιελιάν παρέμεινε πάντα ενεργός στα κοινά της παροικίας. Από το 1930 και μέχρι το 1940 ήταν μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών Θεσσαλονίκης «Χομενετμέν», κατέχοντας κάποια χρόνια τη θέση του προέδρου. Το 1940 μετακομίζει στην Αθήνα και εκλέγεται μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών Αθηνών. Την ίδια χρονιά κηρύσσεται ο πόλεμος και σταματάνε όλες οι δραστηριότητες. Το 1946 και το 1947 αγωνίζεται με τα χρώματα της Αρμενικής Αθηνών, η οποία υπό την καθοδήγησή του κατακτά το πρωτάθλημα της Γ΄ κατηγορίας αήττητη και κερδίζει την άνοδο στη Β΄ κατηγορία.
Το 1948, και αφού έχει «κρεμάσει» τα παπούτσια του, εκλέγεται μέλος του περιφερειακού συμβουλίου της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών Ελλάδος, θέση που διατηρεί μέχρι το 1967. Ταυτόχρονα, είναι από τη νεαρή του ηλικία δραστήριο μέλος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας «Τασνακτσουτιούν».
Το 1967 μετακομίζει μαζί με την οικογένειά του στον Καναδά και το 1974 εκλέγεται μέλος του παγκοσμίου συμβουλίου της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών. Με αυτή του την ιδιότητα, την 1η Αυγούστου του 1978 επισκέπτεται την Ελλάδα, μετά από 11 χρόνια, στα πλαίσια του παγκοσμίου παναρμενικού προσκοπικού Τζάμπορ.
Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε φίλους και γνωστούς από τα παλιά και που θα πατούσε το χώμα της Ελλάδας, της χώρας που του χάρισε μια τόσο ένδοξη ιστορία. Δύο χρόνια μετά, στον τελευταίο μεγάλο αγώνα της ζωής του δυστυχώς θα γνώριζε την ήττα. Την ημέρα που θα έκλεινε τα μάτια του το ημερολόγιο θα έγραφε 9 Νοεμβρίου 1980.
Μια σύσπαση στο πρόσωπο του Ντερμόνσκι, του εξαιρετικού τερματοφύλακα της Βουλγαρίας, πρόδωσε την αγωνία του καθώς είδε τον παίκτη της αντίπαλης ομάδας με το ισχυρότερο σουτ να ετοιμάζεται να βάλει κατά της εστίας του. Από ένστικτο έπεσε στη γωνία του τέρματός του, αλλά το μόνο που αισθάνθηκε ήταν τον αέρα να «γλύφει» το κεφάλι του καθώς η μπάλα πέρασε σαν βολίδα δίπλα του και τίναξε τα δίχτυα. Οι παίκτες με τα κυανόλευκα έτρεξαν να αγκαλιάσουν τον Τανιελιάν («Δανελιάν» όπως ήταν γραμμένο στο φύλλο του αγώνα) και το στάδιο γέμισε από τις ουρανομήκεις ζητωκραυγές των Ελλήνων φιλάθλων. Το γκολ του, που έδωσε τελικά τη νίκη στην ελληνική ομάδα, είχε σπάσει ένα σερί 11 συνεχόμενων ηττών από το 1930 σε όλους τους αγώνες και 4 συνεχόμενων ηττών από τη Βουλγαρία.
Ο Τανιέλ Τανιελιάν γεννήθηκε το 1909 στην πόλη Μαρζβάν της Μικράς Ασίας. Γλιτώνοντας ως εκ θαύματος από τη Γενοκτονία του 1915, η οικογένειά του μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη και το 1922 στη Θεσσαλονίκη. Στην γενέθλια πόλη του είχε πάει στο νηπιαγωγείο του αμερικανικού κολεγίου «Ανατόλια», έτσι όταν αυτό μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Τανιελιάν συνέχισε εκεί τις σπουδές του αποφοιτώντας το 1930. Από μικρή ηλικία είχε μεγάλη αγάπη για τον αθλητισμό, έκανε κολύμβηση και έπαιζε ποδόσφαιρο και μπάσκετ στην Αρμενική Θεσσαλονίκης. Οι επιδόσεις και το ταλέντο του τον βάζουν στο στόχαστρο της καλύτερης ομάδας της εποχής του και πρωταθλητή Ελλάδος 1928, Άρη Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά μετεγγράφεται από την Αρμενική στον Άρη, και τότε αρχίζει η καριέρα του.
Από το 1929 αρχίζει να παίζει σε μερικά φιλικά παιχνίδια του Άρη και στο τέλος της ίδιας χρονιάς ως αλλαγή σε κάποια επίσημα. Από το πασχαλινό τουρνουά Αθηνών το 1930 καθιερώνεται ως βασικός στο χώρο του κέντρου. Έχει πλούσια σωματικά προσόντα και αστείρευτες δυνάμεις. Αγωνίζεται στα παιχνίδια του πρωταθλήματος μπάσκετ Ελλάδος την περίοδο 1930-31 και εντυπωσιάζει. Το 1930 η ομάδα του δεν κατακτάει το πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο, αλλά ο Τανιελιάν κατορθώνει κάτι που τη σημερινή ημέρα φαντάζει απίστευτο• κερδίζει ως αθλητής της ομάδας μπάσκετ του Άρη την πρώτη θέση στο πανελλήνιο πρωτάθλημα μπάσκετ και στέφεται πρωταθλητής. Ο μόλις 21 ετών παίκτης είναι βασικό στέλεχος της ομάδας μπάσκετ του Άρη, μιας ομάδας που εκείνη την εποχή στελεχώνεται από τους Τανιέλ Τανιελιάν και Πατρίκ Μπελιάν. Στις 16 Απριλίου 1930 ο Τανιέλ σημειώνει ένα ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι σήμερα στον ελληνικό αθλητισμό. Περνάει ως αλλαγή σε αγώνα ποδοσφαίρου εναντίον της ΑΕΚ και διακρίνεται, ενώ λίγες ώρες πριν είχε αγωνιστεί με την ίδια επιτυχία σε αγώνα μπάσκετ εναντίον της Νήαρ Ήστ στην Καισαριανή.
Από το 1931 είναι βασικός και αναντικατάστατος στην πρώτη ομάδα ως μέσος διακρινόμενος και στα αμυντικά και στα επιθετικά του καθήκοντα. Έχει πάθος, δύναμη και αποφασιστικότητα, ενώ ήταν φημισμένος για τα φαρμακερά του σουτ έξω από την περιοχή των αντιπάλων. Πραγματοποιώντας εκπληκτικές εμφανίσεις στο κύπελλο του 1931 παίζει στον άτυχο για την ομάδα του τελικό εναντίον της ΑΕΚ.
Το 1932 κερδίζει το πρωτάθλημα Ελλάδος και στο ποδόσφαιρο, ενώ χαρακτηρίζεται από τον Τύπο της εποχής ως παίκτης-κλειδί για τον Άρη, αφού με την επίδοσή του και τις αστείρευτες φυσικές του δυνάμεις ρυθμίζει το παιχνίδι της ομάδας του.
Οι εξαιρετικές του εμφανίσεις με τον Άρη του ανοίγουν την πόρτα της Εθνικής Ελλάδος κάνοντας ντεμπούτο το 1933 εναντίον της Βουλγαρίας για το βαλκανικό κύπελλο. Στο δεύτερό του ματς δίνει τη νίκη στην Ελλάδα επί του ίδιου αντιπάλου με σκορ 1-0. Στις 25 Μαρτίου παίζει στο Μιλάνο εναντίον της Ιταλίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου κυπέλλου. Η Ελλάδα χάνει 4-0 από τους, μετέπειτα, δις πρωταθλητές κόσμου. Ο Τανιελιάν μαρκάρει τον τεράστιο Τζουζέπε Μεάτσα καταφέρνοντας να τον περιορίσει σημαντικά. Στο 78΄η Εθνική κερδίζει πέναλτι. Χρόνια αργότερα, ένας μεγάλος παίκτης εκείνης της εποχής, ο Μηγιάκης του Παναθηναϊκού, δήλωσε: «Ο τερματοφύλακας της Ιταλίας ήταν εκπληκτικός. Έτσι, όταν κερδίσαμε το πέναλτι αποφασίστηκε να το εκτελέσει ο Δανιελιάν, που ήταν φοβερός εκτελεστής. Δυστυχώς, και ο ίδιος ο παίκτης μας φοβήθηκε τον Ιταλό τερματοφύλακα και το βάρεσε τεχνικά στο δεξί Γ της εστίας, αλλά η μπάλα πέρασε ελάχιστα άουτ!». Ο Τανιελιάν έπαιξε σε ακόμα έξι αγώνες της Εθνικής μέχρι το 1935, συνολικά είχε οχτώ εμφανίσεις και ένα γκολ, μια επίδοση πολύ καλή αν πάρουμε ως δεδομένο ότι εκείνα τα χρόνια οι εθνικές ομάδες έπαιζαν 3-4 ματς το χρόνο.
Το 1937 παίρνει μετεγγραφή για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, όπου αγωνίζεται μέχρι το 1940. Θεωρείται το μεγαλύτερο όνομα στην ιστορία του ιστορικού σωματείου της Θεσσαλονίκης προπολεμικά.
Παρά τη μεγάλη του καριέρα και τις αυξημένες υποχρεώσεις που είχε με τις ομάδες του, ο Τανιελιάν παρέμεινε πάντα ενεργός στα κοινά της παροικίας. Από το 1930 και μέχρι το 1940 ήταν μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών Θεσσαλονίκης «Χομενετμέν», κατέχοντας κάποια χρόνια τη θέση του προέδρου. Το 1940 μετακομίζει στην Αθήνα και εκλέγεται μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών Αθηνών. Την ίδια χρονιά κηρύσσεται ο πόλεμος και σταματάνε όλες οι δραστηριότητες. Το 1946 και το 1947 αγωνίζεται με τα χρώματα της Αρμενικής Αθηνών, η οποία υπό την καθοδήγησή του κατακτά το πρωτάθλημα της Γ΄ κατηγορίας αήττητη και κερδίζει την άνοδο στη Β΄ κατηγορία.
Το 1948, και αφού έχει «κρεμάσει» τα παπούτσια του, εκλέγεται μέλος του περιφερειακού συμβουλίου της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών Ελλάδος, θέση που διατηρεί μέχρι το 1967. Ταυτόχρονα, είναι από τη νεαρή του ηλικία δραστήριο μέλος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας «Τασνακτσουτιούν».
Το 1967 μετακομίζει μαζί με την οικογένειά του στον Καναδά και το 1974 εκλέγεται μέλος του παγκοσμίου συμβουλίου της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών. Με αυτή του την ιδιότητα, την 1η Αυγούστου του 1978 επισκέπτεται την Ελλάδα, μετά από 11 χρόνια, στα πλαίσια του παγκοσμίου παναρμενικού προσκοπικού Τζάμπορ.
Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε φίλους και γνωστούς από τα παλιά και που θα πατούσε το χώμα της Ελλάδας, της χώρας που του χάρισε μια τόσο ένδοξη ιστορία. Δύο χρόνια μετά, στον τελευταίο μεγάλο αγώνα της ζωής του δυστυχώς θα γνώριζε την ήττα. Την ημέρα που θα έκλεινε τα μάτια του το ημερολόγιο θα έγραφε 9 Νοεμβρίου 1980.